Πέμπτη, Νοεμβρίου 24, 2016

Απολιτίκ ή, απλώς, φασίστες;


Τα φιλαράκια τα καλά


της Κατέ Καζάντη 

Όταν η διευρυμένη ηθική του «δεν τρέχει και τίποτα» γενικώς και του πολιτικού αμοραλισμού, συναντά τη δολοφονική ιδεολογία και την πλασάρει με την εσάνς της γραφικότητας, το έργο επαναλαμβάνεται: η αστική τάξη χρησιμοποιεί κυνικά –το έκανε και στην περίπτωση του Χίτλερ- τον φασισμό για προασπίσει τα συμφέροντά της. Εδώ, ο ινστρούχτορας του απολιτίκ με τον τρυφηλό βίο και τους απλήρωτους εργαζόμενους, χρησιμοποιεί το γκροτέσκο του συνεντευξιαζόμενού του για να τον αποκαθάρει.
Απολιτίκ ή, απλώς, φασίστες; Όποιοι, τάχα, χαρίζονται στις «θεωρίες», εστιάζοντας στις «πράξεις», με τη χαριτωμενιά του ψευδόκοσμου της τηλοψίας και την αισθητική του «άνετου», σε ζητήματα, μάλιστα, όπου η σημασία της πολιτικής ευθύνης είναι τέτοια που δεν επιτρέπει σε κανέναν να υπεκφεύγει, από ποια ακριβώς νόσο πάσχουν; Εκείνη της πολιτικής αβελτηρίας, που επωάζει το αβγό του φιδιού, ή εκείνη, τη λοιμώδη, του καθαρού, πεντακάθαρου, νεοναζισμού;
Αλλά ο όρος «νόσος» χρησιμοποιείται, εδώ, μεταφορικά και καταχρηστικά. «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροι δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι φοβερά, τρομακτικά, φυσιολογικοί». Ο γραφειοκράτης αξιωματούχος, που έκανε καλά τη δουλειά του και έστειλε 6.000.000 Εβραίους στα κρεματόρια, ο οποίος όμως στις καθημερινές του στιγμές, με τα φιλαράκια του, θα μπορούσε να φανεί έως και συμπαθής, αποτελεί το τυπικό δείγμα της κοινοτοπίας του κακού: στις μέρες μας, ο συλλογισμός της Άρεντ βρίσκει το αντίστοιχό του, σε ιλουστρασιόν εκδοχή. Έτσι, οι θεωρίες που επωάζουν εγκληματικές πρακτικές μπορούν όχι μοναχά να προβάλλονται δημόσια αλλά και να προπαγανδίζονται, αφού αντιμετωπίζονται με ακκισμούς, οι δε φορείς τους απολαμβάνουν τη μετ΄ επαίνων δημοσιότητα και τις θωπείες της αστικής τάξης, η οποία και κατέχει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Τα φιλαράκια τα καλά, λοιπόν, ο πολύς Πέτρος Κωστόπουλος μετά του Στιβ Γιατζόγλου, έδωσαν ένα (ακόμα) απαράμιλλης τηλεοπτικής αισθητικής θέαμα ξεπλύματος της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Όταν η διευρυμένη ηθική του «δεν τρέχει και τίποτα» γενικώς και του πολιτικού αμοραλισμού, συναντά τη δολοφονική ιδεολογία και την πλασάρει με την εσάνς της γραφικότητας, το έργο επαναλαμβάνεται: η αστική τάξη χρησιμοποιεί κυνικά –το έκανε και στην περίπτωση του Χίτλερ- τον φασισμό για προασπίσει τα συμφέροντά της. Εδώ, ο ινστρούχτορας του απολιτίκ με τον τρυφηλό βίο και τους απλήρωτους εργαζόμενους, χρησιμοποιεί το γκροτέσκο του συνεντευξιαζόμενού του για να τον αποκαθάρει. Τον αποδομεί ως φασίστα, για να τον επαναδομήσει ως κοινότοπο, μέσο άνθρωπο. Ενώνοντας τα δύο άκρα, κατά την προσφιλή μέθοδο των ομοίων του, βάζει στο ίδιο τσουβάλι ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσή Αυγή, βγάζοντας, δήθεν, δημοσιογραφικό λαγό: ο Στιβ ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ. Το λέει και δεν αμφισβητείται, ο λόγος του συμβόλαιο. Η λογική συνεπαγωγή, λοιπόν,είναι, ξανά, το διαβόητο «όλοι οι ίδιοι είναι», γιατί να ταραζόμαστε λοιπόν;
Υπέπεσε, λοιπόν, ο ξύπνιος Κωστόπουλος στη γοητεία του ανορθολογισμού του φασιστικού ιδεολογήματος και δεν κατανοεί την επικινδυνότητά του; Όχι, προφανώς. Η πολιτική του στάση είναι πανομοιότυπη με εκείνη που είχε από τα πριν, αλλά στην πιο βορβορώδη εκδοχή της. Με τις στρογγυλοποιήσεις και τη χαλαρή ηθική, εξυπηρετείται και εξυπηρετεί. Κάνει ό,τι και πριν. Το σύστημα εξάλλου που τον έφερε στον αφρό, παρέα με τον ημίκοσμο του λάιφ στάιλ, τροφοδοτείται από τις συνάφειες με ανθρωπολογικούς τύπους όπως ο Γιατζόγλου.
Και η προπαγάνδα καλά κρατεί. Το περιστατικό («Βράδυ Πέτρο Κωστόπουλο, ΑΝΤ1, 22/11/16) είναι τόσο κοινότοπο, ώστε το κακό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διαπερνά όλη τη δημόσια σφαίρα, εκείνη τουλάχιστον που χειρίζονται τα συστημικά ΜΜΕ. Η αντίδραση, η υπεράσπιση δηλαδή των αυτονόητων, είναι υποχρέωση όχι μοναχά των αριστερών. Είναι το ηθικό καθήκον όλων των υπολοίπων, που δεν εντάσσονται στο παρεάκι Κωστόπουλου – Γιατζόγλου και λοιπών ομοίων.
Πηγή: left.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: