Η εικόνα των εκδιδόμενων γυναικών μέσα από την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας
Η Έμυ Ντούρου, συντάκτρια του Docville στην εφημερίδα Documento γράφει για ένα θέμα -ταμπού:
Αφορμή
για το σημερινό κείμενο είναι οι μάλλον αμήχανες και εκτός
πραγματικότητας οδηγίες που αναγγέλθηκαν πριν από λίγες μέρες σχετικά με
τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό στους οίκους ανοχής, με αποτέλεσμα
να δημιουργηθεί μια μεγάλη συζήτηση η οποία αρκετές φορές εκβάλλει σε
εύκολο χιούμορ γύρω από τους ανθρώπους που εργάζονται στη βιομηχανία του
σεξ. Σε αυτό το κείμενο θα ήθελα να μοιραστούμε αφηγήσεις και
καταγραφές γύρω από το θέμα και να εξετάσουμε πώς διαμορφώθηκε η εικόνα
των εκδιδόμενων γυναικών μέσα από την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Για
χρόνια η ενασχόληση με το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελούσε ταμπού. Όταν
αναφέρεται σε λογοτεχνικά έργα γίνεται με σχετική συστολή και δίνεται
συχνά η αίσθηση ότι οι συγγραφείς προσπαθούν να αγγίξουν το θέμα όσο πιο
διακριτικά γίνεται, σαν να μην έχουν αποφασίσει ακριβώς αν και τι
θέλουν να πουν ή να μην πουν. Τολμηρή εξαίρεση αποτέλεσε ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο οποίος το 1894 στους «Άθλιους των Αθηνών» (Εκδόσεις Κάκτος) αποδίδει με πρωτόγνωρη για την εποχή ευθύτητα την κατάσταση στους οίκους ανοχής.
Κονδυλάκης, Οι άθλιοι των Αθηνών Α - Free Download PDF
Ανοιχτά για το θέμα μιλάει σχεδόν έναν αιώνα μετά και ο Ηλίας Πετρόπουλος ο οποίος στη μελέτη του «Το μπουρδέλο» (Εκδόσεις
Νεφέλη) επιχειρεί μέσα από τη ζωή, τη λογοτεχνία και την τέχνη να
καταγράψει την πραγματικότητα (ή να δημιουργήσει την προσωπική του
πραγματικότητα). Το βιβλίο σε αιχμαλωτίζει με τον πλούτο αναφορών του
ενώ ήδη από την εισαγωγή παρατίθενται δεκάδες λέξεις –από την αρχαιότητα
μέχρι σήμερα– που αναφέρονται στις εκδιδόμενες γυναίκες. Το ενδιαφέρον
είναι ότι οι λέξεις λειτουργούν σαν μικρές κιβωτοί της κοσμοθεωρίας κάθε
εποχής. Στην αρχαιότητα ονόμαζαν αυτές τις γυναίκες πόρνες, εταίρες και
ιερόδουλες· την εποχή του Πετρόπουλου τις έλεγαν πουτάνες (σε όλες τις
πιθανές λεξιπλασίες: φτωχοπουτάνα, διαβολοπουτάνα κ.οκ.), ενώ κατά
καιρούς τις έχουν φορτώσει με χαρακτηρισμούς, όπως παλιογυναίκες,
παστρικές, πατσαβούρες, νυχτολουλούδες, νυχτοπόρτισες, παπαδοξηλώτρες,
αλανιάρες, ατιμασμένες, κοκότες, ημιπάρθενες, δημόσιες, κοινές, τσούλες,
του δρόμου, ντροπιασμένες, πομπεμένες, Μαγδαληνές. Και ο κατάλογος δεν
έχει τελειωμό. Ως γνωστόν βέβαια, οι λέξεις μαρτυρούν περισσότερα γι’
αυτούς που τις χρησιμοποιούν παρά για εκείνους τους οποίους
χαρακτηρίζουν.
|
|
|
Μέρες και νύχτες πληρωμένου έρωτα
«Εγώ είμαι η Γαβριέλλα Ουσάκοβα εκ Ρωσίας, ιερόδουλος Αθηνών. Δεν
μου αρέσουν οι πρόλογοι, κουράζουν τον αναγνώστη. Έρχομαι κατευθείαν στο
ψητό. Τι τις θέλω τις γαρνιτούρες;» ξεκινά η αυτοβιογραφία της θρυλικής Γαβριέλλας, της «πλανεύτρας των Αθηνών» όπως την αποκαλούσαν. Στο βιβλίο της «Γαβριέλλα – “Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι”» (Εκδόσεις
Κάκτος) αφηγείται τη ζωή της από την παιδική της ηλικία, την
εγκατάστασή της στην Ελλάδα και τις εμπειρίες της ως ιερόδουλος (το
βιβλίο εκδόθηκε το 1981).
Η
Γαβριέλλα η οποία ήταν πολύ γνωστή για την ανθρωπιστική της δράση
βρέθηκε στραγγαλισμένη στο σπίτι της το 1991. Ο δράστης δεν εντοπίστηκε
ποτέ. Στην αυτοβιογραφία της που είχε εξαντληθεί για χρόνια και
επανακυκλοφόρησε προ διετίας τα γράφει όπως τα έζησε, χωρίς λογοκρισία
και με πολλή λεπτομέρεια:
«Γνώρισα
ένα ναυτικό 45 χρονώ στη γειτονιά, αδελφό του πρωκτού. Σε κάθε ραντεβού
έφερνε μια ωραία γιαπωνέζικη ρόμπα, μια πιτζάμα επίσης γιαπωνέζικη,
άλλη ρόμπα κι άλλη, και μια βαριά με κεντήματα χρυσάνθεμα. […] Του έκανα
το κορίτσι και μου έκανε γλειπτική που πήγαινε γόνα. Έμαθε κι εμένα κι
έτσι γλύτωσα τις γκαστριές».
Το 1988 η Αμαλία Μεγαπάνου, η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, είχε εκδώσει το βιβλίο «Διάλογος με την Άννα» (Εκδόσεις Libro).
Την αφορμή της έδωσε μια εκπομπή που είδε στην τηλεόραση το 1984 και
αφορούσε τη ζωή των ιερόδουλων στην Αθήνα. Μέσα σε διάστημα τριών μηνών
γνωρίστηκε με εννέα εκδιδόμενες γυναίκες. Μία ξεχώρισε από αυτές, η
ψυχολογική σύσταση της οποίας, όπως γράφει, τους επέτρεπε να κάνουν
κουβέντες εις βάθος πέρα από κοινοτοπίες για το θέμα της πορνείας.
Μεταξύ άλλων μαθαίνουμε διά στόματος Άννας ότι «στους πελάτες μας
αρέσουν τα όμορφα, τα ολόκληρα ονόματα. Προτιμούν μάλιστα τα
χριστιανικά. Τις Μαρίες, τις Ελένες… Δεν θέλουν τα τσουλίστικα».
Το βιβλίο «Πουτάνα» (Εκδόσεις Οδυσσέας) κυκλοφόρησε το 1980 και η συμπληρωμένη δεύτερη έκδοσή του «Πουτάνα – Δεκατρία χρόνια μετά» το 1993. Στα δύο αυτά βιβλία η Τασία Χατζή κατέγραψε τις μαρτυρίες γυναικών για την επίσημη πορνεία που, όπως γράφει, παρεπιδημεί «στα
νώτα της πόλης, στους τόπους συνάντησης, στους σταθμούς και στην αγορά.
Από την Πλατεία Βάθης, μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας, στις παράλληλες
οδούς Φυλής, Λιοσίων, Αχαρνών και στις παρόδους τους, τα “σπίτια” με το
άσβεστο φως, ημέρα και νύχτα, στην εξώθυρα είναι καταφανώς πολλά».
Η
Χατζή γράφει μεταξύ άλλων για τις κινητοποιήσεις των ιερόδουλων με
αίτημα να μην κλείσουν τα «σπίτια», τα οποία πολεμούσαν οι κάτοικοι του
κέντρου, για τη σχέση των γυναικών με τους πελάτες, τη σχέση τους με την
αστυνομία και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην προσωπική, την
οικογενειακή και την κοινωνική τους ζωή, μια και συνήθως το περιβάλλον
τους δεν γνωρίζει τη δουλειά τους.
Για κλείσιμο κράτησα το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ «Ρένα» (Εκδόσεις
Πατάκη) στο οποίο με ευαισθησία και σεβασμό συνθέτει τη ζωή μιας
αιωνόβιας πόρνης γεννημένης στις αρχές του 20ού αιώνα σε ένα πορνείο στα
Χαυτεία, η οποία αφηγείται τη ζωή της –μαζί και την ιστορία της
Ελλάδας– σε έναν νεαρό που έτυχε να δει μια φωτογραφία της σε
κάποια εφημερίδα.
«Τι
πράμα; Ούτε που με νοιάζει τι θα κάνεις όσα σου ’πα. Θες να τα γράψεις,
γράφ’ τα· θες να τα ξεχάσεις, ξέχασ’ τα. Εγώ είχα ανάγκη να μιλήσω κι
εσύ μ’ άκουσες, κι αυτό δεν είναι λίγο πράμα…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου