Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, ξαναδιαβάζεται όμως
Η Eleftheria Tseliou Gallery παρουσιάζει την ατομική έκθεση
του Βασίλη Ζωγράφου με τίτλο «Remains». Μια αυστηρή επιλογή αντικειμένων
απώτερων εποχών, από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, μεταφέρεται
ζωγραφικά σε χάρτινο υπόστρωμα, χωρίς συνδηλώσεις στο φόντο. Ηρακλείτου
3, Κολωνάκι.
Αποτελεί όντως η δολοφονία του Τζορτζ
Φλόιντ «ένα από τα σπουδαιότερα σημεία καμπής στην αμερικανική ιστορία»,
όπως δήλωσε ο Τζο Μπάιντεν; Μακάρι για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μακάρι
και για τον υπόλοιπο κόσμο, που ακόμα κι αν δεν είναι πολιτικός
δορυφόρος των ΗΠΑ, είναι σίγουρα πολιτισμικός ακόλουθός τους. Και μακάρι
βέβαια να είναι σημείο καμπής για τον ίδιο τον Μπάιντεν, αντίπαλο του
Ντόναλντ Τραμπ, αυτής της ενσάρκωσης του Αδιανόητου.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο αντιπρόεδρος επί Μπαράκ Ομπάμα δεν πείθει πως μπορεί να εμπνεύσει το έθνος του. Οι εξισορροπητικές δηλώσεις του (ναι στη συγκρότηση επιτροπής ελέγχου της αστυνομικής βίας / όχι στη μείωση της χρηματοδότησης της αστυνομίας) είναι δείγματα του γνωστού προεκλογικού καρφοπεταλισμού (μια στο καρφί και μια στο πέταλο...), που εκβάλλει αναπόδραστα στην τυπικά δημαγωγική ψηφοθηρία. Αλλά οι ΗΠΑ δεν θα καταφέρουν να αποκτήσουν τον αναγκαίο καινούργιο βηματισμό με παλιά πόδια. Και δεν αρκεί ν’ αλλάξουν παπούτσια. Να φορέσουν λ.χ. αθλητικά, για να δείξουν ότι προσέχουν όσα τους λένε τα αστέρια του ΝΒΑ – ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Λεμπρόν Τζέιμς κι ο δικός μας, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Που βγήκε στους δρόμους του Μιλγουόκι, με συνδιαδηλωτές τον Θανάση και τον Αλεξ, τα δύο από τα τρία μπασκετοαδέρφια του, δίνοντας τη δυνατότητα στους κατόχους διπλώματος γνησίας ελληνικότητος να ξεφορτώσουν εναντίον τους λίγο από το ρατσιστικό δηλητήριο που είχε μαζευτεί στην άκρη της γλώσσας και του πληκτρολογίου τους, απειλώντας τους με αυτοδηλητηρίαση.
«Αλήθεια, δεν ξέρω πώς να εκφράσω με λόγια τι ακριβώς νιώθω, αλλά ένα πράγμα ξέρω σίγουρα. Αρκετά πια. Είναι ώρα για αλλαγή» έγραψε ο Γιάννης στο τουίτερ. «Enough is enough! It’s time for change!». Την αλλαγή την είχε υποσχεθεί και ο Ομπάμα. Απέτυχε, παρά τις δύο θητείες του, να αλλάξει το Παράδειγμα στη χώρα του.
Να την απαλλάξει από την πανίσχυρη νοοτροπία που την ίδρυσε ως κράτος: τη νοοτροπία της λευκής υπεροχής που, με τον Θεό πάντα κτήμα της, δικαιούται να αντιμετωπίζει τους αλλόχρωμους (τους κόκκινους πρώτα, έπειτα τους μαύρους και τους κίτρινους, τώρα και τους καφέ) σαν υποστάσεις που κινούνται στο ενδιάμεσο, μεταξύ ζώων και ανθρώπου. Είναι λοιπόν όντα αναλώσιμα, εμπορεύσιμα, φονεύσιμα.
Όσο κι αν το θέλησε, ο Ομπάμα δεν έπεισε τους Αμερικανούς να αρνηθούν την κληρονομιά της βίαιης ρατσιστικής ανηθικότητας. Ενοχλημένοι στο βάθος τού είναι τους που ένας μαύρος έγινε πρόεδρος, οι «κανονικοί» Αμερικανοί αποφάσισαν να πάρουν τη λευκή εκδίκησή τους. Και επέλεξαν έναν μεγιστάνα που είχε γίνει πασίγνωστος με την παρουσία του σε κακόγουστα τηλεοπτικά ριάλιτι. Αλλά πώς; Με το όνομά του συνώνυμο του σεξισμού, του μισογυνισμού, της άξεστης αμορφωσιάς, της οικονομικής αποτυχίας, και της λευκότητας βέβαια. Αυτά εννοούσες όταν άκουγες το όνομα Τραμπ χλευαστικά αναπαραγόμενο σε σίριαλ, ταινίες, κινούμενα σχέδια, λ.χ. στους έξοχους «Simpsons»: Σε επεισόδιο του 2000, η Λίσα, η ευφυής κόρη του Χόμερ, γίνεται πρόεδρος των ΗΠΑ και αμέσως κηρύσσει πτώχευση, διότι, όπως λέει στους υπουργούς της, «όλοι γνωρίζετε ότι από τον πρόεδρο Τραμπ κληρονομήσαμε μια τεράστια οικονομική κρίση».
Ως συνήθως, ουδείς άκουσε την Κασσάνδρα. Και τώρα οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με δεινή πολλαπλή κρίση. Φαίνεται όμως ότι αυτή τη φορά το «Enough is enough!» το εννοούν και το πιστεύουν πολλοί. Και θέλουν να δώσουν νόημα στα λόγια της κορούλας του Τζορτζ Φλόιντ: «Ο μπαμπάς μου άλλαξε τον κόσμο». Γι’ αυτό κατεβαίνουν στους δρόμους. Επίμονα – επί τρεις βδομάδες. Μαζικά – παρά τη βία των ακροδεξιών, που επιτίθενται με όπλα και αυτοκίνητα. Παναμερικανικά. Διαφυλετικά – συνεχώς περισσότεροι λευκοί, που κουράστηκαν να ντρέπονται για την πατρίδα τους. Ειρηνικά, χωρίς σπασίματα, αν και γι’ αυτά έδωσε καλή απάντηση ένας παθών, ο σχεδιαστής μόδας Μαρκ Τζέικομπς, μετά την καταστροφή καταστημάτων του στο Λος Αντζελες: «Ποτέ μην τους αφήσετε να σας πείσουν ότι ένα σπασμένο τζάμι ή περιουσία είναι βία. Η πείνα είναι βία. Το να μην έχεις σπίτι είναι βία. Ο πόλεμος είναι βία. Το να ρίχνεις βόμβες σε ανθρώπους είναι βία. Ο ρατσισμός είναι βία. Η ανωτερότητα της λευκής φυλής είναι βία. Το να μην έχεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι βία. Το να μολύνεις το νερό για το κέρδος είναι βία. Οι περιουσίες μπορούν να αντικατασταθούν, οι ανθρώπινες ζωές όχι».
Αυθόρμητες είναι οι διαδηλώσεις. Κι ας επιμένει ο Τραμπ να χαρακτηρίζει τους διαδηλωτές ενεργούμενα της «Antifa». Αβυσσαλέα αδαής για ό,τι συμβαίνει μισό μέτρο έξω από τον ψευδόκοσμο που κατασκευάζουν η αυτάρκεια και η αυταρέσκειά του, νομίζει πως η «Antifa», ένα χαλαρότατο κίνημα δίχως ιεραρχία, είναι οργάνωση ή κόμμα. Καταγγέλλει μάλιστα σαν ύπουλο μέλος της τον εβδομηνταπεντάχρονο που γκρεμίστηκε στο Μπάφαλο από δύο αστυνομικούς κι έσπασε το κεφάλι του. «Έπεσε εντονότερα απ’ ό,τι τον έσπρωξαν» γνωμάτευσε ο πρόεδρος, χρησιμοποιώντας το προσωπικό του δυναμόμετρο, και υποχρεώνοντας την οικουμένη να προσυπογράψει τα λόγια του Αντριου Κουόμο, κυβερνήτη της Νέας Υόρκης: «Διαβάζεις τα τουίτ του προέδρου και φτάνεις σε ένα σημείο που λες: “Τίποτα δεν μπορεί να με εκπλήξει, τα έχω δει όλα”. Και μετά εκπλήσσεσαι ξανά. Σοκάρεσαι ξανά. Αηδιάζεις ξανά».
Η οργή των Αμερικανών για την εθιμική υποτίμηση της ζωής των μαύρων διεθνοποιήθηκε γρήγορα, άλλωστε η ρατσιστική βία δεν γνωρίζει από σύνορα. Νέο γνώρισμα της διαμαρτυρίας το γκρέμισμα αγαλμάτων διά των οποίων απαθανατίστηκαν αγέρωχοι λευκοί, σπορείς της μισαλλοδοξίας ή φορείς του αποικιοκρατικού πνεύματος.
Στο Ντάρχαμ της Βόρειας Καρολίνας αντιφασίστες διαδηλωτές γκρέμισαν το αιωνόβιο μπρούντζινο άγαλμα του στρατιώτη με την γκρι στολή, ένα μνημείο του μίσους κατά των μαύρων. Στο Μπρίστολ της Αγγλίας αποκαθηλώθηκε και πομπεύτηκε το άγαλμα του Εντουαρντ Κόλστον, «φιλανθρώπου» αλλά και δουλεμπόρου. Στο Λονδίνο το άγαλμα του Ρόμπερτ Μίλιγκαν, ιδιοκτήτη σκλάβων, καλύφθηκε με μια κουβέρτα κι ένα πλακάτ με το σύνθημα «Black Lives Matter». Στην Αμβέρσα «βανδαλίστηκε» το άγαλμα του Λεοπόλδου Β΄, που εξόντωσε περίπου δέκα εκατομμύρια Κονγκολέζους.
Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, σίγουρα. Ξαναδιαβάζεται όμως, πρέπει να ξαναδιαβάζεται. Οι Δυτικοί, πολιτικοί και πολίτες, οφείλουν να ξαναδούν σε ποιες «αξίες» ρίζωσαν η ισχύς, ο πλούτος και η δόξα τους. Είναι βαθιά άρρωστο να καυχιούνται διακοσμώντας τις πόλεις τους με αγάλματα δουλεμπόρων και ηγεμόνων υπεύθυνων για γενοκτονίες. Η απόσυρσή τους σε αποθήκες δεν αρκεί. Το τίμιο θα ήταν να τα λιώσουν και με τον άφθονο μπρούντζο να φτιάξουν άλλα, της ντροπής και της μετάνοιας: σκυλιά να κυνηγούν μαύρους, καράβια γεμάτα σκλάβους, μυριάδες μαύρα χέρια κομμένα από τον «αφέντη», που θέλησε να «παραδειγματίσει τις τεμπέλικες μαϊμούδες». Αυτά τα κομμένα χέρια υψώνονται τώρα. Σε σχήμα γροθιάς, προσευχής ή αναθέματος.
Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο αντιπρόεδρος επί Μπαράκ Ομπάμα δεν πείθει πως μπορεί να εμπνεύσει το έθνος του. Οι εξισορροπητικές δηλώσεις του (ναι στη συγκρότηση επιτροπής ελέγχου της αστυνομικής βίας / όχι στη μείωση της χρηματοδότησης της αστυνομίας) είναι δείγματα του γνωστού προεκλογικού καρφοπεταλισμού (μια στο καρφί και μια στο πέταλο...), που εκβάλλει αναπόδραστα στην τυπικά δημαγωγική ψηφοθηρία. Αλλά οι ΗΠΑ δεν θα καταφέρουν να αποκτήσουν τον αναγκαίο καινούργιο βηματισμό με παλιά πόδια. Και δεν αρκεί ν’ αλλάξουν παπούτσια. Να φορέσουν λ.χ. αθλητικά, για να δείξουν ότι προσέχουν όσα τους λένε τα αστέρια του ΝΒΑ – ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Λεμπρόν Τζέιμς κι ο δικός μας, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Που βγήκε στους δρόμους του Μιλγουόκι, με συνδιαδηλωτές τον Θανάση και τον Αλεξ, τα δύο από τα τρία μπασκετοαδέρφια του, δίνοντας τη δυνατότητα στους κατόχους διπλώματος γνησίας ελληνικότητος να ξεφορτώσουν εναντίον τους λίγο από το ρατσιστικό δηλητήριο που είχε μαζευτεί στην άκρη της γλώσσας και του πληκτρολογίου τους, απειλώντας τους με αυτοδηλητηρίαση.
«Αλήθεια, δεν ξέρω πώς να εκφράσω με λόγια τι ακριβώς νιώθω, αλλά ένα πράγμα ξέρω σίγουρα. Αρκετά πια. Είναι ώρα για αλλαγή» έγραψε ο Γιάννης στο τουίτερ. «Enough is enough! It’s time for change!». Την αλλαγή την είχε υποσχεθεί και ο Ομπάμα. Απέτυχε, παρά τις δύο θητείες του, να αλλάξει το Παράδειγμα στη χώρα του.
Να την απαλλάξει από την πανίσχυρη νοοτροπία που την ίδρυσε ως κράτος: τη νοοτροπία της λευκής υπεροχής που, με τον Θεό πάντα κτήμα της, δικαιούται να αντιμετωπίζει τους αλλόχρωμους (τους κόκκινους πρώτα, έπειτα τους μαύρους και τους κίτρινους, τώρα και τους καφέ) σαν υποστάσεις που κινούνται στο ενδιάμεσο, μεταξύ ζώων και ανθρώπου. Είναι λοιπόν όντα αναλώσιμα, εμπορεύσιμα, φονεύσιμα.
Όσο κι αν το θέλησε, ο Ομπάμα δεν έπεισε τους Αμερικανούς να αρνηθούν την κληρονομιά της βίαιης ρατσιστικής ανηθικότητας. Ενοχλημένοι στο βάθος τού είναι τους που ένας μαύρος έγινε πρόεδρος, οι «κανονικοί» Αμερικανοί αποφάσισαν να πάρουν τη λευκή εκδίκησή τους. Και επέλεξαν έναν μεγιστάνα που είχε γίνει πασίγνωστος με την παρουσία του σε κακόγουστα τηλεοπτικά ριάλιτι. Αλλά πώς; Με το όνομά του συνώνυμο του σεξισμού, του μισογυνισμού, της άξεστης αμορφωσιάς, της οικονομικής αποτυχίας, και της λευκότητας βέβαια. Αυτά εννοούσες όταν άκουγες το όνομα Τραμπ χλευαστικά αναπαραγόμενο σε σίριαλ, ταινίες, κινούμενα σχέδια, λ.χ. στους έξοχους «Simpsons»: Σε επεισόδιο του 2000, η Λίσα, η ευφυής κόρη του Χόμερ, γίνεται πρόεδρος των ΗΠΑ και αμέσως κηρύσσει πτώχευση, διότι, όπως λέει στους υπουργούς της, «όλοι γνωρίζετε ότι από τον πρόεδρο Τραμπ κληρονομήσαμε μια τεράστια οικονομική κρίση».
Ως συνήθως, ουδείς άκουσε την Κασσάνδρα. Και τώρα οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με δεινή πολλαπλή κρίση. Φαίνεται όμως ότι αυτή τη φορά το «Enough is enough!» το εννοούν και το πιστεύουν πολλοί. Και θέλουν να δώσουν νόημα στα λόγια της κορούλας του Τζορτζ Φλόιντ: «Ο μπαμπάς μου άλλαξε τον κόσμο». Γι’ αυτό κατεβαίνουν στους δρόμους. Επίμονα – επί τρεις βδομάδες. Μαζικά – παρά τη βία των ακροδεξιών, που επιτίθενται με όπλα και αυτοκίνητα. Παναμερικανικά. Διαφυλετικά – συνεχώς περισσότεροι λευκοί, που κουράστηκαν να ντρέπονται για την πατρίδα τους. Ειρηνικά, χωρίς σπασίματα, αν και γι’ αυτά έδωσε καλή απάντηση ένας παθών, ο σχεδιαστής μόδας Μαρκ Τζέικομπς, μετά την καταστροφή καταστημάτων του στο Λος Αντζελες: «Ποτέ μην τους αφήσετε να σας πείσουν ότι ένα σπασμένο τζάμι ή περιουσία είναι βία. Η πείνα είναι βία. Το να μην έχεις σπίτι είναι βία. Ο πόλεμος είναι βία. Το να ρίχνεις βόμβες σε ανθρώπους είναι βία. Ο ρατσισμός είναι βία. Η ανωτερότητα της λευκής φυλής είναι βία. Το να μην έχεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι βία. Το να μολύνεις το νερό για το κέρδος είναι βία. Οι περιουσίες μπορούν να αντικατασταθούν, οι ανθρώπινες ζωές όχι».
Αυθόρμητες είναι οι διαδηλώσεις. Κι ας επιμένει ο Τραμπ να χαρακτηρίζει τους διαδηλωτές ενεργούμενα της «Antifa». Αβυσσαλέα αδαής για ό,τι συμβαίνει μισό μέτρο έξω από τον ψευδόκοσμο που κατασκευάζουν η αυτάρκεια και η αυταρέσκειά του, νομίζει πως η «Antifa», ένα χαλαρότατο κίνημα δίχως ιεραρχία, είναι οργάνωση ή κόμμα. Καταγγέλλει μάλιστα σαν ύπουλο μέλος της τον εβδομηνταπεντάχρονο που γκρεμίστηκε στο Μπάφαλο από δύο αστυνομικούς κι έσπασε το κεφάλι του. «Έπεσε εντονότερα απ’ ό,τι τον έσπρωξαν» γνωμάτευσε ο πρόεδρος, χρησιμοποιώντας το προσωπικό του δυναμόμετρο, και υποχρεώνοντας την οικουμένη να προσυπογράψει τα λόγια του Αντριου Κουόμο, κυβερνήτη της Νέας Υόρκης: «Διαβάζεις τα τουίτ του προέδρου και φτάνεις σε ένα σημείο που λες: “Τίποτα δεν μπορεί να με εκπλήξει, τα έχω δει όλα”. Και μετά εκπλήσσεσαι ξανά. Σοκάρεσαι ξανά. Αηδιάζεις ξανά».
Η οργή των Αμερικανών για την εθιμική υποτίμηση της ζωής των μαύρων διεθνοποιήθηκε γρήγορα, άλλωστε η ρατσιστική βία δεν γνωρίζει από σύνορα. Νέο γνώρισμα της διαμαρτυρίας το γκρέμισμα αγαλμάτων διά των οποίων απαθανατίστηκαν αγέρωχοι λευκοί, σπορείς της μισαλλοδοξίας ή φορείς του αποικιοκρατικού πνεύματος.
Στο Ντάρχαμ της Βόρειας Καρολίνας αντιφασίστες διαδηλωτές γκρέμισαν το αιωνόβιο μπρούντζινο άγαλμα του στρατιώτη με την γκρι στολή, ένα μνημείο του μίσους κατά των μαύρων. Στο Μπρίστολ της Αγγλίας αποκαθηλώθηκε και πομπεύτηκε το άγαλμα του Εντουαρντ Κόλστον, «φιλανθρώπου» αλλά και δουλεμπόρου. Στο Λονδίνο το άγαλμα του Ρόμπερτ Μίλιγκαν, ιδιοκτήτη σκλάβων, καλύφθηκε με μια κουβέρτα κι ένα πλακάτ με το σύνθημα «Black Lives Matter». Στην Αμβέρσα «βανδαλίστηκε» το άγαλμα του Λεοπόλδου Β΄, που εξόντωσε περίπου δέκα εκατομμύρια Κονγκολέζους.
Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται, σίγουρα. Ξαναδιαβάζεται όμως, πρέπει να ξαναδιαβάζεται. Οι Δυτικοί, πολιτικοί και πολίτες, οφείλουν να ξαναδούν σε ποιες «αξίες» ρίζωσαν η ισχύς, ο πλούτος και η δόξα τους. Είναι βαθιά άρρωστο να καυχιούνται διακοσμώντας τις πόλεις τους με αγάλματα δουλεμπόρων και ηγεμόνων υπεύθυνων για γενοκτονίες. Η απόσυρσή τους σε αποθήκες δεν αρκεί. Το τίμιο θα ήταν να τα λιώσουν και με τον άφθονο μπρούντζο να φτιάξουν άλλα, της ντροπής και της μετάνοιας: σκυλιά να κυνηγούν μαύρους, καράβια γεμάτα σκλάβους, μυριάδες μαύρα χέρια κομμένα από τον «αφέντη», που θέλησε να «παραδειγματίσει τις τεμπέλικες μαϊμούδες». Αυτά τα κομμένα χέρια υψώνονται τώρα. Σε σχήμα γροθιάς, προσευχής ή αναθέματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου