Ομιχλιασμένα βουνά ανήμεροι καταρράκτες, φεγγαρόλουστες βουνοκορφές, βρεμένα λιβάδια, ξημέρωμα στο Γκραν Κάνιον, γαλήνια σιωπή – όλα, η ιδέα της φύσης ως μέγα θέαμα, η φαντασμαγορία της πλάσης, σαν μέρος της μεγάλης αμερικανικής εικόνας. O 20ός αιώνας τα πρωτοείδε στον κινηματογράφο, ύστερα όλοι όσοι είχαν μια κόντακ και έναν υπνοσάκο. Την εικόνα αυτή έπλασαν τον 19ο αιώνα οι Αμερικανοί ζωγράφοι, οι άνθρωποι που γύριζαν την αχανή χώρα από τη μια άκρη στην άλλη για να φέρουν πίσω απόψεις της απεραντοσύνης. Ένας από αυτούς, ο πιο πολυταξιδεμένος και ο πιο επιτυχημένος, ήταν ένας γιάνκι από το Κονέκτικατ, ο Φρέντερικ Εντγουίν Τσερτς.
Θέαμα και σκηνοθεσία
Ένα έργο του παρουσίαζε, από εκείνα που ονόμαζε «οι μεγάλες εικόνες» και οι Αμερικανοί περίμεναν στην ουρά για να το δουν. Γύριζε από σκληρά ταξίδια στις Ανδεις ή στον Νιαγάρα και απαθανάτιζε τις αναμνήσεις του, αποτυπωμένες σε πρόχειρα σχέδια, σε πίνακες καμωμένους στη Νέα Υόρκη. Στο στούντιό του της 10ης Οδού, ο κόσμος πλήρωνε 25 σεντς για να τους δει μέσα στο μισοσκόταδο, με τις βαριές κουρτίνες τραβηγμένες μπροστά στα παράθυρα. Το 1859 ο Τσερτς έβγαλε τρεις χιλιάδες δολάρια από έναν μόνο πίνακα μέσα σε τρεις εβδομάδες, κάτι παραπάνω από σεβαστό ποσό τότε, πράγμα που έκανε τους Αμερικανούς κριτικούς να αποφανθούν ότι στον Νέο Κόσμο, η μεγαλοφυΐα κατοικεί τόσο όσο και στη θηλυπρεπή Ευρώπη.
Στην Ευρώπη βρίσκεται τώρα ο Τσερτς, μέρος της μεγάλης έκθεσης της Τέιτ του Λονδίνου, «Το αμερικανικό μεγαλείο (1820-1880)», θέαμα από μόνο της μια και η Γηραιά Ηπειρος δεν έχει δει ποτέ ώς τώρα στο έδαφός της κάποιον από τους 100 αυτούς πίνακες. Και στην Αμερική ακόμη είναι διασκορπισμένοι σε πολλά απόμερα μουσεία. Συγκεντρωμένοι σε έναν χώρο, συνεπικουρούν ο ένας τον άλλον στη χαρτογράφηση, καθώς γράφει η Λόρα Κάμινγκ στην «Ομπσέρβερ», μιας γης που καθώς θέλουν να πιστεύουν οι κάτοικοί της, προήλθε κατ’ ευθείαν από το χέρι του Θεού. Τι είχε η Αμερική που δεν το είχε η Ευρώπη; Την απεραντοσύνη. Τότε, τον 19ο αιώνα η σημερινή Ανατολική Ακτή του πολιτισμού ήταν η Αγρια Δύση, τα λιβάδια του Νιου Χαμσάιρ και η Κοιλάδα του ποταμού Χάντσον ήταν σαν τα χάιλαντ της Σκωτίας, δίχως τα ελάφια και τα όρη Κάτσκιλ δεν ήταν το θέρετρο των μπλαζέ Νεοϋορκέζων. Απλώνονταν παρθένα δάση, έτρεχαν ορμητικοί χείμαρροι, ανοίγονταν βαθιά φαράγγια. Ζωγράφοι σαν τον Τόμας Μόραν έφθασαν στο Γκραν Κάνιον για να αποτυπώσουν το δέος του, ο Αλμπερτ Μπίρσταντ διέσχισε τις κοιλάδες του Κάνσας και του Μισούρι και θαμπώθηκε από τα Βραχώδη Ορη και τα μνημεία του Γιοσεμάιτ. O Τσερτς πήγε στον Νιαγάρα, τις Ανδεις, τη Νέα Γη και ζωγράφισε σε πίνακα 10 μέτρων τα παγόβουνα που είδε να πλέουν έξω από τις ακτές της.
Για τους ζωγράφους αυτούς δεν υπάρχει μια απλή, κανονική μέρα στην Αμερική. Το φως διαπερνά τα σύννεφα με εκτυφλωτικές ακτίνες, ο Θεός οδηγεί τους πιστούς προς τη χώρα της Επαγγελίας με φαντασμαγορικά ουράνια τόξα στον ορίζοντα και μιλάει στο έθνος με υπέροχα δειλινά, σαν το «Σούρουπο στην απεραντοσύνη» του Τσερτς, μια δόξα από πορτοκαλί και χρυσαφί πάνω από μακρινά, πορφυρά βουνά. Δίχως ανθρώπινο πλάσμα έποικο ή γηγενή, δίχως καν μια καλύβα που να δηλώνει κάποια ζωή, είναι σαν μια προπολιτισμική Εδέμ, πριν να φθάσει ο άνθρωπος και τη χαλάσει. Όπως κάθε καλλιτέχνης, βέβαια, ο Τσερτς επέλεγε τι θα χρησιμοποιούσε από αυτά που είχε στη διάθεσή του, γι’ αυτό δεν υπάρχουν έποικοι ή καλύβες, πότε πότε μόνο κάποιος Ινδιάνος περισσότερο για να δηλωθεί η κλίμακα, ή μια ορεσίβια αρκούδα δοσμένη σαν παιδικό παιχνίδι. Αυτές οι προσαρμογές, τεχνικά ή αισθητικά αναγκαίες ή ιδεολογικές μπορεί να διαφεύγουν στον Ευρωπαίο, όχι όμως και η καθολική σκηνή.
Είναι φανερό, ότι πολλοί έχουν εφεύρει το θέμα τους, όπως ο Τόμας Κόουλ στην σε πέντε μέρη σειρά «H πορεία της αυτοκρατορίας» που σαν τον Ντ. Γκρίφιθ στον κινηματογράφο αργότερα, στη «Γέννηση ενός έθνους», χρησιμοποιεί πανοραματικά δράματα, καστ και εκτάσεις. Δυσκολοχώνευτη για τον Ευρωπαίο ίσως είναι η μεγαλοστομία καλλιτεχνών σαν τον Αλμπερτ Μπίρσταντ, όταν φθάνει στη Δύση: εξωκοσμικά βουνά, καταιγίδες σαν από ταινίες σάιενς φίξιον και όλα περιέργως οικεία και βατά. Οι καλλιτέχνες αυτοί δεν αποτύπωσαν τον μόχθο του δαμάσματος του τόπου και της γης, έκαναν τεράστιους πίνακες, με απίστευτα χρώματα, σαν ταινίες της Παραμάουντ πριν από την Παραμάουντ και δίχως ηθοποιούς.
Η ανάμειξη των στοιχείων
Τα ωραία έργα του Τζον Φρέντερικ Κένσετ, εικόνες γαλήνιου νερού, θυμίζουν Γουίσλερ, χλωμά ραβδωτά σύννεφα που ξαναφωτίζονται, καθώς φεύγει η καταιγίδα και ο ορίζοντας ξαναπαίρνει το μπλε χρώμα του. Στο «Ητονς νεκ, Λονγκ Αϊλαντ», καμωμένο το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του, ο Κένσετ ζωγράφισε μόνο έναν ουρανό αναμεμειγμένο με θάλασσα, καθώς συναντά την κίτρινη άμμο της ακτής. Με τόνους υπνωτικούς και τέλεια μορφική οικονομία, η ζωγραφιά αποδίνει και τη σκηνή την ίδια και το αίσθημά της, προσεγγίζοντας όπως όλοι οι καλλιτέχνες στην ωριμότητά τους, την αφαίρεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου