Τίγρη (Der Tiger, 1912)
Φραντς Μαρκ, ζωγράφος
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Πηγή: dimartblog.com
Ο Φραντς Μαρκ (Franz Marc, 1880-1916), Γερμανός εξπρεσιονιστής ζωγράφος, ήταν πάνω απ’ όλα άτυχος. Η σύντομη ζωή του συνοψίζει καίρια τον σύντομο (και σκοτεινό) ευρωπαϊκό 20ό αιώνα.
Γεννήθηκε στο Μόναχο στις 8 Φεβρουαρίου του 1880. Ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας ζωγράφος τοπίων (γονίδια) και η μητέρα του νοικοκυρά και αυστηρή καλβινίστρια (περιβάλλον). Το 1900 άρχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Έκανε δύο ταξίδια στο Παρίσι (το 1903 και το 1907), όπου όργωσε τα μουσεία αντιγράφοντας πίνακες. (Αυτός ήταν ο παραδοσιακός τρόπος μαθητείας στη ζωγραφική εκείνη την εποχή.) Εκεί γνώρισε τη Σάρα Μπερνάρ (γοητευμένος, σίγουρα) και λάτρεψε τα έργα του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Στο ενδιάμεσο, το 1906, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος (άρα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά και άλλα μέρη στην Ελλάδα), μαζί με τον μεγάλο του αδερφό, τον βυζαντινολόγο Πολ.
Το 1910 γνώρισε τον συνομήλικό του, και επίσης ζωγράφο, Άουγκουστ Μάκε (1887-1914) και συνδέθηκαν με στενή φιλία στα λίγα χρόνια που τους έμεναν να ζήσουν ακόμα. Ο Μαρκ σύστησε τον Μάκε στον σπουδαίο Ρώσο ζωγράφο Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944), κι έτσι δημιουργήθηκε μία παρέα με πολύ ταλέντο και μεγάλα σχέδια. Την ίδια χρονιά, ο Μαρκ συμμετείχε με έργα του στη δεύτερη έκθεση της Ένωσης Νέων Καλλιτεχνών (Neue Künstlervereinigung) στο Μόναχο. Την επόμενη χρονιά, έφυγε από την Ένωση και μαζί με τον Καντίσκι, τον Μάκε και άλλους αποσκιρτήσαντες από την Ένωση, ίδρυσαν το περιοδικό Γαλάζιος Καβαλάρης (Der Blaue Reiter), “όργανο” των Γερμανών εξπρεσιονιστών με μεγάλη επιρροή στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα. Μεταξύ 1911-1912, το περιοδικό διοργάνωσε εκθέσεις σε διάφορες γερμανικές πόλεις, σημαντικές για την εξέλιξη του εξπρεσιονισμού, στις οποίες συμμετείχε και ο Μαρκ με διάφορα έργα.
Το 1912, ο Μαρκ γνώρισε τον Ρομπέρ Ντελονέ (1885-1941) και επηρεάστηκε από τη χρήση του χρώματος και τη φουτουριστική μέθοδο του Γάλλου. Προσθέτοντας στοιχεία από τον φουτουρισμό και τον κυβισμό, η δουλειά του Μαρκ αποκτούσε μία ξεχωριστή ταυτότητα, η οποία είναι εμφανής πλέον στα έργα του 1913. Τα θέματα του ήταν κυρίως ζώα, συνήθως σε φυσικό περιβάλλον. Τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα: λιτή αλλά δυνατή γραμμή, τα απλά χρωματικά επίπεδα, το χρώμα ως συναίσθημα (μπλε για την αρρενωπότητα και την πνευματικότητα· κίτρινο για τη χαρά και γυναικεία φύση· κόκκινο για τη βία και την επιθετικότητα) και η κίνηση – προ πάντων, η κίνηση. Εντούτοις, τα κυβιστικά στοιχεία είναι που κάνουν τη διαφορά – βλ. για παράδειγμα την Τίγρη (Der Tiger, 1912). Στα τελευταία του έργα το ύφος του αγγίζει τα όρια του αφηρημένου εξπρεσιονισμού – βλ. για παράδειγμα τις Μορφές που Μάχονται (Kämpfende Formen, 1914).
Στην προσωπική του ζωή, ο Μαρκ είχε ήδη παντρευτεί, χωρίσει και ξαναπαντρευτεί. Και οι δύο γυναίκες τους ήταν καλλιτέχνιδες. Στα ενδιάμεσα (και παράλληλα), ο Φραντς είχε ουκ ολίγες σχέσεις κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, με σημαντικότερη (και πιο θυελλώδη) με την παντρεμένη (με άλλον, εννοείται) και κατά 9 χρόνια μεγαλύτερή του εμπόρισσα έργων τέχνης Ανέτ φον Έκαρτ. Ωραία χρόνια!
Κι ενώ όλα πάνε πρίμα (καλλιτεχνικά, όχι κατά τα άλλα – όλα τα άλλα!), το 1914 ξεσπάει ο Μεγάλος Πόλεμος. Όλα στον αέρα! Ο Μαρκ κατατάσσεται στο γερμανικό ιππικό. Σε ένα γράμμα του 1916 προς τη γυναίκα του, της γράφει ότι τον έχουν βάλει και ζωγραφίζει μουσαμάδες για καμουφλάζ, και ότι πολύ τη γούσταρε αυτή την αγγαρεία. Τους μουσαμάδες τους χρησιμοποιούσαν για να κρύβουν το πυροβολικό από τα αεροπλάνα του εχθρού. Είχε φτιάξει, έγραφε, 9 τέτοιους καμβάδες σε στυλ που κυμαίνονταν «από Μανέ μέχρι Καντίνσκι», δηλώνοντας, με κάποια περηφάνια για τον φίλο του, ότι οι μουσαμάδες αλά Καντίσκι ήταν οι πιο αποτελεσματικοί.
Την ίδια χρονιά, το Υπουργείο Πολέμου είχε συντάξει έναν κατάλογο με στρατευμένους καλλιτέχνες, με σκοπό να τους αποσύρει από το μέτωπο για να τους προστατέψει. Το όνομα του Μαρκ ήταν μέσα. (Το όνομα του κολλητού του, του Μάκε, όχι: είχε ήδη σκοτωθεί σε μάχη το 1914.) Πριν προλάβει η διαταγή για την μετάκλησή του στα μετόπισθεν να φτάσει στη μονάδα του, τον βρήκε στο κεφάλι το θραύσμα μιας οβίδας στη μάχη του Βερντέν και πέθανε ακαριαία. (Τόσο κοντά στη διάσωση όσο και στον χαμό: η ιστορία της Ευρώπης, διαχρονικά.) Ήταν 4 Μαρτίου του 1916.
Όταν ανέβηκαν στην εξουσία οι Ναζί (αυτή η μάστιγα), τα έργα του (πίνακες, ξυλογραφίες και λιθογραφίες) θεωρήθηκαν «εκφυλισμένη τέχνη» (αλίμονο!) και το 1937 περίπου 130 από αυτά αποσύρθηκαν από τα γερμανικά μουσεία. Σήμερα ο Μαρκ χαίρει εκτίμησης και τα έργα του εκτίθενται με περηφάνια. (Μέχρι την επόμενη φορά που η μισαλλοδοξία θα το παίξει πάλι κριτικός τέχνης.)
Ένα από τα πιο γνωστά του έργα, Η Μοίρα των Ζώων (Tierschicksale), το οποίο ολοκλήρωσε το 1913, είναι ενδεικτικό για το πώς προσλάμβανε ο Μαρκ την επερχόμενη καταστροφή. Στο πίσω μέρος του καμβά, έγραψε «και κάθε ύπαρξη είναι μια φλεγόμενη αγωνία». Σε γράμμα προς τη γυναίκα του από το μέτωπο, γράφει για το συγκεκριμένο έργο: «Μοιάζει με προαίσθημα γι’ αυτόν τον πόλεμο – φρικτό και συγκλονιστικό. Μετά βίας μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου ότι το ζωγράφισα εγώ».
ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΦΙΛΜΑΚΙ 25 ΛΕΠΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου