«Να αγαπάμε τον άνθρωπο με τους κινδύνους του»
Εύα Νικολαΐδου
Μια συνάντηση, πριν από 40 χρόνια, με τη μεγάλη συγγραφέα και διανοούμενη, όταν η Γαλλική Ακαδημία άνοιξε τις πόρτες της για πρώτη φορά σε γυναίκα.
Ξαναγυρίζοντας σε όσους
ανθρώπους γνωρίσαμε, θαυμάσαμε, αγαπήσαμε και τους χάσαμε νιώθουμε ότι
χάθηκε ένα κομμάτι και της δικής μας ζωής.
Μέσα
από μια ευλαβική ανάμνηση και από το διάβα του χρόνου (πριν από περίπου
40 χρόνια τη συνάντησα) θυμάμαι το ζεστό βλέμμα της, δίχως αυταρέσκεια,
διατηρώντας τη νηφαλιότητα της απόστασης. Θύμιζε πορτρέτο γυναίκας της
Αναγέννησης.
Βυθισμένη στα προσωπικά της πάθη
και τη μοναξιά της, συνομιλώντας μαζί της άνοιξα ένα παράθυρο σ’ έναν
άλλον κόσμο. Η κουβέντα μας εκδόθηκε σ’ ένα βιβλιαράκι από τα «Ελληνικά
Γράμματα» το 2008.
Πέρασε παιδικά χρόνια
ορφάνιας, αφού νεογέννητη ακόμα έχασε τη μητέρα της, ενώ με τον πατέρα
της μιλούσε για Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, τον Σέξπιρ, τον Ιψεν.
Ως
μεταφράστρια του Καβάφη πίστευε ότι η ποίηση γράφεται για ν’ ακούγεται.
Πρέπει να σεβόμαστε τους ρυθμούς της, να μην τη συγχέουν οι ποιητές με
την προσωπική τους κραυγή.
Υποστήριζε ότι κάθε
αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Απαιτεί τόση τέχνη όσο μια
πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος
συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Οι
φίλοι συχνά έρχονται από τύχη.
Ένα απόγευμα
του 1937, όταν ήταν 33 ετών, συζητούσε στο μπαρ ενός ξενοδοχείου, στο
Παρίσι, μ’ έναν φίλο της. Τυχαία, στο διπλανό τραπέζι καθόταν η Γκρέις
Φρικ, Αμερικανίδα καθηγήτρια συνομήλική της. Ήταν η μοιραία συνάντηση. Η
Φρικ την κάλεσε να δει, το επόμενο πρωί, από το παράθυρο του δωματίου
της, στο ξενοδοχείο όπου έμενε, την υπέροχη θέα των αποδημητικών
πουλιών.
Η πρόσκληση αυτή έγινε αφορμή να
ζήσουν μαζί συντροφικά 40 χρόνια, στην Αμερική, σ’ ένα αγρόκτημα, στο
νησί Μάουντ Ντέζερτ. Η Φρικ συμπορευόταν μαζί της, μεριμνούσε για το
έργο της.
Η Γιουρσενάρ κατάλαβε μ’ αυτή τη
σχέση ότι ο μόνος άνθρωπος που χρειάζεσαι στη ζωή σου είναι αυτός που σε
χρειάζεται στη δική του. Η Γκρέις πέθανε το 1979. Σε ερώτησή μου πόσο
οδυνηρή ήταν η απώλειά της, μου είπε χωρίς συγκίνηση: «Τα πράγματα
διαρκούν όσο μπορούν. Η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν όταν
ξεψυχούσε η Γκρέις που ακούμπησα στο προσκέφαλό της μια ελβετική μουσική
κασετίνα που παίζει πιανίσιμο Αριέττα του Χάιδν. Ήταν η αγαπημένη της
μουσική».
Πίστευε ότι πρέπει να ξαναμάθουμε
ν’ αγαπάμε τον άνθρωπο, όπως αυτός είναι. Να δεχόμαστε τους περιορισμούς
και τους κινδύνους του. Να δούμε τα πράγματα κατάφατσα. Να αποκηρύξουμε
τους δογματισμούς των κομμάτων, των χωρών, των τάξεων, των θρησκειών,
που όλοι είναι αδιάλλακτοι, και άρα όλοι είναι θανάσιμοι.
«Ο
άνθρωπος της Αριστεράς», έλεγε, «σε αρμονία με το credo του, εκδηλώνει
την πίστη του όχι σε μία πρόοδο, αλλά σε μία βέβαιη πρόοδο, πράγμα που
είναι πιο σοβαρό μοιάζοντας σ’ αυτό με τον Χριστιανό των πρώτων χρόνων
που πίστευε στην ερχόμενη έλευση του Κυρίου, στην Παρουσία...».
«Όταν
ζυμώνω τη ζύμη μου», έλεγε, «σκέφτομαι τους ανθρώπους που φύτεψαν το
σιτάρι. Τους εκμεταλλευτές που φούσκωσαν τεχνητά την τιμή του. Τους
τεχνοκράτες που κατέστρεψαν την ποιότητά του. Σκέφτομαι τους ανθρώπους
που δεν έχουν ψωμί και όσους έχουν υπερβολικά πολύ. Σκέφτομαι τη γη και
τον ήλιο που μεγαλώνουν τα φυτά».
Απαντούσε
πάντα σε όλα τα γράμματα φίλων και αναγνωστών. Αγαπούσε τον ποιητή
Ανδρέα Εμπειρίκο και διατηρούσαν για πολλά χρόνια φιλική σχέση, όπως και
με τον φωτογράφο Τζέρι Ουίλσον, την τελευταία της αγάπη που ταξίδεψε
μαζί του σε Ασία, Ευρώπη και Αμερική.
Ο
βιογράφος της Mathieu Galey την περιγράφει: «Το βλέμμα της πέφτει πάνω
σου, σε μετράει, σε ζυγιάζει, φευγάτο και ευγενικό συγχρόνως με μια
κάποια υποψία ειρωνείας. Γαλήνια μέχρι αδιαφορίας και μαζί τρυφερή.
Πρέπει να τη δει κανείς όταν χαϊδεύει ένα σκύλο ή ένα βότσαλο στην
ακρογιαλιά. Έχεις την εντύπωση πως ανήκει σ’ ένα άλλο βασίλειο, όπου οι
λέξεις έχουν το νόημά τους, οι άνθρωποι τη λογική τους, το σύμπαν τούς
νόμους του που όλοι τους αναγνωρίζουν, η σοφία τη θέση της και η ευφυΐα
μία ακτινοβολία δίχως σκιές...
Βλέπει τον
κόσμο κατά πρόσωπο και τους ανθρώπους με μια άπιαστη αγάπη, που πολλές
φορές φοβίζει σαν κι αυτή των αγίων. Μέσα της, όμως, μαντεύεις ότι
φλέγεται. Παρά το αθήνιο χαμόγελό της, το τόσο συγκρατημένο και κάπως
ψυχρό, είναι μια οραματίστρια που σας παρατηρεί με εκείνα τα γαλάζια
μάτια που μέσα τους, κάτω από τα κουρασμένα βλέφαρα, βρίσκεται ακέραια η
κρυσταλλωμένη αθωότητα του παιδιού μπροστά σ’ έναν κόσμο που
γκρεμίζεται».
Το βιβλίο που την έκανε διάσημη
ήταν τα «Απομνημονεύματα του Αδριανού». Θυμάται: «Ο άνθρωπος που είναι
παθιασμένος για την αλήθεια, ή έστω για την ακρίβεια, τις πιο πολλές
φορές βρίσκεται σε θέση να αντιληφθεί σαν τον Πιλάτο πως η αλήθεια δεν
είναι καθαρή. Από κει και πέρα περιπλέκεται μέσα στις πιο άμεσες
διαβεβαιώσεις, σε δισταγμούς, σ’ ελιγμούς και σε υπεκφυγές που ένα πιο
συμβατικό πνεύμα δεν θα είχε. Σε ορισμένες στιγμές, λιγοστές άλλωστε,
μου έτυχε ως και να νιώσω πως ο αυτοκράτορας έλεγε ψέματα. Σ’ αυτές τις
περιπτώσεις είχα την υποχρέωση να τον αφήσω να ψεύδεται σαν όλους εμάς».
Η
ζωή, έλεγε, για κάθε άνθρωπο είναι μία παραδεδεγμένη ήττα. Μου ψιθύρισε
όταν την αποχαιρετούσα: «Νιώθω ταξιδιώτης που βλέπει ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα νησιά του αρχιπελάγους να ανασηκώνεται προς το βράδυ η
φωτεινή καταχνιά κι αρχίζει να διακρίνει σιγά σιγά τη γραμμή της
παραλίας· αρχίζω να διακρίνω κι εγώ το προφίλ του θανάτου μου». Ηταν η
τελευταία της συνέντευξη.
Η ανδροκρατούμενη
επί 100 χρόνια Ακαδημία της Γαλλίας άνοιξε τις πόρτες της σε γυναίκα για
πρώτη φορά το 1980, στην αθάνατη αυτή μορφή των γραμμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου