Η ανάγνωση ως θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις
της Βενετίας Αποστολίδου
Πηγή: oanagnostis.gr
Άκουσα το θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων στο μάθημα της Γλώσσας – Λογοτεχνίας από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Ο εκφωνητής των ειδήσεων το ανέφερε ως «ανάγνωση, γραφή και ποίηση». Ένιωσα έκπληξη και χαρά που πρώτη φορά «γίνεται θέμα» η ανάγνωση σε αυτό το επίπεδο∙ όλοι ξέρουμε πως όποιο θέμα μπαίνει στις πανελλαδικές συζητιέται σε όλη τη χώρα, στην εκπαιδευτική κοινότητα, στις οικογένειες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παντού. Είναι, όπως και να το δεις, κέρδος να μιλάμε για τη σχέση του ανθρώπου με την ανάγνωση και τη γραφή, για τη θέση της ποίησης στη ζωή μας, ακόμη και υπό τους όρους των εξετάσεων. Μετά το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ, η συζήτηση περί ανάγνωσης στη χώρα μας είναι πολύ περιορισμένη. Η απουσία οργανωμένων προγραμμάτων φιλαναγνωσίας, η ακραία αδιαφορία του εκπαιδευτικού συστήματος να δημιουργήσει αναγνώστες με την αξιοποίηση ολόκληρων βιβλίων στο σχολείο και με την ενίσχυση των σχολικών βιβλιοθηκών συντελούν αναμφισβήτητα στην καθίζηση του ενδιαφέροντος για την ανάγνωση.
Γύρισα σπίτι με την προσδοκία ότι η φετινή (για πρώτη φορά) συνεξέταση της Γλώσσας με τη Λογοτεχνία θα σηματοδοτούνταν θετικά από ένα θέμα διαφορετικό από τα άλλα, όχι sos, το οποίο, αν μη τι άλλο, θα έφερνε έναν φρέσκο αέρα ανανέωσης. Μόλις διάβασα τα κείμενα και τις ερωτήσεις της εξέτασης δαγκώθηκα. Έτσι όπως είναι δομημένη η εξέταση, τα κείμενα που επιλέγονται κάθε φορά καθορίζουν για τους εξεταζόμενους το εννοιολογικό, αξιακό, συναισθηματικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν, ακόμη και σε εκείνες τις ερωτήσεις οι οποίες φαίνονται πιο ελεύθερες. Ούτως ή άλλως κανείς δεν γράφει στις εξετάσεις την πραγματική του γνώμη ούτε μοιράζεται αυθεντικές εμπειρίες. Γι αυτό και έχει τεράστια σημασία η επιλογή των κειμένων. Θα σταθώ σε αυτά και, διαφωνώντας (ακόμη μια φορά) με την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων η οποία έσπευσε να επαινέσει την επιλογή, θα υποστηρίξω πως τα συγκεκριμένα κείμενα δεν δίνουν στους μαθητές τις στέρεες εκείνες βάσεις που χρειάζονται για να μιλήσουν για την ανάγνωση και τη γραφή με έναν ορθολογικό τρόπο. Το πρώτο κείμενο του Θόδωρου Γρηγοριάδη είναι διασκευή επιφυλλίδας του στην εφημερίδα Καθημερινή. Σύγκρινα τη διασκευή με το ολόκληρο κείμενο και διαπίστωσα ότι η πρώτη κόβει όλα εκείνα τα τμήματα της επιφυλλίδας του Γρηγοριάδη τα οποία εντάσσουν την ανάγνωση σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Το θέμα της επιφυλλίδας δεν είναι η ανάγνωση γενικά αλλά η ανάγνωση στην εποχή της καραντίνας λόγω της πανδημίας. Ο γνωστός συγγραφέας δεν αναπολεί ξαφνικά τις εφηβικές του αναγνωστικές συνήθειες ούτε, πολύ περισσότερο, ο σκοπός του είναι «να ευαισθητοποιήσει στο ζήτημα της λογοτεχνικής ανάγνωσης» όπως διατείνεται η εκφώνηση μιας από τις ερωτήσεις. Ο συγγραφέας μιλά για μια ειδική ατομική και κοινωνική συνθήκη την οποία όλοι ζήσαμε αλλά η επιτροπή των εξετάσεων έκρινε ότι δεν πρέπει να θιχτεί, επιλογή εντελώς ακατανόητη για εμένα. ΄Ετσι όμως, πολλές φράσεις του κειμένου φαίνονται αδικαιολόγητες όπως γιατί στα κοινωνικά δίκτυα πολλοί αναφέρουν ότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο (γιατί είναι σε καραντίνα), ποιες περιστάσεις ακριβώς καθιστούν το διάβασμά του «ακόμη πιο αδέσμευτο» (έχει περισσότερο χρόνο), γιατί τώρα περισσότερο από ποτέ αναζητά την ουσία της ανάγνωσης («γιατί ο χρόνος από τη μια φαντάζει άπλετος, από την άλλη όμως αβέβαιος») ενώ η τελευταία παράγραφος που ξεκινά με το «και να η θαυματουργή ίαση της λογοτεχνίας» μένει παντελώς ξεκρέμαστη καθώς έχουν αφαιρεθεί όλα τα προηγούμενα παραδείγματα από συγγραφείς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες οι οποίοι, με τις δοκιμασίες τους, προσφέρουν αυτή την κάθαρση. Αν, επιπλέον, δεν γνωρίζεις ότι στην επιφυλλίδα του Γρηγοριάδη η ανάγνωση αφορά την περίοδο της πανδημίας, μένει ξεκρέμαστο νοηματικά και το επίθετο «αμόλυντη». Προς τι έγινε αυτή η διασκευή τελικά; Δεν θέλουμε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο ο καθένας βλέπει την ανάγνωση καθορίζεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του σε μια δεδομένη στιγμή; Απ’ ό,τι φαίνεται η επιτροπή των εξετάσεων δεν ήθελε αυτό. Αντίθετα επιδίωκε να δώσει ένα πλαδαρό, εξιδανικευτικό πλαίσιο για την πραγμάτευση του θέματος, με τα γνωστά κλισέ περί ανάγνωσης: δημιουργική ενασχόληση, μοναχική τέχνη, συνομιλία με συγγραφείς, θαυματουργή ίαση (χωρίς να γνωρίζουμε όμως την αρρώστια).
Και όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από το δεύτερο κείμενο, ένα δοκίμιο του Κώστα Τσιρόπουλου περί γραφής, το οποίο γλύτωσε τη διασκευή γιατί προφανώς ανταποκρίνεται πλήρως στα ζητούμενα των εξεταστών. Η γραφή παρουσιάζεται με έναν τελείως αφηρημένο, μεταφυσικό σχεδόν τρόπο, όχι ως μια πρακτική της καθημερινότητας όλων των εγγράμματων ανθρώπων αλλά ως αντίδοτο στη λήθη και στο θάνατο. Δυστυχώς για τους μαθητές, οι οποίοι προσπαθούν να βγάλουν μια άκρη από αυτά τα κείμενα για να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις που σχετίζονται με αυτά, το εξαγόμενο φοβάμαι ότι είναι «η ανάγνωση είναι τελείως κουφό θέμα». Με τα λόγια ενός πραγματικού μαθητή «μας τρολλάρουν κυρία;».
Σε αυτό το υπόβαθρο έρχεται το ποίημα του Τίτου Πατρίκιου, ως το κατεξοχήν λογοτεχνικό κείμενο (καθώς τα δύο προηγούμενα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της εξέτασης, είναι πληροφοριακά – δοκιμιακά) και συμβαίνει το εξής παράδοξο: το ποίημα είναι πολύ πιο γειωμένο από τα πεζά. Παρουσιάζει την ποίηση με έναν απλό, εμπειρικό τρόπο που εύχομαι να τον ένιωσαν τα παιδιά και να εμπνεύστηκαν από αυτόν για να απαντήσουν στη σχετική ερώτηση για την [ανύπαρκτη] προσωπική τους σχέση με την ποίηση. Γιατί το καλό ποίημα μπορεί να καταφέρει ακόμη κι αυτό: χωρίς να διαβάζεις ποίηση, να σου δώσει όλα τα εφόδια για να γράψεις καλά στις εξετάσεις. Είναι άλλη μια από τις εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η ανάγνωση και η γραφή.από
**********************
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ολόκληρο το κείμενο του Γρηγοριάδη πριν συρρικνωθεί από τους ευφυείς(!) εγκεφάλους της Επιτροπής Θεμάτων των Πανελληνίων
Το γιατρικό της αμόλυντης λογοτεχνίας
Ο Χέρμαν Μέλβιλ είναι ένας συγγραφέας που τον διαβάζω τακτικά, αλλά κάτω από τις τωρινές συνθήκες μού είναι πιο διαυγής, ειδικά στις νουβέλες του, στον «Μπίλι Μπαντ», στον «Μπενίτο Σερένο». Οι χαρακτήρες του δοκιμάζονται σωματικά, ηθικά, κοινωνικά, άλλοι επιβιώνουν, άλλοι όχι.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ*
Kathimerini.gr, 6/4/2020
Το διάβασμα είναι μία από τις πιο μοναχικές τέχνες,
προσωπικά το θεωρώ μία δημιουργική ενασχόληση. Να μπορείς να
συγκεντρώνεσαι πάνω σε ένα κείμενο, να το αφουγκράζεσαι αλλά και να το
κάνεις δικό σου. Η προσωπική ανάγνωση απαιτεί συνήθως μια εσωτερική
απομόνωση και όχι να σου επιβάλλεται εξωτερικά. Φαντάζομαι σε ένα κελί ή
σε ένα καταφύγιο, μαζί με άλλους, δεν δραπετεύεις πάντα με ένα βιβλίο.
Εφηβος, όταν αρρώσταινα, καθόμουν στο σπίτι και αποτελείωνα ένα ολόκληρο
μυθιστόρημα, μάλιστα μια φορά «ανέβασα πυρετό» παραπάνω για να τελειώσω
το «Ανθρώπινο κτήνος» του Ζολά – το θυμάμαι ακόμη.
Και να που βρέθηκε χρόνος για διάβασμα τις μέρες αυτές, χρόνος πολύς, χρόνος που μας επιβλήθηκε. Ως μοναχικός χαρακτήρας το αποδέχθηκα σαν μια προέκταση της μέχρι τώρα ζωής μου. Στα κοινωνικά δίκτυα πολλοί αναφέρουν ότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο, κάποιοι το έχουν ρίξει στο ψυχαναγκαστικό διάβασμα όσων βιβλίων είχαν παραμερίσει τις ανέμελες μέρες.
Για εμένα, που το διάβασμα ήταν μια καθημερινότητα, εξακολουθεί να παραμένει αλλά οι περιστάσεις το καθιστούν ακόμη πιο αδέσμευτο. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμιά σιγουριά για το αύριο, αποδεσμεύθηκα από κάθε «υποχρεωτικό» διάβασμα, που οφειλόταν σε κάποιες κοινωνικές υποχρεώσεις όπως να διαβάσεις πρώτα, πριν πας σε κάποια εκδήλωση ή επειδή κάποιο βιβλίο συζητιέται στους βιβλιόφιλους κύκλους. Θα διαβαστούν κάποια στιγμή, αργότερα.
Αναζητώντας την ουσία
Τώρα, περισσότερο από ποτέ, αναζητώ την ουσία της ανάγνωσης γιατί ο χρόνος από τη μια φαντάζει άπλετος, από την άλλη όμως αβέβαιος. Αυτή η ουσιαστική ανάγνωση δεν έχει ανάγκη καμιάς επίδειξης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν ασκώ πρωταθλητισμό ανάγνωσης ούτε τον σνομπισμό του εκλεκτού αναγνώστη. Επανέρχομαι στην εφηβεία μου, χάνομαι μέσα στο κείμενο και ας είναι ό,τι θέλει. Περιφέρομαι στις βιβλιοθήκες μου, κατεβάζω τόμους, ένα διήγημα από δω, μία σελίδα από εκεί, ένα ποίημα κάθε τόσο.
Κρατώντας το βιβλίο στο χέρι αισθάνομαι μια τρυφερότητα, μια σιγουριά, λες και εγείρονται οι συγγραφείς και συνομιλούν μαζί μου. Δεν βιάζομαι να αποτελειώσω πολλά βιβλία, οι ώρες του διαβάσματος είναι διάσπαρτες σε όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας που τείνουν να ενοποιηθούν σε έναν αλλόκοτο χωροχρόνο.
Αφοσιώνομαι στο κείμενο, γιατί εκεί έξω δεν με περιμένει κανείς, είναι όλα κλειστά, ακόμη και τα βιβλιοπωλεία που σύχναζα, αντλώ δύναμη και μια –ίσως φαινομενική– αυτάρκεια απαραίτητη στο παράλογο των ημερών. Αν στην εφηβεία μου έκλεβα χρόνο για διάβασμα, τώρα –τι ειρωνεία!– ο χρόνος αυτός ξανακερδίζεται αλλά μέσα σε τόσο δυσοίωνες συνθήκες.
Διαβάζοντας ηρεμώ και όταν αφήσω το βιβλίο στην άκρη (γιατί μου αρέσει να σκορπίζω τα βιβλία σε διαφορετικά σημεία του σπιτιού), οραματίζομαι ότι μπορεί να επιβιώσουμε ως ήρωες μιας εποχής. Και ότι ήδη είμαστε μέσα σε δυστοπικό αφήγημα που θα επιβιώσει για τις επόμενες γενιές.
Συνταξιδιώτες
Τις μέρες της απομόνωσης δεν είμαι μόνος, ταξιδεύουν πολλοί μαζί μου, βρίσκομαι στο τρένο με τους ήρωες του Μοπασάν, ξαφνικά επιστρέφω με τον Ιζό στο λιμάνι της Μασσαλίας και ύστερα στο Βερολίνο του μεσοπολέμου με τον Ισεργουντ, στον φάρο με τη Βιρτζίνια Γουλφ, στις στέπες του Τσέχοφ, στις δυστοπίες του Μπόρχες, στην Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου, στις πολιτείες του Τσίρκα, στις λεκτικές επικράτειες του Χειμωνά. Βρίσκομαι παντού.
Και τότε σκέφτομαι τον ήρωα του Χέρμαν Μέλβιλ, τον Μπάρτλεμπι τον γραφέα, που, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο, αρνείται να δουλέψει, να βγει στον κόσμο, δεν έχει ελπίδα, ο εγκλεισμός του είναι αμετάκλητος όπως και η μεταμόρφωση σε έντομο του ήρωα του Κάφκα.
Ο Μέλβιλ είναι ένας συγγραφέας που τον διαβάζω τακτικά αλλά, υπό τις τωρινές συνθήκες, μου είναι πιο διαυγής, ειδικά στις νουβέλες του, στον «Μπίλι Μπαντ», στον «Μπενίτο Σερένο». Οι χαρακτήρες του Μέλβιλ δοκιμάζονται σωματικά, ηθικά, κοινωνικά, άλλοι επιβιώνουν άλλοι όχι. Και μετά είναι και ο ίδιος ο Μέλβιλ που, απομονωμένος από μια σπάνια αρρώστια και πικραμένος γιατί δεν αναγνωρίστηκε το έργο του όσο ζούσε, πεθαίνει άδοξα πριν τον ανακαλύψει ο μοντέρνος εικοστός αιώνας.
Και να που βρέθηκε χρόνος για διάβασμα τις μέρες αυτές, χρόνος πολύς, χρόνος που μας επιβλήθηκε. Ως μοναχικός χαρακτήρας το αποδέχθηκα σαν μια προέκταση της μέχρι τώρα ζωής μου. Στα κοινωνικά δίκτυα πολλοί αναφέρουν ότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο, κάποιοι το έχουν ρίξει στο ψυχαναγκαστικό διάβασμα όσων βιβλίων είχαν παραμερίσει τις ανέμελες μέρες.
Για εμένα, που το διάβασμα ήταν μια καθημερινότητα, εξακολουθεί να παραμένει αλλά οι περιστάσεις το καθιστούν ακόμη πιο αδέσμευτο. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμιά σιγουριά για το αύριο, αποδεσμεύθηκα από κάθε «υποχρεωτικό» διάβασμα, που οφειλόταν σε κάποιες κοινωνικές υποχρεώσεις όπως να διαβάσεις πρώτα, πριν πας σε κάποια εκδήλωση ή επειδή κάποιο βιβλίο συζητιέται στους βιβλιόφιλους κύκλους. Θα διαβαστούν κάποια στιγμή, αργότερα.
Αναζητώντας την ουσία
Τώρα, περισσότερο από ποτέ, αναζητώ την ουσία της ανάγνωσης γιατί ο χρόνος από τη μια φαντάζει άπλετος, από την άλλη όμως αβέβαιος. Αυτή η ουσιαστική ανάγνωση δεν έχει ανάγκη καμιάς επίδειξης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν ασκώ πρωταθλητισμό ανάγνωσης ούτε τον σνομπισμό του εκλεκτού αναγνώστη. Επανέρχομαι στην εφηβεία μου, χάνομαι μέσα στο κείμενο και ας είναι ό,τι θέλει. Περιφέρομαι στις βιβλιοθήκες μου, κατεβάζω τόμους, ένα διήγημα από δω, μία σελίδα από εκεί, ένα ποίημα κάθε τόσο.
Κρατώντας το βιβλίο στο χέρι αισθάνομαι μια τρυφερότητα, μια σιγουριά, λες και εγείρονται οι συγγραφείς και συνομιλούν μαζί μου. Δεν βιάζομαι να αποτελειώσω πολλά βιβλία, οι ώρες του διαβάσματος είναι διάσπαρτες σε όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας που τείνουν να ενοποιηθούν σε έναν αλλόκοτο χωροχρόνο.
Αφοσιώνομαι στο κείμενο, γιατί εκεί έξω δεν με περιμένει κανείς, είναι όλα κλειστά, ακόμη και τα βιβλιοπωλεία που σύχναζα, αντλώ δύναμη και μια –ίσως φαινομενική– αυτάρκεια απαραίτητη στο παράλογο των ημερών. Αν στην εφηβεία μου έκλεβα χρόνο για διάβασμα, τώρα –τι ειρωνεία!– ο χρόνος αυτός ξανακερδίζεται αλλά μέσα σε τόσο δυσοίωνες συνθήκες.
Διαβάζοντας ηρεμώ και όταν αφήσω το βιβλίο στην άκρη (γιατί μου αρέσει να σκορπίζω τα βιβλία σε διαφορετικά σημεία του σπιτιού), οραματίζομαι ότι μπορεί να επιβιώσουμε ως ήρωες μιας εποχής. Και ότι ήδη είμαστε μέσα σε δυστοπικό αφήγημα που θα επιβιώσει για τις επόμενες γενιές.
Συνταξιδιώτες
Τις μέρες της απομόνωσης δεν είμαι μόνος, ταξιδεύουν πολλοί μαζί μου, βρίσκομαι στο τρένο με τους ήρωες του Μοπασάν, ξαφνικά επιστρέφω με τον Ιζό στο λιμάνι της Μασσαλίας και ύστερα στο Βερολίνο του μεσοπολέμου με τον Ισεργουντ, στον φάρο με τη Βιρτζίνια Γουλφ, στις στέπες του Τσέχοφ, στις δυστοπίες του Μπόρχες, στην Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου, στις πολιτείες του Τσίρκα, στις λεκτικές επικράτειες του Χειμωνά. Βρίσκομαι παντού.
Και τότε σκέφτομαι τον ήρωα του Χέρμαν Μέλβιλ, τον Μπάρτλεμπι τον γραφέα, που, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο, αρνείται να δουλέψει, να βγει στον κόσμο, δεν έχει ελπίδα, ο εγκλεισμός του είναι αμετάκλητος όπως και η μεταμόρφωση σε έντομο του ήρωα του Κάφκα.
Ο Μέλβιλ είναι ένας συγγραφέας που τον διαβάζω τακτικά αλλά, υπό τις τωρινές συνθήκες, μου είναι πιο διαυγής, ειδικά στις νουβέλες του, στον «Μπίλι Μπαντ», στον «Μπενίτο Σερένο». Οι χαρακτήρες του Μέλβιλ δοκιμάζονται σωματικά, ηθικά, κοινωνικά, άλλοι επιβιώνουν άλλοι όχι. Και μετά είναι και ο ίδιος ο Μέλβιλ που, απομονωμένος από μια σπάνια αρρώστια και πικραμένος γιατί δεν αναγνωρίστηκε το έργο του όσο ζούσε, πεθαίνει άδοξα πριν τον ανακαλύψει ο μοντέρνος εικοστός αιώνας.
Και να η θαυματουργή ίαση της λογοτεχνίας. Τέτοια κείμενα
έρχονται και γιατρεύουν τη ψυχή, χαμένοι και σωσμένοι χαρακτήρες σε
παρασύρουν με τις ιστορίες τους. Η καταξίωση μπορεί να ήρθε αργά για τον
Μέλβιλ, αλλά το έργο του είναι άτρωτο. Γιατί η λογοτεχνία είναι
αμόλυντη, κανένας ιός δεν θα τη μεταλλάξει, θα είναι πάντα εκεί και τα
λογοτεχνικά αντισώματα θα μεταμορφώνουν τις ψυχές μας και θα μας
οπλίζουν με κουράγιο.
* Ο κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, το χρονικό «Το βιβλίο του πατέρα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
2. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ , ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
* Ο κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, το χρονικό «Το βιβλίο του πατέρα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
2. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ , ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου