Ο φυσικός φόβος και ο φόβος της εξουσίας
Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη *
Η
πανδημία του Covid-19 ανοίγει βίαια την πόρτα να εισρεύσουν
καταιγιστικά, παλιά αλλά και νέα, ερωτήματα σε σχέση με τη ραγδαία
εξελισσόμενη παγκόσμια πραγματικότητα. Ενόσω υφιστάμεθα από τη μία την
απειλή της μαζικής μόλυνσης και από την άλλη πρωτοφανή και παγκόσμιας
εμβέλειας περιοριστικά μέτρα, αβίαστα αναδύονται ζητήματα που
σχετίζονται με τη γλώσσα της πειθούς, της επιβολής, τη γλώσσα της
συντήρησης ενός είδους αυξημένης συλλογικής επαγρύπνησης.
Το
άγνωστο αυτή την ώρα μέγεθος της φυσικοποίησης (λέξη-κλειδί) της
μετά–νέας τάξης πραγμάτων, το φαινόμενο της μαζικής υποκατάστασης και η
ποιμαντική/οδήγηση σε καταστάσεις ταχείας και αναπόδραστης συμμόρφωσης
δεν μπορούν να αγνοηθούν, ως θέματα προς διαπραγμάτευση.
Πρόκειται
για δικαιολογημένες ανησυχίες, που μοιάζει να έχουν έναν κοινό
παρονομαστή, με ερωτηματική όμως μορφή: Μπορεί μία πανδημία να
λειτουργήσει ως ένα εργαλείο εισαγωγής εξαιρετικών, έκτακτων ή ειδικών
μέτρων σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο και οριστικής εγκατάστασής τους για τη
συνέχεια; Με άλλα λόγια, μπορεί το αναπάντεχο ειδικό ή έκτακτο και
περιστασιακό, κλιμακούμενο να εξελιχθεί σε μια επόμενη κανονικότητα, στο
όνομα της προστασίας του υπέρτατου ομολογουμένως αγαθού της δημόσιας
υγείας των πολιτών ή για άλλους λόγους, όπως λ.χ. η κλιματική αλλαγή;
Και
ποια γλώσσα θα αναζητηθεί για να υποστηρίξει τη νέα πραγματικότητα έτσι
όπως αυτή διαμορφώνεται, ποιες ορολογίες θα αναζητηθούν για να
καθιερωθούν σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας;
Ας
εστιάσουμε πρώτα στη μονάδα.
Ο κάθε ένας από εμάς, ως εν δυνάμει
άρρωστος, κινδυνεύει εκτός από τη φυσική απειλή και τη διαρκή βιολογική
τρωτότητα, και από τον παράλληλο στιγματισμό ως υποδεέστερη οντότητα που
χρήζει προστασίας, θεραπείας και «σωτηρίας» από επάνω προς τα κάτω. Σε
ποιον βαθμό ο ευάλωτος από μια πιθανή μόλυνση ενός φονικού ιού διαθέτει
τη δυνατότητα να επιμείνει στην υποστήριξη θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως
τα δημοκρατικά; Σε ποιο βαθμό η υπαρκτή ευαλωτότητα παραπέμπει στην
κατασκευή μιας αντίστοιχης υποτέλειας ή εξάρτησης;
Η
νόσος τώρα. Όσο δεν αναγνωρίζεται με σαφή και άμεσο τρόπο, αλλά
εννοείται ότι είναι πολύ σοβαρή και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε
αιφνίδια απώλεια του αγαθού της ζωής, εμφανίζεται όλο και πιο επίφοβη.
Τα στοιχεία του άγνωστου ως προς τον προσδιορισμό της επικίνδυνης
μόλυνσης υποκινούν άγχη, φόβους και αντανακλαστικά που ενδεχομένως έχουν
την αναγωγή τους στα πρώτα χρόνια του ανθρώπου. Οι λεκτικές εκφράσεις
έχουν απλή και άμεση μορφή, ώστε να προσομοιάζουν σε αυτόματες παιδικές
αντιδράσεις.
Η ένταση είναι κλιμακούμενη.
Ουσιαστικά ο κάθε πολίτης, ακόμη και αυτός ο οποίος δεν νοσεί, μοιάζει
να βρίσκεται σε μια υποτιθέμενη εντατική και σε μια κατάσταση που
χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική απουσία της αισθητικότητας. Πρόκειται
για σαφή εγγραφή παράδοσης, δεδομένου ότι η ύπαρξη ελέγχεται πλέον και
από εξωτερικούς κυρίαρχους παράγοντες. Αναδεικνύεται μια δυσάρεστη
αίσθηση εγκλεισμού, περιορισμού ή αποτελμάτωσης.
Η
πανδημία αποκτά χαρακτηριστικά ενσαρκωμένης οντότητας με σαφή
εκφοβητικά γνωρίσματα. Ο έμφοβος και ενίοτε πτοημένος πολίτης
προειδοποιείται μέσα από έναν λόγο εξουσιαστικό και ηγεμονικό, που
επιδιώκει την επιβολή και την άμεση συμμόρφωση στα όσα του
υποδεικνύονται και επιβάλλονται. Σε περίπτωση δε που εκδηλώνει απείθεια ή
ανυπακοή, στιγματίζεται για την υστέρησή του να αντιληφθεί ότι η
διάσωση θα εξασφαλιστεί μόνον εφόσον υιοθετηθούν τα προτεινόμενα από την
ιεραρχία μέτρα.
Είναι πιθανό, ο φυσικός φόβος
να εξελίσσεται σταδιακά σε φόβο της εξουσίας. Οι δύο φόβοι
αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοϋποστηρίζονται, αλληλο-διαβιούν, σαν ένας
μεταφορικός ιμάντας που συντηρεί και κραταιώνει ανασφάλειες και
συναισθήματα επικείμενου κινδύνου, τα οποία υπάρχει περίπτωση να
λειτουργήσουν στη συνέχεια ως εισαγωγείς ή υποδοχείς μέτρων περιορισμού
και συγκράτησης/ρύθμισης του βίου των πολιτών.
Οπότε,
η ενεργοποίηση των ενδόμυχων φόβων μπορεί να καταστήσει τους
συνεχόμενους από αυτούς, ιδεολογικά ευάλωτους, έτοιμους και ελαστικούς
(περισσότερο ή λιγότερο) να αποδεχθούν στη συνέχεια τον επόμενο λόγο των
συστημάτων εξουσίας.
* αναπληρώτρια
καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
και Fellow of Comparative Studies, CHS – GR, του Πανεπιστημίου Harvard.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο δημοσιογραφικός λόγος από τη
μεταπολίτευση έως τα μνημόνια» (CHS, Harvard University, Gutenberg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου