Ο «αρχετυπικός» Όμηρος
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/
Διαβάζω τη συνέντευξη του καθηγητή Αρχαίας ελληνικής
φιλολογίας του ΑΠΘ, Χρήστου Τσαγγάλη, στον Κώστα Κατσουλάρη (Book Press), χαίρομαι
για τα πολύ σημαντικά ζητήματα που συζητούνται, αλλά ταυτόχρονα μελαγχολώ,
συγκρίνοντας τα λεγόμενα εκεί με την ποιότητα του διαλόγου, ή μάλλον των
στερεοτύπων που συνέχουν τη μεγαλύτερη έκταση της καθ’ ημάς συγχρονικής λογοτεχνικής
συνθήκης. Γιατί, όπως φαίνεται, οι απόψεις των αρχαιοελληνιστών, επί των μεγάλων
κειμένων της αρχαιότητας, όσον αφορά τα θεωρητικά εργαλεία τους και τις
κριτικές παραδοχές τους, έχουν προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τα θέσφατα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας και φιλολογίας.
Ένα πρώτο ζήτημα αφορά την γένεση των
ομηρικών επών, όπου σημειώνεται ο αυτονόητος συσχετισμός τους με το σουμεριακό
έπος Γκιλγαμές, αλλά και τη βαβυλωνιακή εκδοχή του, καθώς και με άλλες «ανατολικές»
επικές συνθέσεις: «οι ποιητικές παραδόσεις
εξελίσσονται γύρω από σταθερούς πυρήνες με προσθήκες στοιχείων σε ήδη υπάρχοντα
επεισόδια ή με εντελώς νέα επεισόδια, με τροποποιήσεις θεματικές, αφηγηματικές
αυξομειώσεις κ.τ.λ.». Επίσης, όπως επισημαίνει ο Τσαγγάλης, η έρευνα
των τελευταίων ετών εστιάζει σε ένα πλήθος προφορικών επών: «Οι
προομηρικές παραδόσεις αφορούν την ύπαρξη αμάρτυρων επικών συνθέσεων, προφανώς
σε προφορική μορφή, που σχετίζονταν τόσο με τον τρωικό μυθικό κύκλο όσο και με
άλλους κύκλους ... Ενδεικτικά αναφέρω την ύπαρξη ενός προφορικού αργοναυτικού
έπους, τη Μελεαγρίδα, τη Μεμνονίδα, προφορικά έπη που αφορούν τους θηβαϊκούς
πολέμους των Επτά και των Επιγόνων, ένα έπος σχετικά με τα πρώιμα, προ-τρωικά
κατορθώματα του Νέστορα είτε ως τμήμα μιας αυτόνομης επικής δημιουργίας είτε
ενταγμένο σε ένα έπος για τον Ηρακλή, εναλλακτικές εκδοχές της επιστροφής του
Οδυσσέα κ.τ.λ. Η ομηρική ποίηση δεν γεννιέται από το μηδέν. Αναπτύσσεται και
διαμορφώνεται μέσα σε ένα σύνολο επικών ποιητικών παραδόσεων τροποποιώντας,
επιλέγοντας, δραματοποιώντας το μυθικό υλικό. Πρόκειται για μια μακρόχρονη
διαδικασία διαμόρφωσης που αξιοποιεί την προγενέστερη επική παράδοση».
Και όμως,
η καθ’ ημάς λογοτεχνική κριτική επιμένει να χρησιμοποιεί ως αξιολογικό κριτήριο
την «πρωτοτυπία του θέματος», τη «δημιουργική φαντασία του συγγραφέα», και άλλα
μπαγιάτικα, προσπερνώντας επιδεικτικά ακόμα και τα πασίγνωστα πια εργαλεία της
λογοτεχνικής θεωρίας, όπως είναι π.χ. η διακειμενικότητα και η αγωνία της
επίδρασης. Γιατί στη λογοτεχνία, όπως και σε κάθε τέχνη, δεν υπάρχει
παρθενογένεση. Ο καθένας παίρνει (για την ακρίβεια, διεκδικεί και αποσπά) τη
σκυτάλη από κάποιους προηγούμενους, και συνεχίζει, όσο μπορεί. «Η εκδρομή αυτή
δεν έχει τέλος. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε», μας έχει πει ο Εμπειρίκος.
Ένα άλλο,
ενδιαφέρον σημείο της συνέντευξης, αφορά τη γλώσσα της λογοτεχνίας. Ζούμε στην εποχή
όπου οι περισσότεροι συγγραφείς διαγωνίζονται στο ποιος θα γράψει σε γλώσσα που
να βρίσκεται πιο κοντά στην καθομιλουμένη, ελπίζοντας ότι έτσι απευθύνονται σε
ένα μεγαλύτερο κοινό, και άρα αποκτούν κάποιο, αμυδρό έστω, δικαίωμα στη φήμη,
άμα δε και στην υστεροφημία.
Ως προς
αυτό, η απάντηση είναι αφοπλιστική, αφού η ομηρική γλώσσα, όπως σημειώνει ο
Τσαγγάλης, «δεν ομιλήθηκε ποτέ». Και
συνεχίζει, προς επίρρωσιν: «Η διάλεκτος
στην οποία είναι γραμμένες οι πινδαρικές επινίκιες ωδές είναι επίσης τεχνητή,
δεν ομιλήθηκε ποτέ και από κανέναν έτσι. Είναι μια λογοτεχνική, όχι μια
ομιλούμενη διάλεκτος. Η πινδαρική διάλεκτος είναι ένα γλωσσικό μείγμα που
περιλαμβάνει δωρικά στοιχεία, ιωνικό-επικό υπόστρωμα, όπως και αιολικούς
διαλεκτικούς τύπους. Κανένας αρχαίος Έλληνας δεν μιλούσε έτσι. Το ίδιο
συμβαίνει και με την Kunstsprache, την τεχνητή ομηρική διάλεκτο, η οποία
αποτελείται από ένα κυρίαρχο ιωνικό στρώμα, με αιολικές προσμείξεις,
αττικισμούς αλλά ακόμα και ορισμένα αρκαδο-κυπριακά στοιχεία. Η πολύ-διαλεκτική
φύση μιας λογοτεχνικής γλώσσας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε με όρους
εγγραμματοσύνης ούτε με όρους προφορικότητας».
Τα έργα
λοιπόν που διαχρονικά είναι τα πιο «ευπώλητα», δηλαδή τα περισσότερο
αναγνωσμένα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι γραμμένα σε κάποια γλώσσα
«φιλική» προς τον αναγνώστη/ακροατή της εποχής τους, αλλά σε μια γλωσσική μορφή
ανοίκεια, γιατί ακριβώς από τους ανοίκειους τροπισμούς της γλώσσας προκύπτει η
λογοτεχνικότητα. (Οι εκφράσεις του λαϊκισμού δεν εξαντλούνται μόνο στο πολιτικό
πεδίο, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση).
Άλλωστε,
και πιο κοντά στη δικιά μας εποχή, τα σημαντικά έργα, εκείνα τέλος πάντων που η
λογοτεχνική θεωρία, με το ενδιαφέρον της για αυτά, μας υποχρέωσε να τα θεωρούμε
σημαντικά, είναι γραμμένα σε γλώσσα ανοίκεια, και συχνά υβριδική: κορυφαίο
παράδειγμα, ο Οδυσσέας του Τζόυς. Επίσης,
στα στοιχεία που καθιστούν λογοτεχνικά σημαντικές, και ανθεκτικές, τις δύο
ομηρικές συνθέσεις, θα πρέπει να επισυνάψουμε «τη δραματικότητα, την εξελιγμένη αφηγηματική τεχνική, την απορρόφηση,
διήθηση και δημιουργική αξιοποίηση της λοιπής επικής παράδοσης, τις
ποιητολογικές αναφορές», προσθέτει ο Τσαγγάλης. Μα, απορρόφηση, διήθηση
κλπ; Δηλαδή, μεταμοντέρνος και ο Όμηρος; Αυτό θα αναφωνήσουν σήμερα κάποιοι
θεματοφύλακες της λογοτεχνικής ορθότητας· αυτό επισείει ως φόβητρο (για την
ακρίβεια, ως αμαρτία...), η κυρίαρχη λογοτεχνική/φιλολογική αδράνεια. Όμως,
μόνο έτσι, ακριβώς έτσι, έγραψε ο Σολωμός, ο Πάουντ, ή ο Έλιοτ την Έρημη χώρα...
Αλλά ο
ομηριστής Χρήστος Τσαγγάλης συνεχίζει: «Οι
διακειμενικές αναφορές ή, αν θέλετε, οι διαπαραδοσιακές απηχήσεις είναι συχνές
στην επική ποίηση και ειδικά στην ομηρική. Αποτελούν δείγμα της διαλογικής της
διαμόρφωσης σε σχέση με τη λοιπή επική παράδοση.» Δηλαδή, ο Όμηρος είχε
διαβάσει Μπαχτίν;
Ναι, και
Μπαχτίν είχε «διαβάσει», και Ντοστογιέφσκι, και τον δικό μας Ροΐδη, και Μπόρχες,
και Μπαρτ, και Χάρολντ Μπλουμ.... Αφού δεν έκανε λογοτεχνία της εποχής του,
δηλαδή ένα αναλώσιμο πολιτιστικό προϊόν, αλλά τέχνη του λόγου, είχε να αντιμετωπίσει,
με τον δικό του τρόπο, τα μείζονα ερωτήματα της λογοτεχνικής γραφής (προφορικής
ή έντυπης). Ερωτήματα που παραμένουν σταθερά ίδια, σε όλη τη διαδρομή της
τέχνης. Οι απαντήσεις είναι που ποικίλλουν, όπως φυσικά και οι υπεκφυγές...
Τι είναι,
και πώς γράφεται λοιπόν η λογοτεχνία, εκείνη που αντέχει στο χρόνο; Ας
ακούσουμε τον λόγο του Σολωμού, σε μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά, που εξηγεί τι
σημαίνει «μία μεστή και ωραία δημοκρατία των ιδεών»: «είναι έξω από την περιφέρεια του Καιρού·
αλλά μία δημοκρατία ιδεών ενεργεί αισθητά μέσα εις τα όρια του Καιρού».
Και, «Ο θεμελιώδης ρυθμός του ποιήματος
ας είναι, από την αρχή ώς το τέλος, το Κοινό και το Κύριο (Proprio),
συρριζωμένα και ταυτισμένα με τη γλώσσα· ας εργάζεται (το ποίημα) αδιάκοπα για
την αληθινήν ουσία, αλλά εις τρόπον ώστε να μη το καταλάβουν ειμή οι νόες οι
γυμνασμένοι και βαθείς».
Γιατί η συνθήκη της τέχνης, και της
πόλεως των ιδεών, είναι αριστοκρατική, όχι «δημοκρατική». Είναι μια ανοικειωτική
διαδικασία για τον καλλιτέχνη, και μια ανοίκεια εμπειρία για τον
αναγνώστη/ακροατή/θεατή. Ο πολιτισμός είναι που ανήκει σε όλους, και αφορά
όλους. Αλλά ο πολιτισμός δεν είναι τέχνη, ακόμα κι όταν αναπαράγει καλλιτεχνικά
επιτεύγματα και μοτίβα. Αντίθετα, η πρωτοτυπία και η μοναδικότητα του έργου
τέχνης συνίσταται και οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό αποτελεί μια προνομιακή και
διαλογική στιγμή, «απορρόφησης», συμπύκνωσης και διαύγασης, μέσα στη διαδρομή
της τέχνης. Μια στιγμή μοναχική.
Δημήτρης Μύτας, Untitled, 2014, από τη σειρά Mauve, 2015-2019, φωτογραφία σε αλουμίνιο, 40 x 60 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου