Κριτικές πιστολιές
Δημήτρης Ραυτόπουλος*
Απέναντι στον Καρυωτάκη, η κριτική «με
αρχές», η με θεωρία και μελέτη δυναμωμένη, μένει πιστή στην παράδοσή
της: με θαυμαστή ευκολία, όπως στις περιπτώσεις Σολωμού, Κάλβου, Παλαμά,
Παπαδιαμάντη, Καβάφη, Σεφέρη, υπερρεαλιστών…, περνάει από την ύβρη στην
αποθέωση, από την απόρριψη στην οικειοποίηση.
Πριν αγιοποιηθεί ο Σολωμός, αμφισβητείται
ή μειώνεται όχι μόνο από Φαναριώτες της Αθήνας και της Πόλης αλλά και
από Επτανήσιους, από Βαλαωριτικούς, από τον ίδιο τον Βαλαωρίτη, από
κακούς μιμητές συνοψίζεται στο «ή ολίγον ή ουδέν» του Σπ. Ζαμπέλιου·
κατά τον κορυφαίο γλωσσολόγο μας Γ. Χατζιδάκι, ο Σολωμός δεν ξέρει
ελληνικά και, με τα εγκαίνια της μαρξιστικής κριτικής, τοποθετείται στο
«κόμμα των καλαμαράδων» (Βάρναλης χωρίς διαλεκτική), ενώ από
υπερπατριώτες ταξινομείται στους «Φιλέλληνες» (Άλκης Θρύλος θρυλικός). Ο
Κάλβος έχει το προνόμιο να βάλλεται ή να αγνοείται και από τα δύο
στρατόπεδα του γλωσσικού εμφυλίου, και από τους «καθαρολόγους» και από
τους Ψυχαρικούς, αλλά και από τους Σολωμικούς ώς τον 20ό αιώνα:
Βουτιερίδης («ασυνάρτητος» ο Κάλβος), Π. Βιάζης, Κ. Χατζόπουλος, Γερ.
Σπαταλάς. Την ίδια τύχη είχε ο Παπαδιαμάντης· επικρίνεται και από τον
Ροΐδη και από τους Ξενόπουλο, Κ. Χατζόπουλο και μηδενίζεται από τον
Δημαρά. Ο οξυνούστατος Ροΐδης απορρίπτει συλλήβδην τον ντόπιο ρομαντισμό
και τον κλασικισμό και ειρωνεύεται τους συμβολιστές (τι έμεινε;). Ο
Ψυχάρης, υπό το πρόσχημα κριτικής μελέτης (Κωστής Παλαμάς) γράφει λίβελο
σχεδόν κατά του ποιητή, μην τυχόν πάρει το Νομπέλ, που ανήκει σ’ αυτόν
δικαιωματικά… Ο Ηλ. Βουτιερίδης θεωρούσε τον Καβάφη άτεχνο, άγλωσσο,
ρηχό και κοινότοπο, χωρίς να παραλείπει ν’ ανακατεύει και τον
«στρεβλωμένο αισθησιασμό του», και πρόβλεπε, λέει, ότι ο θαυμασμός στην
ποίησή του «είναι μονάχα συρμός που γλήγορα θα περάσει»! Ο Φ. Πολίτης
διακωμωδούσε τον Καβάφη που κατά τον Τίμο Μαλάνο «επρόδωσε την ποίηση», ο
Σεφέρης πάσχιζε να τον περιορίσει στην Αλεξάνδρειά του («ο
Αλεξανδρινός»), στην εποχή των Πτολεμαίων και στην πεζογραφία μάλλον
(ποίηση μιας «χαμηλής χώρας», που «περπατάει», δεν χορεύει).2 Όλους τους
ξεπέρασε ο Γ. Θεοτοκάς του Ελεύθερου Πνεύματος, που θεωρεί τον ποιητή
αναξιότερο λόγου από τον λήσταρχο Γιαγκούλα, την ποίησή του χωρίς το
ελάχιστο ανθρώπινο ενδιαφέρον, και παρομοιάζει το καβαφικό έργο με το
«πύον» κακοφορμισμένου σπυριού! Η αριστερή κριτική, η επίσημη,
προσπάθησε να θεμελιώσει τη Βουτιερίδεια απαξίωση του Καβάφη, με
ιστορικο-υλιστικά κριτήρια (ταξικά) και συμμερίστηκε τη διορατικότητα
του ιστορικού. Ώσπου ήλθε ο Τσίρκας να αποκαταστήσει τον μισό Καβάφη,
τον προ του 1911. Την ίδια τομή (1911) είχε προηγούμενα κάνει ο
ευαίσθητος Καβαφιστής Ι. Α. Σαρεγιάννης, αλλά, αντίθετα από τον Τσίρκα,
αυτός εκτιμούσε μεγάλο ποιητή τον Καβάφη μετά το 1911 και «προκαβαφικό»
τον πριν. Άθροισμα καβαφικής κριτικής Σαρεγιάννη + Τσίρκα, μετά τη
διχοτόμηση, Καβάφης = 0.
Τα παραπάνω ελάχιστα της νεοελληνικής
ευθυκρισίας σταχυολογούνται συνοπτικότατα –άρα άδικα– μόνο και μόνο για
να δείξουν ότι τα κριτήρια εδώ (κίνητρα θα ήταν ίσως η κατάλληλη λέξη)
είναι: γλωσσικό, ηθικο-ιδεολογικό, ηλικιακό (της «γενιάς»),
αρχηγικο-κομματαρχικό. Βλέπε την πικρόχολη στάση του Βαλαωρίτη, τη χαρά
του που τα «ευρισκόμενα» ήταν λιγοστά, ή την επίθεση Ψυχάρη κατά Παλαμά.
Σε υπερπροσωπικό επίπεδο, εκείνο της ιδέας ή της γενιάς και της
«σχολής», ως χαρακτηριστικές στιγμές θα μπορούσαν να προταθούν η εξίσωση
Αποστολάκη –για να μεγαλύνει τον Σολωμό χαμηλώνει τον Παλαμά–, ο
γλωσσολογικός δογματισμός του μεγάλου Γ. Χατζιδάκι, που πολεμάει τον
Σολωμό και τους άλλους «αιρεσιάρχας», θεωρώντας τη γλώσσα του λαού
ακατάλληλη για τη λογοτεχνία, η αλλεργία του Φ. Πολίτη απέναντι στη
«γενιά του ’30» και του Γ. Θεοτοκά απέναντι στις προηγούμενες γενιές,
την επάρατη «ηθογραφία».
Ο αντικαρυωτακισμός παρουσιάζει έναν καλό
συνδυασμό των τεσσάρων κατόπτρων και, κατά τούτο αποτελεί υπόδειγμα.
Συναντώνται σ’ αυτόν αριστεροί και βενιζελικοί Νουμαδικοί,
«πρωτοπαλλήκαρα» του Ψυχάρη, θεωρητικοί της «γενιάς του ’30»,
ελληνοκεντρικοί και κοσμοπολίτες, βουκολικοί και προλεταριάρχες,
πουριτανοί, παραδοσιοκράτες και μοντερνιστές.
Πριν σβήσει ο απόηχος από την πιστολιά
της Πρέβεζας, βγαίνει μπροστά, να βάλει τάξη, ο Ν. Γιαννιός, αρχηγός
σοσιαλιστικού κόμματος, Νουμαδικός, διατελέσας ένα φεγγάρι γραμματέας
του Ψυχάρη και έκτοτε γλωσσικός κομματάρχης του. Απαντώντας στις
νεκρολογίες Τ. Άγρα, Κλ. Παράσχου, Π. Χάρη στη Νέα Εστία, τους μαλώνει
για τα καλά τους λόγια, γιατί είναι, λέει, «λάθος να συγχέεται η μεγάλη
εύρωστη ποίηση με τον ξεπεσμό του ανθρώπου, με τον σωματικόν εκφυλισμό».
Ειδικευμένος και στις αυτοκτονίες, ο
Γιαννιός τα είχε βάλει παλιότερα με τον Παλαμά: επεμβαίνοντας στην
κριτική αντιδικία του ποιητή με τον Κ. Χατζόπουλο (1912), συνιστούσε
στον Παλαμά να μη συνεχίσει γιατί «αυτοχτονάει»· πράγμα που θα άφηνε τον
Γιαννιό αδιάφορο, αν δεν ξέπεφτε έτσι και ο Παλαμάς δημοτικιστής,
γιατί, κατά τα άλλα, οι παλαμικές «ποιήσεις και φιλοσοφίες λογής λογής
[…] τίποτις δεν έχουνε χτίσει».4 Αλλά… έστι δίκης οφθαλμός. Κάποτε στις
κονταρομαχίες για την αποκλειστική αντιπροσωπεία, το όργανο της πούρας
μαρξιστικής αντιπολίτευσης Νέα Επιθεώρηση (1934) θα αποκαλέσει τον
Γιαννιό «αποτυχημένο», «σοσιαλοφασίστα», και θα του συστήσει την
«αυτοχτονία».
Αν δεν υπήρχε το δοκίμιο του Τέλλου Άγρα
«Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες» (1935), ο αποχαιρετισμός του Κλ. Παράσχου,
μαζί με άλλες δυο-τρεις νεκρολογίες, «ο ποιητής για τον οποίο μπορούσε
να υπερηφανεύεται όσο γι’ άλλον κανένα, η γενεά μας» (Κλ. Παράσχος)6 θα
είχε πάει αδιάβαστος, που λένε. Για τις πρώτες δύο συλλογές, λίγα
κριτικά σημειώματα επαινετικά: Όμηρος Μπεκές και Λυσ. Πράσινος στον Λόγο
της Πόλης7 (1919, 1920), Λ. Κουκούλας στον Πυρσό (1919), Κλ. Παράσχος
στην Πρωτεύουσα και στη Μούσα (1921), Τ. Άγρας στο Δελτίο του
Εκπαιδευτικού Ομίλου (1922). Μόνο η τρίτη συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες
(1927) τράβηξε το πραγματικό ενδιαφέρον της κριτικής, σε μια υποδοχή
όπου ξεχώρισαν τα θετικότατα σχόλια του Κλ. Παράσχου8 και του Ι.
Ζερβού.9 Αντίθετα, ο Β. Ρώτας μάλωνε τον ποιητή γιατί δεν έπαιξε τον
ρόλο του «οδηγού» και του «καλοκαρδιστή», αντί να είναι χωρίς λόγο
άρρωστος, εγωπαθής, «υποχονδριακός», θεατρίνος κ.τ.λ.
Ο «Καρυωτακισμός» στην ποίηση, ως
μιμητικά «πεισιθάνατη» διάθεση, εκκόλαψε, διευκόλυνε ή κάλυψε τον
κριτικό αντικαρυωτακισμό στη δεκαετία του ’30 και στη συνέχεια, αλλά και
την απάντηση. Δεν έλειψαν οι αναφορές και οι λεπτοί υπαινιγμοί στο
τραγικό τέλος του ποιητή, σε τόνους οίκτου ή σαρκασμού. Με περισσή άνεση
ο Θράσος Καστανάκης σνομπάρει την ποίηση του Καρυωτάκη συνοψίζοντάς
την: «το εύκολο και το ασήμαντο στιχουργημένα μέχρι αυτοκτονίας».11 Από
κοντά ο Ν. Παππάς, αρθρογραφώντας στην Καθημερινή, αναγγέλλει το «τέλος
του Καρυωτακισμού» (28.9.1936) και την ανατολή του «άδολου λυρισμού»
(26.10.1936). Ακόμα και ο Α. Καραντώνης, που έχει αναλάβει τον αγώνα
κατά του «στείρου» Καρυωτακισμού, εξοργίζεται και στο χρονικό με τίτλο
«Ο Αττίλας των Τρικάλων», υπενθυμίζει στον «αρειμάνιο λόγιο» πως ήταν
και ο ίδιος «ένας παλαιός τρόφιμος των κατέργων του νεκρού στίχου
(εννοεί τον παραδοσιακό) και του Καρυωτακισμού».
Σε περιωπή γραμματολογική, ο Άριστος
Καμπάνης βλέπει τους «μισάνθρωπους στίχους» του Καρυωτάκη ως άμεσο
προϊόν της αρρώστιας του – συνέπειας «αγορασμένου έρωτα».13 Η παρεξήγηση
του «μισανθρωπισμού» τροφοδότησε τον υγιώς σκεπτόμενο αντικαρυωτακισμό
σε διαφορετικά κριτικά επίπεδα, από τον βιογραφισμό και τον ψυχολογισμό
ώς την αριστερή κριτική. Για τον Α. Καραντώνη του ’35, ο Καρυωτάκης
νικήθηκε σαν άνθρωπος και νίκησε σαν καλλιτέχνης, αλλά το έργο του
«άσκησε άθλια επίδραση, που αχρήστευσε ποιητικά μια ολόκληρη λεγεώνα».14
Λίγους μήνες αργότερα ο ίδιος, επισκοπώντας το λογοτεχνικό ’35,
αντιτάσσει στη «νεκρή παράδοση και το χρεοκοπημένο Καρυωτακισμό», τη
«νέα τάση» που αντιπροσωπεύει ο Γ. Σεφέρης, «ο σημαντικότερος νέος μας
ποιητής», με τη Στροφή και το Μυθιστόρημα.
Μεσολάβησε εμπεριστατωμένη μελέτη του Τ.
Άγρα, «Κ. Γ. Καρυωτάκης», τμηματικά δημοσιευμένη σε περιοδικά
(1934-1935), με τον τελικό τίτλο Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες. Αλλά η
μεγάλη συζήτηση, που κυριαρχήθηκε από την απόρριψη και την καταδίκη,
ξέσπασε το 1938, πάνω στη δέκατη επέτειο της αυτοκτονίας, όταν εκδόθηκαν
τα πρώτα Άπαντα με επιμέλεια του βιογράφου του ποιητή, Χαρ.
Σακελλαριάδη, που περιέλαβαν και ολοκληρωμένη τη μελέτη του Τ. Άγρα.
Η μεγαλύτερη ίσως ομοβροντία –αλλά
κούφια– της νεοελληνικής κριτικής κατά της ποίησης συγκεντρώνει, αυτήν
τη φορά, ονόματα κύρους και περίπου όλες τις ευδιάκριτες τάσεις, από τη
συντήρηση ώς τη μαρξιστική αντίληψη της λογοτεχνίας.
Την ανοίγει ο Κ. Θ. Δημαράς: «…Ο
Καρυωτάκης δεν ήταν μεγάλος ποιητής· καλά καλά εγώ πιστεύω πως δεν ήταν
καν ποιητής […] Μας συγκινεί ο Καρυωτάκης, αλλά όχι αισθητικά […]
Ματαίως θα προσπαθήσει κανείς να ανιχνεύσει ποίηση μέσα στους στίχους
αυτούς». Κατά τον Δημαρά, που αργότερα, στην Ιστορία του μετρίασε κατά
πολύ την άρνησή του, ο Καρυωτάκης ήταν περίπου λογοκλόπος, αλλά
περιέργως, αυτός ο μη ποιητής κ.τ.λ. ήταν αντιπρόσωπος της γενιάς του:
«…τίτλος μεγάλος που του εξασφαλίζει την αθανασία· ας μην προσπαθούμε να
στολίσουμε την δόξα του με δάφνες ποιητικές που δεν του ανήκουν».
Τη σκυτάλη παίρνει ο Γ. Θεοτοκάς,
συγχαίροντας τον προλαλήσαντα και βεβαιώνοντας ότι ο Καρυωτάκης «δεν
έγραψε ούτε ένα αληθινό ποίημα». Θεωρεί «λιγοστή» τη δημιουργική του
πνοή και την καλλιέργειά του «ακόμα λιγότερη» κ.τ.λ.18 Από κοντά και οι
ελάσσονες, ο καρυωτακικός Μήτσος Παπανικολάου και ο Γιαν. Χονδροκούκης
σιγοντάρουν στην αποκαθήλωση, αλλά αποστασιοποιούνται από τις υπερβολές
Δημαρά, Θεοτοκά.19 Ο Χονδροκούκης μάλιστα επικαλείται τους πρωτοπόρους
τού αντικαρυωτακισμού Αδ. Παπαδήμα και Ν. Παππά. Ακολουθεί, στο επόμενο
τεύχος του ίδιου περιοδικού, συνέντευξη του Κοσμά Πολίτη στον Κ.
Θρακιώτη. Ομολογεί πως, όταν έπεσαν στα χέρια του τα Άπαντα Καρυωτάκη,
και έριξε μια ματιά στα πεταχτά: «επείσθην ότι δεν πρόκειται πια ποτέ να
ξαναρίξω άλλη» (27.5.1938).
Δίπλα στα τέτοια πελώρια, ήταν τα
βαρύγδουπα. Με τον Β. Βαρίκα άρχιζε ουσιαστικά η ανακήρυξη του Καρυωτάκη
σε εκφραστή της «παρακμής», του «πανικού» της αστικής τάξης, που θα
ριζώσει στην αριστερή κριτική, με την Ιστορία της νεοελληνικής
λογοτεχνίας του Γ. Κορδάτου και τις τοποθετήσεις Μ. Αυγέρη, Μ. Μ.
Παπαϊωάννου, Τ. Βουρνά, στη δεκαετία του ’60. Ο Βαρίκας, σε δύο μελέτες
του20 ντουμπλάρει και ιδεολογικοποιεί την εκστρατεία Καρυωτάκη κατά του
Καρυωτακισμού, ο οποίος, αν και χρεοκοπημένος, εξακολουθούσε να
αναπαράγει «τις δηλητηριώδεις τοξίνες του». Με συνεχιστή τον παρακμία
Σεφέρη! Δεν παρέλειπε ο νέος μαρξιστής κριτικός να επικρίνει τη
στιχουργική προχειρότητα και τη «γλωσσική ακαταστασία» του Καρυωτάκη,
θέματα επίσης αγαπητά της σχετικής φιλολογίας.
Από το εκρηκτικό 1938 του κριτικού
δογματισμού υπήρξαν άμεσες αναιρέσεις και αποκλίσεις, που συνεχίσθηκαν
στις επόμενες, πολεμικές δεκαετίες, όπως οι δύο μελέτες του Τ. Μαλάνου,
Ένας Ηγησιακός (Κ. Καρυωτάκης), 1938, και «Είναι ποιητής ο Καρυωτάκης;»
στα Κριτικά δοκίμια, 1940. Οι μετριοπαθείς της «γενιάς του ’30» έκαναν
επίσης θετικές παρεμβάσεις, όπως ο Π. Χάρης («Κ. Γ. Καρυωτάκης», 1943)
και ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Ε΄). Αλλά το
βαρύ αντικαρυωτακικό κλίμα θα παραταθεί ώς τη δεκαετία του ’60.
Ο στόχος της κριτικής αυτής, άλλωστε,
έχει μεταφερθεί από τον Καρυωτάκη στον Καρυωτακισμό, με ηγέτη τον
Καραντώνη, ο οποίος από το 1936 (βλ. παραπάνω και σημ. 14) θεωρεί τον
Καρυωτακισμό «χρεοκοπημένο». Το θυελλώδες 1938, κρίνοντας τις μελέτες
Βαρίκα και Τ. Μαλάνου, δίνει το σύνθημα: η ποίηση του Καρυωτάκη,
καλή-κακή, είναι ένα τέλος,21 το τέλος του ελληνικού συμβολισμού. Στις
κατοπινές εργασίες του, αναπτύσσει αυτή την άποψη για την οριακή θέση
του Καρυωτάκη, όπως και –με διαφορετικούς όρους– του Καβάφη. Είναι η
ιδέα που θα επανέλθει στη δοκιμιακή σκέψη του Σεφέρη, με βασικό άξονα το
ότι τα στοιχεία της ανανέωσης που έφερε ο Καρυωτάκης «δεν ήταν αρκετά
και προ παντός δεν ήταν καινούρια».
Σεφέρης και Ελύτης μίλησαν χωρίς θέρμη ή
με συγκατάβαση για τον Καρυωτάκη, σε αντίθεση με τους υπερρεαλιστές και
την πλειάδα της Αντίστασης, όταν αυτή συνήλθε από την ήττα και την
αισθητική επαγρύπνηση.
Από τη δεκαετία του ’60, η σχετική
κρισολογία έχει περάσει σε ωριμότερη φάση, κυρίως με τις γραμματολογικές
και κριτικές εργασίες του Γ. Π. Σαββίδη και του Κ. Στεργιόπουλου, με
αξιόλογες συμβολές των Γ. Δάλλα, Ζ. Λορεντζάτου, Αρ. Νικολαΐδη, Α.
Αργυρίου, Τ. Πατρίκιου, Β. Λεοντάρη και, στη συνέχεια, Θ. Τζιόβα, Γ.
Αράγη, Χ. Παπάζογλου, Θ. Αγγελάτου, Massimo Peri, Χρ. Ντουνιά, Ν. Βαγενά
κ.ά.
Το αναθεωρητικό κλίμα αποκατάστασης
παρασύρει ενίοτε σε πλειοδοσίες και χρήσεις ποικίλες εναντίον της
«γενιάς του ’30» και του Σεφέρη, κυρίως, φθάνοντας ώς την τάση πολιτικής
μεταγραφής, όπως στα προηγούμενα των Παλαμά, Καβάφη,
αριστεροποιηθέντων. Κορύφωση εδώ το θεώρημα του Κ. Βούλγαρη, ότι «η
ποίηση του Καρυωτάκη είναι η ελλείπουσα συνείδηση της Αριστεράς», η
οποία Αριστερά «είναι η μόνη δυνατή (ιστορικά δυνατή) “οργάνωση” της
αλήθειας της ποίησης του Καρυωτάκη».
Παρόμοιες ερμηνείες και παραναγνώσεις
έχει ελέγξει ο Ν. Βαγενάς, με σειρά επιφυλλίδων, κυρίως το 2003-2004,23
μέχρι και προ ημερών.24 Η μόνη παρατήρηση εδώ είναι ότι πρέπει να
αντιδιαστείλουμε την άκριτη αριστεροποίηση από την απόκρουση
προηγούμενων παρερμηνειών περί ανθρωπισμού, παρακμής, ακόμα και
γλωσσικού εκφυλισμού.
Με άλλα λόγια, το «φάντασμα του
Καρυωτάκη» δοκιμάζει την κριτική και το δογματισμό της, τιμωρώντας τις
άστοχες «χρήσεις» των ποιητών. Αυτό, είτε «η πιστολιά της Πρέβεζας
έρχεται από αριστερά» (Κ. Βούλγαρης), είτε από άλλα σημεία του ορίζοντα.
_________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου