Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2020

«Γκρικ βρε, Γκρικ. Έλληνες, Έλληνες, Γκρικ βρε, αιχμάλωτοι!»

 

https://edromos.gr/wp-content/uploads/2020/09/panaretou.png

Αννίτα Παναρέτου, συγγραφέας:" Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου"

Κώστας Στοφόρος

Μια βουτιά σε δραματικές στιγμές της ιστορία. Ένα βιβλίο αναφορά, που συγκεντρώνει δεκάδες μαρτυρίες, μας παρουσιάζει μοναδικό βιβλιογραφικό υλικό και μας οδηγεί σε ένα ταξίδι γνώσης, αλλά και οδύνης. Η Αννίτα Παναρέτου μέσα από το νέο της βιβλίο «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου – Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές 1941-1945», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, συγκεντρώνει ένα απίστευτο υλικό και μας πάει στην εποχή όπου Ναζί και φασίστες έκλειναν πίσω από τα συρματοπλέγματα χιλιάδες ανθρώπους.

Η συγγραφέας δεν καταπιάνεται με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και των Ελλήνων Εβραίων. Ασχολείται αποκλειστικά με την τύχη αιχμαλώτων και ομήρων που κατά κύματα και με κάθε μέσον στάλθηκαν σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.

Εντυπωσιάζει πάντως ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκαν οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι όταν έφθασε η ώρα της απελευθέρωσης. Συχνά η Ελλάδα αποδείχθηκε μια «μητριά πατρίδα» όπως εύστοχα την έχει χαρακτηρίσει ο Μιχάλης Γκανάς…

Η τύχη των αιχμαλώτων παρουσιάζει πολύ μεγάλες διαφορές κυρίως μεταξύ των υπό ιταλική και υπό γερμανική διοίκηση στρατοπέδων, αλλά και από στρατόπεδο σε στρατόπεδο οι μορφές εγκλεισμού, η βαναυσότητα έχουν μια μεγάλη γκάμα. Αν και η πείνα συχνά είναι κοινός τόπος υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Δεν νομίζω πως έχει νόημα να αναφέρω διάφορες λεπτομέρειες και πτυχές ενός βιβλίου που αποτελεί ένα πολύτιμο και μοναδικό εργαλείο για όποιον θέλει να γνωρίσει και να μελετήσει εκείνη την εποχή, αλλά ίσως και να βρει απαρχές των δεινών που ακόμη και σήμερα μας ταλανίζουν…

«Η συγκεκριμένη ιστορική πτυχή, εκτός από καταθλιπτικά ανθρώπινα δεινά, έχει πολλά να διδάξει: θάρρος, πίστη, αγάπη για τη ζωή και εμμονή στον αγώνα για τη ζωή, αναδεικνύοντας απαράμιλλα ηθικά αναστήματα»

Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για τους Έλληνες ομήρους και αιχμαλώτους στα ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές;
Το έναυσμα μού έδωσε η ανάγνωση ενός βιβλίου του 1948, που παραμένει μοναδικό στο είδος του και γράφτηκε από τον, αντιστράτηγο τότε, Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, όμηρο σε στρατόπεδα της Γερμανίας. Η εντελώς ιδιαίτερη περίπτωσή του άνοιξε αναπάντεχα τον δρόμο για αυτή τη μακρά, περιπετειώδη ερευνητική και συγγραφική διαδρομή.

Γιατί πιστεύετε πως είναι σχετικά άγνωστη, πέραν λίγων εξαιρέσεων, η ιστορία αυτή;
Οι μόνοι αρμόδιοι να μιλήσουν γι’ αυτή την ιστορία είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της. Κι αυτοί, στην πλειονότητά τους, άργησαν πολύ να μιλήσουν: επιστρέφοντας στην Ελλάδα έπρεπε να στήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Δεν ήταν μια εύκολη προσπάθεια στην καθημαγμένη, διαλυμένη χώρα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα πολιτικά τους φρονήματα την καθιστούσαν ακόμα δυσχερέστερη. Παράλληλα όμως έπρεπε να αντιμετωπίσουν και το ψυχικό τραύμα με το οποίο τους προίκισε η δοκιμασία τους διά βίου. Οι περισσότεροι επέλεξαν τη σιωπή, θεωρώντας ότι θα διευκόλυνε τη λήθη. Αρχικά λοιπόν, δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε η διάθεση να καταγράψουν την εμπειρία τους. Όσοι το έπραξαν αργότερα ήταν επειδή παρακινήθηκαν από τους δικούς τους και ιδίως από τα παιδιά τους, αλλά και πάλι αρκετοί ήταν απρόθυμοι να δημοσιοποιήσουν τις μαρτυρίες τους (το έργο αυτό ανέλαβαν οι απόγονοί τους, συχνά όταν οι ίδιοι δεν βρίσκονταν πια στη ζωή). Ναι μεν ορισμένες μαρτυρίες εκδόθηκαν πρώιμα, ήδη από το 1945, είναι όμως πολύ λίγες. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες, προκειμένου τα στοιχεία που έρχονταν σταδιακά στο φως να απαρτίσουν μια βιβλιογραφία ικανή να στηρίξει μια αξιόπιστη εργασία (η βιβλιογραφία εξακολουθεί να συμπληρώνεται). Καθώς οι μαρτυρίες εμφανίζονταν σποραδικά και μεμονωμένα, δεν έτυχαν της προσοχής που τους άξιζε, και το μικρό ιστορικό κεφάλαιο που αντιπροσώπευαν έμενε παραγνωρισμένο. Ένας ακόμα λόγος θα μπορούσε να σχετίζεται με τις προτεραιότητες της ιστοριογραφίας, η οποία επικεντρώθηκε σε άλλα, μείζονα κεφάλαια της δραματικής δεκαετίας του 1940.

Ήταν –είμαι σίγουρος– μια πολύχρονη και επίπονη έρευνα. Δεν επηρεάζει πολύ την προσωπική ζωή κάτι τέτοιο;
Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο θέμα ξεκίνησε στις αρχές του 2013. Πολύ σύντομα αποτέλεσε ένα ηθικό χρέος, στο οποίο και αφιερώθηκα. Είναι ίσως περίεργο, αλλά η προσωπική μου ζωή δεν επηρεάστηκε, τουλάχιστον όχι αισθητά, πιθανώς διότι η συγκεκριμένη ιστορική πτυχή, εκτός από καταθλιπτικά ανθρώπινα δεινά, έχει πολλά να διδάξει: θάρρος, πίστη, αγάπη για τη ζωή και εμμονή στον αγώνα για τη ζωή, αναδεικνύοντας απαράμιλλα ηθικά αναστήματα.

Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που βρέθηκαν στα στρατόπεδα; Τους συνδέει κάτι άλλο πέραν της κοινής καταγωγής;
Οι χιλιάδες άνθρωποι που έζησαν τη δυστυχία και τις μέχρι θανάτου πολλαπλές κακουχίες των στρατοπέδων, αποτελούν ουσιαστικά μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, ως προς την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό και το οικονομικό επίπεδο, την πολιτική τοποθέτηση, τη γεωγραφική διασπορά (σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια) του τόπου καταγωγής και κατοικίας τους. Όλους τους συνέδεε η πανθομολογούμενη υπερηφάνεια για το αλβανικό έπος και τον σθεναρό αγώνα απέναντι στη γερμανική εισβολή, και η αυτονόητη απέχθεια για τους κατακτητές, Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Πάρα πολλούς τους συνέδεε η με οποιοδήποτε τρόπο συμμετοχή στην Αντίσταση.

Διάβασα για τις μεγάλες διαφορές μεταξύ φασιστικών και ναζιστικών στρατοπέδων. Θα μπορούσατε να μας το αναλύσετε λίγο;
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τρίτου Ράιχ εξυπηρετούσαν πολύ ειδικούς σκοπούς του ναζιστικού καθεστώτος και στη βάση αυτή διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες. Στέκομαι στις δύο κυριότερες: στα στρατόπεδα εξόντωσης, προορισμένα για εκατομμύρια Εβραίων και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, προορισμένα για εκατομμύρια μη Εβραίων πολιτών, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί βίαια από τις κατεχόμενες από τους Ναζί πατρίδες τους, για να τροφοδοτήσουν με εργατικά χέρια τη γερμανική πολεμική μηχανή αλλά και ευρύτερα τον γερμανικό αγροτικό, βιομηχανικό και κατασκευαστικό τομέα. Και στις δύο περιπτώσεις η λειτουργία τους υπήρξε συνώνυμη της θηριωδίας: στην πρώτη περίπτωση επεδίωξε (και πέτυχε) μια αδιανόητη γενοκτονία, στη δεύτερη δημιούργησε συνθήκες που άφησαν πίσω εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και στρατιές σωματικά και ψυχικά εξαθλιωμένων ανθρώπων.
Οι κλίμακες στο ναζιστικό καθεστώς υπήρξαν κολοσσιαίες και δεν υπάρχει αναλογία –ποσοτική ή ποιοτική– με τη φασιστική Ιταλία, όπου δεν είχε τεθεί θέμα εβραϊκών διώξεων (οπότε δεν υπήρχαν στρατόπεδα εξόντωσης), ενώ και οι λόγοι που υπαγόρευσαν το μέτρο της καταναγκαστικής εργασίας στο Ράιχ δεν υφίσταντο στην Ιταλία (οπότε δεν είχαν δημιουργηθεί ούτε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας κατά τα ναζιστικά πρότυπα).
Κατά συνέπεια, τα ιταλικά στρατόπεδα ήταν υποπολλαπλάσια των γερμανικών. Αντίστοιχα υποπολλαπλάσιος ήταν και ο αριθμός των κρατουμένων (επρόκειτο κυρίως για άτομα χαρακτηρισμένα ως επικίνδυνα για το φασιστικό καθεστώς και για αιχμαλώτους πολέμου του αλβανικού και του αφρικανικού μετώπου).
Πάντα με ορισμένες εξαιρέσεις, οι συνθήκες κράτησης και διαβίωσης υπήρξαν σε γενικές γραμμές ανεκτές, ενώ απουσίαζε η βία.

Υπάρχει κάποια από τις ιστορίες που να νιώθετε περισσότερο «δική» σας;
Κάθε ιστορία έχει τη μοναδικότητά της και όλες μαζί συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο. Όσο κι αν ένιωσα πιο κοντά σε κάποιες, ωστόσο οι άνθρωποι που τις έγραψαν (όπως και οι άλλοι, που μοιράστηκαν την ίδια τύχη, χωρίς να μιλήσουν και χωρίς να γράψουν), έγιναν όλοι ανεξαιρέτως δικοί μου άνθρωποι.

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Απόσπασμα από το βιβλίο

«Υπάρχουνε, ρε παιδιά, Ελληνες εδώ;» Αυτό φώναξε ο Γεώργιος Βλάχας από τον πυργίσκο του αμερικανικού τεθωρακισμένου άρματος που μπήκε πρώτο στο στρατόπεδο Εμπενζεε. Μια αναπάντεχη όσο και απογειωτική παράμετρος στην κορυφαία στιγμή της λύτρωσης πολλών Ελλήνων ομήρων ήταν η παρουσία, ανάμεσα στους Αμερικανούς απελευθερωτές, στρατιωτών με ελληνική καταγωγή. Οντας μετανάστες δεύτερης γενιάς (ή, καλύτερα, παιδιά Ελλήνων μεταναστών) αισθάνονται Ελληνες και μιλούν ελληνικά. Η δίκαιη συγκίνηση (και ταυτόχρονα ο θαυμασμός και η περηφάνια) είναι τέτοια, ώστε στις περιγραφές των ομήρων οι συμπατριώτες που ανήκουν σε έναν τέτοιο στρατό προσλαμβάνουν διαστάσεις γιγάντων και ηρώων. Το «υπάρχουνε, ρε παιδιά, Ελληνες εδώ;» που μεταφέρει στη μαρτυρία του ο Μιχάλης Πειρασμάκης παραθέτει παραφρασμένο και ο Κώστας Ξεξάκης: «Εσταμάτησε, λοιπόν, το πρώτο τανκς μπροστά μου, σε απόσταση 5-6 μέτρα. Ενα πελώριο τανκς και σε μια στιγμή ανοίγει ο πυργίσκος από πάνω και βγαίνει από μέσα ένας άντρακλας, στέκεται όρθιος, ντυμένος βέβαια στρατιωτικά. Μας κοίταξε γύρω-γύρω όλους, ανοίγει το στόμα του και λέει: “Ελληνες, είσαστε εδώ Ελληνες;” Ε, τότε τι χαρά και τι ξέσπασμα. Οσοι Ελληνες ήμαστε να φωνάζομε, να τρέχομε ν’ ανεβούμε απάνω, να τον αγκαλιάζομε κ.λπ. Εγώ δε εφρόντισα το εξής πράγμα: Επλησίασα όσο μπορούνε πιο κοντά και του φώναξα για να μ’ ακούσει: “Πώς σε λένε, πώς σε λένε;” Αυτός λοιπόν μου φώναξε δυνατά και τον άκουσα και δεν το ξεχνώ ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή: “Γεώργιος Λεωνής από τη Σπάρτη”» (131). Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής επιβεβαιώνει. «Ολες οι εθνικότητες του στρατοπέδου φτειάξαμε ομοιώματα… σημαιών μας και περιμέναμε να υποδεχτούμε τους ελευθερωτές μας Αμερικάνους. […] Οι Γερμανοί φρουροί μάς παρουσίαζαν όπλα. Το πρώτο τανκ συμπτωματικά στάθηκε μπροστά στην ελληνική κολώνα. Πετάχτηκαν έξω οι δυο στρατιώτες του, ο ένας απ’ τους οποίους, ο εκ Μάνης Γιώργος, Ελληνοαμερικάνος, ξέσπασε σε κλάματα στη θέα της γαλανόλευκης, όπως κι εμείς βλέποντας ελευθερωτή μας έναν συμπατριώτη μας». Οπως συνήθως συμβαίνει, οι Ελληνες (έστω, Ελληνοαμερικανοί εν προκειμένω) βρίσκονται παντού: ο Δημήτρης Διαμαντίδης και οι σύντροφοί του, έχοντας δραπετεύσει από την πορεία, αντιλαμβάνονται ένα τανκ κοντά στον δημόσιο δρόμο. Οταν διακρίνουν ότι είναι αμερικανικό, πετάγονται απ’ την κρυψώνα τους: «Ευτυχώς ο Αμερικανός που βρίσκεται στο τανκ άργησε να μας αντιληφθεί. Εχουμε κιόλας πηδήσει επάνω του φωνάζοντας. Γκρικ βρε, Γκρικ. Έλληνες, Έλληνες, Γκρικ βρε, αιχμάλωτοι!».

«Να περάσουν μέσα μόνο οι Ελληνες και θα τα βρούμε»


Δεξιά, στο στρατόπεδο Fossoli, μια ομάδα Ελλήνων έχει ιδρύσει τον «Σύλλογο των τρελών», με σύνθημα «Κάνουμε τους τρελούς για να μην τρελαθούμε». Από το βιβλίο του Ντίνου Βυθούλκα «Ομηρος. Ενας έφεδρος αξιωματικός, όμηρος των Ιταλών, αφηγείται…».

«Ο Αμερικανός, ένα γλυκό και όμορφο Αμερικανάκι, τα έχει χαμένα. Πείθεται στο τέλος, αφήνει το πολυβόλο. Βγαίνει έξω, μας κοιτάζει καλά-καλά. Δεν θέλει ασφαλώς να πιστέψει στα μάτια του. Βλέπει μπροστά του κάτι ανθρώπινα ράκη. Με μια τεράστια γενειάδα, με κουρέλια στο σώμα και μισή κουβέρτα παλιά στην πλάτη. Του φωνάζουμε, του επαναλαμβάνουμε Ελληνες, Γκρικ, Γκρικ. Φαίνεται ότι το κατάλαβε. Παίρνει από το τανκ μπισκότα, σοκολάτες, τσιγάρα και μας τα δίνει. […] Να και η έκπληξη. Ακούμε σε μια στιγμή μια φωνή. “Είστε Ελληνες;” Γυρίζουμε και βλέπουμε έναν Ελληνα αξιωματικό του αμερικανικού στρατού. “Είστε Eλληνες;” 

Μας ρωτά και πάλι. Ναι, του λέμε, Eλληνες αιχμάλωτοι, και του εξηγούμε όλη μας την ιστορία. “Είμαι κι εγώ Eλληνας από την Κρήτη […]. Με λένε Κώστα Βλαχάκη”» (16768). Ο Μιχάλης Βασιλείου αφηγείται ότι ο κυρ Στράτος που εργαζόταν στο ραφτάδικο του Μπίμπλις είχε φτιάξει μια ελληνική σημαία την οποία έκρυψε κάτω από τα ρούχα του. Μετά την απελευθέρωση οι Eλληνες την ξεδίπλωσαν, την έπιασαν από τις τέσσερις άκρες και παρέλασαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού ώς την πλατεία, όπου την έδεσαν σ’ ένα κοντάρι και την κρατούσαν μπροστά από την ομάδα τους. Eνας ψηλός επιλοχίας, μελαχρινός, με στριφτό μουστάκι κι ένα κομπολογάκι στο χέρι, χαμογελούσε και κοιτούσε τη σημαία: «Πατριώτες, καλή λευτεριά, 25 Μαρτίου σήμερα, η εθνική μας γιορτή», τους λέει ξαφνικά. Hταν ο Μανόλης Χατζηδάκης, από την Κρήτη.


Οι πέντε αντιστράτηγοι που κρατήθηκαν όμηροι από τους ναζί σε γερμανικά στρατόπεδα. Από αριστερά (όρθιοι): Παναγιώτης Δέδες, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, Αλέξανδρος Παπάγος, Ιωάννης Πιτσίκας, Γεώργιος Κοσμάς. Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Μπακόπουλου «Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων».

Και ο Κωστής Κατσιμπάρδης αναφέρεται στον Ελληνοαμερικανό στρατιώτη που ανήκε στην αμερικανική μονάδα που τους απελευθερώνει, θέτοντας τέλος στην πορεία μετά την εκκένωση του στρατοπέδου. Το όνομά του, Πίτερ Παπαδάς. Κοντά στο Λούντβιχσλουστ, ο Δημήτρης Παυλάκης και η παρέα του προχωρούν, ελεύθεροι, στον δρόμο.

«Λίγο παρακάτω, σ’ ένα σταυροδρόμι, ένας Αμερικανός στρατιώτης, με ένα σημαιάκι στο χέρι, κανόνιζε την κίνηση. Καθώς περνούσαμε, μας είπε κάτι που δεν καταλάβαμε. Φώναξα στον λοχαγό Γεωργιάδη που ήταν πιο πίσω αν ξέρει αμερικανικά, να δούμε τι θέλει αυτός ο χριστιανός. Ο Αμερικανός, μόλις άκουσε πως μιλούμε ελληνικά, φώναξε με όλη τη χαρά του, που έφεξε στο πρόσωπό του: “Eλληνες είστε, βρε πατριώτες; Κι εγώ Eλληνας είμαι, από τη Νέα Υόρκη, Σταυρόπουλος Σταύρος, κατάγομαι από τη Σπάρτη και στον Πειραιά έχω συγγενείς του πατέρα μου”. Μας έδωσε ό,τι είχε στο σακίδιό του και μας έστειλε σε μια γερμανική αποθήκη του στρατού που τη φύλαγαν Αμερικανοί στρατιώτες» (Παυλάκης, 143). Σε κάποιες άλλες αποθήκες τροφίμων του γερμανικού στρατού, περικυκλωμένες από πλήθος πεινασμένων, πλησιάζει μια ομάδα από Eλληνες που έχει μόλις εγκαταλείψει τις φυλακές της Βελς. Ο Θεόδωρος Κορυφίδης γράφει: «“Αμάν αδερφάκι μου, άσε μας να μπούμε μέσα, να φάμε από όλα αυτά τα καλούδια και μετά σκότωσέ μας” είπε στον φρουρό ένας Συριανός. Ο κοντός και αεικίνητος Αμερικανός στρατιώτης που στεκόταν απέναντί μας τα έχασε. Γύρισε, μας κοίταξε πολύ ερευνητικά και ρώτησε με πολύ καλά ελληνικά: “Eλληνες είστε μωρέ;” Πριν προλάβουμε να απαντήσουμε, άνοιγε δρόμο με τον υποκόπανο και φώναζε: “Να περάσουν μέσα μόνο οι Ελληνες και θα τα βρούμε”» (202-203).


Μετά την απελευθέρωση και πριν ξεκινήσει η μακρά οδύσσεια του επαναπατρισμού για τους εικονιζόμενους Ελληνες αιχμαλώτους των ναζί. Η σημείωση στο πίσω μέρος της φωτογραφίας θυμίζει την ημέρα της λύτρωσης: 24 Iουλίου 1945 (από το αρχείο της Αννίτας Π. Παναρέτου).

Στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι άγνωστοι όμηροι |Ηλίας Μαγκλίνης Η Καθημερινή .


2. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ  ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

20 Ιουλίου 2020 – ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ | ΕΡΤ WebRadio

Ο πεζογράφος Ηλίας Παπαμόσχος  αναφέρεται στην περιπέτεια της γραφής, στα πρόσωπα και τις καταστάσεις που τον εμπνέουν στη συλλογή διηγημάτων του «Η μνήμη του ξύλου» εκδ. Πατάκη, 2019. Στη σχέση χρόνου και γραφής και στη διάκριση ανάμεσα στη διήγηση μιας ιστορίας και ενός διηγήματος.
Η συγγραφέας Αννίτα Παναρέτου μιλά για το βιβλίο της «»Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου» – Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές 1941-1945», εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2020. Χιλιάδες σελίδες με αυτοβιογραφικές αναφορές Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων καθώς και συνεντεύξεις συγγενών τους συνθέτουν την πολυσέλιδη κατάθεση της Α.Π. για τη σχεδόν άγνωστη πτυχή αυτής της ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: