Gaudenzio Ferrari, Ιστορίες ζωής και πάθους του Χριστού, τοιχογραφία,
1513, Εκκλησία της Santa Maria delle Grazie, Varallo Sesia (VC), Ιταλία.
ΣΚΗΝΕΣ: Πάνω σειρά: Ευαγγελισμός, Γέννηση, Επίσκεψη των Τριών Μάγων, Φυγή στην Αίγυπτο, Βάπτισμα του Χριστού, Ανάσταση Λαζάρου, Είσοδος στην Ιερουσαλήμ, Μυστικός Δείπνος.
Μεσαία σειρά: Πλύσιμο των ποδιών, Αγωνία στον Κήπο, Σύλληψη του Χριστού, Δίκη ενώπιον του Σανχεντρίν, Δίκη ενώπιον του Πιλάτου, Μαστίγωση.
Κάτω σειρά: Ecce homo, Φέροντας στους ώμους τον σταυρό, Πτώση Χριστού στο δρόμο, Σταύρωση, Αποκαθήλωση από το σταυρό, Τα μαρτύρια της κόλασης, Ανάσταση.
Η θυσία
Ν. Λαπαθιώτη
(Ιστορία Πασχαλινή)
Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας.
Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα –εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στο δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα –κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
— Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω –κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο –τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί.
Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
— Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΜΗΛΙΤΣΗ
The Sacrifice
By Napoleon Lapathiotis
Rendered by Vassilis C. Militsis
(An Easter Story)
Once upon a time – a long, long time ago – a dark and eerie evening, Christ descended to the world. It was his first time to come down and He was walking alone at random. The evening was warm and mild and in front of Him there was a quiet alley; the sun had just set and as He walked down the alley, he came out on the part of Judea.
He was wearing plain and modest clothes and was leaning softly on a branch stick He had recently cut off in the wood. None could recognize Him unless they looked into his large eyes that shone sweetly in the dark like two big, silent moons. Now He appeared as a pilgrim, like those who set out for distant places and subsist on plain bread, which they beg on their way.
The spring roses emanated a sweet fragrance. Peace and quiet spread all round. The stars above shimmered and twinkled sweetly.
As He was walking, lost in thought, He espied a turn on the road and a throng of lights moving and resembling a big constellation. He then headed towards those lights guessing He was approaching some town or other. And indeed, that place was a large town which was growing ever larger as he was getting nearer; He even began to distinguish its houses, which were lit all around; and this illumination was the same everywhere as though at a fair. The more He was drawing closer, the louder waxed the tumult of human voices in His ears. And when He finally went as near as He could, He saw a crowd of people appear from afar brandishing stones and sticks and holding torches, burning red. There was a human medley of men, women and children, who all shouted, blasphemed and struck at the air with their sticks, and from time to time yelling like madmen.
And when He began to see more clearly, He saw soldiers marching in uniforms with crested helms on their heads and armed with swords. They escorted a man amidst them. This man was barefoot, haggard and clad in rags. They had put upon His head a platted crown of thorns and nettles. He was carrying in agony a log of wood.
His cheeks were scratched and covered with blood, spittle and filth. And the crowd around Him roared like a horrid, rabid sea. And the red sheen of the torches fell upon the houses in an uncanny way and made the elongated shadows of the people quiver on the walls. Then Christ, jostled by the throng, approached a man, who was also followed the procession and pulled at his hair in despair, and asked him what was going on. The man whispered in His ear:
“He’s a prophet – don’t you know him? – A renowned one; he came to the world in order to bring love, but the people did not understand him because he spoke the language of the Angels. The kings and the grandees were afraid of him and ordered that he be hanged; and now he’s being taken to be hanged.”
As the man was timorously speaking, his tears were streaming down his cheeks. And then Christ merging with the crowd wanted to see the prophet’s face. As He turned around the corner, He was momentarily able to see him, and the convicted lifted his eyes and looked at Him.
All the world around vanished, and Christ could not see anything save those formidable eyes. And those eyes resembled two sobs of joy and they said:
“We are the song of Love, the song of Eternal Life – there is nothing else in the world – nothing but Goodness; nothing but Goodness!” and those eyes never shut and always shone the light of martyrdom…
Then the prophet stumbled and tottered, for he, too, recognized Christ’s eyes; he fell on his face in the dirt.
As he was being pushed on and dragged to stand up – amid the noise and the hubbub – Christ took the chance and shouldering the log of wood he put Himself in the prophet’s place. Unknown to the mob and uplifted by the ecstasy of the Sacrifice, He walked straight to be crucified. And then from the Burial to the Resurrection – as it was handed down by tradition and the testimony of the four Apostles – Christ, enveloped in cloud, ascended back to heaven and went straight to His Father, Whom He found talking to an Angel.
“Why did you do such a thing?” His Father asked Him reprovingly.
“I don’t know,” Christ gave a sad and shy reply. Immediately, two big, bright tears welled up in His eyes.
“Do me the favor not to meddle in humanity’s paltry affairs again,” said God. “You’d better steer clear of such good deeds…”
Whereupon, he turned to the Angel and resumed talking with him.
Napoleon Lapathiotis (Greek: Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name Hēgēso, a magazine, in which he published his works. In 1909, he graduated from the law school of the University of Athens. His first book of poems was published in 1939.
Lapathiotis was openly gay and had communist beliefs. Poor in later life and an opium addict, he committed suicide with a revolver on 7 January 1944.
The 1985 film Meteor and Shadow was based on his life.
ΣΚΗΝΕΣ: Πάνω σειρά: Ευαγγελισμός, Γέννηση, Επίσκεψη των Τριών Μάγων, Φυγή στην Αίγυπτο, Βάπτισμα του Χριστού, Ανάσταση Λαζάρου, Είσοδος στην Ιερουσαλήμ, Μυστικός Δείπνος.
Μεσαία σειρά: Πλύσιμο των ποδιών, Αγωνία στον Κήπο, Σύλληψη του Χριστού, Δίκη ενώπιον του Σανχεντρίν, Δίκη ενώπιον του Πιλάτου, Μαστίγωση.
Κάτω σειρά: Ecce homo, Φέροντας στους ώμους τον σταυρό, Πτώση Χριστού στο δρόμο, Σταύρωση, Αποκαθήλωση από το σταυρό, Τα μαρτύρια της κόλασης, Ανάσταση.
Η θυσία
Ν. Λαπαθιώτη
(Ιστορία Πασχαλινή)
Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας.
Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα –εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύοντας στο δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα –κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θάλασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες ανταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:
— Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω –κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο –τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί.
Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.
— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
— Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΜΗΛΙΤΣΗ
The Sacrifice
By Napoleon Lapathiotis
Rendered by Vassilis C. Militsis
(An Easter Story)
Once upon a time – a long, long time ago – a dark and eerie evening, Christ descended to the world. It was his first time to come down and He was walking alone at random. The evening was warm and mild and in front of Him there was a quiet alley; the sun had just set and as He walked down the alley, he came out on the part of Judea.
He was wearing plain and modest clothes and was leaning softly on a branch stick He had recently cut off in the wood. None could recognize Him unless they looked into his large eyes that shone sweetly in the dark like two big, silent moons. Now He appeared as a pilgrim, like those who set out for distant places and subsist on plain bread, which they beg on their way.
The spring roses emanated a sweet fragrance. Peace and quiet spread all round. The stars above shimmered and twinkled sweetly.
As He was walking, lost in thought, He espied a turn on the road and a throng of lights moving and resembling a big constellation. He then headed towards those lights guessing He was approaching some town or other. And indeed, that place was a large town which was growing ever larger as he was getting nearer; He even began to distinguish its houses, which were lit all around; and this illumination was the same everywhere as though at a fair. The more He was drawing closer, the louder waxed the tumult of human voices in His ears. And when He finally went as near as He could, He saw a crowd of people appear from afar brandishing stones and sticks and holding torches, burning red. There was a human medley of men, women and children, who all shouted, blasphemed and struck at the air with their sticks, and from time to time yelling like madmen.
And when He began to see more clearly, He saw soldiers marching in uniforms with crested helms on their heads and armed with swords. They escorted a man amidst them. This man was barefoot, haggard and clad in rags. They had put upon His head a platted crown of thorns and nettles. He was carrying in agony a log of wood.
His cheeks were scratched and covered with blood, spittle and filth. And the crowd around Him roared like a horrid, rabid sea. And the red sheen of the torches fell upon the houses in an uncanny way and made the elongated shadows of the people quiver on the walls. Then Christ, jostled by the throng, approached a man, who was also followed the procession and pulled at his hair in despair, and asked him what was going on. The man whispered in His ear:
“He’s a prophet – don’t you know him? – A renowned one; he came to the world in order to bring love, but the people did not understand him because he spoke the language of the Angels. The kings and the grandees were afraid of him and ordered that he be hanged; and now he’s being taken to be hanged.”
As the man was timorously speaking, his tears were streaming down his cheeks. And then Christ merging with the crowd wanted to see the prophet’s face. As He turned around the corner, He was momentarily able to see him, and the convicted lifted his eyes and looked at Him.
All the world around vanished, and Christ could not see anything save those formidable eyes. And those eyes resembled two sobs of joy and they said:
“We are the song of Love, the song of Eternal Life – there is nothing else in the world – nothing but Goodness; nothing but Goodness!” and those eyes never shut and always shone the light of martyrdom…
Then the prophet stumbled and tottered, for he, too, recognized Christ’s eyes; he fell on his face in the dirt.
As he was being pushed on and dragged to stand up – amid the noise and the hubbub – Christ took the chance and shouldering the log of wood he put Himself in the prophet’s place. Unknown to the mob and uplifted by the ecstasy of the Sacrifice, He walked straight to be crucified. And then from the Burial to the Resurrection – as it was handed down by tradition and the testimony of the four Apostles – Christ, enveloped in cloud, ascended back to heaven and went straight to His Father, Whom He found talking to an Angel.
“Why did you do such a thing?” His Father asked Him reprovingly.
“I don’t know,” Christ gave a sad and shy reply. Immediately, two big, bright tears welled up in His eyes.
“Do me the favor not to meddle in humanity’s paltry affairs again,” said God. “You’d better steer clear of such good deeds…”
Whereupon, he turned to the Angel and resumed talking with him.
Napoleon Lapathiotis (Greek: Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name Hēgēso, a magazine, in which he published his works. In 1909, he graduated from the law school of the University of Athens. His first book of poems was published in 1939.
Lapathiotis was openly gay and had communist beliefs. Poor in later life and an opium addict, he committed suicide with a revolver on 7 January 1944.
The 1985 film Meteor and Shadow was based on his life.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου