Τάσος Καλούτσας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη*
Είκοσι τρεις ιστορίες καθημερινότητας γραμμένες σε μικρή φόρμα. Μπορεί η μικρή φόρμα να περιγράψει με ακρίβεια καθημερινές στιγμές της ζωής μας;
Ανήκω μάλλον σε μια κατηγορία (ή και γενιά) πεζογράφων –και δη διηγηματογράφων– στο έργο των οποίων το λεγόμενο «ιστορικό σύνδρομο» αισθητά απουσιάζει. Προτιμούν να εστιάζουν (μιλώ τώρα κυρίως για τον εαυτό μου) σε θέματα καθημερινά και συνηθισμένα αντί για «σπουδαία» ή να καταγράφουν ιστορίες ασήμαντες, με συχνά επουσιώδεις λεπτομέρειες που αφορούν τον εαυτό τους ή τον –στενό ή ευρύτερο– περίγυρό τους. Για την αιτία αυτής της μεταστροφής του συγγραφικού ενδιαφέροντος, αλλά και την ποιότητα του αισθητικού αποτελέσματος, πιο αρμόδιοι είναι να μιλήσουν οι κριτικοί και οι αναγνώστες. Απλώς να επισημάνω ότι, κατά τη γνώμη μου, η κίνηση αυτή δεν είναι άσχετη και με τον ρόλο του διηγήματος που, όπως λένε, δεν φιλοδοξεί να απεικονίσει τη ζωή στο σύνολό της, όπως το μυθιστόρημα.
Άνθρωποι, σχέσεις, πράγματα μέσα από μια αφηγηματική ροή. Πώς μπορούν οι ήρωές σας να διατηρήσουν έναν θερμό πυρήνα ονείρου, αντίστασης και καλοσύνης;
Η αφήγηση, όπως παρατήρησε εύστοχα ένας κριτικός, «υφαίνεται κλωνί το κλωνί από τα εξωτερικά ερεθίσματα στις εσωτερικές αντιδράσεις». Μ’ ενδιαφέρει η εσωτερικότητα των ηρώων μου, που συνήθως είναι άτομα ευαίσθητα και δοκιμάζονται ψυχικά ή και συντρίβονται στις μυλόπετρες μιας δύσκολης επιβίωσης. Πάντως δεν αποθαρρύνονται, το παλεύουν και κάποτε τα καταφέρνουν, κάνοντας τη δική τους υπέρβαση, να μεταδώσουν ένα αίσθημα αισιοδοξίας.
Και μέσα σε αυτές τις πυκνές αφηγήσεις, βιώνουμε την οδυνηρή οικονομική κατάσταση της χώρας και τη δύσκολη πραγματικότητα. Ποιες είναι οι βαλβίδες αντίστασης σε αυτή τη δίνη;
Τα διηγήματα στην πλειονότητά τους περιγράφουν δύσκολες καταστάσεις που έχουν επιδεινωθεί λόγω της μακροχρόνιας κρίσης. Μιας κρίσης που ευθύνεται για την περαιτέρω φτωχοποίηση του λαού, την αύξηση της εγκληματικότητας και της βίας, την αλλαγή των συμπεριφορών, τη διάλυση των σχέσεων, τη μοναξιά, τη διάψευση των ονείρων, τον ανθρώπινο πόνο – σωματικό και ψυχικό… Κάποιους από τους ήρωές μου μοιραία η δίνη θα τους παρασύρει. Κάποιοι άλλοι, εντούτοις, δεν χάνουν την αγάπη τους για τις αξίες της ζωής, που αισθάνονται ότι σφύζει δίπλα τους, και αντιστέκονται σθεναρά στην έσχατη απειλή, που είναι πάντα ο θάνατος. Προς τον στόχο αυτό επιστρατεύουν όσα αποθέματα ψυχικών δυνάμεων διαθέτουν.
Μου άρεσε το διήγημά σας για το παράξενο χόμπι ενός συνταξιούχου πρώην υπαλλήλου, που κρύβει στην ψυχή του ένα φοβερό «μυστικό». Πώς ξεκίνησε η συγγραφή του; Πώς γενικά ξεκινάτε τη συγγραφή ενός διηγήματος;
Ο «κόκκος σινάπεως» υπήρξε η εικόνα ενός υπερήλικα άντρα σ’ ένα σοκάκι της Άνω Πόλης που καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα, δεμένη μ’ έναν σπάγκο από ένα δεντράκι, και η συγκυριακή γνωριμία και συνομιλία μαζί του. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η φαντασία και η μυθοπλασία. Το διήγημα με παίδεψε όσον αφορά τη σύνθεσή του, αλλά κι επειδή έπρεπε να ξεκαθαρίσω τη στάση μου απέναντι στο θέμα των ειδήσεων που με απασχολούσε από παλιά. Εννοείται ότι όσες αναφέρονται στο κείμενο είναι απόλυτα ακριβείς. Συνήθως φτιάχνω ένα σκαρίφημα με σκοπό αργότερα να το επεξεργαστώ. Πάνω σ’ αυτή τη ραχοκοκαλιά, με αρκετές προσθαφαιρέσεις θα πλαστεί η τελική ιστορία. Άδηλος ο χρόνος που θα συμβεί αυτό. Υπάρχει στη συλλογή μου ένα διήγημα που ο αρχικός καμβάς του είχε σχεδιαστεί πριν από τριάντα χρόνια. Προσαρμόστηκε, βέβαια, στις τωρινές συνθήκες…
Οι αναμνήσεις από τα εφηβικά σας χρόνια και το τρίπτυχο που σας μάθαιναν να αποφεύγετε: «Ψευτιά, κλεψιά και τσιγάρο». Γιατί η τότε κοινωνία ήταν απαγορευτική και τιμωρητική;
Γιατί ίσως οι γονείς μας, με περιορισμένες επιστημονικές γνώσεις και ριγμένοι στη βιοπάλη μέσα στο δύσκολο μεταπολεμικό κλίμα της εποχής τους, λειτουργούσαν περισσότερο με το ένστικτο κι έμεναν, όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών τους, στα βασικά και τα ηθικοπλαστικά. Κι όταν έβλεπαν πως δεν έβγαινε αποτέλεσμα ή κατέφευγαν στην τιμωρία ή άλλαζαν στάση. Στην ουσία –παιδιά είκοσι χρονών ήταν κι αυτοί– μάθαιναν εμπειρικά τον ρόλο τους πάνω μας.
Στο «Όλα εντάξει» γράφετε για τις γυναίκες που εκδίδονται. Οι παλιές γενιές πήγαιναν στους οίκους ανοχής για να γνωρίσουν τον έρωτα. Σήμερα ποια είναι η προσέγγιση του έρωτα από τους νέους;
Η πορνεία στις μέρες μας έχει πάρει σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης, μερικές από τις οποίες είναι εφιαλτικές – τράφικινγκ, δουλεμπόριο… Έχει συνδεθεί με τα ναρκωτικά και την ανάλγητη βία κατά των γυναικών – ας σκεφτούμε πως πρόκειται για κορίτσια που είχαν όνειρα και μπλέξανε, κόρες μεταναστών, κ.λπ. Για τον ευαίσθητο έφηβο του διηγήματός μου, από τότε ακόμα, μια πράξη που συντελείται με τους όρους ωμής αγοραπωλησίας καταλήγει σε τραυματική εμπειρία. Ο πραγματικά χαμένος βέβαια είναι άλλος… Οι σημερινοί νέοι, πιστεύω, προσεγγίζουν εντελώς διαφορετικά το ερωτικό θέμα, μιας και οι σχέσεις των φύλων είναι πια απελευθερωμένες, χωρίς τα στερητικά σύνδρομα που ταλαιπωρούσαν τους παλαιότερους. Αλλά κι αυτό ενέχει τους δικούς του, άλλης τάξης, κινδύνους.
Ένας πρόσφυγας, δυνάμει παλαιστής, χαραμίζεται σ’ ένα επάγγελμα που δεν του αξίζει. Ποιος θα μας μάθει τι πρέπει να κάνουμε και τι μας ενδιαφέρει να κάνουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι στη ζωή;
Αυτό είναι κάτι που εμείς οι ίδιοι πρέπει έγκαιρα να το σκεφτούμε και να το φροντίσουμε. Χρειάζεται να βοηθήσει, βέβαια, λίγο και η τύχη. Για τον πρόσφυγα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Η προοπτική να νιώσει ευτυχισμένος είναι μάλλον ανύπαρκτη. Αντίθετα, η αίσθηση ότι είναι αποκομμένος στην ξένη χώρα, η διάψευση την προσδοκιών του και η απογοήτευση, αλλά πρώτα και κύρια η σκληρή ανάγκη να επιβιώσει – όλ’ αυτά μπορούν να τον τσακίσουν.
Τα διηγήματα είναι ένα είδος της ελληνικής πεζογραφίας με μεγάλη παράδοση. Ποιοι παλιοί διηγηματογράφοι σάς επηρέασαν;
Για να προσέλθεις στις πτυχιακές εξετάσεις του Νεοελληνικού Τμήματος της Φιλοσοφικής χρειαζόταν εντατική μελέτη της ελληνικής πεζογραφίας (είχα καθηγητή τον Απόστ. Σαχίνη). Εκεί πρωτογνώρισα τους κλασικούς μας, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα, Μητσάκη, Καραγάτση, αλλά και κάποιους νεότερους – είναι μακρύς ο κατάλογος. Μετά το Πανεπιστήμιο ρίχτηκα πιο συστηματικά στην ξένη διηγηματογραφία, χωρίς να χάσω πάλι την επαφή μου με τη σύγχρονη ελληνική παραγωγή.
Οι εκδότες συνήθως είναι διστακτικοί στην έκδοση διηγημάτων. Πού οφείλεται αυτή η στάση τους;
Θα σας πω μόνον αυτό: Είχα την τύχη να γνωρίσω έναν εκδότη –τον Γιάννη Δουβίτσα– που χρησιμοποιούσε, όπως μου εξομολογήθηκε μια φορά, τα κεφάλαια από εκδόσεις που του απέφεραν εμπορικό κέρδος, για να τα επενδύσει στην έκδοση βιβλίων (κυρίως διηγηματικές συλλογές) που, παρά την υψηλή ποιοτική τους στάθμη, όπως έκρινε ο ίδιος, έκαναν περιορισμένες πωλήσεις. Πείτε μου αν αυτό δεν είναι συγκινητική ένδειξη έμπρακτης αγάπης και στήριξης προς τον δημιουργό, αλλά και ξεχωριστής συνείδησης ευθύνης απέναντι στο αναγνωστικό κοινό και το κοινωνικό σύνολο…
Ξεκινήσατε τη συγγραφική σας πορεία από τη Διαγώνιο της Θεσσαλονίκης. Τι σας έχει μείνει από εκείνη την εποχή;
Ο Χριστιανόπουλος, έντιμος και πιστός στις αρχές του, με βοήθησε και με έπεισε να βγάλω τα δυο πρώτα μου βιβλία (Το κελεπούρι, Το κλαμπ) στη Διαγώνιο, αλλά κι εγώ από τη μεριά μου, θέλοντας να μην αθετήσω τον λόγο μου (μάλιστα το θεώρησα τιμή και το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη), ιδίοις αναλώμασιν, αρνήθηκα να τα κυκλοφορήσω από τις Εκδόσεις Νεφέλη του Γιάννη Δουβίτσα, ο οποίος στο μεταξύ μού τα είχε ζητήσει επανειλημμένως. Αδιαφορούσα τότε πλήρως για την πορεία τους στην εκδοτική αγορά, κι ούτε ήξερα τι σήμαινε αυτό. Όταν ωστόσο μια πενταετία αργότερα, μην αντέχοντας άλλο οικονομικά, του παρέδωσα Το καινούριο αμάξι, ο μεν Ντίνος φάνηκε κάπως να πειράχτηκε, ο δε Γιάννης μού είπε: «Να δούμε τώρα τι θα κάνω μ’ εσένα!», γιατί ο κόσμος, αν και είχαν γραφτεί καλές κριτικές, δεν με ήξερε – παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες κάποιων εθελοντών φίλων, η Διαγώνιος δεν είχε συστηματική διακίνηση και τα πακέτα με τα βιβλία έμεναν στις αποθήκες. Πρέπει να προσθέσω ότι δεν χαλάσαμε ποτέ τις καρδιές μας με τον Χριστιανόπουλο και πάντα υπήρχε μεταξύ μας αγάπη, σεβασμός και αλληλοεκτίμηση, όπως παραδέχεται κι ο ίδιος σε κάποιο τελευταίο σημείωμά του που μου έστειλε.
Θέμελης, Αλαβέρας, Βαφόπουλος, Πεντζίκης, Καρέλη. Τι έχει μείνει στη Θεσσαλονίκη από το έργο τους;
Πράγματι, σήμερα η γενικότερη τάση στην πόλη μας είναι προς μία πιο ευανάγνωστη λογοτεχνία, ενώ κάποιοι απ’ αυτούς που αναφέρετε –εκπρόσωποι της λεγόμενης «εσωτερικής» πεζογραφίας– κατηγορήθηκαν στο παρελθόν για δυσληπτότητα, αφού συνειδητά ακολούθησαν μια τεχνική υποκειμενισμού και αφαίρεσης. Μπορεί λοιπόν να είναι πρόβλημα αν τα βιβλία τους διαβάζονται ή όχι, εντούτοις κανείς δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει την τεράστια και πρωτοπόρα συνεισφορά τους στη λογοτεχνική παράδοση της Θεσσαλονίκης. Άλλωστε, και σήμερα ανιχνεύει κανείς επιδράσεις τους σε έργα κάποιων επιγόνων. Πρόλαβα να γνωρίσω τον Πεντζίκη δι’ αλληλογραφίας, την Καρέλη, που ήταν και γειτόνισσά μου, και ελάχιστα τον Αλαβέρα. Γενικά η στάση τους ήταν φιλική απέναντί μου.
Υπηρετήσατε αρκετά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Πώς πρέπει να διδάσκεται ένας νέος το μάθημα της λογοτεχνίας;
Με τον τρόπο που αναφέρει κάπου ο Χρ. Μηλιώνης, ρίχνοντας το μπαλάκι στον δάσκαλο, ο οποίος οφείλει «Να προσεγγίζει το κείμενο με βάση την ιδιοτυπία του και την προσωπική του ευαισθησία…». Και όπως ίσως θα συμπλήρωνε ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Χρειάζεται [ο δάσκαλος] να έχει έρωτα για το κείμενο που διδάσκει!». Στο αξιανάγνωστο χρονικό Διετείς διακοπαί (Εστία, 2014) απαντούν διεξοδικά πάνω στο πώς πραγματώνεται αυτός ο «εκπαιδευτικός έρωτας στη σχολική πράξη» και οι γνωστοί φιλόλογοι Γ.Δ. Παγανός, Λ. Κούσουλας, Κ. Μπαλάσκας, Γ.Α. Παπακωστούλα-Γιανναρά.
Μ’ ενδιαφέρει η εσωτερικότητα των ηρώων μου, που συνήθως είναι άτομα ευαίσθητα και δοκιμάζονται ψυχικά ή και συντρίβονται στις μυλόπετρες μιας δύσκολης επιβίωσης.Έχετε διαγράψει μια μεγάλη πορεία στα ελληνικά γράμματα. Είσαστε ικανοποιημένος από αυτή την πορεία;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν βλέπω καμιά μεγάλη πορεία. Αντιθέτως, κάνοντας έναν ψυχρό απολογισμό, θ’ αναγνώριζα κάποια σφάλματα που έχω διαπράξει – και, φυσικά, τα πλήρωσα. Για παράδειγμα, κρίνοντας εκ των υστέρων, νομίζω θα ήταν πιο φρόνιμο να πήγαινα εξαρχής στη Νεφέλη κι έτσι δεν θα είχε δημιουργηθεί κι αυτό το χάσμα, η ανισορροπία στο αναγνωστικό κοινό, να διαβάζει τις κριτικές και να μη βρίσκει τα βιβλία μου… Αναρωτιέμαι, πόσοι τάχα έχουν διαβάσει Το κλαμπ; Δεν κατηγορώ κανέναν, ίσα ίσα χρωστώ στη Διαγώνιο τις πρώτες μου χαρές κι ο Ντίνος αξίζει μόνο την αγάπη μας. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, μας βοήθησε να βγούμε από την αφάνεια και νοιαζόταν μόνο για την ποιότητα. Μάλλον εγώ δεν χειρίστηκα σωστά τις καταστάσεις, από απειρία ή αδιαφορία. Επίσης, το μπλέξιμό μου με τις βιβλιοπαρουσιάσεις ήταν σφάλμα και χάσιμο πολύτιμου χρόνου, που ζημίωσε το πρωτογενές έργο μου. Όμως για να μη φανώ εντέλει και αχάριστος, νιώθω ευγνωμοσύνη για τη μερίδα της κριτικής ή και των φίλων συναδέλφων που έσκυψαν με πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη πάνω στο έργο μου. Κι από αυτή την άποψη, ναι, δηλώνω πολύ ικανοποιημένος.
Τι θα συμβουλεύατε τους νέους που γράφουν;
Κατ’ αρχάς, να διαβάζουν πολύ. Έπειτα, ας κοιτάξουν να βρουν τον εαυτό τους, δηλαδή την προσωπική τους αλήθεια, που, όπως λέω στο ομώνυμο διήγημα του βιβλίου, εξ ορισμού την αναζητά ένας συγγραφέας σ’ όλη του τη ζωή και, αν είναι γνήσιος, εντέλει θα του αποκαλυφθεί και θα τον λυτρώσει.
[Φωτό: Τ. Καλούτσας – Γ. Δουβίτσας (1996, Γουλανδρή)]
Υπό το κράτος του τρόμου
Τάσος Καλούτσας
Μεταίχμιο
256 σελ.
ISBN 978-618-03-1190-7
Τιμή €12,20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου