Τρίτη, Απριλίου 23, 2019


Ύμνος στον Χίτλερ, μέσω Παλαμά

Δημήτρης Ψαρράς

Υμνος στον Χίτλερ, μέσω Παλαμά

Ο Χίτλερ με συνεργάτες του κατά τη διάρκεια προπαγανδιστικής εξόρμησης το 1923.
BUNDESARCHIV
 
Συμπληρώνονται σήμερα 130 χρόνια από τη γέννηση του Αντολφ Χίτλερ. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, αυτή τη μέρα τη γιόρταζαν οι εγχώριοι νοσταλγοί του με ειδικές αποκρυφιστικές τελετές. «Θυμούμαι», γράφει ο «συνιδρυτής» της Χρυσής Αυγής Ιωάννης Περδικάρης, «τις ολονυκτίες στο γερμανικό νεκροταφείο στη Ραπεντόσα, τιμής ένεκεν, κατά τις επετείους της γέννησης του Φύρερ στις 20 Απριλίου» (Ιων Φιλίππου, «Χρυσή Αυγή. Πολιτικός οδοδείκτης», Αθήνα 2013, σ. 36).
Τον τελευταίο καιρό, βέβαια, η Χρυσή Αυγή αποφεύγει τις δημόσιες εκδηλώσεις λατρείας του Χίτλερ και δηλώνει απλά «εθνικιστική» και όχι «ναζιστική». Από τη στιγμή μάλιστα που η ηγεσία της βρέθηκε σύσσωμη στο εδώλιο του κακουργιοδικείου και δεδομένου ότι το δικαστήριο ερευνά τις ναζιστικές πεποιθήσεις της οργάνωσης ως κίνητρο της εγκληματικής δράσης, ακόμα και οι ορκισμένοι χιτλερικοί (Μιχαλολιάκος, Παππάς, Κασιδιάρης κ.ά.) αποφεύγουν κάθε σχετική αναφορά και είναι έτοιμοι να δηλώσουν ότι αποτάσσονται μετά βδελυγμίας τον ναζισμό και αποκηρύσσουν τον ιδρυτή του.
Έλα, όμως, που την ίδια στιγμή πρέπει να καθησυχάζουν τα μέλη των ομάδων κρούσης (τα «Τάγματα Εφόδου») και ειδικά τους υπόδικους συναγωνιστές τους ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει και ότι κατά βάθος παραμένουν πιστοί στην «τρίτη μεγάλη κοσμοθεωρία» και ότι εξακολουθούν να θεωρούν εαυτούς «σπορά των ηττημένων του 1945»;
«Ο Φασισμός είνε το βάρβαρον όνομα της πατριδολατρίας, την οποίαν εξήρεν ο Πλάτων»
Κωστής Παλαμάς (εφ. «Εμπρός», 18.11.1922)
Η μέθοδος που έχουν επιλέξει είναι να στέλνουν έμμεσα μηνύματα, μέσω ειδικών άρθρων και εκδόσεων, όπου διατρανώνεται ανοιχτά η πίστη τους στα διδάγματα του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Κασιδιάρης λ.χ. μετά την αποφυλάκισή του το 2015 εξέδωσε βιβλίο με τις αναμνήσεις του από τη φυλακή και επέλεξε για εξώφυλλο μια δική του φωτογραφία να ασκείται ως πυγμάχος, επιδεικνύοντας σε πρώτο πλάνο τη σβάστικα στο μπράτσο του (Ηλίας Κασιδιάρης, «Πολιτικό Ημερολόγιο Φυλακής, Χρυσή Αυγή, Αθήνα 2015).
Αυτό το βιβλίο διαφημίζεται συνεχώς από την εφημερίδα της οργάνωσης, και μάλιστα συχνά εικονογραφεί το κύριο άρθρο του Αρχηγού Μιχαλολιάκου, στέλνοντας το μήνυμα στους ανήσυχους (και τους υπόδικους) συναγωνιστές, ότι η σβάστικα παραμένει στο μπράτσο και στο μυαλό της ηγεσίας.
Τον περασμένο Νοέμβρη είχαμε και ένα άλλο παρόμοιο κρούσμα, με την έκδοση από τη Χρυσή Αυγή ενός βιβλίου το οποίο έχει μοναδικό στόχο να παρουσιάσει τον Παλαμά ως ανοιχτό υποστηρικτή του Χίτλερ (Κωστής Παλαμάς, «Αιρετικά κείμενα κατά της πολιτικής “ορθότητας”», Νέα Σπάρτη, Αθήνα 2018).
Η έκδοση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον τεκμηριώνει τη βαθιά πίστη της οργάνωσης στον Χίτλερ και ασφαλώς καταρρίπτει τις ψευδολογίες που περιέχονται στις απολογίες του Μιχαλολιάκου και των συνεργατών του και αναπαράγονται από τους μάρτυρες υπεράσπισης στη μεγάλη δίκη.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι βέβαια διακριτικός, αλλά ο τρόπος που το προβάλλει η οργάνωση στην επίσημη εφημερίδα της είναι απολύτως δηλωτικός για τη σκοπιμότητα της έκδοσης.
Η διαφημιστική καταχώριση επιγράφεται «Ο Κωστής Παλαμάς γράφει για το κίνημα του Αδόλφου Χίτλερ», ενώ το συνοδευτικό κείμενο είναι αποκαλυπτικό: «Στο πραγματικά βαρυσήμαντο και προφητικό άρθρο του μεγάλου εθνικού μας ποιητή υπό τον τίτλο “Εθνικόφρων Σοσιαλισμός”, ο Κ. Παλαμάς αναλύει τη σπουδαιότητα της μεγάλης ιδεολογικής παρακαταθήκης, όπως αυτή εμφανίστηκε μέσα από τον συνδυασμό του Εθνικισμού και του Σοσιαλισμού, προορισμένος να επιφέρει ανθηρά αποτελέσματα για τους λαούς της Ευρώπης, ως υγιές και ουσιαστικό αντιστάθμισμα στην πνευματική ψώρα του υλιστικού κομμουνισμού-μπολσεβικισμού και των παραφυάδων του, όσο και της έτερης όψης του ιδίου νομίσματος, του φθοροποιού καπιταλισμού και των θιασωτών του. Στο άρθρο αυτό ο Μεγάλος Ποιητής διαβλέπει τη μοναδική ευκαιρία για πνευματική αντίσταση, από αυτούς που εμφορούνται από πατριδολατρικές και εθνικιστικές ιδέες καθώς και από σοσιαλιστικές πρακτικές».

Ο Παλαμάς ως… ναζιστής

Το άρθρο του Παλαμά, γύρω από το οποίο περιστρέφεται η έκδοση της Χρυσής Αυγής («Εθνικόφρων Σοσιαλισμός», εφ. «Εμπρός», 2.8.1923) εκφράζει πράγματι το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια του Παλαμά προς ένα κίνημα το οποίο συνταίριαζε τότε σε «οξύμωρο σύμπλεγμα» δύο αντίρροπες πολιτικές κατευθύνσεις, την «πατριδολατρία» και τον «σοσιαλισμό».
Η προσοχή του ποιητή στρέφεται ειδικά στην προσωπικότητα του Χίτλερ, «όστις αντιτίθεται εις τον ορθόδοξον σοσιαλισμόν, τον πρεσβεύοντα την άρνησιν και καταφρόνησιν των πατρίδων». «Τα πρώτα του κηρύγματα παρείχεν επί πληρωμή εις αιθούσας αποκέντρων ζυθοπωλείων. Σήμερον είναι ηγέτης κόμματος το οποίον από άκρου εις άκρον συγκλονίζει την Βαυαρίαν. Ο λόγος του γοητεύει. Το δημοσιογραφικόν του όργανον έχει μεγάλην διάδοσιν. Είναι ο μεταφυτευτής του φασισμού και μεταφυτευτής του φασισμού και μεταρρυθμιστής του επί το γερμανικώτερον».
Δύσκολο να μην ταυτιστεί με την περιγραφή ο Αρχηγός της Χρυσής Αυγής. Ακόμα πιο σημαντική για τη ναζιστική οργάνωση είναι η συνέχεια του παλαμικού κειμένου, όπου περιγράφεται η μπιραρία-εντευκτήριο των ακροατών του Χίτλερ: «Διαλέγεται [ο Χίτλερ] καθ’ εκάστην δημοσία εις μίαν αίθουσαν των αναριθμήτων ζυθοπωλείων του Μονάχου. Πολύ προ της ταχθείσης ώρας η αίθουσα υπερπλήρης. Οι ακροαταί του στοιχεία ετερογενή εξ όλων των τάξεων. […] Στρατιά ωργανωμένη νέων εθνικοφρόνων σοσιαλιστών εκτελεί καθήκοντα αστυνομικά, επιβλέπει την τάξιν. Κυκλοφορεί η μπύρα, ο καπνός θολώνει την ατμόσφαιραν. Την αίθουσαν διακοσμούν σημαίαι με λευκών σταυρών εμβλήματα και διαγράμματ’ ανθρωπίνων κρανίων. Τέλος εμφανίζεται ο ρήτωρ. […] Η ευγλωττία του εξαιρετική. […] Αι φράσεις του συνωδευόμεναι με κινήματα έντονα της δεξιάς χειρός, τινάζονται ως μύδροι, εξακοντίζονται πυροτεχνήματα. […] Κατακτά ταχέως τους ακροατάς του. […] Αλλοίμονον εις εκείνον όστις αποπειραθή να βάλη εμπόδια εις τον δρόμον του ρήτορος, διακόπτων. Συλλαμβάνεται, ξυλοκοπείται, αποδιώκεται διά της βίας».
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους για τους οποίους ενθουσιάστηκε η Χρυσή Αυγή με το άρθρο αυτό.
Σχολιάζει στον πρόλογό της η οργάνωση: «Με καθαρή σκέψη, ξεχωριστό θάρρος και περισσή αντικειμενικότητα, ο Παλαμάς αναφέρεται στον Χίτλερ, στο δύσκολό του ξεκίνημα» (σ. 120). Εκείνο που της χαλάει κάπως τη συνταγή είναι η αναφορά του Παλαμά στο γεγονός ότι ο Χίτλερ πληρωνόταν για να βγάζει λόγους. Εξηγούν οι χρυσαυγίτες: «Ενα κίνημα αντικαπιταλιστικό και μη χρηματοδοτούμενο δεν μπορεί να αντέξει τις οικονομικές ανάγκες του κοινοβουλευτισμού. […] Ο Χίτλερ θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα από τις συνδρομές, για να συντηρήσει το κόμμα του, δίδοντας στους οπαδούς του τη δυνατότητα να νιώθουν ότι και εκείνοι κάτι ουσιαστικό προσέφεραν στο κίνημα. […] Αλλά και ο Γκέμπελς συγκέντρωνε χρήματα στις συνελεύσεις. Το πνεύμα της αυτοθυσίας αυτής είχε αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται 1.500 μάρκα μηνιαίως, το 1926. Αργότερα, η κατάσταση έγινε δυσκολότερη, με τις συλλήψεις εναντίον των εθνικοσοσιαλιστών, κυρίως στο Βερολίνο» (σ. 120).
Εδώ πια οι χρυσαυγίτες αισθάνονται να ταυτίζονται απολύτως με το χιτλερικό κόμμα, το NSDAP. Αποκαλυπτική είναι και η συνέχεια του σχολίου τους: «Τότε, σύμφωνα με τον Δρα Γιόζεφ Γκέμπελς, βρέθηκαν αρκετά χρήματα, μέσω αγνής και άδολης αλληλεγγύης, για να στηρίξουν τους πληγωμένους συναγωνιστές τους».
Η περιγραφή θυμίζει έντονα τα αυτοβιογραφικά πονήματα του Ν. Μιχαλολιάκου, όπου ο Αρχηγός αποδίδει τη χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής σε ένα λαχείο που υποτίθεται ότι κέρδισε την κατάλληλη στιγμή ένας μη κατονομαζόμενος «συναγωνιστής» (Ν.Γ. Μιχαλολιάκος, «Εχθροί του καθεστώτος. Χρυσή Αυγή 1993-1998», εκδ. Ασκαλών, Αθήνα 2000, σ. 44-45).
Παρά το γεγονός ότι η αρθρογραφία του Παλαμά την περίοδο εκείνη ήταν πυκνότατη, δεν υπάρχει άλλο κείμενό του που να αναφέρεται στο πρόσωπο του Χίτλερ. Ο λόγος είναι βέβαια απλός.
Τρεις μόνο μήνες μετά το άρθρο «Εθνικόφρων Σοσιαλισμός», ο Χίτλερ είχε αποπειραθεί το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπιραρίας και είχε καταλήξει στη φυλακή. Η αρχική εικόνα του Παλαμά είχε πλέον ξεθωριάσει. Αυτό δεν εμποδίζει, βέβαια, τη χρυσαυγίτικη έκδοση να αναφέρει κάθε λίγο τον Χίτλερ σε υποσημειώσεις για άλλα άρθρα του Παλαμά και να χρησιμοποιεί παραθέματα από το «Ο Αγών μου». Οι προσθήκες αυτές είναι εντελώς αυθαίρετες.
Σε άρθρο, λ.χ., του 1921 ο Παλαμάς αναφέρει κάπου το Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Το σχόλιο των χρυσαυγιτών είναι ότι στην πόλη Μάρμπουργκ «διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 1926 το συνέδριο του Ναζιστικού κόμματος, ενώ ένας εκ των ομιλητών του ήταν και ο Αδόλφος Χίτλερ» (σ. 199).
Πολύ περισσότερες αναφορές σε άρθρα του Παλαμά υπάρχουν για τον Μουσολίνι, όμως αυτές δεν είναι και τόσο κολακευτικές. Ο ηγέτης του ιταλικού φασισμού αποκαλείται από τον Παλαμά «ιταμός απόστολος της ωμής δράσεως» και αναφέρεται ως «εκστομίσας εις την Διάσκεψιν της Λωζάννης την ρήσιν περί της βίας των όπλων ως φαρμάκου θαυμαστώς θεραπεύοντος πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» («Μουσσολίνι», εφ. «Εμπρός», 18.11.1922).
Βέβαια η Χρυσή Αυγή δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα, εφόσον και στα προγραμματικά της κείμενα διαχωρίζεται από τον φασισμό (που βασίζεται στον κρατισμό) και ταυτίζεται με τον ναζισμό (τον φυλετισμό). Ετσι δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι ο Παλαμάς «σεβάστηκε τον εθνικοσοσιαλισμό», αλλά «προβληματίστηκε» με τον ιταλικό φασισμό και τον Μουσολίνι (σ. 148).

Ο Παλαμάς ως… σιωνιστής

Με την ίδια ευκολία που οι χρυσαυγίτες παρουσιάζουν τον Παλαμά ως χιτλερικό ομοϊδεάτη τους, κάποιος άλλος θα μπορούσε να τον θεωρήσει «σοσιαλιστή», εφόσον οι αναφορές του ποιητή για τον Ζαν Ζορές, την ίδια περίοδο, υπήρξαν εξίσου θερμές («Ζωρές», εφ. «Εμπρός», 23.7.1916).
Μετά δε την αθώωση του δολοφόνου του Γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη, ο Παλαμάς κατηγορεί τους δικαστές ότι «ενήργησαν υπό το κράτος εξάλλου πατριδολάτριδος συγκινήσεως», επειδή ο Ζορές «παρουσιάζετο εις τα όμματα των πατριδοπλήκτων ως εχθρός αυτής της πατρίδος» («Η αθώωσις ενός φονέως», εφ. «Εμπρός», 27.3.1919).
Το χειρότερο για τους χρυσαυγίτες είναι ότι εκτός από τη συμπάθειά του για τον «κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό» (Ζορές) και τον «εθνικόφρονα σοσιαλισμό» (Χίτλερ), την ίδια περίοδο ο Παλαμάς εκδηλώνει ανάλογη συμπάθεια και για τον… σιωνισμό και θαυμασμό για τα χαρίσματα των Εβραίων: «Ιδέα από τας τολμηροτέρας και μεγαλειτέρας, αι οποίαι όχι προ πολλού καιρού ανεφύησαν, ετράφησαν, ανεπτύχθησαν, είνε το όνειρον της εθνικής παλιγγενεσίας των υιών του Ισραήλ. Η αποκατάστασις αυτών εις την γην των πατέρων. Η ανίδρυσις του βασιλείου της Παλαιστίνης. Οι οπαδοί της ιδέας ταύτης είναι οι κοινώς γνωριζόμενοι υπό το όνομα Σιωνισταί. […] Οι με φανατικήν προσήλωσιν αφωσιωμένοι εις τα θρησκευτικά πάτρια ομόφυλοί των δεν καλοβλέπουν τον σιωνισμόν· αυτοί περιμένουν ακόμη τον Μεσσίαν. […] Εξ άλλου οι εξευρωπαϊσθέντες Ισραηλίται δεν βλέπουν τον λόγον διατί να εγκαταλίπουν τας νέας πατρίδας των, μέσα εις τας οποίας άλλως τε και διακρίνονται, με τα υπέροχα χαρίσματά των, εις όλους τους κύκλους της σκέψεως και της δράσεως. […] Εν μέσω των δύο τούτων ρευμάτων υψούται ακλόνητος ο βράχος της μεγάλης Ιδέας του Σιωνισμού» («Οι Σιωνισταί», εφ. «Εμπρός», 19.11.1917).
Γράφοντας μάλιστα σε εβραϊκό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς θα αποκαλύψει τη «συγκίνηση» που «αθέλητα» του προξενεί «η ιδέα του Σιωνισμού, ανάλογα στη σκέψι μου με όλες τις διαφορές με το πανελλήνιο ιδανικό που πήρε το όνομα, Μεγάλη Ιδέα» (εφ. «Le Jeune Juif», Θεσσαλονίκη, 1.1.1928).

Ο Παλαμάς και οι μπολσεβίκοι

Ακόμα και μέσα στην ελληνική Βουλή ο Μιχαλολιάκος είχε χρησιμοποιήσει στίχους του Παλαμά κατά των μπολσεβίκων για να ισχυριστεί ότι «εάν ζούσε ο Παλαμάς θα τον λέγατε φασίστα, θα τον λέγατε χρυσαυγίτη» (Πρακτικά Βουλής, 8.5.2016).
Βέβαια ο Παλαμάς, ακολουθώντας το βενιζελικό ρεύμα, είχε αναπτύξει μαχητική αρθρογραφία κατά της Ρωσικής Επανάστασης και του Λένιν. Ομως αυτό δεν τον εμπόδιζε να παρατηρεί με ενδιαφέρον και ανάμεικτα αισθήματα τις εξελίξεις στη Ρωσία και κυρίως να υπογράφει πρώτος την «Εκκληση των Ελλήνων διανοουμένων υπέρ των πασχόντων πληθυσμών της Ρωσίας», μαζί με τον Ν. Καζαντζάκη, τον Κ. Θεοτόκη, τον Αγγ. Σικελιανό, τον Κ. Βάρναλη κ.ά.
Στο κείμενο αυτό οι υπογράφοντες δηλώνουν ότι ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του Μαξίμ Γκόρκι «ανεξαρτήτως πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών ιδεολογιών», αλλά δεν αποφεύγουν να δηλώσουν ότι «στην απέραντη και πολυσύνθετη εκείνη χώρα [σ.σ. τη Ρωσία] το πνεύμα του ανθρώπου δοκιμάζει σήμερα την υψηλότερη πτήσι του» και «δεν είναι τώρα η στιγμή να συζητήσουμε το τι έγεινε στην Ρωσσία και αν αυτό που έγεινεν ανταποκρίνεται προς τις ιδέες του καθενός μας. Για το έργο αυτό ας αφήσουμε να αποφανθή τελειωτικά η ιστορία. […] Είμαστε κ’ εμείς οι Ελληνες διανοούμενοι πνευματικά παιδιά της Ρωσσίας των Δοστογέφσκυ, των Τολστόη, των Γκόρκυ, των Ανδρέιεφ και τόσων άλλων Ρώσσων διδασκάλων που μας βοηθήσανε να ιδούμε το φως της καλλιτεχνικής αλήθειας, τον δρόμον του πολιτισμού. Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε τις θυσίες που το Ρωσσικό πνεύμα δεν αρνήθηκε ποτέ για την πνευματική απελευθέρωση και την πνευματική εξίσωση του κόσμου. […] Ολοι εσείς που τραφήκατε από το μάννα του Ρωσσικού πνεύματος και οδηγηθήκατε από το ανέσπερο φως του Ρωσσικού ΛΟΓΟΥ, όλοι οι Ελληνες διανοούμενοι όσοι αναγνωρίζετε την ανάγκη της ανθρώπινης αλληλεγγύης ως βασικού στοιχείου του πολιτισμού, μη ξεχνάτε τι οφείλουμε στη Ρωσσία και πόσο η σκέψη μας και το αίσθημά μας θα είτανε στενώτερα και πιο φτωχά, αν δεν βρισκότανε η Ρωσσία των μεγάλων συγγραφέων και των μεγάλων δημιουργών να μας θρέψη με το πλούσιο γάλα της ζωής από τα γερά της στήθη» (εφ. «Πατρίς» και «Ριζοσπάστης», 24.10.1921).
Για τον καθαρά πολιτικό χαρακτήρα της «Εκκλησης» αρκεί να αναφερθεί το οργισμένο σχόλιο μιας δεξιάς εφημερίδας: «Χωρίς να ερωτήσωμεν διατί αυτοτιτλοφορούνται “Διανοούμενοι” πολλοί εκ των εν λόγω κυρίων, ερωτώμεν την νεοπαγή αυτήν ομάδα: Διατί ενώ η πατρίς πολεμά ακόμη, […] διατί, οι Ελληνες αυτοί “διανοούμενοι” δεν συνεκινήθησαν ποτέ; […] Διατί φλυαρούντες εις αηδεστάτην ελληνικήν υπέρ των συμφορών του αναξιοπαθούντος ρωσσικού λαού, ετόλμησαν μωρότατα να γράψουν ότι ημείς οι Ελληνες, οι απόγονοι των γιγάντων του Νου, οφείλομεν εις τους Ρώσσους “τα φώτα της καλλιτεχνικής αλήθειας” - ωσάν να μη υπήρχεν εις τας Αθήνας ο Παρθενών; […] Διατί; Διότι εις την Ελλάδα, ίσως ήτον η Νίκη άπτερος, αλλ’ η ντροπή έχει προ πολλού κάμει πτερά» («Προς “Διανοούμενους”», εφ. «Η Καθημερινή», 25.10.1921).

Οι δύο φωνές του Παλαμά

Η αλήθεια είναι ότι ο Παλαμάς αμφιταλαντεύεται απέναντι στα νέα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα. Το δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, περιγράφοντας το πώς βιώνει τη μεταβατική εκείνη εποχή: «Ζώμεν εις καιρούς μεγάλους, επικούς. […] Από του πολυσάλου χάους τον πάταγον, δύο φωναί αποχωρίζονται. Η μία είνε θλιβερά […] θέλει να είπη: […] Το κοσμοπολιτικόν ιδεώδες εξέπνευσε. Διεθνής αναρχία κρατεί. […] Αι σχέσεις των εθνών μόνον επί της βιαίας δυνάμεως στηρίζονται. […Αλλη φωνή] αντιλέγει. […] Της νεωτέρας Ευρώπης η ιστορία δεν είνε αναρχία διηνεκής· είνε συνεχής πρόοδος προς εγκατάστασιν της βασιλείας του Δικαίου. […] Του κοσμοπολιτισμού η προκοπή εξαρτάται από τον θρίαμβον του Εθνισμού. Τα δύο αντίπαλα ιδανικά συγγενεύουνε, καθώς το Δίκαιον και η Ελευθερία» («Αι δύο φωναί», εφ. «Εμπρός», 15.7.1918).
Αν εξαιρέσει κανείς τον αγώνα υπέρ της δημοτικής, στον οποίο στρατεύθηκε εξ αρχής με προσωπικό κόστος, ο Παλαμάς αυτοπαρουσιάζεται αναποφάσιστος και δίβουλος: «Ανήκω εις την τάξιν των πτωχών εκείνων αδυνάτων και παθητικών όντων, τα οποία, φερέοικα, περιπλανώμενα, δεν βλέπουν εν τούτοις παρά εις ανοικτούς ορίζοντας, με βάδισμα κάτι περισσότερον ομού και κάτι ολιγώτερον του ευσταθούς βήματος των με δεδηλωμένας γνώμας και με γεωμετρικά φρονήματα ανθρώπων· βάδισμα που μετέχει και του τρικλίσματος των νηπίων ή μεθυσμένων και της εξάρσεως των με πτερά ωπλισμένων υπάρξεων. Θυσιάζω διαδοχικώς, εις το πέρασμά μου, επάνω εις τους βωμούς όλων των θρησκειών, και θα ηδυνάμην να λατρεύω τους Θεούς όλων των δογμάτων· οι έρωτές μου διατρέχουν όλην την μουσικήν κλίμακα και από τας χορδάς όλας της μυριοχόρδου άρπας τας οποίας εγγίζουν, θα ήθελαν να αποσπάσουν την αρμονίαν. Εις το βάθος της αναποφασίστου, αμφιβόλου, ερασιτεχνικής και θηλυπρεπούς -δεν φοβάμαι την λέξιν- καταστάσεως ταύτης ή, ακριβέστερον, ακαταστασίας, ίσως υπάρχει κάποια φιλοσοφική λογικότης και κάποια ακολουθία, αξία τουλάχιστον συμπαθείας, συγκαταβάσεως. Πιστεύω εις τους Θεούς παντός είδους και προελεύσεως, όσον δεν πιστεύω εις τους ανθρώπους» («Ζωρές», εφ. «Εμπρός», 23.7.1916).
Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος σκέψης του Παλαμά έχει επισημανθεί από τους σοβαρότερους μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας: «Η κριτική παρατήρησε ότι στην ποιητική σκέψη του Παλαμά κυριαρχεί ένας δυαδισμός, μια ταλάντευση ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους, που είτε τους δέχεται είτε τους αρνιέται και τους δύο: και τούτο και εκείνο - ή ούτε τούτο ούτε εκείνο: η έντονη δράση και η απόμερη ζωή, η άρνηση και η θέση, η πίστη και η απιστία» (Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, σ. 192-3).
Ο «δυαδισμός» αποτυπώνεται φυσικά στο ποιητικό του έργο. Ακόμα και στο ίδιο ποίημα. Γράφει στην «Ποιητική» (28.3.1917): «Κράξε: Η πατρίδα υπέρτατη! / Κι όσο αίμα να της δώσης / το αίμα του κόσμου ανήμπορο για να την ξεπληρώσης».
Αλλά λίγους στίχους πιο πάνω: «Με των εθνών τα λάβαρα / πώς σέρνουν το κατόπι / καρδιές ευκολομάλαχτες / θαμποί πατριδοκόποι! / Εσύ αντιστάσου, αταίριαστος, / και τόλμα να κηρύττης: / Του ΚΟΣΜΟΥ είμαι πολίτης, / πατρίδα έχω τη γη!» («Τα παράταιρα», Αθήνα 1919).

Ο Παλαμάς και ο φυλετισμός

Η Χρυσή Αυγή έχει βρει μόνο ένα άρθρο του Παλαμά με αναφορά στον Χίτλερ μετά την ανάρρηση του NSDAP στην εξουσία το 1933. Πρόκειται για το κείμενό του σχετικά με το δημοψήφισμα στο Σάαρ στις 13.1.1935.
Ο Παλαμάς αναλύει το αποτέλεσμα, με το οποίο οι κάτοικοι της περιοχής υποστήριξαν μαζικά την ένωσή τους με τη Γερμανία («Αι συνέπειαι του δημοψηφίσματος μετά τον γερμανικό θρίαμβο», εφ. «Η Καθημερινή», 16.1.1935). Το σχόλιό του είναι ότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποβεί υπέρ της ειρήνης, σύμφωνα με τις θέσεις της Αγγλίας, και να πάψει ο «αχαλίνωτος και άνευ ελέγχου εξοπλισμός της Γερμανίας» και η «άνευ ουδενός ηθικού περιορισμού» καταγγελία της Συνθήκης των Βερσαλιών.
«Η Αγγλία», εκτιμά ο Παλαμάς, «αντιληφθείσα την νόθον και επικίνδυνον αυτή κατάστασιν κατέβαλλε πάντοτε ειλικρινή προσπάθεια διά να επιτύχει μίαν συμφωνίαν επί του αφοπλισμού με το αντάλλαγμα της αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων».
Αυτό το καθαρά ειρηνόφιλο κείμενο επιχειρεί η Χρυσή Αυγή να το εμφανίσει ως δείγμα υποστήριξης του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, εφόσον «έχουν ήδη προηγηθεί καύσεις βιβλίων, έχουν γίνει γνωστές οι πολιτικές θέσεις των εθνικοσοσιαλιστών και η ρητορική τους έχει ήδη συγκλονίσει όλη την Ευρώπη» (σ. 122).
Το κρίσιμο ζήτημα είναι βέβαια αν ο Παλαμάς υιοθέτησε το ειδοποιό στοιχείο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, δηλαδή τη φυλετική θεωρία και ειδικότερα τον αντισημιτισμό. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Μπορεί να αντιμετωπίζει με ενδιαφέρον τους πρώτους «διδάξαντες», δηλαδή τον Χιούστον Τσάμπερλεν και τον Γκομπινό, αλλά δεν υιοθετεί τις θέσεις τους (βλ. εφ. «Εμπρός»: «Ο προφήτης του Παγγερμανισμού», 18.8.1914, «Εις Μισέλλην», 22.8.1914, «Τσάμπερλαιν», 5.10.2016).
Παρά το γεγονός ότι πέθανε το 1943, πολύ προτού αποκαλυφτεί σε όλη της την έκταση η φρίκη της «Τελικής Λύσης», ο Παλαμάς είχε πάρει τις αποστάσεις του από τους εγχώριους απολογητές του ναζισμού και είχε κατακεραυνώσει τους συγχρόνους του για τη ροπή στον αντισημιτισμό.
Με άρθρο του σε αθηναϊκή εφημερίδα, υμνούσε τον Στέφαν Τσβάιχ και κατηγορούσε τον Θέμο Αθανασιάδη-Νόβα, που φλέρταρε με τον ναζισμό. Ο Αθανασιάδης-Νόβας είχε κατακρίνει το ανέβασμα του αντιμιλιταριστικού και αντιφασιστικού έργου «Του φτωχού τ’ αρνί» του Τσβάιχ από το Εθνικό Θέατρο με ένα κλασικό αντισημιτικό επιχείρημα που ακούγεται και σήμερα: «Ο Τσβάιχ είναι Εβραίος και η κριτική μασονία που τον επέβαλε επίσης εβραϊκή. […] Στη σημερινή Γερμανία συντελείται μία αποκατάσταση αξιών, ιδρύεται νέα πνευματική ιεραρχία. Οχι μόνον γιατί έχει αλλάξει το πνεύμα του λαού, αλλά γιατί η φιλολογική κριτική ελευθερώθηκε επιτέλους από τα χέρια των Εβραίων» (εφ. «Νέος Κόσμος», 8.11.1934). Ο Παλαμάς απάντησε με έναν ύμνο στον Τσβάιχ και μια εκπληκτική φράση: «Ο Τσβάιχ είναι στα χρόνια μας αριστοτέχνης, είν’ ένας συγγραφέας από τους ονομαστούς και τους έξοχους. […] Εβραίος ή Αθηναίος» (10.11.1934). Αλλά ο Αθανασιάδης-Νόβας επέμεινε: «Οχι διδάσκαλε, δεν κάνει το ίδιο…».
Αν λοιπόν έψαχναν για κάποιον ποιητή ομοϊδεάτη τους οι χρυσαυγίτες, ατύχησαν με τον Παλαμά. Καλά θα έκαναν να περιοριστούν στον Αθανασιάδη (αδελφό του γνωστού «αποστάτη»), ο οποίος είχε υιοθετήσει πλήρως τη ναζιστική προπαγάνδα: «Μου είπαν πως ο Τσβάιχ το έγραψε για να χτυπήσει τον Χίτλερ. Αλλά τότε τόσο το χειρότερο για το “Εθνικό” που έσπευσε να υιοθετήσει ένα έργο της χονδροειδέστερης εβραϊκής βαγαποντιάς. […] Οι Εβραίοι, από τότε που πήραν το θάρρος να πολιτεύονται, έχουν τη μανία της προπαγάνδας» (15.11.1934).
Στο τελευταίο του σημείωμα κατά του Παλαμά (18.11.1934), ο Αθανασιάδης-Νόβας προβλέπει και τον αποκλεισμό των Εβραίων από την Ευρώπη: «Στη Γερμανία σήμερα συντελείται μια αποκατάσταση αξιών και ο Τσβάιχ, που ίσως ακόμα περνά ως φυσιογνωμία Ευρωπαϊκή, αύριο δεν ξέρω τι θα είναι. Αυτό ερέθισε τους επικριτάς μου». (Για την υπόθεση αυτή, βλ. Κ. Πορφύρης], «Ενα επεισόδιο από την ιδεολογική προετοιμασία της 4ης Αυγούστου. Του φτωχού τ’ αρνί», περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», τχ. 141, Σεπτέμβριος 1966, σ. 205-8).
Η ενασχόληση της Χρυσής Αυγής με τον Παλαμά δεν είναι φυσικά ικανή να αμαυρώσει την αίγλη του ποιητή ούτε μπορεί να πείσει κανέναν να υιοθετήσει τη δική της «εθνικοσοσιαλιστική» οπτική. Ωστόσο είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για την εμμονή της οργάνωσης στον χιτλερισμό, σε πείσμα των αρνήσεων και των διαψεύσεων.
Η κηδεία του Παλαμά, τον Φεβρουάριο του 1943, δίνει την τελειωτική απάντηση στη διαστρέβλωση των νοσταλγών του ναζισμού. Το μαζεμένο πλήθος αποδοκίμασε τους εκπροσώπους των κατοχικών δυνάμεων που πλησίασαν στο νεκροταφείο (Θ.Δ. Φραγκόπουλος, «Η κηδεία του Παλαμά από έναν αυτόπτη», περ. «Νέα Εστία», τ. 134, τχ. 1595, Χριστούγεννα 1993, σ. 159), ενώ ο βαθύς μελετητής και βιβλιογράφος του Γιώργος Κατσίμπαλης έσπευσε να πετάξει μακριά το στεφάνι που κατέθεσαν δύο Γερμανοί αξιωματικοί εκ μέρους του Χίτλερ (Ν.Ι. Κωστάρας, «Ενα κερί στον Κολοσσό του Μαρουσιού», στο ίδιο, σ. 262).

Ο Παλαμάς και η πολιτική

«Για τα πολιτικά ζητήματα που μας περισφίγγουν και δεν μας αφίνουν στιγμή να ξανασάνουμε, δεν έχω καμιά ιδέα σαφηνισμένη, ξεκαθαρισμένη, που ν’ αξίζη να δηλωθή. Εντυπώσεις έχω. Αλλο ζήτημα. Ας τη φυλάξω για τον εαυτό μου. […]
Ακόμα δεν κατόρθωσα, ζυγίζοντας στη σκέψη μου τα πολιτεύματα, να καταλάβω ποιο βαραίνει περισσότερο. Ολα, βασιλείες, δημοκρατίες, ακόμα και οι δικτατορίες, πάντα με την απαραίτητη προϋπόθεση μιας ελευθερίας να εκφράζεται η σκέψις, μου φαίνονται σχετικά, κατά την ώρα και την περίσταση που ήρθαν, από τους άρχοντες και από τα πρόσωπα, ικανά να οδηγήσουν τους λαούς προς τα μεγαλουργήματα ή να τους εξοντώσουν.
Οι πολιτικοί που πρωτοστατούν την ώρα αυτή στην πολιτική σκηνή μου παρουσιάζονται σχεδόν όλοι, ποιος περισσότερο και ποιος λιγότερο, άξιοι να τους προσέξουμε και να τους συμπαθήσωμε. Μονάχα όταν ακούω ή διαβάζω φιλιππικούς εναντίον των, οσάκις τύχη οι φιλιππικοί αυτοί να μη μου κινήσουν το χαμόγελο ή την αηδία, με κάνουν πάλι ν’ αμφιβάλλω και να δυσπιστώ. Οι κρίσιμοι βαρειοί καιροί ποτέ δεν έπαψαν να κρατούν το έδαφός μας σεισμόπληχτο.
Αυτό το “δεν πάμε καλά” το ακούω από την ώρα που ήρχισα να διαβάζω την ιστορία μας.
Αλλά μη περιμένετε από ένα ποιητή να πάρετε συμβουλάς και φάρμακα να προμηθευθήτε για τον άρρωστο.
Ηξευρε τι έκανε ο Πλάτων όταν έδιωξε τον ποιητή από την Πολιτεία του».
(Κωστής Παλαμάς, «Αι πολιτικαί απόψεις του ποιητού», επιστολή στον «Ελεύθερο Τύπο», 31.10.1926)

Δεν υπάρχουν σχόλια: