Τρίτη, Απριλίου 16, 2019

«Εγώ είμ’ ερωτοπλάνταχτος κι ελληνολάτρης είμαι»!

O Kωστής Παλαμάς στα 41 του χρόνια, το 1900.

Η αρμονική σύμπλεξη ιδανισμού και ηδονισμού

Κ. Γ. Παπαγεωργίου 
efsyn.gr (ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Επιμέλεια: Μισέλ Φάις)



Η αρμονική σύμπλεξη ιδανισμού και ηδονισμού



«Ο ερωτικός Παλαμάς» Εισαγωγή, ανθολόγηση, σχόλια: Παντελής Βουτουρής Μελάνι, 2018 




Όσο δύσκολο -αν όχι αδύνατο- κι αν είναι να αλλάξει η επί έναν αιώνα και βάλε παγιωμένη και αδιάβρωτη εικόνα του Κωστή Παλαμά ως εθνικού ποιητή, που το έργο του δεν έχει παρά «δυο επίκεντρα, τη γλώσσα και το έθνος», εγχειρήματα όπως αυτά, του Παντελή Βουτουρή, να καταδειχτεί και να φωτιστεί μια, αν όχι ακριβώς αγνοημένη, πάντως, παραμελημένη και κάθε άλλο παρά επαρκώς αξιολογημένη πτυχή του παλαμικού έργου, εν προκειμένω η ερωτική, είναι ευπρόσδεκτα και αξιέπαινα.
***************************

Ἔρθης δὲν ἔρθης

Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.



Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.



Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω
τὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω,
κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω,
σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια,
παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια
θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.



Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου
ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου,
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.



Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου
ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου
ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.



Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε,
καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε,
καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.



Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα
τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου
στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.



Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί,
τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ
τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.



Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ
τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ
νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;



Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί...

*********************************
Κι αυτό γιατί, εκτός των άλλων, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια επαναπροσέγγιση και επανεκτίμηση ενός πολυσήμαντου ποιητικού και κριτικού έργου, προσθέτοντας και συνάμα κατοχυρώνοντας μία προϋπάρχουσα, πλην όμως σιωπηρώς περιθωριοποιημένη -αν όχι καταργημένη- οπτική γωνία∙ περιθωριοποιημένη, σκονισμένη και θαμπή από την κυρίαρχη στις σχολικές αίθουσες τάση να τονίζεται και να στίλβεται η μουσειακή εικόνα του ποιητή, ο οποίος, ανταποκρινόμενος στο μάλλον ξεθωριασμένο, στα χρόνια μας, πρότυπο του εθνικού πνευματικού ταγού, δεν είχε άλλο μέλημα παρά να εκφράσει, με κάθε τρόπο, την ακλόνητη πίστη του στην επιστήμη και να συνδράμει, με το έργο του, στην τόνωση του εθνικού φρονήματος, στην αναζωπύρωση του οράματος για εθνική αποκατάσταση, αλλά και στην επούλωση των ανοιχτών πληγών, της πικρίας και της απογοήτευσης που είχε προκαλέσει η ήττα του 1897∙ αυτό έκανε με τα δυο εκτεταμένα, φιλόδοξα συνθετικά έργα του, τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907) και τη Φλογέρα του Βασιλιά (1910).
Κάτω από τον βαρύ ίσκιο αυτών των δυο συνθέσεων, που κοινό τους γνώρισμα είχαν τον μεγαλόπνοο στοχασμό, το πάθος και την αγωνία για το μέλλον του Έθνους, μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι το απολύτως φυσικό η παράκαμψη και ο υποβιβασμός της σημασίας και της βαρύτητας της ερωτικής ποίησης του Παλαμά, παρά το γεγονός ότι τα ερωτικά του ποιήματα υπερτερούν ποσοτικά από οποιαδήποτε άλλη θεματική κατηγορία κι ακόμα, παρά το γεγονός ότι όχι μόνο δεν διέλαθε∙ απεναντίας, επισημάνθηκε με ιδιαίτερη έμφαση, στο παρελθόν, από αρκετούς μελετητές (κυρίως από τον Άγγελο Δόξα, αλλά και από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο), η ερωτική διάσταση της παλαμικής ποίησης.
*********************

Ἡ ἀπόκριση

Ἀμαδρυάδες, πάρτε με κι ἀκοῦστε με, Αἰγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει ἡ λαγκαδιά,
νὰ τ᾿ Ἀνθεστήρια! κελαιδοῦν οἱ δελφικοὶ παιάνες,
πλέκονται λάγνα εἰδύλλια σὲ δάση ἀρκαδικά.
Ἡ μέθη ἡ διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, καὶ λάμπει
ὡς ποὺ εἶν᾿ ἡ πλάση, καὶ ἀπὸ ποῦ; Δὲν ξέρω ἂν εἶμ᾿ ἐγώ,
ὁ μέγας Πᾶν ἐχώρεσε στὴν ἀγκαλιά μου, ὦ θάμπη!
Μὲ τῶν στοιχείων τὴν ἄγρια, τὴν ἅγια ζήση ζῶ.
Τὸ δῶρο τῶν ὑπέρκαλων γαλήνιων ὁραμάτων,
ὦ Χρυσομίτρα, μοῦ ἔφεραν οἱ τρεῖς θεὲς κ᾿ οἱ ἐννιὰ
στὰ μέτωπα καὶ στ᾿ ἄχραντα κορμιὰ τῶν ἀγαλμάτων
τὴν ἀφρογένεια χόρτασα τῶν ὅλων Ὀμορφιά.
Ἀκούω τ᾿ ἀηδόνια, ἀντιλαλοῦν τ᾿ ἀηδόνια οἱ Σοφοκλῆδες,
Αἰσχύλειοι, ὠκεάνειοι, ὦ γόοι προφητικοί!
Σὲ μία ματιὰ ὁλοπράσινες ἀγνάντια μου Ἀτλαντίδες
γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ χάνονται σ᾿ αὐτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες μὲ φέρανε ἀπὸ πέρα,
ὁ χαροκόπος εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κοσμογυριστὴς
τέχνες, μιλήματα, εἴδωλα ξαφνίζουν τὸν ἀέρα.
Νυφάδες, ἀγκαλιάστε με, Σάτυροι, ἀκούστ᾿ ἐσεῖς.
Καὶ Σάτυροι καὶ Κένταυροι, νυφάδες Ἀμαδρυάδες,
κ᾿ οἱ Ἑλλάδες οἱ χρυσόλαλες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή,
μέσ᾿ ἀπὸ χῶρες καὶ βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Γιὰ σὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ δὲν εἶναι, ὦ μεθυστή!»
Καὶ ἡ Ταναγραῖα ἡ λυγερὴ καὶ ἡ φοβερὴ Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ὀλύμπιοι θεοί,
ἀπ᾿ τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς ὡς τὴ σοφὴ Ἀλεξάντρα,
οἱ Ἑλλάδες οἱ μουσόθρεπτες μοῦ εἶπαν μὲ μία φωνή:
«Σώπα, χλωμὲ καλόγερε, λάλε καὶ χαῦνε, σώπα,
στὸ μοναστήρι γύρισε καὶ κλείσου στὸ κελλί!»
Καὶ τῶν Πινδάρων οἱ ἥρωες κ᾿ οἱ θέαινες τοῦ Σκόπα
γελοῦνε, καὶ τὸ γέλιο τους βροντόκραχτα ἀντηχεῖ.


***********************************************
Παρά το γεγονός ότι, από πολύ νωρίς, εντοπίζονται στο έργο του διάσπαρτα ψήγματα φροϋδικών επιρροών, λανθάνουσες θεωρίες σχετικές με τις ερωτικές ενορμήσεις και τη λίμπιντο που, όπως και να το κάνουμε, θα μπορούσαν, αν μη τι άλλο, να σκιάσουν κάπως τη στερεότυπη εικόνα ενός αμετακίνητα προσηλωμένου στα ιστορικά-εθνικά ιδεώδη συντηρητικού ποιητή.
Ο Παντελής Βουτουρής επιλέγει ποιήματα και, παραλλήλως, επικαλείται υποστηρικτικές των προθέσεών του καταθέσεις και συναφείς εκμυστηρεύσεις του Παλαμά∙ συστηματοποιεί και συνδυάζει ένα ενδεχομένως γνωστό, πλην όμως όχι όσο θα έπρεπε αξιολογημένο, διάσπαρτο υλικό, με στόχο την ανάδειξη της ερωτικής πτυχής της παλαμικής ποίησης, έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους και αναπτύσσεται σε ένα ευρύτατο πεδίο, στις διαστάσεις του οποίου θάλλουν ερωτικές φαντασιώσεις και βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να καλλιεργηθούν συστηματικά συνακόλουθοι μύχιοι πόθοι και εμμονές.
Και καταλήγει άσφαλτα στο συμπέρασμα ότι ο περιβεβλημένος τον τίτλο του εθνικού ποιητή Παλαμάς, από τη δεύτερη κιόλας δεκαετία του εικοστού αιώνα, ενδίδει, υποτάσσεται μάλλον, συχνότερα και, όλο και περισσότερο, στις σαγηνευτικές, ενίοτε εκμαυλιστικές επιταγές των ερωτικών επιθυμιών του∙ ενδίδει και αφήνεται στα κυματοειδή καλέσματα της ενδιάθετης ροπής του προς τη λαγνεία.
************************

Ἡ Ἀγάπη μας...

Ἡ Ἀγάπη μας παιδούλα στὰ χρόνια.
Τοῦ πάθους μας ἀκόμα δὲν εἶδαν τὴν τρεμούλα τ᾿ ἀηδόνια.



Ἡ Ἀγάπη μας, παιδούλα... μὰ νά, στὸ πρόσωπό της
οὔτε ἡ δροσούλα τῆς αὐγῆς, οὔτε ἡ χαρὰ τῆς νιότης.
Σὰν νά ῾χουνε τὴν ὄψη της αἰῶνες ὀργωμένη.
Κάτι ἄναρχο κι ἀτέλειωτο στὸ πρόσωπό της μένει.

[Βραδινὴ Φωτιὰ Α´]
 ***********************************

Ροπή που, στην αρχή, αποδίδει στην ποιητική του φύση, αναρωτώμενος αν «είμουν ποιητής γιατί είμουν ερωτόπαθος, ή ερωτοχτυπημένος βρισκόμουνα σαν ποιητής που γεννήθηκα;», γρήγορα όμως επικαλείται φροϋδικά αξιώματα, που ορίζουν την καλλιτεχνική δημιουργία -άρα και την ποίηση- σαν μία περίπλοκη διαδικασία διοχέτευσης των ερωτικών ενστίκτων από τη μια περιοχή στην άλλη. Αξιώματα, με τη βοήθεια των οποίων επιχειρεί να αυτοπροσδιοριστεί ως ποιητής και, μάλιστα, ως ερωτικός ποιητής, που καταφεύγει στην ποίηση ενστικτωδώς αποσκοπώντας στη μετουσίωση της «πρωτόγονης λαγνείας» σε μυστηριακό πάθος.
Εν κατακλείδι, όπως επισημαίνεται, ο έρωτας, στις δυο επικρατέστερες εκδοχές του∙ η σύζευξη, μάλλον του εξιδανικευμένου έρωτα με τον ηδονόπαθο, τον «αμαρτωλό» και διεστραμμένο που -συμβολισμένος από τη γυναίκα-Λάμια- σπρώχνει τον ποιητή στα βάραθρα των ηδονικών φαντασιώσεων, στον «σεξουαλικό ερεθισμό», τον οποίο θεωρεί σκοτεινό έναυσμα και πηγή της γνήσιας ποίησης∙ προϋπόθεση της πολυπόθητης ενεργοποίησης του μηχανισμού εξύψωσης, μετουσίωσης του ερωτικού ενστίκτου, με απώτερο στόχο την αρμονική σύμπλεξη ιδανισμού και ηδονισμού ή, αλλιώς, την επίτευξη ενός αισθητικά δικαιωμένου συγκερασμού του ερωτικού ενστίκτου και της ελληνοκεντρικής ιδεολογικής στάσης του, όπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται στον στίχο: «Εγώ είμ’ ερωτοπλάνταχτος κι ελληνολάτρης είμαι» (1912).

 **********************

Ἡδονισμός

Ἀπὸ τραγούδια ἕν᾿ ἄυλο κομπολόι
Σ᾿ ἐσὲ δὲν ἦρθα σήμερα νὰ δώσω.
Μὲ τὰ τραγούδια ἐγὼ θὰ σὲ λιγώσω
Καὶ μὲ τὰ ξόρκια, ἀγάπη μου, ἑνὸς γόη.

Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω
Νὰ φάω τὸ κορμί σου ποὺ μὲ τρώει.
Τοῦ λαγκαδιοῦ σου τὴν δροσάτη χλόη
Μὲ τὸ χέρι θρασὰ θὰ τὴν πυρώσω.

Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα
Ποὺ κοιμίζει θὰ φέρω στάλα στάλα,
Μ᾿ ὅλο μου τὸ κορμὶ νὰ σὲ ποτίσω

Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα,
Δυὸ βάζα ποὺ μοῦ παίρνουνε τὰ φρένα,
Στερνὴ μανία τὸ μέλι μου θὰ χύσω.

[Βραδυνὴ Φωτιὰ Β´]
***************************

Η χρονολογική σειρά, εξάλλου, με την οποία ο Παντελής Βουτουρής ανθολογεί, ανά συλλογή, τα, άμεσα ή έμμεσα, ανταποκρινόμενα στις προθέσεις του ποιήματα, συμβάλλει στην όσο το δυνατόν ανετότερη παρακολούθηση της εξέλιξης του ερωτικού λόγου και επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι, προϊόντος του χρόνου, ο έρωτας, σε όλες τις εκφάνσεις του, κυριαρχεί στην παλαμική ποίηση, όπου «η ηδονή, η παραφροσύνη, ο θάνατος, οι τύψεις, η αίσθηση της αμαρτίας, η αυτοκαταστροφική υποταγή στην εξουσία του γυμνού σώματος, ο φετιχισμός, ορίζουν μια σκοτεινή παραμεθόριο εφαπτόμενη με την μποντλερική περιοχή του κακού, μοναδική στην ελληνική ποίηση».

Δεν υπάρχουν σχόλια: