Φρεντ Μπουασονά : Γυναίκες της Κέρκυρας (1903)
____________________________________________________________________________
Ιάκωβος Πολυλάς
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΛΑΘΟΣ
Ένα από
τα καλύτερα ηθογραφικά διηγήματα της
ελληνικής λογοτεχνίας. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι μπορεί άνετα να
θεωρηθεί
εφάμιλλο σε δραματικότητα του θεατρικού
έργου
« Η αγριόπαπια»
του
Ίψεν.
O
dignitosa coscienza e netta,
come
t’è picciol fallo amaro morso!
Dante,
Purgatorio,
III
8-9
Ω,
σεμνή και αγνή συνείδηση,
Πόσο
πικρά σε βασανίζει και το παραμικρό
σφάλμα!
Δάντης,
Καθαρτήριο, Άσμα 3, στίχοι 8-9
Το προκείμενο διήγημα
εις τα κυριότερα πραγματικά σημεία έχει
πραγματικήν υπόστασιν· το γεγονός
συνέβη κατά το έτος 1871.
ΗΤΑΝ Μέγα Σάββατο, δύο
ώρες να ξημερώσει· εις το μικρό προαύλι
μιας κατοικίας χαμηλής, εις την άκρην
και ανάμερα του χωρίου, η Μαρία εβοηθούσε
τον άνδρα της να φορτώσει το άλογό του
με λάδι από το ύστερο άλεσμα εκείνης
της καρποφορίας.
― Μην ανησυχείς αν
νυκτώσω, της είπεν· έχω πολλά πράγ ματα
να τελειώσω εις την πόλιν.
― Μη
λησμονήσεις τον καλόν άνθρωπον, οπού
σ’ εκυνήγησε τόσον εφέτος, μην έχομε
πάλι βάσανα.
― Να μην ανακατώνεσαι
εις τες δουλειές μου· σου το είπα εκατό
φορές.
Και με τούτο ο
Πέτρος εκίνησε το άλογο φορτωμένο και
κατέβη προφυλακτικά, το λιθόστρωτο
μονοπάτι, που μέσ’ από το χωριό έβγαινε
εις τον δημόσιον δρόμον.
Οι
πρώτες ακτίνες του Ηλίου, μέσ’ από την
θύραν και από το παράθυρο, εφώτιζαν το
φτωχικό εκείνο χαμώγι και τα ολίγα σκεύη
του, ένα μικρό βουτσί1,
ένα σκαφόνι2,
μίαν καπάσα3,
ένα τρα πέζι και δύο καθίσματα· εις το
ένα πλάγι είχαν το κρεβάτι και εις το
άλλο την γωνίστραν. Η Μαρία εβάλθη άμεσως
να κάμει την εργασίαν της παραμονής·
εσάρωσε τον πάτον, εξαράχνιασε την
σκέπην, εξεσκόνισε όλα τα σκεύη, εγέμισε
το καντήλι της Πανα γίας, έβαλε καθαρά
σεντόνια εις το κρεβάτι κι επάνω το
καλύτερο πάπλωμά της· κατόπιν άλλαξε
και αυτή, εκάθισεν εις το κατώφλι και
έστεκε συλλογισμένη.
― «Μας λείπει,
έλεγε, από το Πάσχα4
έφθασε η Λαμπρή και ευρίσκεται ακόμη
εις τα ξένα, και έχομε ένα μήνα όπου δεν
επιάσαμε γράμματά του· όταν τον είχα
κοντά μου, έβαζε το χρυσό μου παιδί τον
καλόν του λόγον και ημέρωνε η παραξενιά
του πα τρός του· α! πόσο θα του πονεί να
περνά τες καλές τούτες ημέρες μακριά
από τη μανούλα του. Τα θηλυκά τι θα μου
κάνουν τα καημένα; κακοπανδρεμένες και
οι δύο υπομονή· έχει ακόμη σαράντα
ημέρες να κάμει στρατιώτης· άμα γυρίσει,
θα είναι όλα καλά. Πάσχασε με την ευχή
μου, παιδάκι μου». Αυτά έλεγε με τον νουν
της η Μαρία και εδάκρυζε· εις το πρόσωπό
της, όπου άλλοτε είχε βασιλεύσει το
κάλλος και η φαιδρότης, εφαίνοντο εκείνες
οι στερεές και αυστηρές γραμμές, οπού
αγάλι αγάλι χαρακώνει το πρώιμο γήρας,
ο κόπος, ο πόνος και η χριστιανική
υπομονή.
Από τους
στοχασμούς της έξαφνα την εσήκωσε ο
ήχος από όλα τα κωδωνοστάσια των εκκλησιών
του χωριού· ήταν η Ανάστασις· διότι εις
την Κέρκυραν το Μέγα Σάββατο, τέσσερες
ώρες αφού ανατείλει ο ήλιος, απ’ όλες
τις εκκλησίες της πόλεως το χαρμόσυνο
μήνυμα, ως ηλεκτρική σπίθα, περνά εις
τα σιμoτινά χωριά και από αυτά έως τα
ακρινότερα της νήσου, ώστε όλοι οι
κάτοικοι των ενενήντα χωριών σχεδόν
εις την ιδίαν στιγμήν πανηγυρίζουν την
Ανάστασιν με κωδωνοκρουσίες και
τουφεκισμούς. Η Μαρία εσφόγγισε τα
δάκρυά της, έκαμε τον σταυρόν της και
εκίνησε προς την πρωτεύουσαν εκκλησίαν
να παρευρεθεί εις την αγίαν τελετήν.
*
* *
Το
εσπέρας ο άνδρας της έφθασε από την
πόλιν.
Λάβε, της είπε,
τα χρυσάφια σου. Τα σήκωσα από το
Κατά στημα5
να τα φορέσεις αύριο· έστειλα και
δεκαπέντε δραχμές του Αντωνάκη μας, να
καλοπεράσει αυτές τες άγιες ημέρες· θα
τες λάβει την Νια Δευτέρα· μας γράφει
ότι είναι καλά, και μας εύχεται καλήν
Λαμπρήν· πάρε το γράμμα να το φυλάξεις
με τα άλλα.
― Καλήν φώτισιν σου έδωκεν
ο Θεός· λέγω για το παιδί μας, όχι για
τα χρυσάφια μου· εις περασμένες ημέρες,
ωσάν νέα κι εγώ, εζήλευα να τα φορώ· αμή
τώρα… και ύστερα, έμαθα από πολύν καιρόν
να τα έχω εις το Κατάστημα· κοίταξε πώς
εμαύρισαν τα μαραμένα.
Και
αμέσως εβάλθη να ξεσκονίσει το μαύρο
βελουδένιο χρυσοκέντητο πεσελί6
, να τρίψει τες ασημοχρυσωμένες φούμπιες7,
τα ασημένια σκολαρίκια, τον χρυσούν
λαιμόν, τες χρυσές περόνες της κεφαλής
και τα δακτυλίδια. Και ενώ έκαμνε αυτήν
την εργασίαν, αισθάνετο ότι επιάνετο η
καρδιά της.
«Παναγία
μου, έλεγε μέσα της, κάμε να έχει καλό
τέλος τούτη μου η χαρά· δεν επερίμενα
τόσην καλοσύνην από τον άνδρα μου· θα
τον οδήγησε ίσως ο καλός μου πνευματικός
και όμως εγώ ποτέ μου δεν άνοιξα το στόμα
να παραπονεθώ για τες κακοτροπίες του
συντρόφου μου· γνωρίζω πόσες φροντίδες,
πόσα βάσανα έχουν αυτοί οι δύστυχοι
άνδρες. Είναι αναγκασμένοι εις την
ανέσοδη να χρεωθούν για το θεόψωμο, και
συμβαίνει πολλές φορές, για τες αμαρτίες
μας, είτε η όστρια8
να χαλάσει τον καρπόν9
, είτε το κρύο απριλιάτικα να κάψει τα
σταφύλια μες στο άνθισμά τους· και τότε
ο τοκογλύφτης τους φοβερίζει με φυλάκισιν
για να τους βιάσει να του γράψουν το ένα
δέκα, είκοσι, πενήντα ―ω! οι μαύρες
ψυχές, διάδικον να ‘χουν τον Θεόν― και
ύστερον οι άνδρες μας ν’ αγριεύουν, μας
μαλώνουν άδικα για το παραμικρό, ε! η
φτώχεια γεννά τη γκρίνια. Πόσες φορές
αυτά τα χρυσάφια, αυτό το πεσελί μου,
τούτη η καημένη μου προίκα, εχρησίμευσε
για να σηκώσομε από το κατάστημα καμμιά
πενηνταριά δραχμές, διά να μη σαπεί ο
άνδρας μου εις την φυλακήν. Α! να περάσουν
γρήγορα αυταί οι σαράντα ημέρες, να
γυρίσει το παιδάκι μου, να μας
βοηθήσει».
Η καημένη
της προίκα! Όποιος δεν γνωρίζει την
εξοχήν της Κερκύρας, θα παραξενευθεί
ν’ ακούσει ότι οι γυναίκες συνήθως
φέρ νουν μόνην τους προίκα καμία
διακοσαριά δραχμές χρυσάφια και κάποτε
δύο ή τρία ελαιόδενδρα ή ένα ή δύο τσαπιών
αμπέλι, εισό δημα δέκα δραχμών τον
χρόνον· αλλά η θαυμαστή χωριανή φέρνει
με το σώμα της το εύρωστο και με την
ευγενικήν ψυχήν της θη σαυρόν ατίμητον
εις την οικογένειαν όπου έρχεται νύφη
και αγογ γύστως εργάζεται και κοπιάζει
και όταν συμβαίνει να χηρεύσει με ανήλικα
παιδιά, τότε με το προνοητικό της πνεύμα,
με υπεράνθρωπον αγώνα κυβερνά την
οικογένειαν, και άπειρα έχομε παρα δείγματα,
όπου γυναίκα χήρα ανάστησε σπίτι
ξεπατωμένο.
*
* *
Επέρασε
το Νιοβδόμαδο ήσυχα, κι εξημέρωσε η
Δευτέρα. Ο Πέτρος αναχώρησε για την
πόλιν να φέρει τρόφιμα για τους εργάτες
εις το σκάψιμο των αμπέλων· οι πολλές
και συχνές βροχές της μεγάλης τεσσαρακοστής
και κατόπιν οι εορτάσιμες ημέρες είχαν
εμποδίσει αυτήν την εργασίαν, η όποια
γίνεται τακτι κώς τον Φεβρουάριον και
τον Μάρτιον.
Το μεσημέρι
η Ελένη ήλθε να εύρει την μητέρα της.
―
Μάνα, της είπε, να λυτρώσεις το σπίτι
μου· το παιδί μου εξημέρωσε χειρότερα,
όλο το κορμάκι του είναι φωτιά, παραλογάει·
έχομεν ανάγκην από ιατρόν και φάρμακα.
―
Τι να σου κάμω, παιδί μου· το γνωρίζεις
πώς περνάμε· ο καρπός εσώθηκε· αν μας
έμειναν ολίγα λεπτά, αυτά μας χρειά ζονται
να πλερώσομε εργάτες για τ’ αμπέλια·
μας λείπει το μο νάκριβό μας παλικάρι,
και ο Πέτρος δεν προφθάνει να τα σκάψει
μόνος του, αν και τον βοηθώ κι εγώ· από
τον καιρόν όπου τα παιδιά μας πηγαίνουν
στρατιώτες, πιάνομε κι εμείς οι γυναίκες
το τσαπί.
― Μάνα, σπλαχνίσου μας· δεν
έχομε πεντάρα και μας χρειά ζονται αύριο
αμέσως δεκαπέντε δραχμές για τον ιατρόν
και δέκα για το αμάξι, χωρίς τα φάρμακα
και ό,τι άλλο διορίσει.
― Και πού να
τα εύρω, παιδί μου· ο πατέρας σου, εις
τούτην την εσοδείαν, εξ αφορμής όπου
ήταν ολίγη καρποφορία δεν μου άφησε τα
υστερομαζώματα, καθώς ήταν η παλαιά
συνήθεια να τ’ αφήνουν των γυναικών
για να έχουν και αυτές ολίγα λεπτά εις
την κασέλα τους.
― Αμή σου έφερε εφέτος
τα χρυσάφια σου· κάμε το καλό να μου τα
δώσεις για κανένα μήνα να τα βάλω μ’
εκείνα τα ολίγα τα δικά μου εις το
Κατάστημα, να οικονομήσομε αυτές τες
δραχμές· έως την Ανάληψιν δεν θα έχεις
ανάγκην να τα φορέσεις· μάνα, κάμε το,
αν μ’ αγαπάς.
―Δεν το έλεγα η δύστυχη
ότι αυτά τα χρυσάφια θα μου γί νουν
φαρμάκι; Είσαι βέβαιη, Ελένη μου, ότι
έως την Ανάλη ψιν θα τα ξαγοράσεις;
― Βεβαιότατη·
θα πουλήσει το δαμάλι οπού έχει μισιακό·
θα πουληθεί ίσια ίσια τες παραμονές της
Αναλήψεως.
― Θα είναι εδώ ο Αντωνάκης
μου, είπε μέσα της η Μαρία, και τότε, ό,τι
και αν τύχει, όλα διορθώνονται. Και πώς
να μην την σπλαχνισθώ, είναι ατάλικη10
και ακόμη αδύνατη από την ύστε ρή της
αρρώστια, και μη μου πάθει.
― Κάμε το,
μητέρα, να χαρείς τον Αντώνη μας· θα
γυρίσει γλήγορα ως ακούω.
― Ναι θα
είναι εδώ της Μεσοπεντηκοστής.
Εσηκώθη
και έβγαλεν από την κασέλα τα χρυσάφια.
―
Πάρε τα, παιδί μου, και βάλε εις όρκον
τον άνδρα σου να μη με ομολογήσει· αν
το μάθει ο πατέρας σου, εχάθηκα.
*
* *
«Οϊμένα,
ζωήν δυστυχισμένην οπού περνάμε εδώ
εις το χω ριό! έλεγε μόνη της η Μαρία, να
μην ευρίσκεται ιατρός να έλθει να καθίσει
εδώ να κάνει χριστιανικά την επιστήμην
του· αμή να είμαστε αναγκασμένοι, όταν
αρρωστήσει κανένα παιδί μας, ή να το
φέρνομε εις την αγκαλιά μας εις την
πόλιν, θερμασμένο, τρεις ώρες δρόμον,
με το ηλιοπύρι, για να το ιδεί μίαν μόνην
φοράν ο ιατρός, ή να εξοδεύομε φούκτες
φράγκα για να τον φέρομεν εδώ, και αν
πουλεί κανείς αυτό το ευλογημένο κινίνο,
να το πλερώνομεν ωσάν χρυσόχωμα. Έτσι
εχάθη το σπίτι του πατρός μου· από
αρρώστιες εξεγίνηκε για να κοιτάξει το
μονάκριβό του αρσενικό ―ένδεκα μήνες
αρρώστια― επούλησε ό,τι και αν είχε,
και τον εχάσαμε γιατί δεν έφερε τον
ιατρόν από την αρχήν. Από τούτο εξέ πεσε
το σπίτι μας· προίκα δεν είχε να μου
δώσει ο πατέρας μου παρά αυτά τα ευλογημένα
στολίδια της μητρός μου· και όμως με
επήρε τούτος ο χριστιανός, καλός, αμή,
ο Θεός φυλάξει, αν του έλθει το νευρικό·
σ’ ολίγον καιρόν έθαψα τον καλόν μου
πατέρα και η χήρα η μάνα μου έμεινε
κορμός· και Θεός το ηξεύρει τι γεράματα
περνά εις το ερμόσπιτό της. Οϊμένα, δεν
ηξεύρω γιατί σήμερα όλα τα παλαιά μου
δυστυχήματα μου ξαναφανερώνονται εις
το πνεύμα, ως να ήσαν χθεσινά. Επέρασα
τόσο ήσυχα αυτές τες άγιες ημέρες, και
τώρα μου αρρώστησε αυτό το μικρό μου
εγγόνι· δεν μ’ αρέσει αυτή η αρρώστια·
και πώς να μη δώσω της Ελένης τα
χρυσάφια;»
Με
της της συλλογισμούς ανέβη εις την
σιμοτινήν ράχην να μάσει αγριολάχανα
για το δείπνον, και αφού τα έβαλε να
βρά σουν, έπεσε γονατιστή εις την εικόνα
της Παναγίας οπού είχε επάνω εις το
προσκέφαλο της νυμφικής της κλίνης.
―
«Παναγία μου, είπε δακρύζοντας, τι είναι
αυτό που αισθά νομαι μέσα μου; βοήθησε
με, μη πεθάνω πριν ιδώ το παιδί
μου».
*
* *
Ήταν
δύο ώρες νύκτα και άρχισε η Μαρία ν’
ανησυχεί.
― «Αν έχει άλλα κακά, όμως
δεν είναι από εκείνους που χάνονται εις
την χώραν μέσα εις τα καπηλειά ή χασομερούν
εις τον δρόμον μέσα εις τ’
αργαστήρια».
Και
έστεκε ακίνητη χωρίς να βγάλει άχνα,
και εφαντάζετο να ακούει τα πέταλα,
καθώς τ’ άκουε πάντοτε κάμποσα λεπτά
πριν φθάσει, όπως το άλογο ετετραπόδιζε
εις το λιθόστρωτο μονοπάτι.
― «Ήλθεν,
εφώναξε· είναι το πάτημά του· πώς έρχεται
με τα πόδια;» και με αυτό επετάχθη εις
το μονοπάτι και σ’ ολίγα λεπτά της
εφανερώθη ο άνδρας της.
― Καλησπέρα,
της είπε μουγκόφωνα.
― Καλώς όρισες·
τι εγίνηκε το άλογό μας; του έχω έτοιμον
τον σανό.
― Το άλογο μας ξενυχτάει
αλλού· άφησέ με ήσυχον να ξανασάνω· ο
Θεός θέλει να μας παιδεύσει· ελάβαμε
γράμματα από τον Αντωνάκη μας.
Η
Μαρία ερίγωσε.
― Τι γράφει;
― Εγύρισα
βιαστικά και δεν επρόφτασα να εύρω
κανέναν φίλον να μου το διαβάσει· πάρε
το να σου το διαβάσει ο πνευματι κός
μας.
Η Μαρία επήρε το
γράμμα και της έτρεμαν τα γόνατα, το
έβαλεν εις τον κόρφον της κι εβγήκε.
―
«Τι να γίνω ο δύστυχος; έλεγε μόνος του·
είμαι πάλι αναγκασμένος να της τα πάρω·
το γνωρίζω ότι δεν θα μου κάμει την
παραμικρήν δυσκολία, άμα γνωρίσει τι
περιστατικό μου έτυχε· αλλά το έχω σ’
εντροπήν ύστερ’ απ’ ολίγες
ημέρες».
*
* *
Εύρηκε
η Μαρία τον πνευματικόν της εις την
Εκκλησίαν, οπού, κατά το σύστημά του,
ανεγίνωσκε πριν πάει να πλαγιάσει τες
εσπερινές του ευχές. Εις όλον τον ναόν
το τέμπλο μοναχά με τα δεσποτικά
εικονίσματα και τους δώδεκα Αποστόλους
εφωτίζετο ολίγο από το καντήλι έμπροσθεν
εις την εικόνα της Θεο τόκου και από ένα
κερί στυλωμένο εις το αναλόγι· αυτού ο
ασπρο μάλλης εφημέριος, χωρίς το
καμηλαύκι, επροσεύχετο με ταπεινήν
φωνήν, με καθαρήν προφοράν, γεμάτην
χριστιανικήν κατάνυξιν. Η Μαρία εμπήκε
εις τον νάρθηκα, εστάθη εις την θύραν,
και με το κεφάλι σκυμμένο έλεγε μέσα
της τα πατερημά της· όταν ο πα πάς έκλεισε
το ευχολόγι, επλησίασε και του εφίλησε
το χέρι.
― Για καλό, Μαρία, τέτοια
ώρα;
― Δέσποτα μου, συχώρεσε με· κάμε
το καλό να μου διαβάσεις τούτο το γράμμα
του Αντωνάκη μου.
― Α! το καλό παιδί!
γρήγορα σώνεται ο καιρός του. Ο παπάς
άνοιξε το γράμμα.
«Καλέ
μου πατέρα. Έλαβα το γράμμα σου και τα
δεκαπέντε φράγκα· σας ευχαριστώ· αλλά
γιατί να στερηθείτε σεις οι καημένοι
γονείς μου; εδώ, χάρις εις τον Θεόν, δεν
μου λείπει τίποτε· ο λοχαγός μου με
αγαπά και μ’ επήρε και εις την ιδιαιτέραν
υπηρεσίαν του· αλλά το βάρος της ξενιτιάς
το αισθάνομαι περισσό τερο αυτές τες
άγιες ημέρες· είναι η πρώτη φορά οπού
δεν εορτάζω εις το σπιτάκι μας. Αλλά και
σεις πρέπει να έχετε υπομονήν· μάθετε
ότι ήλθε διαταγή από το Υπουργείον να
μας κρατήσουν και άλλους τρεις μήνες,
ώστε μόνον τον τρύγον θα μ’ έχετε κοντά
σας· για τούτο άργησα να σας γράψω, για
να μη σας πικράνω μίαν ώραν πρωτύτερα.
Πόσο θα βαρυφανεί της καημένης μου
μάνας! Πατέρα μου, αν με αγαπάς, μη την
λυπήσεις, καθώς συμβαίνει κάποτε να
θυμώνεις. Σας φιλώ τα μάτια και τα χέρια.
Θα σας γράφω από εκεί, όπου θα μετατεθεί
το τάγμα, από τα σύνορα. Ο αγαπητός σου
υιός».
Άμα ετελείωσε
ο παπάς, η Μαρία, όπου έκλαιε όλην την
ώραν, ερώτησε.
― Δέσποτα μου τι είναι
τα σύνορα;
― Το Βασίλειόν μας είναι
το περισσότερο μέρος ζωσμένο από θάλασσα,
και από την στερεάν γειτονεύει μόνον
με το Βασίλειον των Απίστων· αυτού είναι
τα σύνορα.
― Μήπως
θα έχομε πόλεμο;
― Μη βάζεις αυτό στον
νουν σου, Μαρία· και αν ηθέλαμε, και αν
ημπορούσαμε να ελευθερώσομε τους
αδελφούς μας, δεν θα μας άφηναν οι
Κραταιοί της Γης· ησύχασε, δεν είναι
κίνδυνος τώρα να αιματωθούμε.
― Αύριο
πρωί θα έλθω, παπά μου, να μ’ εξομολογήσεις.
―
Αμαρτίες που θα έκαμες, καημένη, από την
Μεγάλην Πέμπτην· λέγε τα μια στιγμή
τώρα.
― Είναι αργά, Δέσποτα μου, και
με περιμένει ο Πέτρος· έρχομαι αύριο
τ’ αποταχιά.
― Αύριο πηγαίνω εις την
πόλιν· με προσκαλεί ο Δεσπότης για
πνευματικήν υπηρεσίαν· έλα το βράδυ,
εις αυτήν την ώραν, ή την Τετράδη το
πρωί.
Η Μαρία του
εφίλησε το χέρι και αυτός την ευλόγησε,
και ενώ εκείνη αναχωρούσε, έλεγε μόνος
του:
«Αγία γυναίκα!
δεν είμαι άξιος να την εξομολογήσω, όχι
εγώ ο αμαρτωλός, αλλά ούτε ο Πατριάρχης·
θα της φαίνεται πως έχει κανένα άχυρο
επάνω εις την συνείδησίν της και δεν
βλέπει την ώραν να ξαλαφρωθεί· άλλοι,
και πόσοι! έχουν δύο λίτρες βολίμι και
δεν το αισθάνονται. Ω Παντοδύναμε, αν
όλοι είχαν την καρδιά της, τούτος ο
κόσμος θα ήταν Παράδεισος. Φοβούμαι μη
πάθει κάποτε αυτή η γυναίκα από την
περισσήν αγάπην της».
*
* *
Η
Μαρία είπε του ανδρός της ό,τι περιείχε
το γράμμα.
― Υπομονή, Μαρία, και γι’
αυτό και για κάτι άλλο που θ’ ακούσεις
τώρα. Μάθε ότι καθώς έμπαινα εις την
πόλιν, ο κλη τήρας μου έπιασε το άλογο,
και ήθελε να με φέρει εις την φυλακήν·
του χάρισα δέκα φράγκα για να μου αφήσει
καιρόν να ημε ρώσω τον δανειστήν μου·
φαίνεται ότι τούτος ο αθεόφοβος έμαθε
ότι εξαγόρασα τα χρυσάφια κι εσυμπέρανε
από αυτό πως έχω ο δύστυχος να τον
αποπλερώσω και δεν θέλω. Ετοίμασέ τα
λοιπόν, ότι αύριο ενωρίς θα πάω να τα
ξαναβάλω σημάδι, να δώσω του δανειστού
μου όσα εσυμφώνησα· διαφορετικά θα
χάσομε το άλογό μας, θα με βάλουν εις
την φυλακήν, και θα μείνουν χέρσα τα
αμπέλια.
Ό,τι αισθάνθη
η δυστυχισμένη γυναίκα εις εκείνην την
στιγμήν δεν λέγεται· και πως να περιγραφεί
ψυχική κατάστασις, εις την οποίαν ο
άνθρωπος, αν και αθώος, αγνός, δοκιμάζει
πρώτην φοράν όλην την οδύνην ενόχου
συνειδήσεως. Η Μαρία δεν επρόφερε λέξιν,
έπεσε χάμου και άρχισε να κλαίει, και
τα δάκρυά της δεν είχαν κρατημόν.
―
Μα την αλήθειαν, καλή και προκομμένη
νοικοκυρά! εφώναξε ο άνδρας της, κοίταξέ
την! κλαίει και μύρεται ωσάν νυ φούλα
οπού θα της πάρουν τα στολίδια της. Μάθε,
κυρά μου, οπού θέλεις και μη θέλεις,
αύριο τ’ αποταχιά θα μου δώσεις το
κλειδί της κασέλας να τα πάρω· εγώ είμαι
ο κύριος εδώ.
― Α! Πέτρε, σκληρός οπού
είσαι, άδικος―να ήξευρες― αύριο, αύριο,
τ’ αποταχιά.
Ο Πέτρος
την άφησε αυτού σωριασμένην κατά γης,
άναψε το τσιμπούκι του, εκάθισε εις το
προαύλι κι έβαζε εις τον νουν του χίλιες
υποψίες.
*
* *
Πνεύμα
ανθρώπινο δεν θα ήταν ικανό να ξανοίξει,
και πολύ ολιγότερο να εννοήσει τι
συνέβαινε από εκείνην την στιγμήν μέσα
εις την ψυχήν της Μαρίας· χωρίς να
ηξεύρει πού ευρίσκεται, χωρίς να δύναται
να προσηλώσει το πνεύμα της εις τα
ερχόμενα ή να το στρέψει εις τα περασμένα,
ερίφθη όπως ήταν εις το κρεβάτι, και την
έπιασε λυγκιό11
ως να εψυχομαχούσε, αλλά το έπνιγε με
το προσκέφαλο μη την ακούσει ο άνδρας
της και την αναισχυντήσει πάλιν12.
Ύστερ’ από κάμποσην ώραν, λάλημα
πετεινού, αποκορώθη και επέρασε αμέσως
εις τον μυστηριώδη κόσμον της φαντα σίας·
η Μαρία έβλεπε συχνά ονείρατα, πάντοτε
φαιδρά και ξά στερα, και πολλές φορές
ξυπνώντας έλεγε ότι δεν εγνώρισεν ώραν
καλήν παρά μέσα εις τον ύπνον της.
Θαυμαστή οικονομία της φύσεως, ευλογημένο
δώρον της θείας ευσπλαχνίας!
*
* *
Ευρίσκετο
εις ένα μέρος γνωστό της και αγαπημένο
από τα μικρά της χρόνια· πλαγιά μεγάλη
εγλυκοκατέβαινε από την κορυφήν του
βουνού έως εις τον άμμον, εις το ακρογιάλι,
το επάνω της μέρος έως εις την μέσην με
μεγαλόδενδρον φουντωτόν ελαιώνα, και
από την ζώνην έως κάτω αμπελόφυτο πλάγι·
αντίκρυ θάλασσα απέραντη σμίγει μόνον
με τον ουρανόν· οι χωρικοί την ονομάζουν
αγριοπέλαγο, ότι αυτή τες περισσότερες
φορές είναι αφρισμένη και φαίνεται πως
τελείως απομονώνει την νήσον μας από
τον έξω κόσμον, ενώ η άλλη θάλασσα, ο
κόλπος, οπού βρέχει το ανατο λικό πλευρό
της νήσου και την αντίκρυ ήπειρον,
ομοιάζει τες περισσότερες φορές ήσυχη
λίμνη.
Η τοποθεσία
είναι μαγευτική ―εκεί από ένα μέρος η
βαθιά πρασινάδα των ελαιοδένδρων και
η τρυφερότερη των αμπέλων, και από το
άλλο η καταγάλαζη επιφάνεια της θαλάσσης―
αλλά για την Μαρίαν προ πάντων η οικουμένη
δεν είχε τόπον να την ευχαριστήσει
περισσότερο· εκείνη η πλάσις, με όλην
της την φυσιογνωμίαν, εις την στερεάν
και εις το πέλαγο, έκαναν μέσα εις την
ψυχήν της ένα με τα αθωότερα και φαιδρότερα
αισθήματα της παι δικής και νεανικής
ηλικίας της· καθώς συμβαίνει όταν
παίζεται μουσική οπού πρωτακούσαμεν
εις την νεότητά μας· ο ήχος της μας
συγκινεί, μας μαγεύει, και απορούμεν
πώς εκείνος ο ρυθμός δεν προξενεί εις
τους νέους ό,τι εμείς αισθανόμεθα ―διότι
εκείνη η μουσική, αν και ακούονται άλλες
μελωδικότερες, έγινε από πολύν καιρόν
μέρος του εαυτού μας, είναι ο μακρινός,
γλυκός άμα και λυπητερός αντίλαλος των
ευτυχισμένων ημερών μας· παρομοίαν
μουσικήν έχει μια γνωστή μας φυσική
τοποθεσία· ένας ξε ρός βράχος, οπού
εφύτρωσε κι εμεγάλωσε μοναχικό κυπαρίσσι,
έχει την αγάπην μας όσον δεν την έχει
κάθε άλλο ωραιότερο θέαμα· φαίνεται
ότι εκείνοι οι χαρακτήρες φυλάγουν,
μέσα εις την φαντασίαν και εις την
καρδίαν μας, την ποθητήν αλησμόνητον
εικόνα της ζωής μας, όπως ήταν, πριν τα
πάθει και τα παθήματα τής αφαιρέσουν
την φυσικήν αθωότητα και την
γαλήνην.
Αυτού
ακολουθούσε μικρούλα, πέντε ή έξι χρόνων
κόρη, τους γονείς της, εις όλους τους
μήνες, διότι δεν είναι μήνας οπού ο καλός
γεωργός να μην εύρει να κάμει εργασίαν
εις το αμπέλι και εις τον ελαιώνα, και
εκείνο το κτήμα ήταν αληθινό περιβόλι.
Τοιουτοτρόπως η φανταστική και
μεγαλοπρεπής εκείνη πλαγιά με κάθε
φυτό, με κάθε δένδρο ήμερο ή άγριο, με
κάθε χειρόκτιστην λιθιά ή ριζόπετραν,
με κάθε δέμα, με κάθε φρύδι, με κάθε
μονο πάτι, με κάθε παρακλάδι, με κάθε
στένωμα, είχε μείνει βαθιά χα ραγμένη
εις το νεανικό της πνεύμα, ώστε αν ήταν
ζωγράφος θα ημπορούσε να μορφώσει από
εκείνην την θέσιν πολλές και ωραιότατες
εικόνες να μη παραλλάζουν παντάπασιν
από το φυσικό τους. Αλλά και εκείνο το
πέλαγο είχε ανοίξει τον νουν της, είχε
φτερώσει την φαντασίαν της, καθώς εις
όλες τες εποχές του χρό νου και εις όλες
τες ώρες της ημέρας, ενώ εδιάβαινε, από
ψηλά το εθεωρούσε, πότε θεριωμένο και
μελανό, πότε ήμερο και άσπρο-γάλαζο, και
κάποτε, εις το βασίλεμα, σύννεφα να
καθίζουν εις την επιφάνειαν, και μέσα
εις αυτά να ανοίγονται σκοτεινά λαγκά δια
και χρυσοί ποταμοί να χάνονται εις τα
βάθη. Ιδού πως αδελφώθη η τρυφερή ψυχή
της μ’ εκείνο το μέρος, και την βαθείαν
εκείνην συμπάθειαν ήλθε, εις την νεανικήν
της ηλικίαν, να στερώσει και να κλείσει
δια πάντοτε εις την καρδίαν της ο πόνος·
πόσο έκλαψεν όταν ο πατέρας της αναγκάσθη
να πουλήσει εκείνο το περήφανο κτήμα,
όπου αρκούσε να ζωοθρέψει την οικογένειάν
του, και όπου είχε προσδιορίσει πατόκορφα
μίαν μικρήν λουρίδα προίκα της αγαπητής
του Μαρίας.
*
* *
Εις
εκείνο το αμπέλι ευρίσκετο, εις τ’
όνειρό της, τώρα πρώτη φορά, αφού δεν
είχε πατήσει αυτού είκοσι χρόνια. Είχε
φθάσει εκεί με τους γονείς της και με
μισθωμένες τρυγήτρες, την ώραν οπού ο
ήλιος, ως εσηκώνετο όπισθεν, από το
βουνό, μόλις εχρύσωνε τες άκρες των
ελαιοδένδρων, ενώ όλη πλαγιά έμενεν
ακόμη ισκιωμένη, και η αντίκρυ θάλασσα
ελακτάριζε πέρα πέρα από τες αργυρές
πρωινές ακτίνες. Εστάθηκαν όσο να πέσει
η δροσιά της νυκτός, για να κόψουν στεγνά
τα σταφύλια· έπειτα άρχισεν ο τρύγος
και σ’ ολίγην ώραν, διότι κάθε κλήμα τα
είχε πολλά, αυτή με την σύντροφόν της
εγέμισε δύο τερτικά13,
η μητέρα της τες εβοήθησε και τα εφόρτωσαν
εις το κεφάλι τους, και δύο μικρές
τρυγήτρες επήραν και αυτές δύο κάνιστρα
διά να γίνει σωστό το φόρτωμα. Έπειτα,
εκίνησαν και οι τέσσαρες, η μια κατόπιν
της άλλης, το αμπέλι αμπέλι, και ύστερ’
απ’ ολίγο διάστημα εδιάβηκαν, πάντοτε
αλύγιστες και ατάραχες, το στένωμα, όσο
μία διασκελιά μόνον πλάτος, και μάκρος
τριάντα βήματα, οπού δε ξιά έχει κρεμαστούς
βράχους, και αριστερά τρομάζει ο άνθρωπος
να βλέπει, από εκατό μέτρα ύψος, τα
κοντράκια14
και παρακάτω τα φύκια οπού ξερνά
ακατάπαυτα το αγριοπέλαγο· το τρομακτικό
εκείνο πέραμα ονομάζεται κ α κ ή σ κ ά λ
α. Εκεί που έπαυε το στενό μονοπάτι,
εύρηκαν τον αγωγιάτην, οπού μόλις είχε
φθάσει. Εφορτώθη το άλογο, και ο αγωγιάτης,
ενώ αναχωρούσε, «Κοπέλες, τους είπε, μην
οκνηρεύεσθε, να εύρω όταν γυρίσω έτοιμα
τερτικά· το άλογό μου είναι
παλικάρι».
«Ας καθίσομε
εδώ, Αυγερινή, είπε η Μαρία, να ξανασάνομε
ολίγο, τα σταφύλια τα ευλόγησε ο θεός
εφέτος, και δεν αργούμε να τα
παστρεύομε».
Κι
εκάθισεν επάνω εις έναν όχθον, η Αυγερινή
ολίγο παρα πάνω· τα κορίτσια έτρεχαν
εδώ κι εκεί κι επαιγνίδιζαν
τριγύρω.
«Πόσο μου
αρέσει, Αυγερινή μου, τούτη η θάλασσα·
λέγουν πως εις το άλλο μέρος η άλλη
θάλασσα είναι σκεπασμένη με κα ράβια
μικρά μεγάλα· εδώ σπάνιες φορές διαβαίνει
κανένα βαπόρι πολύ μακριά, πέρα πέρα,
ωσάν ίσκιος· καλύτερα ευχαριστούμαι
εις το πέλαγο τούτο· εδώ δεν φαίνονται
πάρα βάρκες με τα πα νάκια τους, δελφίνια
οπού κοπαδιαστά παίζουν, και θαλασσοπού λια
ω! ιδές, Αυγερινή, πόσοι γλάροι
στριφογυρίζουν επάνω εις το νερό, δείχνει
ότι θ’ αλλάξει ο καιρός. Τι λες
εσύ;»
Ακούσθη ένα
χασκόγελο, η Μαρία εγύρισε και δεν είδε
ούτε την Αυγερινήν ούτε τα κορίτσια,
και επάγωσεν όλη και άκουσε την καρδίαν
της οπού βροντοκοπούσε· έστρεψε πάλι
τα μάτια προς την θάλασσαν· αυτού, όχι
μακράν από το ακρογιάλι, σηκώνεται
βρά χος υψηλός, οπού τον λέγουν ο ρ θ ο
λ ί θ ι· επάνω εις τον θεόκτιστον εκείνον
πύργον ήταν ορθή στυλωμένη η Αυγερινή
με τα μαλλιά απλωμένα εις τες πλάτες·
με το ένα χέρι εκρατούσε τα ασημοχρύσαφα
της Μαρίας, οπού άστραφταν εις τον ήλιον,
και με το άλλο της έγνευε, ωσάν να της
έλεγε:
«Κατέβα εδώ
κάτω να τα πάρεις, ειδεμή τα ρίχνω εις
την θά λασσαν».
Όπως
η Μαρία επετάχθη να ριχθεί από το φρύδι
του βουνού εις τον άμμον να πάει να πάρει
τα χρυσάφια της, εκόπη το όνειρό της,
εξύπνησε κι ενώ αγκομαχούσε κι έκλαιε,
άκουσε την φωνήν του ανδρός της:
―
Παύσε τώρα, σήκω· συγύρισε τα χρυσάφια
και το πεσελί, να φύγω.
Έπεσεν
η δύστυχη Μαρία γονατιστή έμπροσθέν
του και με κομμένην μιλιά του ομολόγησε
ό,τι έκαμε.
― Σου έπταισα πολύ, αφέντη·
σου έπταισα πολύ, αλλά στοχάσου, αφέντη,
πως αυτή είναι η πρώτη και ύστερη φορά
που σου πταίω· μη με σκοτώσεις και
κολασθείς και συ· άδικα θα είχες την
αμαρτίαν· τούτη είναι η ύστερη ημέρα
της ζωής μου.·
― Μ’ επήρες, μωρή, στον
λαιμόν σου· σ’ αφήνω εις την οργήν του
Θεού· και με τούτο κατέβη το
μονοπάτι.
*
* *
Η
ορφανή Μαρία έμεινεν αυτού λιποθυμισμένη,
αναίσθητη· όταν εσυνήλθε, ο ήλιος είχε
μεσουρανήσει· εσηκώθη, άλλαξε όλη,
έβαλεν εις τον κόρφον της το γράμμα του
παιδιού της, έπεσ’ επίστομα έμπροσθεν
εις την εικόνα της Παναγίας, κι είπε
μέσα της.
«Και αυτό
ηθέλησε ο θεός, να μου λείπει σήμερα ο
άγιος άνθρωπος».
Και
αφού είπε τα πατερημά της, επήρε τ’
ακρινό μονοπάτι του χωριού και σ’ ολίγα
λεπτά έφθασε εις το σπίτι της μητρός
της. Η γραία ήταν καθισμένη εις το κατώφλι
και εις τα πόδια της η εγγονή της, κόρη
της Ελένης. Άμα την είδε που ανέ βαινε
της είπε:
― Τι σου εστάθηκε, Μαρία! τα
συνηθισμένα σας· θα σ’ εβάρεσε ο
Πέτρος.
― Μανούλα μου, ήλθα να πεθάνω
κοντά σου. Και της διηγήθη το δυστύχημά
της.
― Κακά έκαμες, Μαρία· εις τον
καιρόν μας οι γυναίκες δεν έκαναν το
παραμικρό χωρίς το θέλημα του ανδρός·
τώρα εκάκωσαν και τα θηλυκά.
― Όχι,
μάνα. Ό,τι έκαμα δεν το έκαμα για ν’
αδικήσω τον άνδρα μου, μάρτυς μου ο θεός·
σπλαχνίσου κάνε συ· δεν με βαστά η καρδιά
να γυρίσω σπίτι μου.
― Αυτό είναι ακόμη
χειρότερο, να φύγεις από το σπίτι του
ανδρός σου· ο κόσμος θα ειπεί, πως έπραξες
άτιμα πράγματα.
― Μητέρα, θα πάω να
πνιγώ.
― Σύρε, της είπε η γραία.
― Α!
μάνα, μάνα!
Και ανέβη
τρέχοντας το στενό μονοπάτι, οπού κατόπιν
εσχίζετο εις δυο, το ένα κατέβαινε εις
την άλλην άκρην του χωριού, και απ’ το
άλλο αντίστροφα επήγαιναν εις την
ακροθαλασσιά.
Η
γερόντισσα έμεινε με το κεφάλι κάτω,
ανήσυχη, και ύστερ’ απ’ ολίγην ώραν
είπε της μικρής εγγονής της.
― Τρέχα,
παιδί μου, πρόφθασέ την· ειπέ της να
γυρίσει οπίσω, να περάσει εδώ την
νύκτα.
*
* *
Ωστόσο
η Μαρία είχε πάρει τον κατήφορον, όχι
μέσα εις το μονοπάτι, απ’ όπου επερνούσε
όλος ο κόσμος, αλλά εις ένα πα λαιό
παρακλάδι, οπού και αυτό έβγαινε εις το
περιγιάλι. Καθώς αυτή εροβολούσε από
το βουνό, ομοίως σ’ εκείνην την ώραν ο
ήλιος εκατέβαινε προς την άκρην της
θαλάσσης, μίαν οργιά ακόμη υψηλά· τον
είχε πλαγινά και έβλεπεν έμπροσθέν της
το άπειρο φως οπού επλημμυρούσε το
απέραντο πέλαγο εις εκείνην την στιγ μήν
ησυχότατο και ωσάν ασημοχρυσωμένο,
έρημο· πουθενά βαρκούλα, ούτε εις τα
πανιά ούτε δεμένη εις το ακρογιάλι,
μόνον αυτού το ορθολίθι, μαύρη θαλασσόδαρτη
πέτρα, οπού από το μέ ρος της γης έχει
ρηχά τα νερά και από το μέρος της θαλάσσης
άπατα, γεφύρι απ’ την στερεάν εις την
άβυσσον. Εκοντοστάθη η Μαρία και προσήλωσε
εκεί τα μάτια της, ως είχε πάντοτε
έμπρο σθέν της το αποταχινό της όνειρο,
και άμα είδε το ορθολίθι την έπιασε
χαροτρομάρα· κατόπιν ακολούθησε βιαστικά
τον δρόμον της όσο που έφθασε εις εκείνο
το μέρος· εξυπολύθη, εδιάβηκε την
θά λασσαν, εσκαρφαλώθη με κόπον επάνω
εις τον βράχον, και ωσάν φρενιασμένη
τον εξέταζε όλον τριγύρω, τον επασπάτευε
και έχωνε τα χέρια εις όλες τες μεγάλες
μικρές χαραμάδες· κατόπιν συχνοκινώντας
την κεφαλήν ανέβη έως εις την ζώνην του
βράχου· εκείθεν εγύρισε τα μάτια της
ωσάν για να υστεροκοιτάξει την πλάσιν,
τον ουρανόν, την θάλασσαν και τα κατάχλωρα
πλάγια με τα ελαιόδενδρα, οπού εις
εκείνην την στιγμήν έτρεμαν όλα με τα
φύλλα τους καταχρυσωμένα από τες πορφυρές
ετοιμόσβηστες ακτίνες του Ήλιου15
― και τότε έξαφνα εις τον ασυγνέφιαστον
γύρον, όπου ανταμώνονται θάλασσα και
ουρανός, εφανερώθηκαν σπίτια, εκκλησίες,
κωδωνοστάσια, πύργοι, όλα λευκότατα, ως
να είχε αυτού σηκωθεί θεόπλαστη
παραθαλάσσια πολιτεία, να δώσει ζωήν
και όρια εις εκείνα τα έρημα και ατελεύτητα
πλάτη της θαλάσσης.
Ωστόσο
ο δίσκος του Ηλίου είχε βουλήσει16,
και εις τον ορί ζοντα εφαίνετο το
ολοστρόγγυλο ομοίωμά του μεγαλωμένο,
αλλά από ακτίνες ορφανό, ώστε η δυστυχισμένη
ημπόρεσε ύστερη φορά ν’ αναπαύσει τους
οφθαλμούς της εις εκείνην την σκιάν του
άστρου της ημέρας, ενώ εις όλον σχεδόν
τον ουράνιον θόλον ελαμποκοπούσαν τ’
αστέρια. Τα ημερινά πουλιά είχαν όλα
ησυχάσει εις τες φωλιές τους και εις τα
δένδρα, τα νυκτοπούλια έσχιζαν παντα χού
τον σκοταδερόν αέρα με το νεκρό τους
φτερούγιασμα, και μό νον ακούετο ο
αδιάκοπος τακτικός αναστεναγμός της
θαλάσσης. Η Μαρία ολόρθη εις τον βράχον
έβγαλε μέσ’ από τον κόρφον της το γράμμα
του παιδιού της, το εφίλησε και έκαμε
τρεις φορές τον σταυρόν της· ακούσθη
ένα τρελό χασκόγελο, κι ευθύς κατόπι
κάτω από το ορθολίθι ένας βρόντος· την
ακόλουθην αυγήν ψαρά δες εύρηκαν βγαλμένο
εις την αμμουδιά το σώμα της Μαρίας.
Λεξιλόγιο
[1]
βουτσί = βαρέλι
[2]
σκαφόν = μεγάλο ξύλινο στρογγυλό
αντικείμενο ανοιχτό από πάνω, στο οποίο
πατούσαν οι τρυγητές τα σταφύλια
[3]
καπάσα = μεγάλο πήλινο δοχείο στο οποίο
φυλάσσεται λάδι η κρασί
[4]
Σημ. του κειμένου: Πάσχα λέγουν οι χωρικοί
μας τα Χριστούγεννα και Λαμπρήν το
Πάσχα.
[5] Σημ. του
κειμένου: Κατάστημα, το λεγόμενον
Ενεχυροδανειστήριον, Mont de Piete· δανείζει
αντί ενεχύρου προς 6 τα 100.
[6]
πεσελί = είναι το αριστοτεχνικό συμπλήρωμα
της γαμήλιας ενδυμασίας, δώρο του γαμπρού
στη νύφη. Από ζωηρόχρωμο βελούδο,
κεντημένο με χρυσοκλωστή με πολυσύνθετα
και εντυπωσιακά σχέδια, στολισμένο με
χρυσογάιτανα και ασημένια ή χρυσά
κουμπιά, ακολουθούσε τις γιορτινές
εμφανίσεις της γυναίκας για την υπόλοιπη
ζωή της.
[7] φούμπια =
μεταλλικός συνδετήρας, πόρπη,
αγκράφα.
[8] όστρια = ο
νότιος
[9] Σημ. του
κειμένου: Καρπόν, τον ελαιόκαρπον, ως
το κυριότερον προϊόν της Νήσου.
[10]
ατάλικη = αδύνατη, καχετκική
[11]
το λυγκιό = ο λόξυγγας
[12]
Σημ. του κειμένου: Αναισχυντήσει. Η λέξις
ευρίσκεται με αυτήν την έννοιαν (ονειδίζω)
εις τα μεσαιωνικά μας ποιήματα· σώζεται
εις την εξοχήν Κερκύρας με την αλλοιωμένην
μορφήν ανασκυντάω.
[13]
τερτικό = η μικρή κόφα, το ψηλό καλάθι
με δύο λαβές
[14] κοντράκι
= βράχος
[15] Σημ. του
κειμένου: Το φυσικόν τούτο φαινόμενον,
γνωστόν υπό το όνομα Fata Morgana, μας έτυχε
να παρατηρήσομεν από το βουνό του Αγίου
Θεοδώρου (Γαρούνας), εις το δυτικά μέρος
της Νήσου, όθεν φαίνεται η Α δριατική
θάλασσα.
[16] βουλώ =
βουλιάζω
Ο
Ιάκωβος
Πολυλάς
(13
Οκτωβρίου
1825-5
Αυγούστου
1896)
ήταν Επτανήσιος
συγγραφέας και κριτικός, διάσημος
μαθητής και εκδότης του έργου του
Σολωμού.
Το λογοτεχνικό του έργο (ποιητικό και
πεζογραφικό) είναι μικρής έκτασης. Έκανε
επίσης μεταφράσεις αλλά είναι πιο
γνωστός για τα κριτικά του έργα. Οι
μεταφράσεις περιλαμβάνουν:
Φρεντ Μπουασονά : Γυναίκες παίρνουν νερό από την πηγή της αυτοκράτειρας Ελισάβετ (Γαστούρι Κέρκυρας, 1903)
Μετάφραση του διηγήματος στα αγγλικά:
Βασίλης Κ. Μηλίτσης
A
SLIGHT FAULT
A short story By
Iakovos Polylas
Freely
adapted by
Vassilis C. Militsis*
This
short story is one of the "mini " masterpieces of Greek Literature
and is comparable to Ibsen’s play Wild
Duck (Vildanden).
Ο
dignitosa coscienza e netta,
come
t’è picciol fallo amaro morso!
Dante,
Purgatorio, III 8-9
O
conscience, when both dignified and clear, how sharp a bite a slight
fault is to thee!
Dante,
Purgatorio, III 8-9
(Tranl.
Courtney Langdon)
The
story is true in its chief parts. The incident occurred in 1871
Frédéric Boissonnas: A celebration in Gastouri Corfu , 1903.
It
was Holy Saturday, two hours before dawn. In the small courtyard of a
humble abode on the edge of the village, Maria helped her husband to
load the horse with olive oil after the press of that year’s
harvest.
“Don’t
worry if I’m not back after dark,” he reassured her; “I’ve
got lots of things to do in the town.”
“Don’t
forget that ‘good’ man he’s been so much after you this year;
we won’t want to have problems again.”
“Don’t
meddle in my business – I’ve told you a thousand times.”
And
having said that, Peter goaded his loaded horse on and man and beast
cautiously walked down the cobbled footpath that through the village
led to the public road.
The
first rays of the sun shone through the door and the solitary window
on that mean hovel with its few furnishings: a small keg, a treading
grape vat, a big earthen oil jar, a table and two seats. On one side
there was the bed and on the other the sideboard. Maria immediately
set to doing the chores of Easter Eve: she swept the floor, removed
the cobwebs from the ceiling, dusted all the utensils, filled the
shrine lamp before the icon of the Madonna, made the bed with clean
sheets spreading upon it the best counterpane quilt. Then she changed
into clean clothes and sat in the doorway brooding.
“We
miss him; he’s been gone since Christmas and now Easter is at hand.
He’s still away and it’s a month since we heard from him; when my
dear child – a heart of gold – was with us, he always had a good
word to say to soften his father’s whims. Ah! I wonder how much he
must suffer spending these festive days away from his dear mother. My
daughters can’t help – the dear ones! They’ve both failed in
their marriages and they have to carry their cross. I must be
patient; my dear son will be dismissed from the army in forty days,
and when he’s back, all will be in order.” Maria was thinking of
all this and tears rolled down her cheeks. Her countenance, which
once beamed with beauty and cheerfulness, was furrowed with lines,
harbingers of the gradually encroaching early old age, along with
toils, suffering and Christian patience.
Her
meditations were suddenly disturbed by the ringing bells
reverberating from the bell towers of all the village churches: they
sounded the Resurrection of Christ, which on the island* was
announced after Holy Saturday, four hours before sunrise. The merry
tidings of the Resurrection are transmitted like an electric spark
from the town churches to the nearby villages and from those on to
the most distant ones of the island in such a way that the dwellers
of the ninety villages may celebrate the Resurrection with bell
ringing and shootings. Maria wiped her tears, crossed herself and set
off to go to church in the town to attend the holy mass.
*
* *
In
the evening her husband returned from town.
“Here,
take back your gold rocks. I got them back from the pawn-shop, so you
can put them on tomorrow. I also sent fifteen francs to our son,
Anthony, so he can enjoy himself on these festive days. He’ll get
the money on Monday after Easter Day. He’s written he’s well and
wishes us a Happy Easter. Here, take the letter and keep it with the
rest.”
“God
has given you good guidance; I mean about our child, not about my
gold trinkets. When I was young, I longed for wearing them, but now…
and besides I’ve been used to having them pawned for a long time.
Look at the way they’ve been blackened – the wretched things.”
And
she immediately threw herself into dusting her peseli,
the gold-sewn dress, to rub the patina off its gold-silver buckle,
her silver earrings, the gold necklace, the gold hairpins and her
rings. And while she was busy with this task, she felt a lump in her
throat. Her heart was heavy.
“Mother
of God,” she said to herself, “may your grace make my joy come to
a happy end; I haven’t been expecting such kindness from my
husband. My good father confessor might have guided him, though I
have never uttered a grievance about my husband’s ill treatment to
me. I’m certainly aware of the numerous sufferings that menfolk
have to endure. They are forced by circumstance to get into debt to
earn the family bread when crops fail; and it often happens, because
of our sins, either the southern wind spoils the olive fruit, or the
April frost scorches the vines in the very bloom. And then the loan
shark comes threatening with imprisonment unless they’re forced to
sign the increase of interest on their debts ten, twenty, even fifty
times over – oh! black souls as they are, may God judge them –
and then our men get wild and lash out against us at the slightest
cause. Oh! Poverty begets sour grapes. These gold things and my
peseli
– all my miserable dowry – came of use countless of times so we
could borrow about fifty francs from the pawn shop so that my husband
could not rot in jail. Ah! I can barely wait for those forty days to
pass until my dear son comes to give us a helping hand.”
Her
miserable dowry! He who is not aware of island’s countryside will
be mystified by hearing that a woman’s sole dowry is often gold
adornments around two hundred francs worth and once in a while a
couple of olive trees or a vineyard with a few vines, ten francs
annual income. However, the admirable peasant woman, sturdy in body
and noble in soul, brings about an invaluable treasure to the family
she comes to as a bride, for she ungrudgingly slaves and sweats. And
when she happens to lose her husband, left derelict with under age
children, she manages with her thrifty spirit and superhuman struggle
to make her family survive; there are innumerable instances when a
widow restored back to order a home in full disarray.
*
* *
Bright
Week went by uneventfully and early on the following Monday, Peter
left for the town to bring provisions for the workers he had hired to
help hoe the vineyards. What with the frequent rainfalls during the
Lent and the subsequent festive Easter days this work, which is
regularly done in February and March, had been delayed.
At
noon Helen, one of Maria’s daughter, came over to her mother.
“Mother,”
she said, “save my home; my little one woke up very ill in the
morning. His little body is burning with fever and is delirious; so
we need medical treatment and medicines.”
“How
can I help, my poor child, when you know how we fare? We’ve run out
of our olive oil and we’re only left with very little money, with
which we need to pay the workers for the vineyards. And my one and
only son is away, and your father can’t do the hoeing himself
unless I give him a hand; you see when our sons have to go for
soldiers, we, women, must take to the hoe, too.”
“Mother,
have mercy on us! We’re penniless and tomorrow we urgently need
fifteen francs to pay the doctor and ten more for transport, let
alone medicines and what else crops up.”
“And
where can I find all this money, my daughter? This year’s harvest
was scant and your father left nothing over for me to glean according
to the old habit of women so they could put by one or two odd pennies
to fall back on.”
“And
yet, he’s just brought you your valuables from the pawnshop; be
good enough please, to give them to me to hock them again along with
some of my own, and so I can garner these francs; you shall have them
back till Ascension Day. Please, mother, do this for me, for love’s
sake, I’m falling at your feet!”
“Oh,
alas! Haven’t I always said that these accursed gold valuables will
turn into poison? Are you certain that you’ll redeem them till
Ascension, daughter?”
“Most
certain; our calf, my husband has in common with somebody, will be
sold on the eve of Ascension.”
“Anthony
will also be here,” thought Maria, and whatever comes up will be
amended. I can’t help feeling for her when she’s so pallid and
feeble after her last illness? I’m afraid she’ll relapse.
“Do
me this favor, mother, for my brother’s sake; I hear he’ll be
back soon.”
“Yes,
he’ll be here on Mid-Pentecost.”
She
stood up and took the gold things out of the chest.
“Here,
my child, and make your husband swear not to tell on me. If my
husband gets wind of it, I am done for.”
* * *
“Alas,
the sort of unhappy life we lead in the village!” Maria was
brooding; “There’s no doctor to come here where he can practice
his science in a Christian way, let alone that when one of our kids
falls ill we have two choices: either we take it, burning with fever,
in our arms to town – three hours walk – to seek a doctor, who’ll
examine it only once, or spend handfuls of francs to bring the doctor
over. And if someone sells this blessed quinine, we have to pay for
it as if it were gold dust. That’s the way my father’s home went
down the drain: it was ruined because his dear son, my brother, had
been ill for eleven months, so he had had to sell all our property
for his treatment to finally lose him, because a doctor had not been
called in on the onset of the disease. That’s how our family met
with disaster. My father had no dowry to give me save these blessed
ornaments left by my mother. And yet, this good Christian of a
husband, married me, but, God forbid, what if something happens to
him? Shortly after my brother’s death, we buried my kind father, so
my widowed mother has been left all alone ever since. I dread to
think what kind of old age she’s going through in her bleak house –
God knows. Woe to me, I don’t know why all my misfortunes are
crossing my mind today as if they just happened yesterday. These holy
days have been so peaceful but now my little grandchild has fallen
ill; and I don’t like this illness. That’s why I gave my daughter
these gold items.”
Deep
in these thoughts she climbed the nearby hill to gather wild herbs
for dinner. He put them in a kettle to boil, and then knelt in front
of the Holy Virgin’s icon at the head of the bridal bed.
“Holy
Mother,” she prayed with misty eyes, “what is that I’m feeling
in my heart? Help me; I’m afraid I’ll die before I see my son.”
*
* *
It
was at two in the morning when Maria began to worry.
“Despite
his other foibles, Peter doesn’t belong to those who are lured to
the town wine-shops or
loiter along the way in workshops.”
She
stood still, not even breathing, thinking that she heard the clatter
of the horse the way she always heard a few minutes before it
arrived, as it trotted upon the cobbled pathway.
“He’s
come!” she shouted; “That’s his footfall, but why’s he coming
on foot?” whereupon she stormed out onto the footpath and in a few
moments her husband came into view.
“Hello,”
he mumbled.
“Welcome.
What has become of our horse? I’ve already prepared its fodder.”
“Our
horse is staying the night over somewhere else, but let me take a
breath; God wants to discipline us. We got a letter from our son,
Anthony.”
Maria
froze.
“What’s
he writing?”
“I’ve
come in a hurry, so I couldn’t find a friend who could read it for
me. Here, take it to our father confessor to read it for you.
Maria,
with trembling knees, took the letter, put it into her bosom and went
out.
“Unhappy
as I am, what can I do?” he was talking to himself; “I’ll have
to take them back; I know she won’t brook the slightest objection
when she learns about what has befallen me, but I can’t help
feeling ashamed to do this just after these few days.”
*
* *
Maria
found Father Confessor in the church, where as a habit he read the
evening prayers before he retired for the night. In the dim church
only the iconostasis [templon]
picturing the twelve apostles was feebly illumined by the oil lamp
hung in front of the icon of Mother of God as well as by a candle
stuck on the lectern. Standing there, the hoary vicar, bareheaded,
was humbly and devoutly praying like a good Christian, enunciating
his words clearly and reverently. Maria entered the porch and stood
there with her head bowed, while she was murmuring her
pater nesters.
As soon as the priest closed his missal, she approached him and
kissed his hand.
“Good
gracious, Maria,” he said; “what are you doing here at this
hour?”
“Forgive
me, your reverence, but do me the favor to read for me this letter I
received from Anthony, my son.”
“Ah!
That good child! The time is drawing near; he’ll soon be back.”
The priest opened the letter.
“My
dear father, I received your letter and the fifteen francs and I
thank you. But, my dear parents, you should not have gone without it.
Thanks God, I lack nothing here. My captain likes me and has taken me
into his service. Nevertheless being away from you weighs on me,
especially these holy days; it’s the first time I can’t celebrate
Easter in our dear home. And now you must bear with me a little
longer. The ministry has sent an order that we stay in the army three
more months, so you won’t have me with you before the grape
harvest; that’s why I delayed writing to you as I didn’t want to
upset you. I can imagine how much mother will be upset! Father, if
you love me, please do not aggrieve her as you usually do when you
are angry. I respectfully kiss your right hand. I’ll be writing
from the border, where my battalion will move. Your loving son.”
When
the priest finished reading, Maria, who in the meantime did not cease
weeping, asked him:
“Reverent
Father, what is a border?
“Our
kingdom,” he began to explain, “is surrounded by sea in its
greatest part and only by land does it abut on the Kingdom of the
Infidels; that’s where the border is.”
“Is
there a danger of war?”
“Don’t
let such thoughts cross your mind, Maria. Even if we wanted to free
our brothers, the Mighty of the World wouldn’t let us do it; so
calm down, there is no danger for bloodshed.”
“Your
reverence, tomorrow morning I’m coming to be shriven.”
“What
sins have you committed since Maundy Thursday? Confess one right now,
poor child.”
“It’s
late, Father, and Peter is waiting, so I’ll come tomorrow.”
“Tomorrow
I’m going to town; the bishop has summoned me about a spiritual
affair. Then, come in the evening at this hour or on Wednesday
morning.”
Maria
kissed his hand and the priest blessed her. While she was leaving, he
soliloquized:
“She’s
a holy woman! I’m not worthy to take her confession, for I’m a
sinner myself, neither am I the Patriarch. She seems to have a mote
on her conscience and she’s looking forward to getting rid of it.
And there are so many people that have two liters of lead and they
are not aware of it. Oh, Almighty God, if only all these people had
her heart, this world could be a paradise. I only fear she may
sometimes pay dearly for her surplus love.”
*
* *
Maria
told her husband what had been in the letter.
“Now,
Maria, we must be patient with this, and with something else you’re
going to hear right now: as soon as I was getting into town, the
bailiff seized the horse and was going to put me in jail; so I bribed
him with ten francs so he could allow me some time until I could
negotiate with my creditor. But this godless scoundrel learned that I
had redeemed your gold valuables and he gathered that I have the
means to pay him off but allegedly I refuse to. Therefore, get them
ready so that I can take them to the shop as a collateral and pay the
creditor my debt; else we’ll both lose our horse and I’ll go to
prison, in which case our vineyards will lie fallow.”
What
the poor woman felt at that moment cannot be described; it is
impossible to depict the mental state of one – innocent and pure of
heart – that for the first time experiences the anguish of a guilty
conscience. Maria did not say a word. She collapsed on the floor and
began to weep without surcease, her tears streaking down her face in
rivulets.
“Bless
me, what a good and thrifty housewife you are! Look at her weeping
and wailing like a newlywed bride who’ll forfeit her jewelry. Get
your head around it, my good woman, whether you want it or not, early
tomorrow morning you shall give me the key to your chest so I can
have them; I’m the lord of the house.”
“Ah!
Peter, how cruel and unjust you are – if you only knew – early
tomorrow morning…”
Peter
left her slumped down on the floor, he lit his pipe and sat in the
courtyard with his mind crawled with a thousand doubts.
*
* *
No
human spirit would be able to delve into Maria’s soul, much less to
understand what transpired in it at that moment; not being aware of
her whereabouts and not being able to fix her mind to the present
events or to divert it to past ones, Maria fell upon the bed in
hiccough fits as though she were at her last gasp, but she stifled
them by covering her head with a pillow so that her husband could not
hear and mock her anew. After some time, at the crow of the rooster,
exhausted, she was overpowered by drowsiness and drifted off to the
mysterious realm of fantasy. Maria would often have dreams, always
clear and blissful, and upon her awakening she said that she did not
have a better time than in her sleep. Nature’s economy is admirable
– a blessed gift of divine mercy!
*
* *
This
time she dreamed that she was in a familiar and favorite place she
used to go to as a kid; this place was a smooth, long mountain slope
spanning the top and the beach. In the upper half of the declivity
there was a large, lush olive orchard, and the lower half was covered
with vineyards. A spacious sea expands far out to the point where it
merges with the horizon. The peasants have named it ‘wild sea’ as
it is mostly rough and turbulent, and appears to isolate completely
our island from the outer world, whereas the other part of the sea,
which forms a gulf and washes the eastern coast of the island as well
as the opposite mainland, resembles rather a peaceful lagoon.
The
location is captivating – on the one hand, there is the lush
vegetation of the olive orchards and the pale greenery of the
vineyards, and, on the other, the deep blue of the sea – but for
Maria there was no other place in the world that could delight her
more. The features of those surroundings, both on land and the sea,
inspired her soul with one of the most innocent and joyful feelings
of her youth, as it happens when we first listen to music in our
early youth, that sound always stirs and enchants us, and that fact
makes us wonder why the same melody does not cause to the other
youngsters the sentiments we have felt; for that music, though other
kinds sound more melodious, has ever since grown into an integral
part of ourselves. It is a faraway, both sweet and sad, echo of our
happy days of yore. Similarly, each of us has his own familiar
location with its music: a rough cliff, on which a lonely cypress has
taken roots and grown, claims our love more than any other prettier
scenery; our imaginations and hearts treasure the unforgettable
picture of our life as it had been before it was deeply scarred by
those sufferings, which divested it from its natural innocence and
serenity.
To
such a place little Maria, five or six years old, used to follow her
parents all the year round; for each month is appropriate for a good
husbandman to find a task to do either in his vineyard or his olive
orchard, and that tract of land was a real paradise. Thus every
plant, every tree, grown or wild, every drywall or boulder, every
hedge, every curve, every footpath and causeway, and every ravine of
that picturesque and majestic slope had left their indelible marks in
her youthful mind to such an extent that a painter could have
portrayed numerous and most beautiful, identical to the scenery,
pictures from that location. And the sea had opened up her mind and
given wings to her imagination. In all four seasons of the year and
every hour of the day, while she was walking, she viewed the sea, now
raging and black, and now tame and pale blue. And occasionally at
sundown, when clouds lowered on the surface, she pictured in them
dark dales and golden rivers vanishing into the depths. That is how
her tender soul fell in love with that place, and since her young
days pain has come to merge with that profound affection and forever
dwell in her heart. She bitterly wept when her father had to sell
that proud land, which had sufficed to feed his family, and which he
had destined to be the dowry to his beloved daughter, Maria.
*
* *
Her
dream transferred her now to that vineyard for the first time, since
she had not set foot on it for twenty years. She was there with her
parents and with hired women workers for the harvest at the hour when
the sun was rising behind the mountain slightly gilding the olive
tree tops, while the entire slope still remained in shadow and the
sea shimmered from end to end in the silver rays of the sun. They
delayed until the night frost evaporated so that they could pick dry
grapes. Then they commenced picking the grapes, and as every vine
teemed with many, she and her companion had filled two tall baskets,
which her mother helped to lift and put them on their heads, and two
other young girls also carried two small baskets to round out the
load. Then all four set off in single file passing from vineyard to
vineyard and shortly they walked through a narrow footpath, a stride
in breadth and thirty steps long, upright and unperturbed, despite
the hanging cliffs on the right, and on the left a hundred meter
gaping bluff that makes one giddy from such a height to look down at
the boulders and still further down the beach strewn with sea weeds
ceaselessly washed out the wild sea. This dreadful passage is what
the peasants have dubbed The
Evil Stairs.
At the end of that narrow pathway, they found a horse driver, who had
just arrived. He loaded the horse and on leaving, he turned and
addressed the girls: “My beauties,” he said, “don’t stay
idle; I want the baskets full when I get back. Mind you, my horse is
a star!”
“Let’s
sit here a bit, Stella,” said Maria to her friend, “to take a
breath; God has blessed the vines this year and we won’t be long to
finish picking.”
Maria
sat on a rocky growth and Stella a bit higher up. The other girls
were running and playing around.
“You
can’t imagine, Stella dear,” said Maria, “how much I like this
sea. They say that on the other part of it the sea teems with big and
small ships; rarely can you see a steamboat pass by this place and
that very far out, like a shadow. But we should be grateful to our
sea, because here all you can see is sailing boats, schools of
playful dolphins and sea birds. Oh! Stella, look how many gulls are
flying low around the water. Probably, it looks like rain. What do
you say to that?”
Maria
heard a giggle and on turning around, and both Stella and the girls
had vanished. She froze all over and all she could feel was her heart
pounding. She looked again at the sea; not far from the beach a tall
cliff rises, commonly known as the
Vertical Stone,
and upon that high fortress there stood Stella, ramrod straight, her
hair cascading down her shoulders. She was holding in one hand
Maria’s silver and gold valuables, which flashed in the sun, and
she was beckoning to her with the other as though she were telling
her:
“Step
down here or I will throw them into the sea.”
As
Maria startled up and was about to plummet from the brink of the
precipice into the chasm below to retrieve her valuables, she woke up
from her dream gasping and weeping and heard her husband’s voice.
“Stop
it now and get up; get the gold things ready along with your peseli.
It’s high time I went.”
Maria,
disconsolate, fell down before him and with a stuttering voice
confessed what she had done.
“My
husband and master,” she said, “I’ve wronged you, but bear in
mind that it’s my first time you find fault in me. Don’t kill me
and fall from God’s grace, too. You will commit such a sin in vain.
This day will be my last of my life.”
“You’ve
done me in, wretched woman! May God curse you!” and saying this he
went down the footpath.
*
* *
Maria,
like an orphan, stayed in place senseless. When she came to, the sun
was at its zenith. She got up, changed all her clothes, put her son’s
missive in her bosom, prostrated before the icon of the Holy Virgin
and said inwardly.
“It’s
God’s will that I won’t have the holy man with me today.”
After
being done with her paternosters,
she picked up the extreme path of the village and in a few minutes
arrived at her mother’s house. She found the old matron sitting in
the doorway with her sister’s daughter at her feet.
“What’s
the problem, Maria? The usual things, I suppose. Perhaps Peter has
beaten you.”
“My
dear mother, I’ve come to die near you,” and related her
unfortunate deed.
“You
haven’t done well, at all, Maria. In our days no woman dared do the
slightest thing without having her husband’s permission. Now
womenfolk have reared their heads.”
“No,
mother; what I’ve done wasn’t to wrong my husband, so help me
God! Of all, pity me! I don’t feel like going back home.”
“Deserting
your husband’s home is even worse. People will say you’ve done
villainies.”
“Mother,
I’ll go and drown myself.”
“It’s
the best you can do!”
“Ah,
mother, mother!”
Whereupon,
she climbed up the narrow footpath which forked into two tracks –
one leading to the other side of the village and the other reversely
descending to the seaside.
The
old lady bowed her head in concern and shortly afterwards she told
her little granddaughter:
“Run,
my child, and catch up with her; tell her to come back and stay the
night over.”
*
* *
Maria,
however, was already on her way down, but not on the beaten track,
frequented by all, but on an old branch, which also led to the beach.
As she was rushing down the hill, the sun, a fathom high, was also
westering onto the opposite side of the sea. It was shining on her
side so she was faced with the brilliant light that flooded the vast
sea, which at that moment was calm and appeared as a silver-gold
desert; there was not a vestige of a fishing or a sailing boat; not
even a shallop moored at the seashore. Only a high rocky outgrowth,
black and stormed-beaten, spanning like a bridge the shallows and the
deep abyss of the sea, could be seen. Maria paused and fixed her eyes
at the cliff as she had done in her dream of the previous night, and
as soon as she looked at it, she was overwhelmed by fear of death.
Despite her fear, she hurriedly followed her way until she reached
that place. She took off her shoes, waded the shallows and plodded up
the cliff. At a frenzied pace she set to inspecting it all around,
groping it and sticking her hands in its big and small crevices. Then
shaking her head time and again, she climbed to its middle, wherefrom
she looked around as if she wanted to take in the whole creation: the
sky, the sea and the forested slopes of lush olive trees, the leaves
of which shimmered golden in the purple rays of the setting sun. And
suddenly on the cloudless horizon, where sky and sea merged, there
appeared houses, churches with their bell towers, castles – all
snow-white – as though a God made coastal city had risen out of the
waters to give life and limits to that waste and endless spread of
the sea.**
The
sun disc had already sunk below the horizon, but its refracted image,
enlarged and crimson – deprived of its splendor – was still
visible. Thus the unhappy woman was able for the last time to rest
her eyes upon that mock idol of the day star, while on the firmament
above the timid stars began to twinkle. The day birds had all roosted
in their nests and in the trees, the night birds whisked all around
the dim air with their silent wings, and all one could hear was the
ceaseless and regular surf of the sea. Maria, standing upright on the
cliff, took out of her bosom her son’s epistle and made the sign of
the cross three times. Then a mad giggle was heard from the rock and
a horrible splash down in the waters. The following dawn Maria’s
dead body was found by fishermen washed out onto the beach.
*The
island here is Corfu
**
A Fata
Morgana
superior
mirage
that is seen in a narrow band right above the horizon.
The
Author
Iakovos
Polylas
(October 13, 1825 – August 5, 1896) was an author of the Ionian
School and reviewer. He was a student and publisher of D. Solomos’
works. His literary work (both poetry and prose) is limited. He is
also noted for his translations but mainly for his reviews.
His
translations include:
William
Shakespeare, The
Tempest
1855
Homer’s
Odyssey
1875-1881
William
Shakespeare, Hamlet
1889
Homer’s
Iliad,
8,
1890
The
whole of Iliad was published posthumously in 1923.
*Vassilis
C. Militsis
(
vmilitsis4@gmail.com)
attended primary and secondary education in Greece and from 1963 to
1965 continued at Apopka Memorial High School, near Orlando, Florida,
where he graduated with the High School Diploma and the Proficiency
Certificate of English of the University of Michigan. In 1973 he
graduated from The Aristotelian University of Thessaloniki, Greece,
with a B.A. degree in English and Greek. He was the owner of a
private language school in Thessaloniki for 18 years. Thereafter he
worked as a teacher of English and Greek at state Greek schools, both
in Greece and Germany. He retired in 2010.
He speaks Greek and
English fluently and possesses a good command of German and Italian,
and a fair command of French. He has also a long experience in
translations ranging from simple professional texts to literary
works. He and Mr. Wolfgang Reumuth are the authors of the Praktische
Grammatik der neugriechischen Sprache, published by Gottfried Egert
Verlag