Δευτέρα, Ιουνίου 22, 2020


Ματιές στην αστυνομική λογοτεχνία

 epohi.gr

Κλοέ Μεντί «Τίποτε δεν χάνεται»
(μτφ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. Πόλις, 2020)

Ως νουάρ παρουσιάζεται το βιβλίο της Κλοέ Μεντί, και όντως είναι, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του νουάρ, ωστόσο το κοινωνικό στοιχείο, η αποτύπωση μιας σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας, είναι, νομίζω, το στοιχείο που κυριαρχεί σε αυτό το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα.
Το γεγονός που στοιχειώνει τις σελίδες του βιβλίου και τη ζωή των πρωταγωνιστών του είναι η δολοφονία από αστυνομικούς ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού, του Σαΐντ Ζαϊντί: «ένας απλός έλεγχος ταυτότητας που είχε άσχημη κατάληξη»… Η δικαστική ετυμηγορία για τον φονιά αστυνομικό είναι η συνήθης: «αθώος ο κατηγορούμενος». Δεκαπέντε χρόνια μετά, ένα σύνθημα γράφεται και ξαναγράφεται στους τοίχους, όσο κι αν το σβήνουν καθημερινά, όσο κι αν κάθε ξημέρωμα οι καθαριστές ασπρίζουν τους τοίχους: «Δικαιοσύνη για τον Σαΐντ».
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Ματιά, ένα ενδεκάχρονο παιδί που ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τον οικογενειακό φίλο Ζε, στον οποίο έχει δοθεί δικαστικά η κηδεμονία του, και την απελπισμένη Γκαμπριέλ. Ο πατέρας του Ματιά αυτοκτόνησε στο ψυχιατρείο, η μητέρα του τον έχει εγκαταλείψει, η αγαπημένη αδελφή του τον επισκέπεται σπάνια, ο πλούσιος αδελφός του έχει κι αυτός κόψει όλους σχεδόν τους δεσμούς με τον Ματιά. Ο ίδιος ο Ματιά δυσκολεύεται πολύ να ακολουθήσει τους κανόνες του σχολείου, τους κανόνες γενικά, αντιστέκεται, αρνείται, πολεμάει, δραπετεύει. Και, όπως σιγά-σιγά θα ανακαλύψουμε, στη ρίζα όλης αυτής της κατάστασης που διαλύει τη ζωή του Ματιά, βρίσκεται η προ δεκαπενταετίας δολοφονία του Σαΐντ.
Ο μικρός Ματιά ξέρει πως οι λέξεις «δεν αρκούσαν –δεν αρκούν ποτέ– για να εκφράσουν όλη την οργή, το μίσος και την αδικία του θανάτου [του Σαΐντ], λέξεις που ζητούσαν εκδίκηση και να μην ξεχάσουμε μήτε να συγχωρήσουμε». Θύμα και ο ίδιος αυτής της δολοφονίας, ζώντας και ο ίδιος σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και καταστολής από ένα εχθρικό κράτος αστυνομικών και ψυχιατρείων και κοινωνικών υπηρεσιών που δεν καταλαβαίνουν, είναι κι αυτός «ακόμα ένας που δεν πολυξέρει πώς να επιβιώσει» καθώς βλέπει γύρω του έναν ολόκληρο κόσμο πεταγμένο στο περιθώριο, χωρίς το δικαίωμα να τρέφει πολλές ελπίδες, χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον.
Ο Ματιά, όλοι οι Ματιά, θα έρθουν αντιμέτωποι με τον φαύλο κύκλο της δολοφονικής αστυνομικής βίας και της συστηματικής συγκάλυψής της από τους άλλους αστυνομικούς («δεν θα σε αφήσουμε να πας φυλακή επειδή έχασες την ψυχραιμία σου μ’ αυτό το μαλακισμένο») και από τη δικαιοσύνη («να θυμόμαστε ότι οι μπάτσοι μπορούν να σκοτώνουν όποιον θέλουν, και μετά κανένας δεν τους τιμωρεί» αφού «η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί παρά μονόπαντα»). Κι εκεί οι δρόμοι που απομένουν είναι ελάχιστοι.
Σκιαγραφώντας το σκοτεινό πορτρέτο αυτής της ζοφερής γωνιάς της κοινωνίας, η συγγραφέας δεν καταφεύγει σε χάρτινους ιδεότυπους που παραγεμίζουν τα επεισόδια της πλοκής, αλλά πλάθει ταυτόχρονα χαρακτήρες ζωντανούς, ανθρώπους αντιφατικούς και αναποφάσιστους και άβολους.
Ένα ιδιαίτερο δείγμα γραφής από μια νέα συγγραφέα, μια κοφτερή, διεισδυτική ματιά «σ’ αυτόν τον ετοιμοθάνατο κόσμο».
Αντρέα Καμιλλέρι «Η πινακίδα»
(μτφ. Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη, 2019)
Ο Αντρέα Καμιλέρι, πέρα από τα πασίγνωστα μυθιστορήματα του Μονταλμπάνο, έχει γράψει πολλές ακόμα ιστορίες. Η ολιγοσέλιδη νουβέλα με τίτλο Η πινακίδα δημοσιευθηκε για πρώτη φορά το 2011, κυκλοφόρησε με την Corriere della Sera, και σ’ αυτήν ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει με λίγες μόλις πινελιές το –τραγικό και γελοίο συνάμα– κλίμα που επικρατούσε στην Ιταλία τα χρόνια του φασισμού.
Ο Καμιλλέρι μάς μεταφέρει στη Βιγκάτα, τον Ιούνιο του 1940, «την επομένη της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας». Ενθουσιασμός κυριαρχεί ανάμεσα στους φασίστες της Βιγκάτα, όταν ξαφνικά εμφανίζεται μετά από πέντε χρόνια ο Μικέλι Ραγκουζάνο, που είχε εξοριστεί με την κατηγορία τού «συκοφάντη του ένδοξου φασιστικού καθεστώτος».
Όταν όμως οι τοπικοί φασίστες πάνε να τον διώξουν, παρεμβαίνει ο σεβαστός 97χρονος ντον Μανουέλι Πέρσικο, ιστορική τοπική ηγετική μορφή των φασιστών, που το 1922, όταν ήταν πάνω από 70, είχε συμμετάσχει στη μεγάλη πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ένας γηραιός «οργισμένος μελανοχίτωνας με ρόπαλο και ρετσινόλαδο». Όμως η απάντηση του Ραγκουζάνο στον ντον Μικέλι αφήνει τους πάντες άναυδους: «ανταποδίσω την ευγένειά σας κρατώντας το στόμα μου κλειστό, δε θα πω όσα έμαθα για σας στην εξορία». Όταν ο Πέρσικο τον προκαλεί να μιλήσει, ο Ραγκουζάνο αναφέρει ένα όνομα, ένα όνομα που μόλις το ακούει ο 97χρονος φασίστας σωριάζεται νεκρός. Ο Ραγκουζάνο συλλαμβάνεται ως δολοφόνος και παραπέμπεται στο «Ειδικό Φασιστικό Δικαστήριο για την υπεράσπιση του κράτους», αντιμετωπίζοντας τη θανατική ποινή «με πυροβολισμό στην πλάτη». Ο ντον Πέρσικο καταγράφεται ως «θύμα του αντιφασισμού».
Ωστόσο, αυτές οι λίγες λέξεις που εκστόμισε ο Ραγκουζάνο και οι οποίες «σαν σφαίρες που είχαν πετύχει όλες τον στόχο» άφησαν στον τόπο τον γηραιό φασίστα, άνοιξαν συνάμα και τον δρόμο για μια έρευνα που τελικά θα ξεσκεπάσει τις σκοτεινές και επονείδιστες κηλίδες που σκίαζαν το παρελθόν του φασίστα.
Έτσι, ο Καμιλλέρι γράφει μια μικρή νουβέλα που, με λίγα λόγια γραμμένα με το γνώριμο ύφος και με τη λεπτή του ειρωνεία, κατεδαφίζει γελοιοποιώντας όλες τις τελετουργίες των φασιστών.

[...............................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: