Βιβλία για τα βιβλία
της Μένης Κανατσούλη (*)
oanagnostis.gr
Τη σκέψη για να προβώ σε βιβλιοπαρουσιάσεις «βιβλίων για βιβλία» μου
την έδωσαν τα αποτελέσματα ενός διαγωνισμού (του δεύτερου) μεταξύ των
φοιτητριών/τών του Τμήματός μου (Προσχολικής Αγωγής, στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) για τη συγγραφή ιστορίας με θέμα το βιβλίο.
Πέρα από τον μικρό αριθμό αυτών που έστειλαν την ιστορία τους,
διαπιστώσαμε ότι επιπλέον κάποιες ήταν και εκτός θέματος. Η
απογοητευτική εν τέλει ανταπόκριση, μάλιστα νέων παιδιών που δυνητικά
θα εργαστούν στην Εκπαίδευση, και συνεπώς η αδιαμφισβήτητη και
αναγκαστική σχέση τους με το βιβλίο με προβλημάτισαν πολύ. Τι σχέση
έχουν τελικά οι σύγχρονοι νέοι και νέες με το βιβλίο; Η εξοικείωσή τους
–εννοώ σε επίπεδο ψυχικό και νοητικό- υπάρχει ή μήπως η σύγχρονη
κουλτούρα του κινητού και του διαδικτύου τους έχει αποξενώσει τελείως
από το έντυπο βιβλίο; Τελικά η ίδια η συγγραφή λογοτεχνικών ιστοριών και
λογοτεχνικών ιστοριών για παιδιά μήπως «κινδυνεύουν» από αυτή την
απουσία κουλτούρας για το ίδιο το βιβλίο; Και τελικά πίσω από αυτή την
απουσία κουλτούρας για το βιβλίο, μήπως αυτό που ολοένα και περισσότερο
χάνεται είναι η κουλτούρα της ανάγνωσης, μια κουλτούρα που απαιτεί από
αυτόν ο οποίος, ενόσω την επιχειρεί, την ίδια στιγμή αναπτύσσει μια
σειρά αθέατων αλλά ουσιαστικών δεξιοτήτων: να παρατηρεί και να
αυτοπαρατηρείται, να συναρμολογεί λέξεις και νοήματα, να συνδιαλέγεται
με τον εαυτό του, να αυτοπειθαρχείται και ταυτόχρονα να ελευθερώνεται,
να μαθαίνει να συσσωρεύει ιδέες και φράσεις και την ίδια στιγμή να
αφαιρεί.
Στα βιβλία για παιδιά, η αγωνία για τη θέση του βιβλίου στα χέρια του
σημερινού αναγνώστη υπάρχει, δίνεται όμως με τρόπους ευφυείς, άλλοτε
ανάλαφρους ή και χιουμοριστικούς, κάποτε περίπλοκους και διερευνητικούς.
Και κυρίως χωρίς το ένα βιβλίο (για βιβλία) να αντιγράφει το άλλο. Και
ας αρχίσουμε να περιδιαβαίνουμε σε αυτά.
Το silent book Το κόκκινο βιβλίο της Μπάρμπαρα Λέμαν μας
κάνει να χάσουμε την αίσθηση του πού τελειώνει η φανταστική κατάσταση
και πού αρχίζει η πραγματικότητα. Και αυτό το καταφέρνει το κόκκινο
βιβλίο που αρχικά βρίσκει μέσα στο χιόνι το παιδί[1]
(κορίτσι) που ζει σε μια δυτική μεγαλούπολη. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο,
ανακαλύπτει μέσα σε αυτό ένα αγόρι που ζει σε ένα εξωτικό νησί. Το
κορίτσι τον κοιτάζει αλλά και το αγόρι της αντιγυρίζει επίσης το βλέμμα
του, για να μεταφερθούμε στην επόμενη σελίδα όπου το αγόρι ανακαλύπτει
μέσα στην άμμο ένα κόκκινο βιβλίο και μέσα στις σελίδες του βλέπει το
πρώτο παιδί. Τα δύο παιδιά στο τέλος θα συναντηθούν, αν και –όπως
υπονοείται- αυτό γίνεται μάλλον μεταφορικά/νοητικά, μέσω του κόκκινου
βιβλίου που διαβάζουν και τα δύο. Η ιστορία είναι μετανεοτερική, όπου η
αίσθηση του τόπου και του χρόνου είναι σχετική, όπως άλλωστε και η σχέση
πραγματικού και πλασματικού, ταυτόχρονα όμως πρόκειται για μια ιστορία
βαθιά ουμανιστική όπου το βιβλίο καθαυτό υμνείται γι’ αυτή τη συνένωση
μεταξύ παιδιών, πέραν των ορίων τόπου και χρόνου, πέραν των συμβατικά
«αληθινών» συνθηκών.
Η πραγματική και φαινομενικά πεζή ζωή του κου Μόρρις Λέσμορ μας δίνει
μια άλλη εκδοχή για το βιβλίο: αυτή όπου το βιβλίο γίνεται η ουσία, η
πραγματικότητα στη ζωή ενός ανθρώπου. Η σχέση αναγνώστη με το βιβλίο και
πώς Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του κου Μόρρις Λέσμορ (του
William E. Joyce) κάνουν τον κο Λέσμορ να αναπτύσσει τη σχέση του με το
βιβλίο, να ανακαλύπτει το «χάσιμό» του μέσα στη βιβλιοθήκη, να βρίσκει
την αξία των λέξεων και των ιστοριών, να δίνει φροντίδα και αγάπη στα
βιβλία αλλά και να παίρνει αγάπη από αυτά, τέλος να κλείνει τη ζωή του
με αυτά για να καταλάβει πως μόνο τα βιβλία ήταν η πραγματική του ζωή:
«Τα βιβλία έμειναν σιωπηλά για λίγη ώρα. Έπειτα παρατήρησαν ότι ο Μόρρις
Λέσμορ είχε αφήσει κάτι πίσω του. ‘Είναι το δικό του βιβλίο!’ είπε ο
πιο παλιός του φίλος. Μέσα ήταν η ιστορία του Μόρρις. Όλες οι χαρές και
οι λύπες του, όλα όσα ήξερε και όλα όσα έλπιζε να συμβούν». Και μετά πια
την «αποχώρηση» του κου Λέσμορ, η περιπέτεια της ανάγνωσης βιβλίων
συνεχίζεται: η μικρή αναγνώστρια που θα πάρει στα χέρια της το βιβλίο
της δικής του ζωής ξεκινά με τη σειρά της τη δική της αναγνωστική
περιπέτεια και περιπέτεια ζωής.
Αυτή η τόσο μοναδική για τον καθένα μας σχέση με το βιβλίο, στην
οποία κάθε μέρα ανακαλύπτουμε τους δικούς μας τρόπους να «διαβάζουμε»
βιβλία αλλά επίσης να «διαβάζουμε» και να αναζωογονούμε ή να
αναδημιουργούμε τη δική μας ζωή ή ακόμη και να «πετούμε» πέρα και πάνω
από αυτή, αποτελεί το πολύτιμο υλικό που μας χαρίζουν τα «ιπτάμενα»
βιβλία.
Είναι ενδιαφέρον ότι Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του κου Μόρρις Λέσμορ,
μολονότι μιλά για το βιβλίο στην παραδοσιακή του μορφή ως έντυπο και
μάλιστα όπως συναντά κανείς αναρίθμητα βιβλία στο παλιό κλασσικό κτίριο
της βιβλιοθήκης, όμως, κατά ειρωνικό τρόπο, ξεκίνησε ως –βραβευμένη
μάλιστα– i-padεφαρμογή και μετά έγινε βιβλίο[2].
****************************
Kαταπληκτική ταινία ταινία μικρού μήκους βασισμένη στο βιβλίο Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του κου Μόρρις Λέσμορ
*******************************
Αυτή η τόσο μοναδική για τον καθένα μας σχέση με το βιβλίο, στην
οποία κάθε μέρα ανακαλύπτουμε τους δικούς μας τρόπους να «διαβάζουμε»
βιβλία αλλά επίσης να «διαβάζουμε» και να αναζωογονούμε ή να
αναδημιουργούμε τη δική μας ζωή ή ακόμη και να «πετούμε» πέρα και πάνω
από αυτή, αποτελεί το πολύτιμο υλικό που μας χαρίζουν τα «ιπτάμενα»
βιβλία.
Είναι ενδιαφέρον ότι Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του κου Μόρρις Λέσμορ,
μολονότι μιλά για το βιβλίο στην παραδοσιακή του μορφή ως έντυπο και
μάλιστα όπως συναντά κανείς αναρίθμητα βιβλία στο παλιό κλασσικό κτίριο
της βιβλιοθήκης, όμως, κατά ειρωνικό τρόπο, ξεκίνησε ως –βραβευμένη
μάλιστα– i-padεφαρμογή και μετά έγινε βιβλίο[2].
Αυτή η μοντέρνα εκδοχή το καθιστά φιλικό στο σημερινό αναγνώστη, χωρίς
να αναιρεί ότι πρόκειται –νοηματικά– για βιβλίο με την κλασσική σημασία
του όρου. Αντίστροφα, στο επόμενο βιβλίο, το Είναι βιβλίο του
Lane Smith, η ιστορία ξεκινά με έναν αναγνώστη εξοικειωμένο με τις
ψηφιακές μορφές ανάγνωσης και παντελώς άσχετο με το έντυπο βιβλίο, που
όμως καταλήγει να βυθίζεται, να απορροφάται μέσα στο «παραδοσιακό»
βιβλίο.
Το Είναι βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί αιρετικό, μάλιστα
στις ΗΠΑ έχει λογοκριθεί –αν και για τελείως ακατανόητο λόγο (για τη
χρήση της λέξης «κεφάλα» στο τέλος)[3].
Απευθύνεται και σε πολύ μικρούς αναγνώστες, καθώς είναι ολιγόλογο, με
ευδιάκριτα τα εικονιστικά στοιχεία, και κυρίως με μια πολύ σύγχρονη
αφηγηματική προσέγγιση: κατ’ ουσία οι δύο χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν δύο
αντιτιθέμενες εκδοχές, αυτή του έντυπου βιβλίου από τον πίθηκο και αυτή
του ψηφιακού/κινητού/τάμπλετ, από τον γάιδαρο, η οποία βρίσκεται πιο
κοντά στο σημερινό «αναγνώστη». Το χιούμορ του βιβλίου προκύπτει από την
εντελώς αντίθετη -και γι’ αυτό απροσδόκητη στάση για αναγνώστες
βιβλίων– του γάιδαρου που βομβαρδίζει με περίεργες ερωτήσεις τον πίθηκο:
«Πώς σκρολάρεις; Μπορείς να μπλογκάρεις; Τουιτάρει; Στέλνει μηνύματα
στο Ίντερνετ; Χρειάζεσαι κωδικό για να μπεις;» κ.λπ. Όμως το βιβλίο
είναι βιβλίο, ή καλύτερα η αφήγηση είναι αφήγηση και όταν την έχει
μπροστά της ακόμη και ο αμύητος σε αυτήν αναγνώστης δεν μπορεί παρά να
παρασυρθεί για να χάσει την αίσθηση του χρόνου –και του μέσου με το
οποίο επικοινωνεί– και να χαθεί μέσα της, όπως ακριβώς συμβαίνει με το
γάιδαρο. Η ιστορία, χωρίς να στέκεται εχθρικά απέναντι στην τεχνολογία
και στις ψηφιακές αναγνώσεις, όμως αναμφίβολα μας θυμίζει το κύριο
στοιχείο της ανάγνωσης έντυπων βιβλίων: ότι ξεφυλλίζοντας με τα δάκτυλά
σου τις σελίδες τους, μέσα από την υλικότητα και την αφή, έχεις το χρόνο
να εισχωρήσεις και να απολαύσεις το μαγικό κόσμο τους. Και μάλιστα
χωρίς να χρειαστεί «να το φορτίσεις», όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο
πίθηκος!
Η Σοφία Γαβριηλίδου εύστοχα παρατηρεί ότι «όσο ελκυστικές και αν
είναι οι ευκαιρίες που προσφέρει η τεχνολογία […], στερούν από το μικρό
αναγνώστη-χρήστη ενός ψηφιακού αναγνώσματος την ελκυστική διαδικασία της
επιλογής του βιβλίου που ξεκινάει από το φυλλομέτρημα των σελίδων, το
ζύγισμα του μεγέθους, την αισθητική του σχεδιασμού του […]»[4].
Αυτή η υλικότητα του βιβλίου, ότι μπορεί να το αναποδογυρίσεις, να το
ξεφυλλίσεις προς όποια μεριά θέλεις, να το μετασχηματίσεις όπως θέλεις
αλλάζοντας τη σειρά των σελίδων του, μας δίνει με τρόπο ανάγλυφο το Πώς διαβάζεται ένα βιβλίο
των Ντάνιελ Φερ και Μαουρίτσιο Κουαρέλλο. Αν και ουσιαστικά χωρίς να
εκτυλίσσεται κάποια πλοκή, το όλο μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι που
«μαθαίνει» στον αναγνώστη την ελευθερία της ανάγνωσης και την ανατροπή
των όποιων κανόνων της.
Ακολουθώντας τους δύο ήρωες,το αγόρι και το κορίτσι (Χάνσελ και
Γκρέτελ), ο αναγνώστης –για να τους βοηθήσει να ισορροπήσουν στη σελίδα–
γυρίζει το ανοιγμένο βιβλίο κατά 180 μοίρες. Στο επόμενο δισέλιδο όμως η
διάταξη θα είναι κάπως παράξενη, καθώς τα παιδιά ισορροπούν αλλά η
ΜπάμπαΓιάγκα και το σπίτι της είναι πλαγιαστά. Όμως και στο επόμενο
δισέλιδο θα χρειαστεί μια άλλη ανακατεύθυνση του βιβλίου και έτσι θα
συνεχιστεί μέχρι το τέλος, στριφογυρίζοντάς το και με τα «ακροβατικά»
των χαρακτήρων. Παράλληλα με αυτή την ανορθόδοξη ανάγνωση που κάθε λίγο
αυτοαναθεωρείται, υπεισέρχονται και νύξεις σε άλλα λογοτεχνικά πρόσωπα
και σε άλλα βιβλία, για να μας θυμίζουν συνέχεια τον διακειμενικό πλούτο
που μας προσφέρει ένα έξυπνο βιβλίο. Αν και το τέλος μοιάζει κάπως
διδακτικό «Τώρα που ξέρεις πώς να διαβάζεις έναβιβλίο, θα μπορείς να
διαβάζεις τα πάντα», ταυτόχρονα όμως μπορεί να είναι και αμφίσημο, να
υποσκάπτει αυτό ακριβώς που λέει: έμαθε πραγματικά ο μικρός αναγνώστης
να διαβάζει; Ή μήπως ξέμαθε να διαβάζει (τουλάχιστον βάσει συγκεκριμένων
κανόνων); Πάντως το βιβλίο αυτό, όπως άλλωστε και τα προηγούμενα, μας
δείχνουν το καθένα με τον τρόπο του τη μοναδικότητα της ανάγνωσης. Για
τον καθένα μας το βιβλίο μπορεί να σημαίνει πολλά ξεχωριστά και
διαφορετικά πράγματα. Είναι ο κάθε ένας από μας που θα του δώσει τη δική
του σημασία. Όπως λέει και ο Alberto Manguel: «Όλοι μας διαβάζουμε τον
εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας ώστε να δούμε πού και ποιοι είμαστε.
Διαβάζουμε για να καταλάβουμε ή για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε. Δεν
μπορούμε παρά να διαβάζουμε. Το διάβασμα είναι η ουσιαστικότερη
λειτουργία μας μετά την αναπνοή»[5].
[1]
Σχολιάζεται ότι το πρώτο αυτό παιδί έχει αντρογυνικά χαρακτηριστικά,
αλλά τελικά καταχωρίζεται ως κορίτσι. Και ως τέτοιο το θεωρούμε: https://www.kirkusreviews.com/book-reviews/barbara-lehman/the-red-book/
[2]Δες: https://www.youtube.com/watch?v=OTVnyHwNxD0
[3]
Αν και προφανώς επιβραβεύεται η ανάγνωση βιβλίων –μάλιστα σε αντίθεση
με την ανάλωση πολύτιμου χρόνου από παιδιά σε βιντεοπαιχνίδια, κινητό
κ.λπ-, εν τούτοις γονείς στις ΗΠΑ ζήτησαν το βιβλίο να λογοκριθεί λόγω
ανάρμοστου λεξιλογίου (!). Δες και https://www.timesfreepress.com/news/opinion/times/story/2010/dec/27/book-banners-it-again/37885
[4] Σοφία Γαβριηλίδου, Εκδότες βιβλία παιδιά, Θεσσαλονίκη, University Studio Press 2018, σελ. 107.
[5]Alberto Manguel, Η ιστορία της ανάγνωσης (Μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς), Αθήνα, Ψυχογιός 1997, σελ. 30.
(*) Η Μένη Κανατσούλη είναι καθηγήτρια ΣΤΟ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
BiblioNet : Κανατσούλη, Μένη Δ
INFOΜπάρμπαρα Λέμαν, Το κόκκινο βιβλίο, Μεταίχμιο 2014.
William E. Joyce, Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία του κου Μόρρις Λέσμορ (Μετάφραση Μαρία Τοπάλη), Πατάκης 2014.
Lane Smith, Είναι βιβλίο, Καλειδοσκόπιο 2013.
Ντάνιελ Φερ και Μαουρίτσιο Κουαρέλλο, Πώς διαβάζεται ένα βιβλίο (Μετάφραση Βασιλική Νίκα) Πατάκης 2020.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η Μένη Κανατσούλη προβάλλει στους εφήβους την αναγκαιότητα για την ανάγνωση της έντυπης λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου