Μια κοινωνία- προάγγελος των σημερινών παθών μας-, για τον Α.Πανσέληνο
Του Βαγγέλη ΧατζηβασιλείουΒρίσκω πολύ γόνιμο το γεγονός ότι ο Αλέξης Πανσέληνος βγάζει ξανά στο Μεταίχμιο τα παλαιότερα μυθιστορήματά του. Και τούτο όχι μόνο γενικά, επειδή οι καινούργιες αναγνωστικές γενιές θα έχουν έτσι την ευκαιρία να διαβάσουν έναν συγγραφέα με τον οποίο δεν είναι ενδεχομένως τόσο εξοικειωμένες, αλλά και ειδικότερα, επειδή, όπως αποδεικνύουν οι επανεκδόσεις, τα βιβλία του δεν έχουν χάσει το παραμικρό από την αρχική τους σβελτάδα και εγρήγορση. Προ διετίας ήταν η Μεγάλη πομπή, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1985, φέτος είναι οι Βραδιές μπαλέτου, που πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1991.
Από τη μειωμένη αποφασιστικότητα και τη χωλή ευαισθησία με την οποία πορεύονται οι πρωταγωνιστές του Πανσέληνου στα πρώτα έργα του (ως άτομα περιορισμένης ευθύνης απέναντι στην εποχή τους), με τις Βραδιές μπαλέτου θα περάσουμε στο ανυπόστατο του ατομικού ποιόντος και κατά το ιστορικό παρελθόν. Ένα μυθιστόρημα που καλύπτει πέντε συναπτές δεκαετίες δημόσιου και ιδιωτικού βίου και στο οποίο κυνικοί, αδιάφοροι και πολλαπλώς συμβιβασμένοι δεν είναι μόνο οι φίλοι μιας νεαρής χορεύτριας η οποία έχει αποδεχθεί προς δόξαν του καλλιτεχνικού της ταλάντου να συντηρήσει ερωτικό δεσμό με έναν άντρα ο οποίος βρέθηκε στην ηλικιακή του ακμή στα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά και οι δύο φίλοι του όψιμου εραστή. Και ιδού πάραυτα ένα τρίο με ύποπτο πολιτικό μητρώο και πολιτεία ιδιαιτέρως βεβαρημένη: με μικρές ή μεγάλες απάτες εις βάρος του Κόμματος και της αρραγούς επαναστατικής του ιδεολογίας, με παντοειδείς ίντριγκες κατά πραγματικών ή φανταστικών αντιπάλων, καθώς και με ατέλειωτες τρικλοποδιές του ενός εις βάρος του άλλου στον ανταγωνισμό για τη διεκδίκηση μιας γυναίκας.
Έχει γραφεί για τις Βραδιές μπαλέτου, το έχει γράψει κι ο Πανσέληνος, πως το βασικό τους θέμα είναι η απροθυμία (με τα λόγια του ίδιου) των νεότερων γενιών να συνδέσουν τα σημερινά προβλήματά τους με την προϊστορία του τόπου. Δεν σκοπεύω να αμφισβητήσω ούτε τους κριτικούς ούτε τον συγγραφέα – όντως οι ασύμπτωτες πορείες παλαιότερων και νεώτερων διατρέχουν απ’ άκρου εις άκρον τις Βραδιές μπαλέτου και αποτελούν απαραγνώριστο στοιχείο της ταυτότητάς τους. Από την πλευρά μου, παρόλα αυτά, θέλω να παραμείνω σε κάτι ελαφρώς διαφορετικό, αν και σαφώς παραπλήσιο. Αξιοποιώντας μιαν από τις καλύτερες ρεαλιστικές παραδόσεις, τη διάπλαση περίπλοκων αρνητικών χαρακτήρων, που συνδυάζεται στις Βραδιές μπαλέτου με διάφορα αφηγηματικά τεχνάσματα (ανάκατη ακολουθία των ημερολογιακών σημειώσεων οι οποίες παρεμβάλλονται στην πλοκή ή πρωθύστερη ανάκληση των παρελθοντικών γεγονότων στη μνήμη), ο Πανσέληνος θα αποσπάσει από την ψυχολογία των ηρώων του μηνύματα τα οποία οδεύουν πέραν του χάσματος των γενεών. Ξινοί, αριβίστες και συναισθηματικά στραμπουλιγμένοι, με συνεχείς αντιφάσεις, αλλά και με πλήθος αλληλοεπιθέσεις ή αλληλοσυγκρούσεις, οι τρεις πρωταγωνιστές θα αποτελέσουν την επιτομή της κοινωνικής και της ηθικής διάβρωσης. Διάβρωση η οποία θα ξεκινήσει από τα νεανικά τους χρόνια, για να φτάσει μέχρι το κακογερασμένο τους παρόν, αποκαλύπτοντας την υποταγή τους σ’ ένα καθεστώς μόνιμης παραίτησης και φθοράς: ένα καθεστώς το οποίο θα αποτελέσει το αμετακίνητο σύμβολο του ανελέητου ατομικισμού τους, είτε μιλάμε για την ευμάρεια των γηρατειών τους είτε για τις άγριες στερήσεις της νιότης τους. Και ένας τέτοιος ατομικισμός θα γεννηθεί, βεβαίως, σε ένα περιβάλλον απορφανισμένο πολιτικά και ιδεολογικά, σε μια κοινωνία-προάγγελο των σημερινών παθών μας: κοινωνία την οποία η λογοτεχνία θα προλάβει να αποδώσει έκτυπα στον καιρό της. Κι αυτό ενάντια στους ισχυρισμούς αρκετών σήμερα ότι κανένας ποτέ δεν κατάλαβε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης τους κινδύνους που είχαν διαγραφεί ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου