Το Άλσος των Μυροφόρων
Απολογισμός της θητείας Ευγενίου - Εμμανουήλ Δ. Σιλαΐδη στην Διοίκησή του, 1969 - 1999Θανάσης Βαλτινός*
Α: Το ιστορικό
Μετά την επιστράτευση, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, των Δικηγόρων Βασιλείας, οι εναπομείναντες μη μάχιμοι, λόγω ηλικίας, συνάδελφοί τους αποφάσισαν την δενδροφύτευση μικρού άγονου λόφου, ανήκοντας κατά κυριότητα στην Ιερά Μονή Πόρτας.
Απαιτήθηκαν επίμονες προσπάθειες και επανειλημμένα πάνδημα συλλαλητήρια μετά κωδωνοκρουσιών έως ότου αναγκαστούν Δεσπότης και Ηγουμενοσυμβούλιο να υπογράψουν, κατά Σεπτέμβριον του έτους 1916, το συμβόλαιο παραχώρησης μεταξύ Μονής και Δικηγορικού Συλλόγου. Εις ανάμνησιν του γεγονότος αυτού, η οδός περιπάτου που από το τέρμα της λεωφόρου Κοραή οδηγεί προς το Άλσος έχει επισήμως ονομαστεί και σηματοδοτηθεί με τις ανάλογες μεταλλικές πινακίδες ως «οδός Δικαιοστασίου».
Κατά την δεκαετία του 1920, ο τότε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Περικλής Τζουμαγιάς επεδίωξε και άρχισε να συμβάλλεται αλληλοδιαδόχως με γειτνιάζοντες προς τον Λόφο ιδιοκτήτες γης, έτσι ώστε το Άλσος να διπλασιάσει περίπου την έκτασή του, μέχρι δε του έτους 1951 ανήκε κατά αποκλειστικότητα στον ως άνω Σύλλογο. Το 1951, με τον ιδρυτικό νόμο 4767 διευρύνθη η βάσις του διά της συμμετοχής του Δήμου καθώς και των Ιατρικού και Φαρμακευτικού Συλλόγων περιοχής, με την επωνυμία «Άλσος Μυροφόρων Βασιλείας». Έκτοτε, και με τον αυτό νόμο, το Διοικητικό Συμβούλιο του νεοσύστατου νομικού προσώπου συγκροτείται από εκπροσώπους των συμμετεχόντων φορέων, ήτοι: τριών δικηγόρων, ενός δημότη και ενός ιατρού ή φαρμακοποιού, διαζευκτικώς.
Το 1952 και με την παραχώρηση από το Υπουργείο Στρατιωτικών του παλαιού πεδίου βολής του 23ου Πεζικού Συντάγματος το Άλσος απέκτησε την σημερινή οριστική του έκταση των 520 στρεμμάτων. Σημειωτέον ότι το εν λόγω πεδίον κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944, αλλά και των σκληρών ετών που ακολούθησαν την απελευθέρωση, είχε χρησιμοποιηθεί ως τόπος εκτελέσεων.
Η παραχώρηση και ό,τι ακολούθησε έγιναν με πρωτοβουλία και ενέργειες των μετασχόντων δικηγόρων της πόλεώς μας στον αρχικά αντισυμμοριακό και αργότερα εμφύλιο αποκληθέντα πόλεμο 1946-1949 ως συμβολική πράξη καθαρμού και λήθης. Οι μόλις απολυθέντες των τάξεων του στρατού νεαροί δικηγόροι, τρεις έφεδροι ανθυπολοχαγοί, ένας δεκανεύς, δύο απλοί φαντάροι, εργάστηκαν με ζήλο και μεθοδικότητα τόσο για την διαμόρφωση του νέου χώρου όσο και την δενδροφύτευσή του, με αειθαλή άρρενα κυπαρίσσια, αλλά και κουκουναριές και πλατύφυλλα φυλλοβόλα (πλατάνια - τονθορύζουσες λεύκες).
Παραδόξως, εξαιρετική συνδρομή στην προσπάθειά τους έλαβαν από ομηλίκους του αντιπάλου στρατοπέδου, οι οποίοι τότε σταδιακώς άρχισαν επανακάμπτοντες από τις άγονες νησίδες του ελληνικού αρχιπελάγους χώρους περιορισμού τους κατά την διάρκεια της συρράξεως.
Η συνεργασία αυτή αιφνιδίασε πολλούς. Ήγειρε καχυποψίες και επιφυλάξεις εκατέρωθεν, εκατέρωθεν δε έγιναν επίμονες απόπειρες για το σταμάτημά της, ανεπιτυχώς.
Το αποτέλεσμα υπήρξε εντυπωσιακό. Το πρώην πεδίον βολής, τόπος άνυδρος, άδενδρος και κατά μεγάλο ποσοστό βραχώδης, μεταμορφώθηκε εντός δεκαετίας σε τόπο αναψυχής. Σε τόπο ερωτικό. Τούτο έγινε κατορθωτό με τη μεταφορά εκατοντάδων χιλιάδων κυβικών μέτρων χώματος, προερχομένου από την εκ θεμελίων ανοικοδομούμενη πόλη, αλλά και με την διασφάλιση στοιχειωδών όρων άρδευσης (καλλιέργεια - εκμάστευση πηγής Θεολόγου). Είναι δίκαιο εδώ να αποδοθεί η τιμή πραγματοποιήσεως του όλου έργου στους ελάχιστους ονειροπόλους που πρωτοστάτησαν. Κανένας εξ αυτών δεν βρίσκεται ανάμεσά μας.
Β: Το όνομα
Στην ποδιά της νοτιοδυτικής κλιτύος του αρχικού λόφου ίσταται φύλακας προστάτης του Άλσους ο τροπαιοφόρος Άγιος Γεώργιος. Έχει κτιστεί επί των ερειπίων ομωνύμου υστεροβυζαντινού ναΐσκου. Τα ερείπια αυτά εγνώρισα προσωπικώς, τα «πρόλαβα» κατά την τρέχουσα έκφραση. Το 1938, ως τελειόφοιτοι του Α' Γυμνασίου Αρρένων Βασιλείας, καταφεύγαμε συχνά στην σκιά τους για να καπνίσουμε. Η πράξις αυτή αποτελούσε την άκρα έκφραση της επαναστατικότητάς μας. Είμεθα εκεί όλοι, ο στενός κύκλος της εφηβείας μας, ο κύκλος της παρατεταμένης νοσταλγίας: Ευάγγελος Κωτσιόπουλος 1920-1996, εφέτης. Δημήτριος Μίχος 1920-1994, συμβολαιογράφος. Ιωάννης Αλεξόπουλος 1921-1989, έμπορος. (Ο Γιάννης: έμπορος στους ουρανούς). Βασίλειος Μπενόπουλος 1922-, νομικός δημοσιογράφος, εκδότης της προσφιλούς «Φωνής». Αθανάσιος Μαυρογόνατος 1921-1948 (Γράμμος - ανώνυμο 1.204), φιλόλογος. Κωνσταντίνος Παρασκευόπουλος 1922-1997, θεολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου (ετελεύτησε ως Ιλαρίων, τιτουλάριος επίσκοπος Κερνίτσης).
Τα ερείπια χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως τόπος αφροδισίων συνευρέσεων. Χρειαζόταν τόλμη για να διασχιστεί το παχύ δίκτυ των ηθών της εποχής. Όχι λίγες φορές πάντως μάς σκανδάλισαν κατάλοιπα νυκτερινών ευωχιών: Χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και αποτσίγαρα με ίχνη ρουζ στο επιστόμιό τους.
Τα ερείπια αποτελούνταν από την κόγχη του ιερού με τις παράπλευρες «νύμφες», τον τοίχο του αριστερού κλίτους σχεδόν άθικτο και μέρος της καμάρας του μικρού νάρθηκα. Εκεί, υπό την προστασία αυτής της καμάρας εσώζετο το μόνο σαφές κομμάτι από τις τοιχογραφίες που άλλοτε κοσμούσαν τον χώρο: Τρία ακέραια γυναικεία κεφάλια με ένα τέταρτο υποδηλούμενο από σπάραγμα του καταρράκτη των βοστρύχων του. Ο Ντίνος (Κωνσταντίνος Παρασκευόπουλος, μετέπειτα Ιλαρίων επίσκοπος), που δεν είχε ντυθεί ποτέ «παπαδάκι», δεν εφοίτησε σε κανένα κατηχητικό και δεν υστέρησε καμιάς των προκλήσεων της ηλικίας μας, μας βεβαίωσε ότι επρόκειτο για τις Μυροφόρες, από τον ιστορημένο κύκλο των Παθών. Οι γνώσεις του μας εντυπωσίασαν. Ήταν το σημάδι του καλέσματος που αυτός είχε ήδη αισθανθεί, αλλά εμείς αγνοούσαμε.
Και οι Μυροφόρες αυτές μας γοήτευσαν. Σύντομα δώσαμε στο όνομα κωδική διάσταση και αρχίσαμε να ταυτίζουμε τις μορφές τους με ζωντανά μοντέλα που οιστρηλάτησαν τις φαντασιώσεις μας κατά εκείνη την εποχή. Η Καδιανή Καλαμάντη, π.χ., υπήρξε η μυροφόρος που έρανε τους δικούς μου αποφοιτήριους γυμνασιακούς μήνες (Νοέμβριος 1939 - Ιούνιος 1940). Έκτοτε δεν την ξαναείδα. Είναι προφανές εδώ ότι επινοώ ένα όνομα, όχι για να προστατέψω την υπόληψη μιας, ακόμα εν ζωή όπως πληροφορούμαι, γιαγιάς, αλλά για να καλύψω το κύρος του δικού μου ονείρου. Φευ.
Το 1951, κατά την διεύρυνση και την σύσταση του νομικού προσώπου, με πρόταση του Βασιλείου Μπενοπούλου, τότε εκπροσώπου του Δικηγορικού Συλλόγου, έγινε κατά πλειοψηφία αποδεκτή και η επωνυμία «Άλσος των Μυροφόρων». Η μειοψηφήσασα πρόταση «Άλσος Καρρώνη» ήταν παραλλαγή του προϋπάρχοντος τοπωνυμίου «Μαντρί του Καρρώνη» και υποστηρίχτηκε για ευνόητους λόγους (καίτοι επρόκειτο περί απλής συνωνυμίας) από τον εκπρόσωπο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Μενέλαο Η. Καρρώνη. Για εξ ίσου ευνόητους λόγους η πρόταση κατεψηφίσθη αποφασιστικά. Απουσίασα επί τριετία στην Εσπερία και πληροφορήθηκα τα καθέκαστα από επιστολές προσφιλών μου προσώπων.
Επέστρεψα το 1954. Την ιδία χρονιά η Διοίκηση του Άλσους ανέθεσε στον αρχαιολόγο - αρχιτέκτονα κ. Σταμάτη Νικολάου την μελέτη αποκαταστάσεως του ναΐσκου. Το αποτέλεσμα της πραγματογνωμοσύνης ήταν αποκαρδιωτικό. Μπορούσε να διασωθεί μέρος του υπάρχοντος αριστερού τοίχου και πλέον ου. Η Διοίκηση, με την άδεια της Εφορίας Νεοτέρων Μνημείων, προχώρησε σταθερά σε μια εκ βάθρων ανοικοδόμηση. Με πρόταση του ιδίου πάλι Βασιλείου Μπενοπούλου, που όμως αυτή τη φορά συνοδεύτηκε από ισχυρές αντιρρήσεις, οι εργασίες ανατέθηκαν εν λευκώ σε κομπανία λαϊκών μαστόρων - πελεκάνων. Υπήρχαν ακόμα τέτοιοι και, όπως μετά βεβαιότητος μπορούμε να πούμε σήμερα, το αποτέλεσμα δικαίωσε πλήρως την τολμηρή απόφαση.
Των εργασιών ανοικοδομήσεως προηγήθη η αποτοίχιση των Μυροφόρων, από εξειδικευμένο συνεργείο εκ Θεσσαλονίκης. Την όχι ασήμαντη δαπάνη εκάλυψε η οικογένεια Σκαγιάνη, εις μνήμην του ποιητού Κωνσταντίνου Σκαγιάνη. Το βαρύτιμο αυτό τεμάχιο σοβά, διαστάσεων 58Χ70,5 τοποθετήθηκε επιμελώς σε ανάλογο πλαίσιο από συμπαγές ξύλο καρυδιάς και προσεφέρθη, ως καθυστερημένο αντίδωρο, στην Μονή Πόρτας. Μετά το 1980, για λόγους ασφαλείας και επειδή η Μονή έκλεισε ελλείψει μοναχών, το κομμάτι μετεφέρθη, μαζί με άλλα κειμήλια, στο μικρό εκκλησιαστικό μουσείο της Μητροπόλεως Βασιλείας, στην ενορία Ταξιαρχών. Τούτο το διαπίστωσα συμπτωματικά, όταν προ μηνών συνόδευσα επιφανή επισκέπτη μου εξ Αθηνών στο εν λόγω μουσείο. Ήταν ένα απροσδόκητο, μετά εξηκονταετία περίπου, συναπάντημα στο σκιόφως μιας άβολης και χαμηλοτάβανης αίθουσας. Στάθηκα για λίγο αμίλητος μπροστά στις τρεις παλιές γνώριμες μορφές και ένοιωσα την αύρα εκείνων των ημερών να μου δροσίζει το μέτωπο.
Γ: Η θητεία μου
Το 1969 τοποθετήθηκα ως εκπρόσωπος του Ιατρικού Συλλόγου Βασιλείας στο Διοικητικό Συμβούλιο του Άλσους, με τότε πρόεδρο τον αείμνηστο Νικηφόρο Γογονά, δικηγόρο, του οποίου υπήρξα πάγιος συνεργάτης μέχρι τον θάνατό του (Νοέμβριος 1979). Τον Νικηφόρο Γογονά διεδέχθη ο επίσης δικηγόρος Μιχαήλ Σκιάνης (1979-1994, τρεις θητείες) και τούτον ο νυν, έγκριτος νομομαθής κύριος Λεωνίδας Στέμπος. Μετά το πρόσφατο τραχύ οδικό ατύχημά του, που τον ανάγκασε να αναστείλει προσωρινά όλες τις δραστηριότητές του, τον αντικαθιστώ εγώ ως αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Του απευθύνω θερμές ευχές για ταχεία ανάρρωση.
Τον προσεχή Οκτώβριο θα συγκροτηθεί, σύμφωνα με το καταστατικό, το καινούργιο Διοικητικό Συμβούλιο, εμού συμπληρούντος, με την ευγενική συγκατάθεση του Συλλόγου Φαρμακοποιών της πόλεώς μας, μίαν σταθερή τριακονταετή παρουσία στην διοίκηση του Άλσους. Ήταν ο κλήρος της αγαμίας μου. Μετά ταύτα αποσύρομαι.
Συνεργάστηκα καλά με όλους τους προέδρους των εκάστοτε Δ.Σ., ιδιαίτερα με τον παρόντα, αγαπητό μου Λεωνίδα. Η διαφαινομένη προσήνεια υπερβαίνει την διαφορά της ηλικίας μας. Πριν από 29 έτη τον αναδέχτηκα από το σκοτάδι της μητρικής κοιλίας και είναι ένα από τα 64 βρέφη (29 άρρενα, 35 θήλεα, κατά το αρχείο μου), στην γέννηση των οποίων συνέβαλα αδιαμφισβητήτως. Το νούμερο είναι μάλλον μικρό, εάν ληφθεί υπ' όψιν η ραγδαία αύξησις πληθυσμού της πόλεώς μας, ήταν όμως θέμα επιλογής. Ενδίδω στην περιαυτολογία: Επί, περίπου, μισόν αιώνα άσκησα το λειτούργημά μου με αξιοπρέπεια και χωρίς απληστία. Επί πλέον, και η παρατήρηση πιθανότατα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, οι Έλληνες σύζυγοι εμπιστεύονται ελάχιστα τα μάτια και τα δάκτυλα ενός εργένη γυναικολόγου - μαιευτήρα.
Κατά την διάρκεια της μακράς θητείας μου στην διοίκηση του Άλσους έγιναν σημαντικά έργα. Θα αναφερθώ και σε αυτά, αλλά κυρίως σε πράγματα, πρόσωπα και αντιδράσεις που κατά την κρίση μου είναι άξια μνείας και πάντως θα επιμείνω στα της παρούσης περιόδου. Τούτο επειδή τα ηνία της διοικήσεως του Άλσους πέρασαν σε νεότερα χέρια, στοιχείο που παρά τις συχνές τριβές και συγκρούσεις ακόμα προσωπικά θεωρώ ως εξαιρετικά θετικό. Η έλλειψη νερού ήταν πάντα η δυστυχία μας. Η πηγή Θεολόγου, που εξασφάλιζε την άρδευση του τμήματος πρώην Πεδίου Βολής, και με όλα τα πρώιμα έργα ανάδειξής της, άρχισε με την παρέλευση των ετών να «στύβει». Δοκιμάσαμε να καθαρίσουμε και επαναχρησιμοποιήσουμε τα παλαιά Πέντε Πηγάδια, στο βορειοδυτικό άκρο του Άλσους, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Έτσι επιχειρήσαμε γεώτρηση, σε απόσταση διακοσίων περίπου μέτρων από αυτά (τα Πέντε Πηγάδια), και σε έκταση που καθ' υπόδειξιν αγοράσαμε για τον σκοπό και σε μάλλον υψηλή τιμή. Η γεώτρηση επέτυχε. Το φιάσκο της αποτυχίας φορτώθηκα, δικαίως, εγώ ως ο εμπνευστής της όλης περιπετείας. Είχα γοητευθεί από την βιβλικότητα του πράγματος και την πειστικότητα του επιχώριου εμπειρικού ραβδοσκόπου, ο οποίος ακόμα επιμένει ότι το νερό κοιμάται εκεί και μας περιμένει.
Από το 1979, με την ολοκλήρωση των αγωγών υδρεύσεως της ευρύτερης περιοχής Βασιλείας, το Άλσος ποτίζεται επαρκώς με νερό «Κεφαλαρίου», μέσω της πλησιέστερης προς εμάς κοινότητος Βάριας. Παρά το υψηλότατο ανά τρίμηνο τίμημα, μπορέσαμε έτσι να προχωρήσουμε σε νέες δενδροφυτεύσεις. Με την συνεργασία και καθοδήγηση του Δασαρχείου Βασιλείας, και ιδιαίτερα του υποδιευθυντού του, Επτανησίου κυρίου Μάριου Δαλλαδέτσινα, μόνο κατά την τελευταία πενταετία Σκιάνη (1989-1994), φυτέψαμε περί τα 11 χιλιάδες δενδρύλλια. Αυξήσαμε τις καλλιέργειες καλλωπιστικών θάμνων (πασχαλιές, ασπραίες, αγγελικές, δάφνες Απόλλωνος), και ευκολύναμε την ανάπτυξη αυτοφυών (σπάρτων, ασπαλάθων), όπου τούτο χρειαζόταν, προς δημιουργία φυσικών περιφράξεων. Για τα πλέον ευαίσθητα εξ αυτών είδη εγκαταστήσαμε ευρύ σύστημα στάγδην ποτίσματος. Το κόστος, ύψους 850 χιλιάδων, κατέβαλε το ζεύγος Αντωνίου και Ισμήνης Πιτσικάλη.
Από την αρχή της παρουσίας μου στην διοίκηση του Άλσους ενδιαφέρθηκα ιδιαιτέρως για τα δένδρα. Μπορώ τώρα να καταλάβω τους λόγους. Σε μικρό γυμνό πλάτωμα που υπήρχε δεξιά της δευτερευούσης νοτίας εισόδου, φύτευσα αυτοπροσώπως το 1974 εννέα μικρές φλαμουριές. Θάλλουν τώρα ακμαίες και κάθε άνοιξη το διαβρωτικό άρωμά τους καταπλημμυρίζει τον αέρα. Με την βοήθεια ειδικού εργάτη μπόλιασα επίσης όλες τις γκορτσιές παρακειμένου λοφίσκου, την μόνη υψηλή βλάστηση που ευδοκίμησε ποτέ σ' αυτόν τον πετρώδη μαστό.
Αργότερα, σε ένα παιχνίδι αναμνήσεων βάφτισα, πολλά από τα μπολιασμένα δένδρα με ονόματα γυναικών. Γυναικών που κάποτε, με την ιλαρότητά τους, γεμίσανε φως την ζωή μου. Υποσυνειδήτως βέβαια αντέγραφα τον ποιητή. «Και τα κορίτσια της γειτονιάς μας αγραπιδιές θα στέκουνε γύρω».
Με την έναρξη της προεδρίας Στέμπου δημιουργήθηκαν διάφορα προβλήματα, κατά την εκτίμησή μου ψυχολογικής χροιάς. Σημαντικότερο όλων ήταν η ίδια η εισβολή αυτού του ευφυούς δραστήριου άνδρα σε έναν κύκλο ωρίμων έως υπερηλίκων κυρίων. Η νεότητά του ήταν ήδη μια απειλή. Ομολογώ την αρχική, αρνητική μου διάθεση. Το πρώτο ρήγμα σ' αυτήν δημιούργησε, σε μία των συνεδριάσεων περί τα μέσα του έτους 1995, η πρότασή του για απόσυρση των μεταλλικών στύλων φωτισμού του Άλσους και αντικατάσταση του όλου συστήματος με υπεδάφιες καλωδιώσεις. Επρόκειτο για πρόταση-γροθιά. Ο φωτισμός είχε ολοκληρωθεί προ τριετίας και είχε κοστίσει αρκετά. Πρόκληση επίσης απετέλεσε η διάταξη του σκεπτικού του. Λόγοι αισθητικής και υποχρέωση της διοικήσεως του Άλσους να εξασφαλίσει στους χρήστες του (sic), που σύμφωνα με στατιστικές παρατηρήσεις κατά 70% περίπου αποτελούνταν από ζευγαράκια, συνθήκες ανάλογες: λιγότερο βάναυση φωτοχυσία και δημιουργία στοχαστικότερης ατμόσφαιρας. Σαφώς μάς προκαλούσε, αλλά δεν κορόιδευε. Κάγχασα. Μία εβδομάδα πριν, κατά τον μηνιαίο έλεγχο καθαριότητας του Άλσους, διεισδύοντας σε μία ακραία μικρή αιθρία, καλά προφυλαγμένη από άγριους θάμνους, βρήκα εγκαταλελειμμένο ένα γυναικείο εσώρουχο. Το μάζεψα με κάποια συγκίνηση και ταραχή. Ξεχασμένο πάνω στα αιχμηρά βραχάκια, ποιος ξέρει για πόσο, ήταν ξασπρισμένο από τον ήλιο και σχεδόν θρυμματίστηκε στα δάκτυλά μου. Αμέσως ένας στίχος ανεδύθη στο μυαλό μου και με βασάνισε επί ημέρες. «Το μεταξωτό σλιπάκι της Βίβιαν - αράχνη στην ξερολιθιά». Πότε είχα διαβάσει αυτόν τον στίχο; Ποιος τον είχε γράψει; Και επρόκειτο όντως για υπαρκτό στίχο ή ήταν η αντανάκλαση κάποιου ημιτελούς απωθημένου ονείρου μου;
Είναι δυσερμήνευτος ο τρόπος που λειτουργεί η ευαισθησία μας. Συντάχτηκα πρώτος με την πρόταση του Προέδρου. Ακολούθησε ο ομήλικός μου Βασίλειος Μπενόπουλος, ως εκπρόσωπος του Δήμου αυτή τη φορά. Τα άλλα δύο μέλη, κατά πολύ νεότερά μας, εκ του Δικηγορικού Συλλόγου προερχόμενα, επέμειναν στην αντίδρασή τους. Το πείσμα τους πιθανότατα οφειλόταν σε επαγγελματικές αντιζηλίες. Τούτο, για να νεάσω φραστικά, μου την «έδωσε». Παρενέβην, υποδεικνύοντας μαζί με την άρση των στύλων φωτισμού, και με το ίδιο σκεπτικό, να λαξευθούν οι εναπομένουσες βραχώδεις επιφάνειες, κυρίως στις εσχατιές του Άλσους, και να μετατραπούν σε αρχαϊκού χαρακτήρα ανάκλιντρα. Την παρέμβασή μου ακολούθησε σιωπή αμηχανίας. Αυτήν διέκοψε το βροντώδες καταφατικό γέλιο του Προέδρου. «Και επίσης θα εγκαταστήσουμε σε επίκαιρα σημεία διόπτρες νυκτός», πρόσθεσε.
Ήταν απροκάλυπτα θρασύς. Με την χρήση πάντως κομπρεσέρ, η λάξευση των βράχων έγινε. Επτά τέτοια ανάκλιντρα, ποικίλων διαστάσεων και σε διάφορα σημεία του Άλσους, ξαφνιάζουν τον ανίδεο περιπατητή. Η αρχή μιας αποδοτικής συνεργασίας είχε γίνει.
Τον επόμενο χρόνο επανέφερα απορριφθείσα το 1990 πρότασή μου για ανακήρυξη των «Πέντε Πηγαδιών» σε διατηρητέο μνημείο. Τα «Ξεροπήγαδα», είχε δυσανασχετήσει έντονα ο τότε εκπρόσωπος του Δήμου. Ο Πρόεδρος υποστήριξε την πρότασή μου. Εγκωμίασε τα πελεκητά φιλιατρά των Πέντε Πηγαδιών, χαρακωμένα από τα σκοινιά των γενεών που ξεδίψασαν με το νερό τους, και αμέσως έπειτα επεσήμανε την ανάγκη να αποκτήσει το Άλσος την αρδευτική του αυτάρκεια. Με την βοήθεια του Ινστιτούτου Γεωλογικών Ερευνών (παράρτημα Βασιλείας), είχε ήδη έτοιμη, εν αγνοία μας ωστόσο, μελέτη για βαθεία γεώτρηση, στο ίδιο ακριβώς μέρος της παλαιάς αποτυχημένης. Τότε είχαμε «κατέλθει» στα 109 μέτρα. Ανατρίχιασα προς στιγμήν. Εν αγνοία μας επίσης, η μελέτη είχε ήδη εξασφαλίσει την ένταξή της σε αρμόδιο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα.
Ήταν ένα στυλ αιφνιδιασμών που δεν μου επέτρεψε καν να οργιστώ. Κατάλαβα ότι η αποδοχή τής προτάσεως των Πέντε Πηγαδιών είχε γίνει επί αντικαταβολή. Κοίταξα σιωπηρά τον Βασίλειο Μπενόπουλο. Μου ανταπέδωσε εξ ίσου σιωπηρά το βλέμμα. Ήταν σαφές ότι η σχέση μας με το Άλσος αποδυναμωνόταν οριστικά.
Μετά την συνεδρίαση ο Πρόεδρος επεδίωξε να μείνει για λίγο μόνος μαζί μου. Με έπιασε από το μπράτσο και για πρώτη φορά μού μίλησε. Ήταν ένας τρόπος να με ευχαριστήσει; Άρχισε να μου εκθέτει το επόμενο σχέδιό του. Την κατάρτιση ενός ηλεκτρονικού μητρώου όλων των υψηλόκορμων δένδρων του Άλσους «μας». Με κωδικούς κατά είδη και αύξοντες αριθμούς. Και για μερικά από τα δένδρα με δικά τους ονόματα. Απέμεινα ενεός. Είχα μπροστά μου ένα ρομαντικό παλιόπαιδο ή έναν μανιακό προγραμματιστή; Και τι άραγε είχε διαισθανθεί ως προς τα ονόματα;
Μου χαμογέλασε απλά, μάλλον αθώα, και με καληνύχτισε. Τον διαβεβαίωσα ότι θα είμαι πάντα στο πλευρό του.
Η υπόσχεση είχε ρητορικό μονάχα αντίκρυσμα. Σε πέντε μήνες ακριβώς από σήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου, θα εορτάσω τα εβδομηκοστά όγδοα γενέθλιά μου. Ελπίζω.
«Άραγε εκείνοι που θα ζήσουν μετά εκατό - διακόσια χρόνια ύστερα από μας, και που εμείς τώρα τους ανοίγουμε τον δρόμο, θα μας θυμούνται καθόλου; Θα λένε για μας κανέναν καλό λόγο;».
Πηγή: https://www.mikrosapoplous.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου