«Ελληνική πνευματική γρίπη»: η «πρωτοποριακή» σκέψη της «αυτοϊκανοποίησης και του αυτοθαυμασμού»
Νίκος Παναγιωτόπουλος*
«Πώς μπορούμε να απευθυνθούμε σ’ εκείνους που, όταν μιλούν για ιδεώδη,
πιστεύουν και ότι τα διαθέτουν, και μάλιστα πιστεύουν ότι τα διαθέτουν
ακόμη κι όταν κάνουν το αντίθετο;».
Καρλ Κράους
Ζούμε
σε μια εποχή που είναι αδύνατον να κάνεις κριτική και, ταυτόχρονα, να
μην κάνεις. Ακολουθούν αποσπάσματα από συνέντευξη ενός καλλιτέχνη
αναφερόμενου, πριν από λίγες μέρες, σε υπουργό Πολιτισμού.
«[…]
Χειρότερο από «μακακία». Κουκούτσι (μυαλό); Εκείνη με την μπέρτα, το
σάλι και το ταγάρι; Αλλο UFO κι εκείνη. […] Είναι σαν να δωρίζεις το
ρολόι-κειμήλιο από τον παππού σου. Που κι εκείνος το είχε πάρει από τον
δικό του παππού. […] Μόλις έγινε το περιστατικό, πήρα τον Σταύρο Ξαρχάκο
και ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια… […] «Αυτοκτόνησε» με αυτό που μου
πρότεινε. …Πήγα στον Σταύρο ένα μικρό εργάκι, μια μινιατούρα του Δρομέα.
Ο Σταύρος ενθουσιάστηκε και αμέσως το πήγε στον Εβερτ. …Ετσι, λοιπόν,
εγκρίθηκε και το έργο κατέληξε στην πλατεία Ομονοίας. […] Η κοινωνία
λειτουργεί σαν ένα χαοτικό σύστημα, το οποίο δεν μπορείς να το
αντιμετωπίζεις με θεωρητικές σκέψεις. […] Εχω ψηφίσει κι αυτόν τον π...
(αναγκάζομαι [λέει ο δημοσιογράφος] να αφαιρέσω τον χαρακτηρισμό λόγω
δημοσιογραφικής ευπρέπειας) Τσίπρα... […] Είμαι ο μοναδικός γλύπτης στον
κόσμο με ναυάγιο στο παθητικό του…»*
*
Κώστας Βαρώτσος: «H Ζορμπά; Σαν ένα UFO να προσγειώνεται στο Υπουργείο Πολιτιαμού
******************************************
Θα
μπορούσα να σταματήσω εδώ και να τα επαναλάβω μέχρι να μην είχα άλλο
χώρο. Παρωδία της παρωδίας. Η επαναληπτική παράθεση των λεγομένων του
καλλιτέχνη θα έπρεπε να αρκεί για να αποκαλυφθεί το ήθος το οποίο
ενσαρκώνει: ένας φορτισμένος από ανασφαλείς επιδειξιομανίες γραφικός
αριστοκρατικός ιντελεκτουαλισμός στην εκδοχή μιας εστέτ λατρείας των
λογολογικών πολιτικών παρεκκλίσεων άνευ αποτελέσματος και συνέπειας,
ένας κυνικός ριζοσπαστισμός χωρίς καμιά αναφορά στην πρακτική, ένας bon
pour l’orient ανενδοίαστος σεξισμός συνυφασμένος με έναν βαθύ ταξικό
ρατσισμό, ένας δογματικός σχετικοκρατισμός απέναντι σε ό,τι δεν
καταλαβαίνει. Υλικά τυλιγμένα με τα «λεκτικά τερψιλαρύγγια» μιας
«ηρωικής» πόζας ενός αναστοχασμού χωρίς στοχασμό σ’ ένα απελευθερωμένο
από τα πάντα και αδιάφορο για τα πάντα ύφος.
Σε
μια εποχή στην οποία ο θαυμασμός και η αποδοχή δεν προϋποθέτουν την
κατανόηση και, μέσα στην ενημερωτική σφαίρα της αυθαιρεσίας, που ένας
χαοτικός εμπειρισμός «ενσωματώνει τα πάντα γιατί δεν αντιλαμβάνεται
τίποτε» με τη δικαιολογία ότι καταγγέλλει, πολλαπλασιάζονται τέτοιες
πόζες – πόζες που συνήθως υιοθετούνται από αυτούς που πέρασαν στη
διάρκεια της ζωής τους, με χαρακτηριστική άνεση και ευκολία, από τον
«κομφορμισμό της ανατροπής και της επιβεβλημένης επαναστατικότητας» στον
«κομφορμισμό της συναινετικής ενσωμάτωσης».
Είναι
συνήθως οι πόζες όλων αυτών που έφτασαν σε ένα σημείο της κοινωνικής
τροχιάς τους όπου ακυρώνουν την αναγκαιότητα του «οξυγόνου της
δυνατότητας» επειδή απλώς δεν μπορούν πια να το εισπνεύσουν. Είναι αυτοί
οι μάστορες στην προσποίηση που θεμελιώνουν σήμερα την ισχύ τους στη
συμμαχία με τους τοκογλύφους της ημιμάθειας και με τους ρεφενδάριους,
ιερομνήμονες και λαμπαδάριους των διαφόρων κρυφονεοφιλελεύθερων
πολιτισμικών ναών.
Είναι αυτοί που έχουν
εθιστεί στα πνευματικά και κοινωνικοπολιτικά ρεσάλτα και αισθάνονται πως
έρχεται πάλι ο καιρός τους, η εποχή που ο ρεαλισμός του κυνισμού θα
θεμελιώνεται στον κυνισμό του ρεαλισμού, που η άποψη πως η γνώση και η
τέχνη οφείλουν να καταστήσουν τον άνθρωπο καλύτερο θα θεωρείται εντελώς
ασύμβατη με τον «αμοραλισμό των σκοπών» που γεννούν οι γνωστές
διαδικασίες αποφυσιοποίησης των ιδεωδών.
Τα
τελευταία χρόνια της κρίσης, βλέποντας αρκετούς καλλιτέχνες να
προσπαθούν βιαστικά και καιροσκοπικά να μας πείσουν πόσο κοινωνικά και
πολιτικά θεμελιωμένες ήταν οι νέες δουλειές τους με αναφορά στην
ευρωπαϊκή κρίση, μου ερχόταν σχεδόν αντανακλαστικά στο μυαλό το δύσκολο
έργο «να τυλίγει κανείς μπούκλες πάνω σε μια καράφλα», αλλά και η
διάθεση να σχολιάσω δημόσια τον τρόπο της σχετικής επιχειρηματολογίας
περίπου με τον τρόπο του Μποντλέρ: «Καλλιτέχνης; Αμάν! Αμάν! Καλλιτέχνης
και στοχαστής; Ωχ!, ωχ!».
Τελικά, υπό το
βάρος της σκέψης πως θα παρέμβω σ’ έναν κυριαρχημένο από μια πνευματική
και ηθική συγχυσιοκρατία καλλιτεχνικό μικρόκοσμο όπου έχει επιτραπεί να
μη θεωρείται κανένας υπεύθυνος και για τίποτα, ακύρωνα την πρόθεσή μου.
Ετσι, δεν με εξέπληξε το γεγονός πως δεν υπήρξαν αντιδράσεις ούτε από
τον χώρο της τέχνης ούτε από τον ευρύτερο πνευματικό κόσμο, οι οποίες να
αναδεικνύουν τα ζητήματα που προκύπτουν από το ρητορικό ήθος της
συνέντευξης.
Δεν με εξέπληξε γιατί μου είναι
γνωστό πως, και στον πνευματικό χώρο, η κριτική είναι αποδεκτή μόνο όταν
δεν συγκροτεί πραγματική απειλή για τους θεσμούς και τα άτομα στα οποία
στοχεύει και όταν αυτός που την ασκεί δεν επιδιώκει πραγματικά να τον
πάρουν στα σοβαρά. Και μια πραγματική κριτική στο «ήθος» της συνέντευξης
αυτής όφειλε να αποτελεί απειλή.
Έτσι,
αναγκάστηκα δυστυχώς να παρέμβω∙ αναγκάστηκα γιατί είμαι πεπεισμένος πως
πρέπει να αντιδράσουμε στην τάση που τείνει να ισχυροποιηθεί στον
μικρόκοσμο των διανοουμένων: αρκεί ένα κακό να γίνει γνωστό ώστε να μην
έχει νόημα πια να προσπαθήσει κανείς να το διορθώσει.
Η
τάση αυτή οδηγεί σε μια στάση ανοχής, σε μια ηθική αρνητικής αρετής,
σύμφωνα με την οποία το να υποστηρίζει κανείς καθολικές αξίες σημαίνει
απλώς πως ενίοτε είναι ικανός να αποφεύγει την ύβρη. Η συνέντευξη αυτή
του συγκεκριμένου καλλιτέχνη αποτελεί επιτομή υψηλής συμβολικής
πυκνότητας μιας ολόκληρης διαδρομής: από την καλλιτεχνική (και πολιτική)
πλαστή πρωτοπορία μέχρι την αυθεντική πολιτική ουραγία, περνώντας από
τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό ο οποίος αναγνωρίζεται μέσα από
πολιτισμικούς μηχανισμούς που προσιδιάζουν σε μηχανισμούς διπλωματικών
σχέσεων μεταξύ διεθνών οργανισμών.
Σε αυτήν
αναγνωρίζονται όλοι οι ανενδοίαστοι Ταρτούφοι που έχουν συνηθίσει να
λοιδορούν, να ταπεινώνουν, να σφετερίζονται, πετώντας στα πόδια της πιο
ποταπής εξουσίας όλη την κληρονομιά των αγώνων για την κατάκτηση της
αυτονομίας του πνευματικού κόσμου και της υπεράσπισης των καθολικών
αξιών. Με το ύφος της ταυτίζονται όλοι αυτοί που, με το έθος του
«anything goes» και ένα ήθος που τους επιτρέπει να παίζουν ταυτόχρονα ή
διαδοχικά σε πολλά ταμπλό, έχουν ανακαλύψει τον τρόπο να «έχουν τα πάντα
και να μην πληρώνουν τίποτα».
Είναι τμήμα
όλοι αυτοί μιας ολόκληρης γενιάς πολιτισμικών παραγωγών οι οποίοι
διήλθαν, σε λιγότερο από τριάντα χρόνια, από τις μαοϊστικές και
τροτσκιστικές ομάδες σε θέσεις εξουσίας. Είναι όλοι αυτοί που
αυτοπροβάλλονται σήμερα ως ενσάρκωση της ελευθερίας, ενώ πλανιόνταν
«πάντα, σαν τα ρινίσματα σιδήρου, όπου τους οδηγούσαν οι συσχετισμοί
δύναμης» του χώρου τους.
Αναγκάστηκα, λοιπόν,
γιατί πρέπει να γίνει συνειδητό σε όλους πως το να συνηθίζει κανείς στο
κακό δεν είναι μόνο χειρότερο απ’ το ίδιο το κακό. Παύει, επίσης, να
αναγνωρίζεται η νομιμότητα της κριτικής του κακού.
Και λέω δυστυχώς αναγκάστηκα, γιατί η παρέμβαση αυτή γνωρίζει καλά πως η αλήθεια δεν έχει από μόνη της δύναμη.
*καθηγητής Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου