Δήμος, δημοσκοπήσεις, δημοσιογραφία, δημοκρατία
Οι αλλεπάλληλες, κραυγαλέες αποτυχίες
των δημοσκοπικών εταιρειών, σχεδόν παντού όπου αποπειράθηκαν να
προβλέψουν εκλογικά και δημοψηφισματικά αποτελέσματα, έχουν μειώσει κατά
πολύ την αξιοπιστία τους, αν δεν τη μηδένισαν. Οι «στιγμιαίες
φωτογραφίες», όπως μάθαμε να λέμε τις δημοσκοπικές καταγραφές, φαίνεται
ότι υφίστανται κάποια επεξεργασία, ένα πείραγμα, κατά την εμφάνιση και
την εκτύπωσή τους, ώστε να προσαρμόζονται σε άδηλες απαιτήσεις.
Για να μην αφήσουμε την καχυποψία να δηλητηριάσει το μυαλό μας, πρέπει να δεχτούμε ότι ορισμένες αποτυχίες είναι αθώες, εξηγήσιμες με τον ίδιο τρόπο που εξηγούνται οι αστοχίες στις σεισμολογικές ή τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Οφείλονται δηλαδή στην επιστημονική ανεπάρκεια συγκεκριμένων εταιρειών, στα λαθεμένα κριτήριά τους, στις ανεκσυγχρόνιστες μεθόδους τους. Κάποιες άλλες όμως προβλέψεις, εκκωφαντικά αποτυχημένες (τέτοιες έχει να παρουσιάσει πολλές και η Γηραιά Ηπειρος και ο Νέος Κόσμος), δύσκολα δεν θα τις χαρακτήριζε κανείς «κατά παραγγελίαν». Προπληρωμένες δηλαδή από όσους θέλουν να κατασκευάσουν ποσοστά, ώστε να δημιουργήσουν δι’ αυτών εκλογικά ρεύματα.
Αν, σκέφτεται ο παραγγελιοδότης-κομματάρχης, εξαφανίσουμε σε απανωτά γκάλοπ το τάδε μικρό κόμμα από τον κατάλογο όσων εμφανίζονται στον πίνακα των προβλέψεων με αξιόλογο ποσοστό, ίσως πείσουμε δέκα χιλιάδες ψηφοφόρους, χίλιους έστω, που όμως έπειτα μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά, ότι δεν έχουν πια λόγο να χαραμίζουν την ψήφο τους σ’ αυτό, αφού τα ’φαγε τα ψωμιά του. Ας διαλέξουν ένα γειτονικό του, ισχυρότερο, το δικό μας δηλαδή, για να ’χει αντίκρισμα η ψήφος τους. Δεύτερη σκέψη, παραπλήσια: Αν εφοδιάσουμε κάποιο νέο κόμμα μ’ ένα 3%-4%, παρότι δεν ανιχνεύεται καν δημοσκοπικά, ίσως πείσουμε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, έστω πεντακόσιους, ότι πρόκειται για ελπιδοφόρο σχηματισμό που θα μπει στη Βουλή, άρα δεν είναι πολυτέλεια ή τρέλα να τον ψηφίσουν. Θα τους αποσπάσουμε έτσι από το ισχυρότερο γειτονικό του κόμμα, το αντίπαλό μας, για να το φθείρουμε. Μαθηματικά δημοτικού; Μα με αυτά πορεύονται κόμματα και πολιτικοί. Την πολλή επιστήμη την αφήνουν στους δημοσκόπους. Κι αυτοί, όπως κάθε σινάφι στον κόσμο, είναι μοιρασμένοι: στους πρόθυμους και στους αδέκαστους, και πιθανότατα αδέκαρους.
Η αλήθεια πάντως είναι πως οι δημοσκοπικές έρευνες εκλογικού χαρακτήρα έχουν να αντιμετωπίσουν αρκετές παγίδες. Τις στήνουν οι ίδιοι οι ερωτώμενοι. Και για ποικίλους λόγους. Από όρεξη για σαμποτάζ ή από φιλοπαίγμονα διάθεση (αυτήν άλλωστε τη διακρίνουμε και στις αυθεντικές εκλογές, όταν διαπιστώνουμε έκπληκτοι ή ανήσυχοι ότι μπαίνουν στη Βουλή κάποιοι που ψηφίστηκαν «για πλάκα»). Από κρυψίνοια (κάπως έτσι προκύπτει η λεγόμενη «βουβή ψήφος»). Ή από την εχθρότητα που νιώθουν πλέον για τους δημοσκόπους και τις πρακτικές τους αρκετοί ψηφοφόροι, έχοντας αναγάγει σε ιδεολογία ένα ρεβανσιστικό δόγμα, αδιάφορο για λεπτές διακρίσεις: «Μας κοροϊδέψατε πρόπερσι με τις προβλέψεις σας; Θα σας κοροϊδέψουμε φέτος».
Το γεγονός ότι οι δημοσκόποι θεωρούνται πια, παντού, σκληρό κομμάτι του «Συστήματος», σχεδόν το ίδιο υπεύθυνοι με τους κομματικούς μηχανισμούς και τη μιντιακή εξουσία, οδηγεί τον ερωτώμενο στην προληπτική νόθευση της ψήφου του. Κάπως σαν ψυχολογικό αντίβαρο στην πολιτική νόθευση που είναι σίγουρος ότι θα υποστεί κατά την επεξεργασία της, όταν θα περάσει από τριπλό κόσκινο: των δημοσκόπων, των κομμάτων και των Μέσων.
Άλλου είδους προβλήματα αντιμετωπίζουν οι μη εκλογικού περιεχομένου έρευνες της κοινής γνώμης. Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι λίγοι όσοι επιλέγουν αυτόματα και πεισματικά ό,τι το αρνητικότερο, όταν καλούνται να διαλέξουν μία απάντηση ανάμεσα σε τέσσερις ή πέντε προτεινόμενες, που αποτελούν την κλίμακα της κατάφασης ή της άρνησης. Θα διαλέξουν δηλαδή το «ελάχιστα», όταν η ερώτηση αφορά το πόσο εμπιστεύονται ή εκτιμούν οτιδήποτε. Και θα απαντήσουν «πάρα πολύ» όταν θα τους ρωτήσουν πόσο απεχθάνονται ή αποστρέφονται οτιδήποτε. Ο κατεδαφιστικός αρνητισμός, η μαζοχιστική-ναρκισσιστική λατρεία του γκρίζου ή του μαύρου («όλα είναι μαύρα κι όλοι είναι άθλιοι, πλην εμού»), η μικροηδονή του «αντισυστημικού» γκρεμίσματος δεν είναι γνωρίσματα και συμπεριφορές αποκλειστικώς ελληνικά. Ούτε ο αυτολαϊκισμός, ο λαϊκισμός δηλαδή που έχει υποκείμενό του τον λαό (ο οποίος αυτοαναπαριστάνεται σαν αδικημένος από τους πάντες, στα πάντα και από πάντα, για να διασπαστεί έτσι εύκολα σε αλληλοεχθρευόμενες μονάδες), και όχι αντικείμενό του, όπως όταν τον κολακεύουν οι ταγοί του, θεωρώντας αστεία τη διανοητική του ικανότητα.
Δεν είναι όμως μόνο των δημοσκόπων η αξιοπιστία στο ναδίρ. Και των δημοσιογράφων, εκεί στα χαμηλά βρίσκεται από χρόνια, και περίπου για τους ίδιους λόγους: Επειδή, παραγνωρίζοντας ή και περιφρονώντας το πρώτο συνθετικό τους, τον δήμο, έγιναν αυτοί εξουσία ή ανέλαβαν υπηρεσία στην αυλή άλλων εξουσιών, θεσμικών και εξωθεσμικών.
Το Ευρωβαρόμετρο του 2016 για τα ΜΜΕ, τα αποτελέσματα του οποίου έγιναν γνωστά προ ημερών, δεν έχει τιμητικές ειδήσεις για τους δημοσιογράφους. Ούτε οι μισοί Ευρωπαίοι δεν πιστεύουν ότι τα Μέσα της πατρίδας τους είναι ελεύθερα από πολιτικές ή εμπορικές πιέσεις: μόλις το 43% τα θεωρεί ανεξάρτητα. Το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό, όπως –δυστυχώς– θα το περίμενε κανείς, μας προσφέρει και νέα ανεπιθύμητα πρωτεία, για να προστεθούν στα πολλά απεχθή που ήδη κατέχουμε: Μόλις το 12% των Ελλήνων θεωρεί ελεύθερα τα ιδιωτικά ΜΜΕ και μόλις 9% τα κρατικά. Το 53% των Ευρωπαίων της Ενωσης κρίνει ότι τα εθνικά τους μίντια προσφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες, αλλά στην Ελλάδα το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 26%. Για να ’χουμε να παρηγοριόμαστε, υπάρχει και ένα «άθλημα» στο οποίο ερχόμαστε δεύτεροι: Μόλις το 14% των Ισπανών πιστεύει πως είναι όντως ανεξάρτητη η Ανεξάρτητη Αρχή που εποπτεύει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ενώ το δικό μας ποσοστό –έπειτα και από τα πάθη και τα παθήματα με τις τηλεοπτικές άδειες– είναι 19%.
Μπορεί τα ποσοστά της ανυποληψίας να τα διογκώνει ένας διάχυτος θυμός που εκδηλώνεται σαρωτικά καταδικαστικός, αυτό όμως δεν είναι άλλοθι για όσους δημοσιογραφούμε. Αρκετά με τις διαβρωτικές ψευδαισθήσεις ότι τυγχάνουμε τέταρτη εξουσία. Αν θέλουμε να μας ανταμείψει ο δήμος με καλύτερα ποσοστά σε επόμενες έρευνες, καιρός να θυμηθούμε ότι αυτός είναι το πρώτο μισό του επαγγελματικού μας ονόματος: δημοσιογραφία. Όχι κομματογραφία, αφεντικογραφία, εταιρειογραφία ή εξουσιογραφία.
Για να μην αφήσουμε την καχυποψία να δηλητηριάσει το μυαλό μας, πρέπει να δεχτούμε ότι ορισμένες αποτυχίες είναι αθώες, εξηγήσιμες με τον ίδιο τρόπο που εξηγούνται οι αστοχίες στις σεισμολογικές ή τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Οφείλονται δηλαδή στην επιστημονική ανεπάρκεια συγκεκριμένων εταιρειών, στα λαθεμένα κριτήριά τους, στις ανεκσυγχρόνιστες μεθόδους τους. Κάποιες άλλες όμως προβλέψεις, εκκωφαντικά αποτυχημένες (τέτοιες έχει να παρουσιάσει πολλές και η Γηραιά Ηπειρος και ο Νέος Κόσμος), δύσκολα δεν θα τις χαρακτήριζε κανείς «κατά παραγγελίαν». Προπληρωμένες δηλαδή από όσους θέλουν να κατασκευάσουν ποσοστά, ώστε να δημιουργήσουν δι’ αυτών εκλογικά ρεύματα.
Αν, σκέφτεται ο παραγγελιοδότης-κομματάρχης, εξαφανίσουμε σε απανωτά γκάλοπ το τάδε μικρό κόμμα από τον κατάλογο όσων εμφανίζονται στον πίνακα των προβλέψεων με αξιόλογο ποσοστό, ίσως πείσουμε δέκα χιλιάδες ψηφοφόρους, χίλιους έστω, που όμως έπειτα μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά, ότι δεν έχουν πια λόγο να χαραμίζουν την ψήφο τους σ’ αυτό, αφού τα ’φαγε τα ψωμιά του. Ας διαλέξουν ένα γειτονικό του, ισχυρότερο, το δικό μας δηλαδή, για να ’χει αντίκρισμα η ψήφος τους. Δεύτερη σκέψη, παραπλήσια: Αν εφοδιάσουμε κάποιο νέο κόμμα μ’ ένα 3%-4%, παρότι δεν ανιχνεύεται καν δημοσκοπικά, ίσως πείσουμε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, έστω πεντακόσιους, ότι πρόκειται για ελπιδοφόρο σχηματισμό που θα μπει στη Βουλή, άρα δεν είναι πολυτέλεια ή τρέλα να τον ψηφίσουν. Θα τους αποσπάσουμε έτσι από το ισχυρότερο γειτονικό του κόμμα, το αντίπαλό μας, για να το φθείρουμε. Μαθηματικά δημοτικού; Μα με αυτά πορεύονται κόμματα και πολιτικοί. Την πολλή επιστήμη την αφήνουν στους δημοσκόπους. Κι αυτοί, όπως κάθε σινάφι στον κόσμο, είναι μοιρασμένοι: στους πρόθυμους και στους αδέκαστους, και πιθανότατα αδέκαρους.
Η αλήθεια πάντως είναι πως οι δημοσκοπικές έρευνες εκλογικού χαρακτήρα έχουν να αντιμετωπίσουν αρκετές παγίδες. Τις στήνουν οι ίδιοι οι ερωτώμενοι. Και για ποικίλους λόγους. Από όρεξη για σαμποτάζ ή από φιλοπαίγμονα διάθεση (αυτήν άλλωστε τη διακρίνουμε και στις αυθεντικές εκλογές, όταν διαπιστώνουμε έκπληκτοι ή ανήσυχοι ότι μπαίνουν στη Βουλή κάποιοι που ψηφίστηκαν «για πλάκα»). Από κρυψίνοια (κάπως έτσι προκύπτει η λεγόμενη «βουβή ψήφος»). Ή από την εχθρότητα που νιώθουν πλέον για τους δημοσκόπους και τις πρακτικές τους αρκετοί ψηφοφόροι, έχοντας αναγάγει σε ιδεολογία ένα ρεβανσιστικό δόγμα, αδιάφορο για λεπτές διακρίσεις: «Μας κοροϊδέψατε πρόπερσι με τις προβλέψεις σας; Θα σας κοροϊδέψουμε φέτος».
Το γεγονός ότι οι δημοσκόποι θεωρούνται πια, παντού, σκληρό κομμάτι του «Συστήματος», σχεδόν το ίδιο υπεύθυνοι με τους κομματικούς μηχανισμούς και τη μιντιακή εξουσία, οδηγεί τον ερωτώμενο στην προληπτική νόθευση της ψήφου του. Κάπως σαν ψυχολογικό αντίβαρο στην πολιτική νόθευση που είναι σίγουρος ότι θα υποστεί κατά την επεξεργασία της, όταν θα περάσει από τριπλό κόσκινο: των δημοσκόπων, των κομμάτων και των Μέσων.
Άλλου είδους προβλήματα αντιμετωπίζουν οι μη εκλογικού περιεχομένου έρευνες της κοινής γνώμης. Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι λίγοι όσοι επιλέγουν αυτόματα και πεισματικά ό,τι το αρνητικότερο, όταν καλούνται να διαλέξουν μία απάντηση ανάμεσα σε τέσσερις ή πέντε προτεινόμενες, που αποτελούν την κλίμακα της κατάφασης ή της άρνησης. Θα διαλέξουν δηλαδή το «ελάχιστα», όταν η ερώτηση αφορά το πόσο εμπιστεύονται ή εκτιμούν οτιδήποτε. Και θα απαντήσουν «πάρα πολύ» όταν θα τους ρωτήσουν πόσο απεχθάνονται ή αποστρέφονται οτιδήποτε. Ο κατεδαφιστικός αρνητισμός, η μαζοχιστική-ναρκισσιστική λατρεία του γκρίζου ή του μαύρου («όλα είναι μαύρα κι όλοι είναι άθλιοι, πλην εμού»), η μικροηδονή του «αντισυστημικού» γκρεμίσματος δεν είναι γνωρίσματα και συμπεριφορές αποκλειστικώς ελληνικά. Ούτε ο αυτολαϊκισμός, ο λαϊκισμός δηλαδή που έχει υποκείμενό του τον λαό (ο οποίος αυτοαναπαριστάνεται σαν αδικημένος από τους πάντες, στα πάντα και από πάντα, για να διασπαστεί έτσι εύκολα σε αλληλοεχθρευόμενες μονάδες), και όχι αντικείμενό του, όπως όταν τον κολακεύουν οι ταγοί του, θεωρώντας αστεία τη διανοητική του ικανότητα.
Δεν είναι όμως μόνο των δημοσκόπων η αξιοπιστία στο ναδίρ. Και των δημοσιογράφων, εκεί στα χαμηλά βρίσκεται από χρόνια, και περίπου για τους ίδιους λόγους: Επειδή, παραγνωρίζοντας ή και περιφρονώντας το πρώτο συνθετικό τους, τον δήμο, έγιναν αυτοί εξουσία ή ανέλαβαν υπηρεσία στην αυλή άλλων εξουσιών, θεσμικών και εξωθεσμικών.
Το Ευρωβαρόμετρο του 2016 για τα ΜΜΕ, τα αποτελέσματα του οποίου έγιναν γνωστά προ ημερών, δεν έχει τιμητικές ειδήσεις για τους δημοσιογράφους. Ούτε οι μισοί Ευρωπαίοι δεν πιστεύουν ότι τα Μέσα της πατρίδας τους είναι ελεύθερα από πολιτικές ή εμπορικές πιέσεις: μόλις το 43% τα θεωρεί ανεξάρτητα. Το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό, όπως –δυστυχώς– θα το περίμενε κανείς, μας προσφέρει και νέα ανεπιθύμητα πρωτεία, για να προστεθούν στα πολλά απεχθή που ήδη κατέχουμε: Μόλις το 12% των Ελλήνων θεωρεί ελεύθερα τα ιδιωτικά ΜΜΕ και μόλις 9% τα κρατικά. Το 53% των Ευρωπαίων της Ενωσης κρίνει ότι τα εθνικά τους μίντια προσφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες, αλλά στην Ελλάδα το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 26%. Για να ’χουμε να παρηγοριόμαστε, υπάρχει και ένα «άθλημα» στο οποίο ερχόμαστε δεύτεροι: Μόλις το 14% των Ισπανών πιστεύει πως είναι όντως ανεξάρτητη η Ανεξάρτητη Αρχή που εποπτεύει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, ενώ το δικό μας ποσοστό –έπειτα και από τα πάθη και τα παθήματα με τις τηλεοπτικές άδειες– είναι 19%.
Μπορεί τα ποσοστά της ανυποληψίας να τα διογκώνει ένας διάχυτος θυμός που εκδηλώνεται σαρωτικά καταδικαστικός, αυτό όμως δεν είναι άλλοθι για όσους δημοσιογραφούμε. Αρκετά με τις διαβρωτικές ψευδαισθήσεις ότι τυγχάνουμε τέταρτη εξουσία. Αν θέλουμε να μας ανταμείψει ο δήμος με καλύτερα ποσοστά σε επόμενες έρευνες, καιρός να θυμηθούμε ότι αυτός είναι το πρώτο μισό του επαγγελματικού μας ονόματος: δημοσιογραφία. Όχι κομματογραφία, αφεντικογραφία, εταιρειογραφία ή εξουσιογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου