Στέλιος Κούλογλου: «Tο δράμα του κεντροαριστερού»
Αν
η τραγωδία στο Μάτι ήταν το πραγματικό δράμα του καλοκαιριού, στην
μικροπολιτική ζωή το δράμα που κυριάρχησε ήταν άλλο: του κεντροαριστερού
που θα ψηφίσει Μητσοτάκη.
Όλα ξεκίνησαν από ένα άρθρο της δημοσιογράφου Αγγελικής Σπανού, που είχε τίτλο «Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου». Το άρθρο κατέγραφε μια τάση στον φιλικό της, κεντροαριστερό κύκλο: «Μιλάω όλο και πιο συχνά με προοδευτικούς ανθρώπους αποφασισμένους να ψηφίσουν ΝΔ στις επόμενες εκλογές… Δεν θέλουν να ξέρουν λεπτομέρειες για το γίγνεσθαι στην αξιωματική αντιπολίτευση, αποφεύγουν συζητήσεις για συγκεκριμένα πρόσωπα με ακροδεξιές αναφορές, δεν τους αρέσουν τα πολλά - πολλά για το μακεδονικό και δεν προβληματίζονται για το ενδεχόμενο ηγεμονίας των ιδεών της Δεξιάς. Ο ένας μου λέει ότι δεν τον νοιάζει παρά μόνο ‘να φύγουν αυτοί’. Ο άλλος ότι θα ψηφίσει τον πιο απειλητικό αντίπαλο του Τσίπρα και αυτός είναι ο Μητσοτάκης... Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν κανέναν δισταγμό, θεωρούν εξαιρετική επιλογή τη ΝΔ στη βάση της σύγκρισης με την κυβέρνηση».
To άρθρο χτύπησε φλέβα, καθώς η δημοσιογράφος λιντσαρίστηκε διαδικτυακά από τους φιλοευρωπαίους αντι-σταλινικούς. Οι ψυχραιμότεροι (όπως ο κ. Μειμάρογλου - τα άρθρα παρακάτω) της έδωσαν το περιθώριο να έχει τις απόψεις της, για να την κατατροπώσουν όμως με μια σειρά από - βασικά απολίτικα ή αόριστα - επιχειρήματα: ότι η Σπανού και οι φίλοΣΥΡΙΖΑΙΟΙ φίλοι της «εξορκίζουν την αναβίωση του δεξιού φαντάσματος. Ξεχνούν ότι οι ακροδεξιοί του Καμμένου μας κυβερνάνε ήδη από τον Γενάρη του ’15». Ή ότι «η χώρα δεν χρειάζεται ένα γενικό και αόριστο ‘προοδευτικό μέτωπο’. Χρειάζεται ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού που απειλεί να πνίξει τη χώρα και την Ευρώπη».
Ας μιλήσουμε πολιτικά. Είναι πράγματι «οι ακροδεξιοί του Καμμένου» που κυβερνούν από το 2015; Σε όλη την Ευρώπη, το μεταναστευτικό είναι η αιχμή του δόρατος της ακροδεξιάς. Η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης μόνο ακροδεξιά δεν ήταν. Υπήρξε σίγουρα πιο προοδευτική από αυτήν που θα ακολουθούσε - πολλά τα παραδείγματα από τις «σκούπες» του παρελθόντος - μια συντηρητική κυβέρνηση. (Και η κυβερνητική στάση διευκόλυνε την αλληλέγγυα στάση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, γεγονός που άλλαξε τη διεθνή εικόνα της χώρας).
To ίδιο ισχύει για μια σειρά από νομοθετήματα με προοδευτικό πρόσημο (ταυτότητα φύλου κλπ), τα οποία πέρασαν παρά την αντίθετη στάση των βουλευτών των ΑΝΕΛ (και της ΝΔ για να μη ξεχνιόμαστε). Σε ποια άραγε θέματα η κυβέρνηση προώθησε ακροδεξιά ατζέντα ή το πρόγραμμα των ΑΝΕΛ;
Ας πάρουμε το άλλο επιχείρημα, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, που πάει «να πνίξει» ο λαϊκισμός της κυβέρνησης. Από την ηγεσία της ΕΕ μέχρι τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές ηγέτες, όλοι εξυμνούν την ελληνική κυβέρνηση και προσωπικώς τον Τσίπρα. Ασφαλώς για την τήρηση των συμφωνηθέντων (τα οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις χειρίζονταν αλά Μαυρογιαλούρος λέγοντας άλλα μέσα κι άλλα έξω, τακτική που συνεχίζει και σήμερα ο πρόεδρος της ΝΔ) αλλά και για τις θέσεις του στο προσφυγικό ή το μακεδονικό, - στο τελευταίο αυτό θέμα τον λαϊκισμό θα πρέπει σίγουρα κανείς να τον ψάξει αλλού. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα πνέει μένεα εναντίον της κ. Γεννηματά για τη στάση της απέναντι στη κυβέρνηση. (Ακόμη και οι συντηρητικοί υποπτεύονται τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ, ότι θα επιστρέψει στις παλιές πρακτικές που οδήγησαν στη χρεοκοπία). Αλλά πως είναι δυνατόν Έλληνες κεντροαριστεροί, φανατικοί φιλοευρωπαίοι, να παριστάνουν τον στρουθοκάμηλο για τη στάση της κεντροαριστεράς της Ευρώπης;
Yπάρχουν δύο κατηγορίες σε όσους από την κεντροαριστερά ετοιμάζονται να ψηφίσουν ΝΔ. Και μάλιστα αυτή τη ΝΔ, με έναν ανίσχυρο αρχηγό, όμηρο της ακροδεξιάς πτέρυγας. Η μία εκφράζει το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία και στα λάφυρά της με κάθε τρόπο, έστω και ως συνιστώσα της «επάρατης δεξιάς». Και θα συνεχίσει να του δείχνει τη διαθεσιμότητά της, όσο τον βλέπει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Της δεύτερης κατηγορίας τα κίνητρα είναι κυρίως ιδεολογικά: πρόκειται για το «ακραίο κέντρο», αυτό το ρεύμα που ενσωμάτωσε την κεντροαριστερά στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της συντηρητικής δεξιάς. Η Θάτσερ, όταν είχε ερωτηθεί ποια ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της, απάντησε: «Ο Τόνι Μπλερ και οι Νέοι Εργατικοί». Αυτό το «ακραίο κέντρο», σύμφωνα με τον Ταρίκ Αλί είναι που διεξάγει τον «πόλεμο στους μετανάστες, τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους, τους φτωχούς και τους εργαζόμενους». Παίρνοντας μαθήματα από την «πασοκοποίησή» της, η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά στρέφεται προς τα αριστερά, εξού και τα ανοίγματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, με τη θλιβερή εγχώρια εξαίρεση. Στην απάντησή του στη Α. Σπανού, ο κ. Μειμάρογλου διατυπώνει με κόσμιο τρόπο τη στρατηγική του ακραίου κέντρου, την ιδεολογική ταύτιση με τη νεοφιλελεύθερη, νεοδημοκρατική δεξιά: «Το κυριότερο όμως είναι ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν κρίνεται στις αναμετρήσεις ανάμεσα στους ακραίους και τους λαϊκιστές των διαφόρων πλευρών αλλά στο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας». To οποίο προφανώς διαθέτει η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη και του υπόλοιπου συρφετού!
Φυσικά η απειρία και τα λάθη της αριστεράς στην κυβέρνηση, ιδίως το πρώτο εξάμηνο του 2015, έχουν δυναμώσει τα δύο προηγούμενα ρεύματα. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλύτερα και από το καλοκαίρι του ’15 μέχρι σήμερα. Κακοί υπολογισμοί, προχειρότητες και λάθη υπεροψίας ενίσχυσαν την τάση «να φύγουν αυτοί». Υστέρηση υπάρχει και στην ενημέρωση για τις μικρές καθημερινές μάχες που δίνονται στα υπουργεία, εναντίον της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. Την οποία οι πολέμιοι της κυβέρνησης δεν φαίνεται να θεωρούν ιδιαίτερο πρόβλημα, ούτε να ανησυχούν ότι θα ξαναφουντώσει, με την επιστροφή της δεξιάς.
Η τελευταία, έχει κάθε λόγο να θέλει την επιστροφή της στην εξουσία και να το επιδιώκει με έναν χωρίς προηγούμενο λαϊκισμό, που δεν διστάζει από το να εύχεται τη μείωση των συντάξεων μέχρι και να καταφεύγει στη πιο ακραία τυμβωρυχία. Παρόλα αυτά, το παλιό σύστημα έχει τους λόγους του να είναι αδίστακτο και εκδικητικό. Μια ομάδα και ένας άνθρωπος (ίσως έτσι εξηγείται το μίσος εναντίον του Τσίπρα) τους πήρε το μαγαζί που διαχειρίζονταν ανεξέλεγκτα επί δεκαετίες, πριν ρίξουν το μεγαλύτερο κανόνι (χρεοκοπίας) σε όλη την Ευρώπη.
Μήπως ισχύει το ίδιο για τους ανανήψαντες κεντροαριστερούς; Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το δράμα τους: ενώ δεν ψήφισαν αριστερά (μερικοί την πολέμησαν από τη πρώτη στιγμή), απογοητεύτηκαν τόσο από αυτήν ώστε ετοιμάζονται να ψηφίσουν όχι ξανά κεντροαριστερά, αλλά… δαγκωτό Μητσοτάκη!
Μιλάω όλο και πιο συχνά με προοδευτικούς ανθρώπους αποφασισμένους να ψηφίσουν ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Για τους περισσότερους θα είναι η πρώτη φορά που θα το κάνουν και που το έχουν σκεφτεί. Δεν θέλουν να ξέρουν λεπτομέρειες για το γίγνεσθαι στην αξιωματική αντιπολίτευση, αποφεύγουν συζητήσεις για συγκεκριμένα πρόσωπα με ακροδεξιές αναφορές, δεν τους αρέσουν τα πολλά-πολλά για το μακεδονικό και δεν προβληματίζονται για το ενδεχόμενο ηγεμονίας των ιδεών της Δεξιάς.
Ο ένας μου λέει ότι δεν τον νοιάζει παρά μόνο «να φύγουν αυτοί». Ο άλλος ότι θα ψηφίσει τον πιο απειλητικό αντίπαλο του Τσίπρα και αυτός είναι ο Μητσοτάκης. Ο τρίτος αποενοχοποιείται με το επιχείρημα ότι «μια φορά δεν πειράζει», αν είναι να βρεθούμε στην κανονικότητα. Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν κανέναν δισταγμό, θεωρούν εξαιρετική επιλογή την ΝΔ στη βάση της σύγκρισης με την κυβέρνηση.
Αυτοί που θα ψηφίσουν ΝΔ για πρώτη φορά στη ζωή τους είναι συνήθως πιο αγριεμένοι από τους «κανονικούς» δεξιούς που έχουν ιδεολογική ή συναισθηματική σύνδεση με αυτόν τον πολιτικό χώρο. Η έντασή τους ερμηνεύεται εύκολα: Μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ (και) γιατί τους υποχρεώνει να κάνουν μια πολιτική επιλογή ξένη προς τον εαυτό τους και ασύμβατη με τις αρχές και τις αξίες τους.
Ήταν μετριοπαθείς αλλά τώρα απολαμβάνουν τις ακρότητες στο διαδίκτυο. Ήταν χαμηλών τόνων αλλά τώρα θέλουν δικαστήρια και τιμωρία. Υποστήριζαν τον εκσυγχρονισμό αλλά τώρα θα βολευτούν και με τον αναχρονισμό αρκεί να απαλλαγούν από τη σημερινή κυβέρνηση. Ζητούσαν ανανέωση αλλά τώρα τους πάει το παλιό γιατί δεν αντέχουν την ιδέα του ρίσκου και του πειραματισμού. Δεν τους αρέσει ο Σαμαράς αλλά τον προτιμούν από τον Σκουρλέτη. Τους είναι ξένος ο Βορίδης αλλά καλύτερα θα τα έκανε από τον Τόσκα. Αντιλαμβάνονται ότι είναι πρόβλημα η αντιπροεδρία Άδωνι αλλά κομμάτια να γίνει αν πρόκειται να μας απαλλάξει από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι κοινωνικό φαινόμενο. Τόσοι προοδευτικοί πολίτες συσπειρωμένοι στο συντηρητικό κόμμα, όχι γιατί είναι με αυτούς αλλά γιατί στέκονται απέναντι στους άλλους. Μια αποϊδεολογικοποιημένη ψήφος της ανάγκης που δεν κρύβει ούτε ελπίδα ούτε φόβο, κρύβει θυμό, ακόμη και απόγνωση.
Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου δεν θα επηρεαστούν ούτε από τυχόν αποκαλύψεις για σκάνδαλα ούτε από το ακόμη εντονότερο κλίμα πόλωσης που θα καλλιεργήσει η κυβέρνηση στον δρόμο προς τις κάλπες. Τίποτα δεν πρόκειται να τους αλλάξει γνώμη. Περιμένουν τη στιγμή που θα εκφραστούν με την ψήφο τους και αγωνιούν μήπως αργήσει πολύ. Θα προτιμούσαν να ξεμπερδεύουμε το φθινόπωρο αλλά καταλαβαίνουν πως ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι ρεαλιστικό. Καγχάζουν αν τους πεις για τη δυνατότητα επιλογής του Κινήματος Αλλαγής, όχι γιατί δεν θέλουν να βρεθούν στο ίδιο χαράκωμα με τον Στ. Παναγούλη και τον Κ. Χαρδαβέλα αλλά γιατί τους φαίνεται πολύ μεσοβέζικη λύση, χλιαρή, θέλουν πόλεμο και θρίαμβο με συντριβή του αντιπάλου. Κάτι που τους απασχολεί πολύ είναι να μην ξαναβρούν μπροστά τους τον Τσίπρα. Να μην είναι ένας στιβαρός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μπορεί κάποια στιγμή να επανέλθει στο Μέγαρο Μαξίμου αλλά ένας τελειωμένος πολιτικός αρχηγός που θα βλέπει την εξουσία με το κιάλι και δεν θα μπορεί να κυκλοφορήσει πουθενά.
Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου είναι εξοργισμένοι με τους «ισαποστάκηδες», που κάνουν κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά βλέπουν και τα στραβά της ΝΔ. Δεν είναι ώρα τώρα, σου λέει, για αντικειμενικότητα και ακρίβεια στην ανάλυση, τώρα δίνουμε τη μάχη, μονομέτωπο αγώνα, και μετά βλέπουμε. Αν τους πεις πως κάνει καλό στον Κυρ. Μητσοτάκη η ανάδειξη των παθογενειών του κόμματός του γιατί τον βοηθά να τις υπερβεί, δεν το ακούν. Τίποτα δεν ακούν πέρα από αντικυβερνητικά συνθήματα, επιχειρήματα και κλισέ. Ανησυχούν ότι θα υπάρξει παροξυσμός πριν την πτώση και ότι το «καθεστώς» θα παίξει τα ρέστα του πριν εγκαταλείψει την εξουσία και γι’ αυτό δεν ανέχονται συζητήσεις για τις αδυναμίες των άλλων.
Κατά τα άλλα, ποια Κεντροαριστερά; Την αντιμετωπίζουν σαν άνοστη πολιτική σούπα, σαν περιττή πολυτέλεια και κάποιες φορές σαν ύποπτη για δυνητικό διάλογο με τους εθνικολαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί οι άλλοι της ΝΔ δεν ενοχλούν αν πρόκειται με αυτό τον τρόπο να πετύχουν μεγάλη εκλογική νίκη, όσο πιο μεγάλη γίνεται.
Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου θέλουν να κοιμηθούν το βράδυ και να ξυπνήσουν το πρωί με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη. Να πάρουν βαθιά ανάσα και να κάνουν ένα μακροβούτι για να δουν βγαίνοντας από το νερό έναν κόσμο χωρίς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μιλούν κυρίως μεταξύ τους και αποφεύγουν όσους δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και αν αγαπιούνται. Γιατί κουβέντα στην κουβέντα μπορεί να γίνουν καταστροφές στις σχέσεις. Ακόμη και έρωτες χαλάνε. Τι κρίμα…
*******************************
2. Γ. Μειμάρογλου: «Οι φίλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας»
Μια από τις κύριες αιτίες της κακοδαιμονίας μας είναι ότι συχνά τα τελευταία χρόνια ψηφίζουμε για να φύγει κάποιος από την κυβέρνηση και όχι για να έρθει εκείνος που θέλουμε να κυβερνήσει. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία ο «δικός μας» πρέπει να μείνει στην εξουσία για να μην έρθει ο άλλος κι ας βλέπουμε ότι ρίχνει τη χώρα στα βράχια.
Με όλο και μεγαλύτερο φανατισμό οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας δεν υπερασπίζονται το έργο της συριζανελικής διακυβέρνησης - τι να υπερασπιστούν άλλωστε - αλλά εξορκίζουν την αναβίωση του δεξιού φαντάσματος. Ξεχνούν ότι οι ακροδεξιοί του Καμμένου μας κυβερνάνε ήδη από τον Γενάρη του ’15, όχι μόνο με τη βούλα της Αριστεράς τους («έχουμε πολύ δουλειά ακόμα Πάνο»), προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά κυρίως με τη βασική επιχειρηματολογία ότι «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν». Ποιος ο λόγος λοιπόν να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μας «φόρεσε» την ακροδεξιά στο όνομα της Αριστεράς και κάνει τα ίδια με αυτούς που δεν πρέπει τάχα να κυβερνήσουν;
Ξεχνούν ακόμα οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας ότι οι «αυταπάτες» του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που χάρισαν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας, οδήγησαν σε αδιέξοδο και λουκέτο δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και στην ανεργία εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Ισχυρίζονται ότι οι «αυταπάτες» αυτές ξεπεράστηκαν οριστικά με την απομάκρυνση Βαρουφάκη και τη διαγραφή των επαναστατών του νομισματοκοπείου. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι δεν επρόκειτο για αυταπάτες αλλά για φτηνό και ακραίο λαϊκισμό - χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοψήφισμα - που όχι μόνο δεν ηττήθηκε αλλά παραμένει ολοζώντανος στον λόγο και την πράξη των κυβερνητικών στελεχών. Ο τρόπος αντιμετώπισης της βιβλικής καταστροφής στο Μάτι, αλλά και όσων προηγήθηκαν, είναι αδιάψευστος μάρτυς.
Ρωτάνε - και ξαναρωτάνε - οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας τι πρόβλημα υπάρχει αφού «ο Τσίπρας έκανε την κωλοτούμπα και εφαρμόζει κατά γράμμα τα μνημόνια. Μέχρι και οι ξένοι τον στηρίζουν». Παραβλέπουν όμως ότι τα μνημόνια τα υπέγραψε μόνο και μόνο για να παραμείνει στην εξουσία και όχι για να αξιοποιήσει τη βοήθεια των εταίρων για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που θα έφερναν ανάπτυξη και επενδύσεις. Καμιά αναπτυξιακή μεταρρύθμιση δεν ψηφίστηκε, καμιά ουσιαστική επένδυση δεν ολοκληρώθηκε. Η γραφειοκρατία διώχνει τους υποψήφιους επενδυτές, το πελατειακό κράτος θριαμβεύει, η αξιοκρατία παραμένει στα αζήτητα εξορίζοντας κάθε χρόνο το επιστημονικό δυναμικό της χώρας.
Προσπαθούν οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας να δείξουν την ανωτερότητα του «αριστερού» στελεχικού δυναμικού - για «ηθικό πλεονέκτημα» ούτε λόγος πια - έναντι των επερχομένων φαντασμάτων του παρελθόντος. Δεν έχουν παρά να θυμηθούν τις δηλώσεις που έκαναν τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη για την πρόσφατη τραγωδία για να διαπιστώσουν και οι ίδιοι το κόστος της επερχόμενης απώλειάς τους. Το κυριότερο όμως είναι ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν κρίνεται στις αναμετρήσεις ανάμεσα στους ακραίους και τους λαϊκιστές των διαφόρων πλευρών αλλά στο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας. Σ’ αυτό το θέμα παραμένουν λιγομίλητοι.
Ακόμα και στην περίπτωση που θα χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας, λένε ότι η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή αντιπολιτευτική δύναμη και έναν «στιβαρό» ηγέτη. Ξεχνούν ότι τη στιβαρότητα του ηγέτη είχε την ευκαιρία να την γνωρίσει η χώρα και κατά την αντιπολιτευτική περίοδο που προηγήθηκε. Την έζησε η Αθήνα, την πλήρωσε η παιδεία, την ένιωσε η Αριστερά.
Όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν, λένε οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας. Η παρά φύσιν συγκυβέρνηση με τον Καμμένο τελειώνει και ήρθε η ώρα να σχηματιστεί ένα νέο «προοδευτικό» μέτωπο που θ’ αναλάβει τις ευθύνες της χώρας. Το πρόβλημα είναι ότι οι ταμπέλες της προοδευτικότητας εξαντλήθηκαν πια στα (κομματικά) καταστήματα. Η χώρα δεν χρειάζεται ένα γενικό και αόριστο «προοδευτικό μέτωπο». Χρειάζεται ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού που απειλεί να πνίξει τη χώρα και την Ευρώπη.
Οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας - όπως και όλοι οι υπόλοιποι - έχουν κάθε δικαίωμα να κάνουν τις επιλογές τους και να τις υπερασπιστούν. Και δεν χρειάζεται να τις δικαιολογήσουν ή να απολογηθούν γι’ αυτές. Εκ των προτέρων τουλάχιστον.
*******************************************************
Θ. Δραγώνα, Ν. Μουζέλης και Φ. Τσαλίκογλου παρεμβαίνουν στη διαμάχη που
προκάλεσαν τα άρθρα Α. Σπανού-Στέλιου Στυλιανίδη.
Όλα ξεκίνησαν από ένα άρθρο της δημοσιογράφου Αγγελικής Σπανού, που είχε τίτλο «Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου». Το άρθρο κατέγραφε μια τάση στον φιλικό της, κεντροαριστερό κύκλο: «Μιλάω όλο και πιο συχνά με προοδευτικούς ανθρώπους αποφασισμένους να ψηφίσουν ΝΔ στις επόμενες εκλογές… Δεν θέλουν να ξέρουν λεπτομέρειες για το γίγνεσθαι στην αξιωματική αντιπολίτευση, αποφεύγουν συζητήσεις για συγκεκριμένα πρόσωπα με ακροδεξιές αναφορές, δεν τους αρέσουν τα πολλά - πολλά για το μακεδονικό και δεν προβληματίζονται για το ενδεχόμενο ηγεμονίας των ιδεών της Δεξιάς. Ο ένας μου λέει ότι δεν τον νοιάζει παρά μόνο ‘να φύγουν αυτοί’. Ο άλλος ότι θα ψηφίσει τον πιο απειλητικό αντίπαλο του Τσίπρα και αυτός είναι ο Μητσοτάκης... Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν κανέναν δισταγμό, θεωρούν εξαιρετική επιλογή τη ΝΔ στη βάση της σύγκρισης με την κυβέρνηση».
To άρθρο χτύπησε φλέβα, καθώς η δημοσιογράφος λιντσαρίστηκε διαδικτυακά από τους φιλοευρωπαίους αντι-σταλινικούς. Οι ψυχραιμότεροι (όπως ο κ. Μειμάρογλου - τα άρθρα παρακάτω) της έδωσαν το περιθώριο να έχει τις απόψεις της, για να την κατατροπώσουν όμως με μια σειρά από - βασικά απολίτικα ή αόριστα - επιχειρήματα: ότι η Σπανού και οι φίλοΣΥΡΙΖΑΙΟΙ φίλοι της «εξορκίζουν την αναβίωση του δεξιού φαντάσματος. Ξεχνούν ότι οι ακροδεξιοί του Καμμένου μας κυβερνάνε ήδη από τον Γενάρη του ’15». Ή ότι «η χώρα δεν χρειάζεται ένα γενικό και αόριστο ‘προοδευτικό μέτωπο’. Χρειάζεται ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού που απειλεί να πνίξει τη χώρα και την Ευρώπη».
Ας μιλήσουμε πολιτικά. Είναι πράγματι «οι ακροδεξιοί του Καμμένου» που κυβερνούν από το 2015; Σε όλη την Ευρώπη, το μεταναστευτικό είναι η αιχμή του δόρατος της ακροδεξιάς. Η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης μόνο ακροδεξιά δεν ήταν. Υπήρξε σίγουρα πιο προοδευτική από αυτήν που θα ακολουθούσε - πολλά τα παραδείγματα από τις «σκούπες» του παρελθόντος - μια συντηρητική κυβέρνηση. (Και η κυβερνητική στάση διευκόλυνε την αλληλέγγυα στάση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, γεγονός που άλλαξε τη διεθνή εικόνα της χώρας).
To ίδιο ισχύει για μια σειρά από νομοθετήματα με προοδευτικό πρόσημο (ταυτότητα φύλου κλπ), τα οποία πέρασαν παρά την αντίθετη στάση των βουλευτών των ΑΝΕΛ (και της ΝΔ για να μη ξεχνιόμαστε). Σε ποια άραγε θέματα η κυβέρνηση προώθησε ακροδεξιά ατζέντα ή το πρόγραμμα των ΑΝΕΛ;
Ας πάρουμε το άλλο επιχείρημα, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, που πάει «να πνίξει» ο λαϊκισμός της κυβέρνησης. Από την ηγεσία της ΕΕ μέχρι τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές ηγέτες, όλοι εξυμνούν την ελληνική κυβέρνηση και προσωπικώς τον Τσίπρα. Ασφαλώς για την τήρηση των συμφωνηθέντων (τα οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις χειρίζονταν αλά Μαυρογιαλούρος λέγοντας άλλα μέσα κι άλλα έξω, τακτική που συνεχίζει και σήμερα ο πρόεδρος της ΝΔ) αλλά και για τις θέσεις του στο προσφυγικό ή το μακεδονικό, - στο τελευταίο αυτό θέμα τον λαϊκισμό θα πρέπει σίγουρα κανείς να τον ψάξει αλλού. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα πνέει μένεα εναντίον της κ. Γεννηματά για τη στάση της απέναντι στη κυβέρνηση. (Ακόμη και οι συντηρητικοί υποπτεύονται τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ, ότι θα επιστρέψει στις παλιές πρακτικές που οδήγησαν στη χρεοκοπία). Αλλά πως είναι δυνατόν Έλληνες κεντροαριστεροί, φανατικοί φιλοευρωπαίοι, να παριστάνουν τον στρουθοκάμηλο για τη στάση της κεντροαριστεράς της Ευρώπης;
Yπάρχουν δύο κατηγορίες σε όσους από την κεντροαριστερά ετοιμάζονται να ψηφίσουν ΝΔ. Και μάλιστα αυτή τη ΝΔ, με έναν ανίσχυρο αρχηγό, όμηρο της ακροδεξιάς πτέρυγας. Η μία εκφράζει το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία και στα λάφυρά της με κάθε τρόπο, έστω και ως συνιστώσα της «επάρατης δεξιάς». Και θα συνεχίσει να του δείχνει τη διαθεσιμότητά της, όσο τον βλέπει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Της δεύτερης κατηγορίας τα κίνητρα είναι κυρίως ιδεολογικά: πρόκειται για το «ακραίο κέντρο», αυτό το ρεύμα που ενσωμάτωσε την κεντροαριστερά στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της συντηρητικής δεξιάς. Η Θάτσερ, όταν είχε ερωτηθεί ποια ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της, απάντησε: «Ο Τόνι Μπλερ και οι Νέοι Εργατικοί». Αυτό το «ακραίο κέντρο», σύμφωνα με τον Ταρίκ Αλί είναι που διεξάγει τον «πόλεμο στους μετανάστες, τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους, τους φτωχούς και τους εργαζόμενους». Παίρνοντας μαθήματα από την «πασοκοποίησή» της, η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά στρέφεται προς τα αριστερά, εξού και τα ανοίγματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, με τη θλιβερή εγχώρια εξαίρεση. Στην απάντησή του στη Α. Σπανού, ο κ. Μειμάρογλου διατυπώνει με κόσμιο τρόπο τη στρατηγική του ακραίου κέντρου, την ιδεολογική ταύτιση με τη νεοφιλελεύθερη, νεοδημοκρατική δεξιά: «Το κυριότερο όμως είναι ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν κρίνεται στις αναμετρήσεις ανάμεσα στους ακραίους και τους λαϊκιστές των διαφόρων πλευρών αλλά στο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας». To οποίο προφανώς διαθέτει η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη και του υπόλοιπου συρφετού!
Φυσικά η απειρία και τα λάθη της αριστεράς στην κυβέρνηση, ιδίως το πρώτο εξάμηνο του 2015, έχουν δυναμώσει τα δύο προηγούμενα ρεύματα. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλύτερα και από το καλοκαίρι του ’15 μέχρι σήμερα. Κακοί υπολογισμοί, προχειρότητες και λάθη υπεροψίας ενίσχυσαν την τάση «να φύγουν αυτοί». Υστέρηση υπάρχει και στην ενημέρωση για τις μικρές καθημερινές μάχες που δίνονται στα υπουργεία, εναντίον της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς. Την οποία οι πολέμιοι της κυβέρνησης δεν φαίνεται να θεωρούν ιδιαίτερο πρόβλημα, ούτε να ανησυχούν ότι θα ξαναφουντώσει, με την επιστροφή της δεξιάς.
Η τελευταία, έχει κάθε λόγο να θέλει την επιστροφή της στην εξουσία και να το επιδιώκει με έναν χωρίς προηγούμενο λαϊκισμό, που δεν διστάζει από το να εύχεται τη μείωση των συντάξεων μέχρι και να καταφεύγει στη πιο ακραία τυμβωρυχία. Παρόλα αυτά, το παλιό σύστημα έχει τους λόγους του να είναι αδίστακτο και εκδικητικό. Μια ομάδα και ένας άνθρωπος (ίσως έτσι εξηγείται το μίσος εναντίον του Τσίπρα) τους πήρε το μαγαζί που διαχειρίζονταν ανεξέλεγκτα επί δεκαετίες, πριν ρίξουν το μεγαλύτερο κανόνι (χρεοκοπίας) σε όλη την Ευρώπη.
Μήπως ισχύει το ίδιο για τους ανανήψαντες κεντροαριστερούς; Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το δράμα τους: ενώ δεν ψήφισαν αριστερά (μερικοί την πολέμησαν από τη πρώτη στιγμή), απογοητεύτηκαν τόσο από αυτήν ώστε ετοιμάζονται να ψηφίσουν όχι ξανά κεντροαριστερά, αλλά… δαγκωτό Μητσοτάκη!
Tα δύο άρθρα, όπως δημοσιεύτηκαν στην Athens Voice1. Aγγελική Σπανού: «Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου»
Μιλάω όλο και πιο συχνά με προοδευτικούς ανθρώπους αποφασισμένους να ψηφίσουν ΝΔ στις επόμενες εκλογές. Για τους περισσότερους θα είναι η πρώτη φορά που θα το κάνουν και που το έχουν σκεφτεί. Δεν θέλουν να ξέρουν λεπτομέρειες για το γίγνεσθαι στην αξιωματική αντιπολίτευση, αποφεύγουν συζητήσεις για συγκεκριμένα πρόσωπα με ακροδεξιές αναφορές, δεν τους αρέσουν τα πολλά-πολλά για το μακεδονικό και δεν προβληματίζονται για το ενδεχόμενο ηγεμονίας των ιδεών της Δεξιάς.
Ο ένας μου λέει ότι δεν τον νοιάζει παρά μόνο «να φύγουν αυτοί». Ο άλλος ότι θα ψηφίσει τον πιο απειλητικό αντίπαλο του Τσίπρα και αυτός είναι ο Μητσοτάκης. Ο τρίτος αποενοχοποιείται με το επιχείρημα ότι «μια φορά δεν πειράζει», αν είναι να βρεθούμε στην κανονικότητα. Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν κανέναν δισταγμό, θεωρούν εξαιρετική επιλογή την ΝΔ στη βάση της σύγκρισης με την κυβέρνηση.
Αυτοί που θα ψηφίσουν ΝΔ για πρώτη φορά στη ζωή τους είναι συνήθως πιο αγριεμένοι από τους «κανονικούς» δεξιούς που έχουν ιδεολογική ή συναισθηματική σύνδεση με αυτόν τον πολιτικό χώρο. Η έντασή τους ερμηνεύεται εύκολα: Μισούν τον ΣΥΡΙΖΑ (και) γιατί τους υποχρεώνει να κάνουν μια πολιτική επιλογή ξένη προς τον εαυτό τους και ασύμβατη με τις αρχές και τις αξίες τους.
Ήταν μετριοπαθείς αλλά τώρα απολαμβάνουν τις ακρότητες στο διαδίκτυο. Ήταν χαμηλών τόνων αλλά τώρα θέλουν δικαστήρια και τιμωρία. Υποστήριζαν τον εκσυγχρονισμό αλλά τώρα θα βολευτούν και με τον αναχρονισμό αρκεί να απαλλαγούν από τη σημερινή κυβέρνηση. Ζητούσαν ανανέωση αλλά τώρα τους πάει το παλιό γιατί δεν αντέχουν την ιδέα του ρίσκου και του πειραματισμού. Δεν τους αρέσει ο Σαμαράς αλλά τον προτιμούν από τον Σκουρλέτη. Τους είναι ξένος ο Βορίδης αλλά καλύτερα θα τα έκανε από τον Τόσκα. Αντιλαμβάνονται ότι είναι πρόβλημα η αντιπροεδρία Άδωνι αλλά κομμάτια να γίνει αν πρόκειται να μας απαλλάξει από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι κοινωνικό φαινόμενο. Τόσοι προοδευτικοί πολίτες συσπειρωμένοι στο συντηρητικό κόμμα, όχι γιατί είναι με αυτούς αλλά γιατί στέκονται απέναντι στους άλλους. Μια αποϊδεολογικοποιημένη ψήφος της ανάγκης που δεν κρύβει ούτε ελπίδα ούτε φόβο, κρύβει θυμό, ακόμη και απόγνωση.
Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου δεν θα επηρεαστούν ούτε από τυχόν αποκαλύψεις για σκάνδαλα ούτε από το ακόμη εντονότερο κλίμα πόλωσης που θα καλλιεργήσει η κυβέρνηση στον δρόμο προς τις κάλπες. Τίποτα δεν πρόκειται να τους αλλάξει γνώμη. Περιμένουν τη στιγμή που θα εκφραστούν με την ψήφο τους και αγωνιούν μήπως αργήσει πολύ. Θα προτιμούσαν να ξεμπερδεύουμε το φθινόπωρο αλλά καταλαβαίνουν πως ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι ρεαλιστικό. Καγχάζουν αν τους πεις για τη δυνατότητα επιλογής του Κινήματος Αλλαγής, όχι γιατί δεν θέλουν να βρεθούν στο ίδιο χαράκωμα με τον Στ. Παναγούλη και τον Κ. Χαρδαβέλα αλλά γιατί τους φαίνεται πολύ μεσοβέζικη λύση, χλιαρή, θέλουν πόλεμο και θρίαμβο με συντριβή του αντιπάλου. Κάτι που τους απασχολεί πολύ είναι να μην ξαναβρούν μπροστά τους τον Τσίπρα. Να μην είναι ένας στιβαρός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μπορεί κάποια στιγμή να επανέλθει στο Μέγαρο Μαξίμου αλλά ένας τελειωμένος πολιτικός αρχηγός που θα βλέπει την εξουσία με το κιάλι και δεν θα μπορεί να κυκλοφορήσει πουθενά.
Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου είναι εξοργισμένοι με τους «ισαποστάκηδες», που κάνουν κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά βλέπουν και τα στραβά της ΝΔ. Δεν είναι ώρα τώρα, σου λέει, για αντικειμενικότητα και ακρίβεια στην ανάλυση, τώρα δίνουμε τη μάχη, μονομέτωπο αγώνα, και μετά βλέπουμε. Αν τους πεις πως κάνει καλό στον Κυρ. Μητσοτάκη η ανάδειξη των παθογενειών του κόμματός του γιατί τον βοηθά να τις υπερβεί, δεν το ακούν. Τίποτα δεν ακούν πέρα από αντικυβερνητικά συνθήματα, επιχειρήματα και κλισέ. Ανησυχούν ότι θα υπάρξει παροξυσμός πριν την πτώση και ότι το «καθεστώς» θα παίξει τα ρέστα του πριν εγκαταλείψει την εξουσία και γι’ αυτό δεν ανέχονται συζητήσεις για τις αδυναμίες των άλλων.
Κατά τα άλλα, ποια Κεντροαριστερά; Την αντιμετωπίζουν σαν άνοστη πολιτική σούπα, σαν περιττή πολυτέλεια και κάποιες φορές σαν ύποπτη για δυνητικό διάλογο με τους εθνικολαϊκιστές του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί οι άλλοι της ΝΔ δεν ενοχλούν αν πρόκειται με αυτό τον τρόπο να πετύχουν μεγάλη εκλογική νίκη, όσο πιο μεγάλη γίνεται.
Οι αντιΣΥΡΙΖΑ φίλοι μου θέλουν να κοιμηθούν το βράδυ και να ξυπνήσουν το πρωί με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη. Να πάρουν βαθιά ανάσα και να κάνουν ένα μακροβούτι για να δουν βγαίνοντας από το νερό έναν κόσμο χωρίς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Μιλούν κυρίως μεταξύ τους και αποφεύγουν όσους δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και αν αγαπιούνται. Γιατί κουβέντα στην κουβέντα μπορεί να γίνουν καταστροφές στις σχέσεις. Ακόμη και έρωτες χαλάνε. Τι κρίμα…
*******************************
2. Γ. Μειμάρογλου: «Οι φίλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας»
Μια από τις κύριες αιτίες της κακοδαιμονίας μας είναι ότι συχνά τα τελευταία χρόνια ψηφίζουμε για να φύγει κάποιος από την κυβέρνηση και όχι για να έρθει εκείνος που θέλουμε να κυβερνήσει. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία ο «δικός μας» πρέπει να μείνει στην εξουσία για να μην έρθει ο άλλος κι ας βλέπουμε ότι ρίχνει τη χώρα στα βράχια.
Με όλο και μεγαλύτερο φανατισμό οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας δεν υπερασπίζονται το έργο της συριζανελικής διακυβέρνησης - τι να υπερασπιστούν άλλωστε - αλλά εξορκίζουν την αναβίωση του δεξιού φαντάσματος. Ξεχνούν ότι οι ακροδεξιοί του Καμμένου μας κυβερνάνε ήδη από τον Γενάρη του ’15, όχι μόνο με τη βούλα της Αριστεράς τους («έχουμε πολύ δουλειά ακόμα Πάνο»), προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά κυρίως με τη βασική επιχειρηματολογία ότι «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν». Ποιος ο λόγος λοιπόν να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μας «φόρεσε» την ακροδεξιά στο όνομα της Αριστεράς και κάνει τα ίδια με αυτούς που δεν πρέπει τάχα να κυβερνήσουν;
Ξεχνούν ακόμα οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας ότι οι «αυταπάτες» του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που χάρισαν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας, οδήγησαν σε αδιέξοδο και λουκέτο δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και στην ανεργία εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Ισχυρίζονται ότι οι «αυταπάτες» αυτές ξεπεράστηκαν οριστικά με την απομάκρυνση Βαρουφάκη και τη διαγραφή των επαναστατών του νομισματοκοπείου. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι δεν επρόκειτο για αυταπάτες αλλά για φτηνό και ακραίο λαϊκισμό - χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοψήφισμα - που όχι μόνο δεν ηττήθηκε αλλά παραμένει ολοζώντανος στον λόγο και την πράξη των κυβερνητικών στελεχών. Ο τρόπος αντιμετώπισης της βιβλικής καταστροφής στο Μάτι, αλλά και όσων προηγήθηκαν, είναι αδιάψευστος μάρτυς.
Ρωτάνε - και ξαναρωτάνε - οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας τι πρόβλημα υπάρχει αφού «ο Τσίπρας έκανε την κωλοτούμπα και εφαρμόζει κατά γράμμα τα μνημόνια. Μέχρι και οι ξένοι τον στηρίζουν». Παραβλέπουν όμως ότι τα μνημόνια τα υπέγραψε μόνο και μόνο για να παραμείνει στην εξουσία και όχι για να αξιοποιήσει τη βοήθεια των εταίρων για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που θα έφερναν ανάπτυξη και επενδύσεις. Καμιά αναπτυξιακή μεταρρύθμιση δεν ψηφίστηκε, καμιά ουσιαστική επένδυση δεν ολοκληρώθηκε. Η γραφειοκρατία διώχνει τους υποψήφιους επενδυτές, το πελατειακό κράτος θριαμβεύει, η αξιοκρατία παραμένει στα αζήτητα εξορίζοντας κάθε χρόνο το επιστημονικό δυναμικό της χώρας.
Προσπαθούν οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας να δείξουν την ανωτερότητα του «αριστερού» στελεχικού δυναμικού - για «ηθικό πλεονέκτημα» ούτε λόγος πια - έναντι των επερχομένων φαντασμάτων του παρελθόντος. Δεν έχουν παρά να θυμηθούν τις δηλώσεις που έκαναν τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη για την πρόσφατη τραγωδία για να διαπιστώσουν και οι ίδιοι το κόστος της επερχόμενης απώλειάς τους. Το κυριότερο όμως είναι ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν κρίνεται στις αναμετρήσεις ανάμεσα στους ακραίους και τους λαϊκιστές των διαφόρων πλευρών αλλά στο σχέδιο για την ανόρθωση της χώρας. Σ’ αυτό το θέμα παραμένουν λιγομίλητοι.
Ακόμα και στην περίπτωση που θα χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας, λένε ότι η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή αντιπολιτευτική δύναμη και έναν «στιβαρό» ηγέτη. Ξεχνούν ότι τη στιβαρότητα του ηγέτη είχε την ευκαιρία να την γνωρίσει η χώρα και κατά την αντιπολιτευτική περίοδο που προηγήθηκε. Την έζησε η Αθήνα, την πλήρωσε η παιδεία, την ένιωσε η Αριστερά.
Όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν, λένε οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας. Η παρά φύσιν συγκυβέρνηση με τον Καμμένο τελειώνει και ήρθε η ώρα να σχηματιστεί ένα νέο «προοδευτικό» μέτωπο που θ’ αναλάβει τις ευθύνες της χώρας. Το πρόβλημα είναι ότι οι ταμπέλες της προοδευτικότητας εξαντλήθηκαν πια στα (κομματικά) καταστήματα. Η χώρα δεν χρειάζεται ένα γενικό και αόριστο «προοδευτικό μέτωπο». Χρειάζεται ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο κατά του λαϊκισμού που απειλεί να πνίξει τη χώρα και την Ευρώπη.
Οι φιλοΣΥΡΙΖΑ φίλοι μας - όπως και όλοι οι υπόλοιποι - έχουν κάθε δικαίωμα να κάνουν τις επιλογές τους και να τις υπερασπιστούν. Και δεν χρειάζεται να τις δικαιολογήσουν ή να απολογηθούν γι’ αυτές. Εκ των προτέρων τουλάχιστον.
*******************************************************
ΑντιΣΥΡΙΖΑ φανατισμός και η κουλτούρα του κακού
Στέλιος Στυλιανίδης
Ένας
από τους σημαντικότερους διανοούμενους της χώρας μας, σε μια πρόσφατη
συνομιλία μας σχετικά με την ανθρωποφαγία στο διαδίκτυο, μου είπε κάτι
ενδιαφέρον: Ότι αυτοί που κάνουν τον μεγάλο θόρυβο δεν είναι ούτε ο λαός
ούτε οι πολιτικοί ταγοί, αλλά ένα ενδιάμεσο στρώμα «παραγόντων», οι
οποίοι λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ του συστήματος εξουσίας στο
οποίο επιλέγουν να ενσωματωθούν και της κοινωνικής βάσης. Δεν είναι
πολλοί αλλά αναλώνουν πολλή ενέργεια, σαν να πρόκειται για πλήρη
απασχόληση, και ίσως το δίκτυό τους να τροφοδοτείται από τη συλλογική
φαντασίωση ότι εκπροσωπούν ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και ακόμη
περισσότερο ότι τη διαμορφώνουν στα μέτρα τους. Δεν ισχύει αυτό αλλά
σημασία έχει ότι το κάνουν με πάθος, σαν να ισχύει.
Η βία και η εκκρινόμενη κακία και καταστροφικότητα μέσα από τα σχόλια και τις αναρτήσεις τους ίσως τους επιτρέπει να εκφορτίζουν την οργή και το θυμό τους απέναντι στον άλλο και την άλλη άποψη, αλλά ίσως από την άλλη να παίρνουν θέση στην αυλή του επερχόμενου συστήματος εξουσίας.
Με άλλα λόγια, μια ταπεινή επιδίωξη εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και αναρρίχησης μπορεί να «εκλογικεύεται» μέσα από μια καθολική απαξίωση του λόγου όποιου κάθε φορά στοχοποιήσουν ως εκφραστή του αντίπαλου χώρου.
Προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι το φαινόμενο του τυφλού αντιΣΥΡΙΖΑ φανατισμού εκδηλώνεται με τέτοια ένταση στον λεγόμενο ενδιάμεσο χώρο, που έχει παράδοση, αξιακά και διανοητικά, στην προαγωγή της κουλτούρας σύνθεσης, συναίνεσης, συμμαχιών στο πλαίσιο κοινών στρατηγικών στόχων, όπως αυτοί ορίζονται στο δημοκρατικό ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας:
Είναι σαφές ότι ο φανατισμός και η εσωτερίκευση του συνθήματος του αντιπάλου «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» πυροδοτεί από τη μια πλευρά μια ακραία αντίδραση απέναντι σε κάτι που βιώθηκε σαν πρωτόγονη επίθεση (από τον ΣΥΡΙΖΑ) και από την άλλη μία ασυνείδητη συμμαχία άρνησης της πραγματικότητας και της ιστορίας σε σχέση με το χαράκωμα που έχουν επιλέξει (ΝΔ). Αυτοί οι όροι διχοτόμησης (ή εμείς ή αυτοί) και προβολής όλων των αρνητικών στοιχείων που έχουν παραχθεί από τον αντίπαλο δημιουργούν μια συνθήκη ήττας της σκέψης και δραματικής φτώχειας της ίδιας της πολιτικής ανάλυσης.
Στο δεύτερο επίπεδο ερμηνείας υπάρχει η διαπίστωση ότι κυριαρχεί η έννοια του κακού που διαβρώνει τον ψυχισμό μας διαμορφώνοντας ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές, μειώνοντας την αναλυτική ικανότητα, συρρικνώνοντας τον αναστοχασμό και αναπαράγοντας συστηματικά την επικράτηση του ατομικού επί του συλλογικού και δημόσιου συμφέροντος.
Πώς είναι δυνατό οι ίδιοι πρωταγωνιστές της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κατάρρευσης της χώρας να θεωρούνται αυτονόητα πια ως Η ΛΥΣΗ απέναντι σε μια απογοητευτική, ίσως και μοιραία για την Αριστερά, διακυβέρνηση;
Υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στην αρχετυπική έννοια του κακού στον άνθρωπο και στην επικράτηση του ασυνείδητου μηχανισμού της καταναγκαστικής επανάληψης στην ελληνική κοινωνία, που αρνείται να αλλάξει, επιμένοντας στα ίδια μοτίβα.
Το κακό είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας (Θ. Λίποβατς, 2012). Η υπέρβαση της ενστικτώδους συνύπαρξής μας με το κακό και την καταστροφικότητα δεν μπορεί παρά να πραγματωθεί μέσα από τη στέρεα αυτογνωσία, την κατανόηση των μηχανισμών της ελληνικής παθογένειας, αλλά και ένα νηφάλιο και διαυγές όραμα για το μέλλον. Μια κοινωνία που αντιστέκεται λυσσαλέα σε μια συνθήκη διαλόγου (και με τους αντιπάλους), στην θέσπιση κανόνων διεξαγωγής του, σε μια συλλογική ικανότητα ακρόασης των αναγκών και του λόγου των άλλων, είναι καταδικασμένη να μην μπορεί να θέσει κανένα σαφές όριο μεταξύ του καλού και του κακού.
Αν η παιδεία μας δεν μας έχει εξοπλίσει με εσωτερίκευση της εντολής για το κοινό καλό και της απαγόρευσης της ανομίας, τότε μοιάζει αδύνατη η ανάπτυξη της δημιουργικής ελευθερίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει με την έλλειψή του, όχι να την προβάλει αβίαστα στους άλλους. Η συνειδητοποίηση ακριβώς αυτού του ελλείμματος από τον καθένα μας μας δίνει τη δυνατότητα να χτίζουμε σταθερούς κοινωνικούς δεσμούς, να συγκρουόμαστε αλλά και να συνυπάρχουμε σε ένα συντεταγμένο πλαίσιο, να συνθέτουμε προκρίνοντας την ουσία του «είναι» και όχι τις ναρκισσικές επιταγές του δήθεν, του «φαίνεσθαι».
Μια κοινωνία και πιο συγκεκριμένα ένας πολιτικός διάλογος που συσκοτίζει επιλεκτικά το παρελθόν, που λειτουργεί με όρους συνενοχής ή συνωμοσίας της σιωπής, με ευκαιριακές συμμαχίες και ταυτίσεις, είναι μια κοινωνία βαθιά ανεύθυνη και αυτοκαταστροφική.
Αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα χρήζουν και στη χώρα μας συστηματικής διερεύνησης και τεκμηρίωσης. Ωστόσο, ο τρόπος διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου με στοιχεία κανιβαλισμού και διάθεσης αφανισμού του άλλου οδηγεί στο μη νόημα, στην απέραντη ρητορική κενολογία και στην πλήρη αδυναμία συλλογικής ψυχικής επεξεργασίας του κακού που έχει προκληθεί στη χώρα μας. Ας μην απορήσουμε αν δούμε ως αποτέλεσμα αυτών που περιγράψαμε ένα τεράστιο ποσοστό αποχής στις εκλογές, κοινωνικής απόσυρσης, παθητικότητας και έλλειψης κάθε επένδυσης ελπίδας για το μέλλον. Τότε η επίκαιρη διχοτόμηση «αντιΣΥΡΙΖΑ/φιλοΣΥΡΙΖΑ» θα μοιάζει καρικατούρα της συλλογικής αποτυχίας μας. Τότε αυτό που θα κυριαρχεί θα είναι μια κοινωνική και ψυχική ερήμωση, ένα πάγωμα, που δεν ανιχνεύεται στις δημοσκοπήσεις.
Η βία και η εκκρινόμενη κακία και καταστροφικότητα μέσα από τα σχόλια και τις αναρτήσεις τους ίσως τους επιτρέπει να εκφορτίζουν την οργή και το θυμό τους απέναντι στον άλλο και την άλλη άποψη, αλλά ίσως από την άλλη να παίρνουν θέση στην αυλή του επερχόμενου συστήματος εξουσίας.
Με άλλα λόγια, μια ταπεινή επιδίωξη εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και αναρρίχησης μπορεί να «εκλογικεύεται» μέσα από μια καθολική απαξίωση του λόγου όποιου κάθε φορά στοχοποιήσουν ως εκφραστή του αντίπαλου χώρου.
Προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι το φαινόμενο του τυφλού αντιΣΥΡΙΖΑ φανατισμού εκδηλώνεται με τέτοια ένταση στον λεγόμενο ενδιάμεσο χώρο, που έχει παράδοση, αξιακά και διανοητικά, στην προαγωγή της κουλτούρας σύνθεσης, συναίνεσης, συμμαχιών στο πλαίσιο κοινών στρατηγικών στόχων, όπως αυτοί ορίζονται στο δημοκρατικό ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας:
Είναι σαφές ότι ο φανατισμός και η εσωτερίκευση του συνθήματος του αντιπάλου «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» πυροδοτεί από τη μια πλευρά μια ακραία αντίδραση απέναντι σε κάτι που βιώθηκε σαν πρωτόγονη επίθεση (από τον ΣΥΡΙΖΑ) και από την άλλη μία ασυνείδητη συμμαχία άρνησης της πραγματικότητας και της ιστορίας σε σχέση με το χαράκωμα που έχουν επιλέξει (ΝΔ). Αυτοί οι όροι διχοτόμησης (ή εμείς ή αυτοί) και προβολής όλων των αρνητικών στοιχείων που έχουν παραχθεί από τον αντίπαλο δημιουργούν μια συνθήκη ήττας της σκέψης και δραματικής φτώχειας της ίδιας της πολιτικής ανάλυσης.
Στο δεύτερο επίπεδο ερμηνείας υπάρχει η διαπίστωση ότι κυριαρχεί η έννοια του κακού που διαβρώνει τον ψυχισμό μας διαμορφώνοντας ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές, μειώνοντας την αναλυτική ικανότητα, συρρικνώνοντας τον αναστοχασμό και αναπαράγοντας συστηματικά την επικράτηση του ατομικού επί του συλλογικού και δημόσιου συμφέροντος.
Πώς είναι δυνατό οι ίδιοι πρωταγωνιστές της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κατάρρευσης της χώρας να θεωρούνται αυτονόητα πια ως Η ΛΥΣΗ απέναντι σε μια απογοητευτική, ίσως και μοιραία για την Αριστερά, διακυβέρνηση;
Υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στην αρχετυπική έννοια του κακού στον άνθρωπο και στην επικράτηση του ασυνείδητου μηχανισμού της καταναγκαστικής επανάληψης στην ελληνική κοινωνία, που αρνείται να αλλάξει, επιμένοντας στα ίδια μοτίβα.
Το κακό είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας (Θ. Λίποβατς, 2012). Η υπέρβαση της ενστικτώδους συνύπαρξής μας με το κακό και την καταστροφικότητα δεν μπορεί παρά να πραγματωθεί μέσα από τη στέρεα αυτογνωσία, την κατανόηση των μηχανισμών της ελληνικής παθογένειας, αλλά και ένα νηφάλιο και διαυγές όραμα για το μέλλον. Μια κοινωνία που αντιστέκεται λυσσαλέα σε μια συνθήκη διαλόγου (και με τους αντιπάλους), στην θέσπιση κανόνων διεξαγωγής του, σε μια συλλογική ικανότητα ακρόασης των αναγκών και του λόγου των άλλων, είναι καταδικασμένη να μην μπορεί να θέσει κανένα σαφές όριο μεταξύ του καλού και του κακού.
Αν η παιδεία μας δεν μας έχει εξοπλίσει με εσωτερίκευση της εντολής για το κοινό καλό και της απαγόρευσης της ανομίας, τότε μοιάζει αδύνατη η ανάπτυξη της δημιουργικής ελευθερίας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει με την έλλειψή του, όχι να την προβάλει αβίαστα στους άλλους. Η συνειδητοποίηση ακριβώς αυτού του ελλείμματος από τον καθένα μας μας δίνει τη δυνατότητα να χτίζουμε σταθερούς κοινωνικούς δεσμούς, να συγκρουόμαστε αλλά και να συνυπάρχουμε σε ένα συντεταγμένο πλαίσιο, να συνθέτουμε προκρίνοντας την ουσία του «είναι» και όχι τις ναρκισσικές επιταγές του δήθεν, του «φαίνεσθαι».
Μια κοινωνία και πιο συγκεκριμένα ένας πολιτικός διάλογος που συσκοτίζει επιλεκτικά το παρελθόν, που λειτουργεί με όρους συνενοχής ή συνωμοσίας της σιωπής, με ευκαιριακές συμμαχίες και ταυτίσεις, είναι μια κοινωνία βαθιά ανεύθυνη και αυτοκαταστροφική.
Αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα χρήζουν και στη χώρα μας συστηματικής διερεύνησης και τεκμηρίωσης. Ωστόσο, ο τρόπος διεξαγωγής του πολιτικού διαλόγου με στοιχεία κανιβαλισμού και διάθεσης αφανισμού του άλλου οδηγεί στο μη νόημα, στην απέραντη ρητορική κενολογία και στην πλήρη αδυναμία συλλογικής ψυχικής επεξεργασίας του κακού που έχει προκληθεί στη χώρα μας. Ας μην απορήσουμε αν δούμε ως αποτέλεσμα αυτών που περιγράψαμε ένα τεράστιο ποσοστό αποχής στις εκλογές, κοινωνικής απόσυρσης, παθητικότητας και έλλειψης κάθε επένδυσης ελπίδας για το μέλλον. Τότε η επίκαιρη διχοτόμηση «αντιΣΥΡΙΖΑ/φιλοΣΥΡΙΖΑ» θα μοιάζει καρικατούρα της συλλογικής αποτυχίας μας. Τότε αυτό που θα κυριαρχεί θα είναι μια κοινωνική και ψυχική ερήμωση, ένα πάγωμα, που δεν ανιχνεύεται στις δημοσκοπήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου