Τρίτη, Απριλίου 30, 2019


Βασίλης Γκουρογιάννης*: «Έπεσα στον βούρκο της χούντας για να μιλήσω για το άρρωστο σήμερα»

Βένα Γεωργακοπούλου

«Επεσα στον βούρκο της χούντας για να μιλήσω για το άρρωστο σήμερα»

Ο κορυφαίος Ηπειρώτης συγγραφέας Βασίλης Γκουρογιάννης

*.:BiblioNet : Γκουρογιάννης, Βασίλης



Ο κορυφαίος πεζογράφος έγραψε ένα οργισμένο μυθιστόρημα, την «Αναψηλάφηση», με ήρωα έναν σακατεμένο από τα βασανιστήρια αριστερό φοιτητή, που επιστρέφει στην Ελλάδα ύστερα από πενήντα χρόνια αυτοεξορίας για να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια της ζωής του. Βρίσκει μια χώρα σε κρίση, όπου οι πάντες στρέφονται κατά πάντων, χωρίς νηφάλια σκέψη και ωριμότητα.
Πριν από δέκα χρόνια, δεν είναι και πολλά, μια παρουσίαση του πολύ σημαντικού και τολμηρού, λογοτεχνικά και πολιτικά, μυθιστορήματός του «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή», για το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, διακόπηκε βίαια (σπασίματα, καψίματα κ.λπ.) από ακροδεξιούς που φώναζαν υπέρ της ΕΟΚΑ Β’.
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης, βέβαια, ο κορυφαίος Ηπειρώτης (ένας ακόμα) συγγραφέας μας, δεν είναι από αυτούς που κραδαίνουν λάβαρα, ιδεολογικά και κομματικά, ούτε από τους «επώνυμους» που επιζητούν τη συνεχή δημόσια παρουσία και παρέμβαση. Κάνει τη δουλειά του, την τέχνη του, αθόρυβα, ακόμα κι όταν θίγει τα μεγάλα προβλήματα της χώρας με τον πιο επώδυνο για τις εθνικές μας αυταπάτες τρόπο – όπως το μεταναστευτικό και τα ελληνοτουρκικά, μαζί στην υπέροχη «Βέβηλη πτήση».
Και νά που με το νέο του μυθιστόρημα, την «Αναψηλάφηση», που μόλις κυκλοφόρησε από το «Μεταίχμιο», ο Βασίλης Γκουρογιάννης επιστρέφει και πάλι στην περίοδο της χούντας. Εχει τους λόγους του, και μας τους εξηγεί παρακάτω. Η ιστορία είναι απλή κι ας τη χειρίζεται με έναν τρελά ελεύθερο, ακατάτακτο, σουρεαλιστικό στιγμές στιγμές λόγο, βέβηλο χιούμορ, φλερτ με το δοκίμιο και συνεχείς ανατροπές της πλοκής.
Ενας αγωνιστής της αντίστασης, σακατεμένος από τα βασανιστήρια της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα ύστερα από πενήντα χρόνια αυτοεξορίας στη Βαρκελώνη.
Για να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με το παρελθόν, να πάρει, ίσως, την εκδίκησή του από το τέρας που τον κατέστρεψε, να ρίξει, επιτέλους, φως στα σκοτάδια που επιμένουν να καλύπτουν τη φρικτή εμπειρία του σε πλυσταριά και μπουντρούμια Ασφάλειας και ΕΣΑ. Γύρω του ανθίζει, τρόπος του λέγειν, η Ελλάδα της κρίσης. Μια Ελλάδα που δεν αναγνωρίζει πια ούτε τη γλώσσα της.
• Μετά το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή», που αφορούσε το πραξικόπημα στην Κύπρο, αποφασίσατε με την «Αναψηλάφηση» να ξαναγυρίσετε στην περίοδο της χούντας. Τι σας τραβάει ως μυθιστοριογράφο σ’ αυτήν;
Το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» είναι κυρίως υπαρξιακό μυθιστόρημα και αφορά τις ψυχές και τις ζωές των Ελλαδιτών στρατιωτών, που η χούντα τις έπαιξε κορόνα-γράμματα στην Κύπρο το ’74 με το πραξικόπημα και με την τουρκική εισβολή που ακολούθησε.
Αφορά κυρίως τη συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντί τους, όχι μόνο υπό χουντική διοίκηση, αλλά και μεταπολιτευτικά, που τους αγνόησαν σαν να μην πολέμησαν, αλλά σαν να πήγαν σχολική εκδρομή στην Κύπρο και... έμπλεξαν με τους Τούρκους σε καβγά! Δεν είχα συγγραφική προδιάθεση, ούτε άλλους ανοιχτούς λογαριασμούς με τη χούντα, ώστε με το καινούργιο μου μυθιστόρημα, την «Αναψηλάφηση», να ασχοληθώ εκ νέου μαζί της.
Αν φαίνεται ότι επιστρέφω, το κάνω για να κινηθώ προς τα εμπρός, όπως ένας που θέλει να κάνει άλμα εμπρός οπισθοχωρεί για να πάρει φόρα και ορμή. Οσο μεγαλύτερο άλμα θέλει να κάνει τόση φόρα πρέπει να πάρει. Κατά τον ίδιο τρόπο και εγώ, κινούμενος με... όπισθεν, έπεσα μέσα στον βούρκο της χούντας.
Κι όταν κάποιος πέσει σε βούρκο πρέπει να παλέψει αρκετά για να ξεκολλήσει - όσο παλεύεις τόσο βυθίζεσαι, τόσο λερώνεσαι. Γι’ αυτό και μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος ξοδεύεται σε αυτήν την πάλη μέσα στην παλαίστρα της χουντικής λυματικής λάσπης. Αυτή την ακαθαρσία ο ήρωας την κουβαλάει μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Μάλιστα αυτός ο βούρκος συγκοινωνεί και αλληλοτροφοδοτείται από τα ματωμένα λύματα πολύ μεγαλύτερου βούρκου, του Εμφυλίου.
• Μια και αναφερθήκατε ήδη στον Εμφύλιο, βάζετε τον ήρωά σας να προέρχεται από μια διχασμένη οικογένεια, μητέρα αριστερή με αδελφό σκοτωμένο στα βουνά, πατέρα δεξιό, στις γραμμές του Ζέρβα. Πιστεύετε ότι ο Εμφύλιος μας επηρεάζει ακόμα;
Ετσι ακριβώς. Εχω γράψει και κεφάλαιο με τίτλο «Γράμμος, η πικρή ρίζα». Το αιματοκύλισμα αυτό κατέστρεψε τη χώρα, αφήστε που συνεχίστηκε κι έξω από αυτήν, στην Τασκένδη, όπου κατέφυγαν οι κομμουνιστές. Αφησε πίσω του διχασμένες οικογένειες.
Ξέρω οικογένεια στον Γράμμο που η μητέρα πολέμησε με τον Δημοκρατικό Στρατό, ο πατέρας με τον Εθνικό. Και τραυματίστηκαν κι οι δυο, ο ένας από δω, η άλλη από κει. Και ξέρετε τι έκαναν όταν τελείωσαν οι μάχες; Το ζευγάρι για να ζήσει πήγαινε και μάζευε τους κάλυκες και τους πούλαγε για χαλκό στα Γιάννενα.
• Παρ’ όλα αυτά, τα «παλιά», είναι φανερό ότι με την «Αναψηλάφηση» θέλατε εξ αρχής κάτι πολύ συγκεκριμένο να πείτε, αλλά για το σήμερα, για την Ελλάδα της κρίσης. Πώς και από πού ξεκίνησε λοιπόν;
Οπως εύστοχα λέτε, το βιβλίο ξεκίνησε από την Ελλάδα της κρίσης και μας υποχρεώνει να βρούμε τις άρρωστες ρίζες του σημερινού μαραμένου δέντρου. Ο πραγματικός χρόνος του είναι το ζοφερό σήμερα και το σκοτεινό αύριο, έστω κι αν αυτά τα χρονικά όρια δεν είναι ημερολογιακώς σύντομα, αλλά αφορούν δεκάδες χρόνια παρελθόντος και μέλλοντος χρόνου.
• Ο ήρωάς σας, αυτοεξόριστος πενήντα χρόνια στην Ισπανία, έχει πάνω στην κρίση, την οποία μάλιστα ειρωνεύεται, μια πολύ διαφορετική ματιά από την κυρίαρχη της αντιμνημονιακής Αριστεράς. Δεν πιστεύει στο «οι καλοί Ελληνες, οι κακοί ξένοι». Γιατί;
Γιατί βλέπει την κρίση με την τραυματική σοφία που του δίνει η καθαρότητα της απόστασης από τη χώρα. Βλέπει, λοιπόν, κάτι το πολύ πιο άρρωστο, ίσως αθεράπευτο. Βλέπει τη νευρική ανορεξία της χώρας που έφαγε βουλιμικά «τα βόδια του Ηλιου» και τα έκανε εμετό σε... μετοχές, ξεφαντώματα, εξοχικά, αυτοκίνητα και αυθαίρετα. Τι είναι και τι σημαίνουν τα «βόδια του Ηλιου», ο αναγνώστης ας το βρει μέσα στο βιβλίο.
• Η ματιά του επηρεάζεται πολύ από τη γλώσσα που ακούει γύρω του – είναι και ως φιλόλογος αυστηρός. Θα ’λεγε κανείς, όμως, ότι παραείναι σκληρός με τη γλώσσα που ακούει γύρω του, ότι έχει μια «συντηρητική» άποψη για την εξέλιξη της γλώσσας μας. Εσείς συμμερίζεστε την άποψή του;
Η γλώσσα είναι κυρίαρχο δομικό στοιχείο σε αυτό το μυθιστόρημα. Αλλωστε, αναφέρεται αφοριστικά και μεταφορικά σαν ιατρική διάγνωση. Ο πρωταγωνιστής λέει ότι οι γιατροί βλέπουν την αρρώστια του ανθρώπου στη γλώσσα. Εκεί τον κοιτούν! «Αρρωστος άνθρωπος, άρρωστη γλώσσα. Αρρωστη γλώσσα, άρρωστη χώρα».
Και, όχι, φυσικά δεν πιστεύει ότι η γλώσσα δεν πρέπει να εξελίσσεται, ότι πρέπει να μένει αναλλοίωτη. Αλλά η δικιά μας αλλάζει! Αλλάζει τις ίδιες τις βασικές έννοιες, κάτι που χαρακτηρίζει τις παρακμιακές κοινωνίες. Δεν κυριολεκτεί πια. Λέμε «σοσιαλισμός» και πάμε αλλού, λέμε «φασισμός», το ίδιο.
Ετσι, ακόμα και οι φασίστες μπορεί να ακούγονται σαν δημοκράτες. Ξέρετε τι έγραφε η «Ακρόπολη» τη μέρα που ο Παναγούλης προσπάθησε να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο; «Οι φασίστες επεχείρησαν να δολοφονήσουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας»!
• Ο Παναγούλης είναι το φως που διαπερνά το βιβλίο σας. Ο πρωταγωνιστής τον λατρεύει. Γιατί;
Οντως, ο Παναγούλης στο έργο είναι σύμβολο, φτιαγμένο από ευγενή υλικά πολλών άλλων αγωνιστών. Εφυγε νέος και αυτό ήταν τύχη και ατυχία. Κανείς δεν ξέρει αν θα γινόταν Τσε Γκεβάρα ή θα τον βλέπαμε έναν υπέργηρο Φιντέλ Κάστρο. Πάντα τον παρακολουθούσα, και μετά τη χούντα, τις συνεντεύξεις του, τη στάση του.
Στο βιβλίο τα περισσότερα από όσα αναφέρονται στη σχέση του με τον πρωταγωνιστή είναι μυθοπλασία. Αλλά είναι αλήθεια και εντυπωσιακό το ότι έλεγε στους βασανιστές του στην ΕΣΑ «ελάτε να με βασανίσετε εσείς, οι φαντάροι, να μην έρθουν οι αξιωματικοί σας, γιατί τους σιχαίνομαι».
• Γράψατε, όμως, ένα συγκλονιστικό πορτρέτο κορυφαίου ΕΣΑτζη. Του Θεόφιλου Ζήση. Οι μονόλογοί του είναι σκέτο ποίημα. Ποιον είχατε ως πρότυπο;; Τι θέλατε κυρίως να τονίσετε;
Εφτιαξα ένα δικό μου συμβολικό πρόσωπο με τα υλικά όλων αυτών των διεστραμμένων, που, παρ’ όλα αυτά, κάποιοι είχαν ευχέρεια λόγου και επιχειρημάτων. Δεν ήθελα να τους κάνω καρικατούρες, αλλά να τους δώσω λόγο πειστικό, τρομακτικό. Για να τρομάξουμε, να φυλαχτούμε.
Να τους ξαναθυμηθούμε. Διότι το είδος αυτό των ανθρώπων υπήρξε και μπορεί να ξαναϋπάρξει, αν δεν προσέξουμε και αν εξακολουθήσουμε να θεωρούμε δημοκρατία αυτό το μείγμα αυθαιρεσίας, ασυδοσίας με σοσιαλιστικά επιχρίσματα ή εθνικιστικές εμμονές και στερεότυπα. Αρρωστη δημοκρατία βρήκαν το 1967 οι συνταγματάρχες και, αν δεν αυτοκτονούσαν στην Κύπρο το 1974, ακόμα θα τους είχαμε στον σβέρκο, τουλάχιστον από τα παρασκήνια.
• Η γλώσσα των χουντικών είναι αβάσταχτα βωμολοχική και σεξιστική. Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο ο συγγραφέας μπορεί να βουτήξει σε τέτοια φρίκη και να την αναπαραγάγει; Πώς μπορεί να «λερωθεί», να ταυτιστεί με τη βαρβαρότητα; Αντέχεται κάτι τέτοιο;
Τέτοιος είναι ο λόγος της στρατιωτικής εξουσίας, κυνικός, παραστατικός, υποτιμητικός, άμεσος, σεξιστικός, με μικρό λεξιλόγιο. Τους γνώρισα και επί δικτατορίας αλλά και μετά. Υπηρέτησα τριάντα μήνες συνοριακή θητεία το 1974 στη Θράκη και στην Κω και τους ανίχνευσα πολύ καλά.
Να φανταστείτε ότι σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως των ναζί κάποιοι ευαίσθητοι, καλλιεργημένοι άνθρωποι αυτοκτονούσαν, όχι από τα βασανιστήρια, αλλά πιεσμένοι από τη γλώσσα των ναζί που άκουγαν και δεν την άντεχαν. Τα γερμανικά του Γκέτε, του Νίτσε, του Τόμας Μαν παραμορφωμένα στα στόματα των ναζί! Με ρωτάτε πώς το αντέχει ή αν επιτρέπεται ο συγγραφέας να λερώνεται μέσα σε τέτοιο λόγο.
Να σας απαντήσω: Ο συγγραφέας συνοδεύει την ανθρώπινη ύπαρξη και την αναζητά όπου κι αν αυτή βρίσκεται παγιδευμένη. Είναι σαν τον διασώστη, που αν βλέπει την ύπαρξη να βουλιάζει σε καθαρά νερά, μπαίνει και βγαίνει και αυτός καθαρός. Αν, όμως, βουλιάζει σε βοθρολύματα, εκεί αναγκαστικά θα μπει και αυτός να την ανασύρει. Και θα βγει βρομισμένος. Ομως τον καθαρίζει και τον εξαγνίζει το αισθητικό αποτέλεσμα.
Η τέχνη δεν διαθέτει το συναίσθημα της ντροπής και της σιχασιάς· μόνο σε μία περίπτωση ντρέπεται... Όταν δεν είναι αληθινή τέχνη.[..........................]




ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΔΩ:

"Επεσα στον βούρκο της χούντας για να μιλήσω για το άρρωστο σήμερα"


Δεν υπάρχουν σχόλια: