Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2016

ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΚΛΕΚΤΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

    Αποτέλεσμα εικόνας για Ray Bradbury the Last Night of the WorldΗ τελευταία νύχτα του κόσμου
 του Ρέι Μπράντμπερι


Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Τι θα έκανες αν ήξερες ότι  θα ζούσες την τελευταία μέρα του κόσμου;
«Τι θα έκανα. Το λες στα σοβαρά;»
«Ναι, σοβαρά».
«Δεν ξέρω – δεν το σκέφτηκα». Έστριψε το χερούλι της ασημένιας καφετιέρας προς το μέρος του και τοποθέτησε τα δυο φλιτζάνια στα πιατάκια τους.
Σέρβιρε λίγο καφέ. Στο βάθος τα δυο κοριτσάκια έπαιζαν με κύβους πάνω στο χαλάκι του σαλονιού στο φως από τις πράσινες λάμπες θυέλλης. Ένα απαλό, καθαρό άρωμα βραστού καφέ πλανιόταν στον βραδινό αέρα.
«Λοιπόν, θα κάνεις καλά ν’ αρχίζεις να το σκέφτεσαι», είπε.
«Δεν το λες στα σοβαρά;» έκανε η γυναίκα του.
Αυτός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
«Πόλεμος;»
Ξανακούνησε το κεφάλι του, τούτη τη φορά αρνητικά.
«Όχι βέβαια πυρηνική ή ατομική βόμβα;»
«Όχι»
«Ούτε βιολογικός πόλεμος;»
«Ούτε απ’ όλα αυτά», είπε ανακατεύοντας τον καφέ του αργά και κοιτάζοντας αφηρημένα στο μαύρο φόντο του φλιτζανιού. «Απλά πες πως κλείνει ένα κεφάλαιο».
«Δεν νομίζω πως σε καταλαβαίνω».
«Όχι, ούτε κι εγώ άλλωστε. Απλά έχω ένα προαίσθημα. Μερικές φορές τρομάζω,  άλλοτε πάλι δε φοβάμαι καθόλου – απλώς το δέχομαι γαλήνια». Έριξε μια ματιά στα κορίτσια με τα κατάξανθα μαλλιά τους να λάμπουν στο δυνατό φως από τις λάμπες και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Δε σου είπα τίποτε. Συνέβη πριν περίπου από τέσσερις νύχτες».
«Τι;»
«Ένα όνειρο που είδα. Ονειρεύτηκα πως όλα θα τελείωναν και μια φωνή το επιβεβαίωνε. Όχι κάποια φωνή που μπορώ να θυμηθώ, αλλά, τέλος πάντων, μια φωνή που έλεγε πως όλα θα τελειώσουν εδώ πάνω στη Γη. Δεν του έδωσα και μεγάλη σημασία όταν ξύπνησα το άλλο πρωί, και πήγα στη δουλειά, αλλά το προαίσθημα με στοίχειωνε όλη μέρα. Έπιασα τον Σταν να κοιτάει σκεφτικός από το παράθυρο στα μέσα του απογεύματος και είπα: «Τα μισά του χίλια  πεντακόσια σκέφτεσαι, Σταν;» κι αυτός είπε: «Είδα ένα όνειρο χτες τη νύχτα» και πριν προλάβει να μου πει το όνειρο, ήξερα τι ήταν. Θα του έλεγα, αλλά τον άφησα να μου πει κι εγώ άκουγα».
«Επρόκειτο για το ίδιο όνειρο;»
«Ναι. Είπα στον Σταν πως κι εγώ είδα το ίδιο όνειρο. Δε έδειξε να εκπλήσσεται. Αντιθέτως, χαλάρωσε. Κατόπιν αρχίσαμε να βαδίζουμε από γραφείο σε γραφείο, έτσι για την πλάκα μας. Δεν το σχεδιάσαμε. Δεν είπαμε: «Κάνουμε μια βολτούλα εδώ τριγύρω;» απλά συνεχίσαμε να περπατάμε μόνοι μας και παντού βλέπαμε ανθρώπους να κοιτάνε τα γραφεία τους ή τα χέρια τους ή από τα παράθυρα χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται τι βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους. Μίλησα σε μερικούς. Το ίδιο κι ο Σταν.
«Και όλοι τους είχαν δει όνειρο;»
«Όλοι τους. Το ίδιο και απαράλλακτο όνειρο».
«Εσύ πιστεύεις πως θα βγει αληθινό;»
«Ναι. Ποτέ δεν ήμουν βεβαιότερος».
«Και πότε θα τελειώσει; Δηλαδή, ο κόσμος».
«Κάποια στιγμή τη νύχτα για μας, και μετά καθώς η νύχτα θα κάνει τον γύρο του κόσμου, θα τελειώσουν κι εκείνα τα τμήματα που θα τα καλύψει. Το τέλος του κόσμου συνεπώς θα διαρκέσει είκοσι-τέσσερις ώρες».
Έμειναν καθισμένοι για λίγο χωρίς ν’ αγγίζουν τον καφέ τους. Κατόπιν σήκωσαν αργά τα φλιτζάνια τους κι άρχισαν να πίνουν, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον.
«Αξίζουμε κάτι τέτοιο;» ρώτησε η γυναίκα.
«Δεν έχει σχέση αν το αξίζουμε ή όχι. Απλά τα πράγματα δε λειτούργησαν όπως τα θέλαμε. Και παρατηρώ πως ούτε καν το συζήτησες. Γιατί άραγε;»
«Νομίζω πως έχω κάποιο λόγο», απάντησε αυτή.
«Μήπως τον ίδιο λόγο που έχουν όλοι στο γραφείο;»
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Σκόπευα να μην πω τίποτε. Συνέβη χθες τη νύχτα. Και οι γυναίκες στην πολυκατοικία το συζητούν, μόνο μεταξύ τους». Σήκωσε τη βραδινή εφημερίδα και του την έδειξε. «Στις ειδήσεις δεν υπάρχει τίποτε».
«Όχι, όλοι το ξέρουμε, γι’ αυτό προς τι ο λόγος;» Πήρε την εφημερίδα και κάθισε αναπαυτικότερα στην καρέκλα, κοιτώντας πρώτα τα κορίτσια και κατόπιν τη γυναίκα του.
«Φοβάσαι;»
«Όχι, ούτε καν για τα παιδιά. Πάντοτε πίστευα πως θα τρόμαζα μέχρι θανάτου, αλλά τώρα δε φοβάμαι πια».
«Πού είναι, λοιπόν, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που τόσο μιλούν γι’ αυτό οι επιστήμονες;»
«Δεν ξέρω. Δεν αναστατώνεσαι υπέρ το δέον όταν νιώθεις πως υπάρχει μια λογική στα πράγματα. Και αυτό που συμβαίνει είναι λογικό. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να συμβεί με τον τρόπο που ζούμε εκτός απ’ αυτό».
«Είμαστε άραγε κακοί παραπάνω απ’ ό, τι πρέπει;»
«Όχι, αλλά ούτε και εξαιρετικά καλοί. Υποθέτω πως αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν έχουμε ασχοληθεί με πολλά εκτός από τον εαυτό μας, ενώ ένα μεγάλο μέρος τον ανθρώπων έκανε πολλά απαίσια πράγματα».
Από το σαλόνι ακούστηκε το γέλιο των κοριτσιών καθώς κουνούσαν τα χέρια τους και γκρέμιζαν το σπιτάκι που έκτισαν με τους κύβους.
«Πάντοτε φανταζόμουν ότι ο κόσμος θα έβγαινε έξαλλος στους δρόμους σε μια τέτοια περίσταση».
«Δεν το νομίζω. Δε γίνεσαι έξαλλος για κάτι το πραγματικό».
«Ξέρεις; Δε θα μου λείψει τίποτε εκτός από σένα και τα κορίτσια. Ποτέ δε μ’ άρεσαν τα αστικά κέντρα, ούτε τα αυτοκίνητα, ούτε τα εργοστάσια, ούτε κι η δουλειά μου, παρά μόνο εσείς οι τρεις. Τίποτε δε θα μου λείψει εκτός από την οικογένειά μου και ίσως η αλλαγή του καιρού κι ένα ποτήρι δροσερό νερό όταν κάνει ζέστη, ή η πολυτέλεια του ύπνου. Απλά συνηθισμένα πράγματα, στ’ αλήθεια. Πώς καθόμαστε τώρα εδώ και μιλάμε έτσι αδιάφορα;»
«Επειδή δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε».
«Ακριβώς γι’ αυτό, φυσικά, γιατί αν είχαμε, θα το κάναμε. Υποθέτω πως είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου που ο καθένας πράγματι ξέρει αυτό που πρόκειται να κάνει κατά την τελευταία νύχτα».
«Αναρωτιέμαι τι θα κάνουν όλοι οι άλλοι απόψε τις επόμενες λίγες ώρες που τους απομένουν».
«Μπορεί να πάνε σινεμά ή θέατρο, ν’ ακούσουν ραδιόφωνο, να δουν τηλεόραση, να παίξουν χαρτιά, να βάλουν τα παιδιά τους για ύπνο και να πέσουν κι οι ίδιοι μετά, όπως πάντα».
«Κατά κάποιον τρόπο, να κάτι για το οποίο πρέπει να είμαστε περήφανοι – όπως πάντα».
«Δεν είμαστε όλοι κακοί».
Κάθισαν σιωπηλοί για λίγο και μετά σερβιρίστηκαν κι άλλον καφέ. «Γιατί να γίνει απόψε, άραγε;»
«Γιατί έτσι».
«Γιατί να μην έγινε κάποια νύχτα την τελευταία δεκαετία ή τον περασμένο αιώνα ή πριν από πέντε ή έξι αιώνες;»
«Ίσως γιατί όλο αυτό το διάστημα δεν ήταν ποτέ 30 Φεβρουαρίου του 1951, ποτέ πριν στην ιστορία, και τώρα ήρθε αυτή η ημερομηνία κι αυτό είναι όλο. Ίσως επειδή αυτή η ημερομηνία να σημαίνει περισσότερα απ’ ό, τι σήμαινε οποιαδήποτε άλλη πριν κι επειδή είναι η χρονιά που τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι παντού στον κόσμο και γι’ αυτό έρχεται το τέλος».
«Υπάρχουν πολεμικά αεροσκάφη σε πορεία κι από τις δυο μεριές του Ατλαντικού απόψε, τα οποία ποτέ δε θα ξαναδούν στεριά».
«Να ένας άλλος λόγος γιατί».
«Λοιπόν», είπε ο άντρας. «Τι θα κάνουμε; Να πλύνουμε τα πιάτα;»
Έπλυναν τα πιάτα προσεχτικά και τα τοποθέτησαν στη θέση τους με ιδιαίτερη τάξη. Στις οχτώ και μισή έβαλαν τα κορίτσια για ύπνο, τα καληνύχτισαν φιλώντας τα, άναψαν τα φωτάκια στα κομοδίνα τους και άφησαν μια χαραμάδα ανοιχτή την πόρτα.
«Αναρωτιέμαι», είπε ο άντρας βγαίνοντας, και ρίχνοντας μια ματιά πίσω του, στάθηκε όρθιος για λίγο με την πίπα στο στόμα του.
«Τι πράγμα;»
«Εάν πρέπει να κλείσουμε καλά την πόρτα ή να την αφήσουμε λίγο μισάνοιχτη για να τα ακούσουμε μήπως και μας φωνάξουν».
«Άραγε τα παιδιά το ξέρουν – τους ανέφερε κάποιος γι’ αυτό;»
«Όχι, φυσικά όχι. Θα μας ρωτούσαν σχετικά».
Μετά κάθισαν και διάβασαν τις εφημερίδες, κουβέντιασαν και άκουσαν λίγη μουσική στο ραδιόφωνο. Κατόπιν μαζεύτηκαν κοντά στο τζάκι και ρέμβαζαν κοιτάζοντας τα κάρβουνα στη χόβολη μέχρι που το ρολόι χτύπησε έντεκα και μισή. Ο νους τους πήγε σ’ όλους τους άλλους συνανθρώπους τους στον κόσμο οι οποίοι περνούσαν κι αυτοί το βράδυ τους ο καθένας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
«Λοιπόν», είπε ο άντρας τελικά. Φίλησε τη γυναίκα του παρατεταμένα.
«Τέλος πάντων, εμείς ήμασταν πολύ καλοί ο ένας για τον άλλο».
«Σου έρχεται να κλάψεις;» τη ρώτησε.
«Δε νομίζω».
Πέρασαν από δωμάτιο σε δωμάτιο στο σπίτι, έσβησαν τα φώτα, κλείδωσαν την πόρτα, μπήκαν στο υπνοδωμάτιό τους κι άρχισαν να ετοιμάζονται για ύπνο στο δροσερό σκοτάδι της νύχτας. Η γυναίκα αφαίρεσε το κουβερλί από το κρεβάτι, το δίπλωσε προσεκτικά τοποθετώντας το πάνω σε μια καρέκλα και τακτοποίησε τα σκεπάσματα. «Τα σεντόνια είναι δροσερά, καθαρά και ωραία», είπε.
«Κουράστηκα».
«Και οι δυο μας κουραστήκαμε».
Μπήκαν στο κρεβάτι και ξάπλωσαν.
«Περίμενε μια στιγμή», είπε η γυναίκα.
Ο άντρας την άκουσε να σηκώνεται και να πηγαίνει στο πίσω μέρος του σπιτιού, και μετά άκουσε το απαλό σύρσιμο μιας πόρτας που ανοιγόκλεινε. Χωρίς ν’ αργήσει επέστρεψε και ξάπλωσε. «Άφησα το νερό της κουζίνας ανοιχτό», είπε. «Έκλεισα τη βρύση».
Όλο αυτό ο άντρας το βρήκε κάπως αστείο κι άρχισε να γελάει.
Γελούσε κι η γυναίκα μαζί του γνωρίζοντας πως αυτό που έκανε ήταν πράγματι για γέλια. Σταμάτησαν να γελούν επιτέλους και έμειναν ξαπλωμένοι στο δροσερό νυχτερινό τους κρεβάτι, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σφικτά και τα κεφάλια τους ν’ ακουμπούν μεταξύ τους.
«Καληνύχτα», είπε ο άντρας μετά από λίγο.
«Καληνύχτα», απάντησε η γυναίκα προσθέτοντας τρυφερά «αγάπη μου…»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
*Ο Ρέι Μπράντμπερι ήταν ιδιαίτερα γνωστός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Για την επίδρασή του στη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα, αποκαλείτο «πατέρας» της επιστημονικής φαντασίας. Βικιπαίδεια
Γέννηση: 22 Αυγούστου 1920, Γουόκεγκαν, Ιλινόι, ΗΠΑ
Απεβίωσε: 5 Ιουνίου 2012, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, ΗΠΑ
Βιβλία: Φαρενάιτ 451
Υποψηφιότητες: Βραβείο Χιούγκο Καλύτερης δραματικής παρουσίασης, Περισσότερα
Βραβεία: Βραβείο Πούλιτζερ Ειδικής μνείας.

Bradbury, Ray, 1920-2012


National Book Award - Medal for Distinguished Contribution to American Letters [2000]
National Endowment for the Arts - National Medal of Arts [2004]


Ο Ρέι Μπράντμπερι (1920-2012) υπήρξε ένας εξαιρετικός αφηγητής, ένας "ποιητής του πιθανού" και ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνική καριέρα του καλύπτει έξι δεκαετίες, αφήνοντας ένα εντυπωσιακό έργο από μυθιστορήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα, σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και πολλές συλλογές διηγημάτων. Στα γνωστότερα έργα του συγκαταλέγονται τα "Φαρενάιτ 451", "Τα χρονικά του Άρη", "The October Country", "The Illustrated Man" ("Ο εικονογραφημένος άνθρωπος"), "Dandelion Wine" ("Κρασί από πικραλίδα"), "Something Wicked this Way Comes" ("Κάτι κολασμένο έρχεται προς τα δω"), κ.ά. Έγραψε θεατρικά έργα και σενάρια, μεταξύ των οποίων το σενάριο για την κινηματογραφική διασκευή του "Μόμπι Ντικ" με σκηνοθέτη τον John Huston. Διασκεύασε εξηνταπέντε ιστορίες του για την τηλεοπτική εκπομπή "The Ray Bradbury Theatre" και κέρδισε βραβείο Emmy για το σενάριο της τηλεοπτικής ταινίας "The Halloween". Το 2000 τιμήθηκε με μετάλλιο από το Εθνικό Ίδρυμα Βιβλίου της Αμερικής για την εξέχουσα συνεισφορά του στην αμερικανική λογοτεχνία. Στα πιο πρόσφατα βιβλία του ανήκουν το μυθιστόρημα "From the Dust Returned" (οι Los Angeles Times το ανακήρυξαν ένα από τα καλύτερα της χρονιάς), τα διηγήματα "Quicker than the Eye" ("Πέθανε ο σκύλος, κατά τ' άλλα όλα καλά", εκδ. "Άγρα", 2010), τα διηγήματα "The Cat' s Pajamas", και το "Bradbury Speaks", συλλογή δοκιμίων για το παρελθόν, το μέλλον και το ενδιάμεσο διάστημα. Πέθανε στο Λος Άντζελες σε ηλικία 91 ετών, στις 5 Ιουνίου 2012.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2012) Το δένδρο των Αγίων Πάντων, Μαγικό Κουτί & Fata Morgana
(2012) Φαρενάιτ 451, Άγρα
(2011) Στα χρόνια των πυραύλων, Συμπαντικές Διαδρομές
(2011) Τα χρονικά του Άρη, Άγρα
(2010) Πέθανε ο σκύλος, κατά τ' άλλα όλα καλά, Άγρα
(2010) Φαρενάιτ 451, Παρά Πέντε
(2010) Φαρενάιτ 451, Μεταίχμιο
(2005) Ιστορίες από την κρύπτη, Modern Times
(2004) Κάτι κολασμένο έρχεται προς τα δω, Αίολος
(2004) Κρασί από πικραλίδα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Φαρενάιτ 451, Παρά Πέντε
(1993) Ο θάνατος είναι μοναχική υπόθεση, Απόπειρα
(1992) Ο εικονογραφημένος άνθρωπος, Απόπειρα
(1992) Τα χρονικά του Άρη, Απόπειρα
(1968) Φαρενάιτ 451, Γρηγόρη
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2004) Αναζητώντας παράξενους θεούς, Locus 7 - Άλλωστε
(2001) Η πτώση του οίκου των Άσερ και παραλλαγές, Απόπειρα
(1998) Ιστορίες από την κρύπτη, Modern Times
(1998) Περιπετειώδεις ιστορίες, Τεκμήριο
(1993) Περί βιβλιοθηκών, Άγρα

****************************


The Last Night of the World
By Ray Bradbury


"What would you do if you knew this was the last night of the world?"
"What would I do; you mean, seriously?"
"Yes, seriously."
"I don't know — I hadn't thought." She turned the handle of the silver coffeepot toward him and placed the two cups in their saucers.
He poured some coffee. In the background, the two small girls were playing blocks on the parlor rug in the light of the green hurricane lamps. There was an easy, clean aroma of brewed coffee in the evening air.
"Well, better start thinking about it," he said.
"You don't mean it?" said his wife.
He nodded.
"A war?"
He shook his head.
"Not the hydrogen or atom bomb?"
"No."
"Or germ warfare?"
"None of those at all," he said, stirring his coffee slowly and staring into its black depths. "But just the closing of a book, let's say."
"I don't think I understand."
"No, nor do I really. It's just a feeling; sometimes it frightens me, sometimes I'm not frightened at all — but peaceful." He glanced in at the girls and their yellow hair shining in the bright lamplight, and lowered his voice. "I didn't say anything to you. It first happened about four nights ago."
"What?"
"A dream I had. I dreamt that it was all going to be over and a voice said it was; not any kind of voice I can remember, but a voice anyway, and it said things would stop here on Earth. I didn't think too much about it when I awoke the next morning, but then I went to work and the feeling as with me all day. I caught Stan Willis looking out the window in the middle of the afternoon and I said, 'Penny for your thoughts, Stan,' and he said, 'I had a dream last night,' and before he even told me the dream, I knew what it was. I could have told him, but he told me and I listened to him."
"It was the same dream?"
"Yes. I told Stan I had dreamed it, too. He didn't seem surprised. He relaxed, in fact. Then we started walking through offices, for the hell of it. It wasn't planned. We didn't say, let's walk around. We just walked on our own, and everywhere we saw people looking at their desks or their hands or out the windows and not seeing what was in front of their eyes. I talked to a few of them; so did Stan."
"And all of them had dreamed?"
"All of them. The same dream, with no difference."
"Do you believe in the dream?"
"Yes. I've never been more certain."
"And when will it stop? The world, I mean."
"Sometime during the night for us, and then, as the night goes on around the world, those advancing portions will go, too. It'll take twenty-four hours for it all to go."
They sat awhile not touching their coffee. Then they lifted it slowly and drank, looking at each other.
"Do we deserve this?" she said.
"It's not a matter of deserving; it's just that things didn't work out. I notice you didn't even argue about this. Why not?"
"I guess I have a reason," she said.
"The same reason everyone at the office had?"
She nodded. "I didn't want to say anything. It happened last night. And the women on the block are talking about it, just among themselves." She picked up the evening paper and held it toward him. "There's nothing in the news about it."
"No, everyone knows, so what's the need?" He took the paper and sat back in his chair, looking at the girls and then at her. "Are you afraid?"
"No. Not even for the children. I always thought I would be frightened to death, but I'm not."
"Where's that spirit of self-preservation the scientists talk about so much?"
"I don't know. You don't get too excited when you feel things are logical. This is logical. Nothing else but this could have happened from the way we've lived."
"We haven't been too bad, have we?"
"No, nor enormously good. I suppose that's the trouble. We haven't been very much of anything except us, while a big part of the world was busy being lots of quite awful things."
The girls were laughing in the parlor as they waved their hands and tumbled down their house of blocks.




"I always imagined people would be screaming in the streets at a time like this."
"I guess not. You don't scream about the real thing."
"Do you know? I won't miss anything but you and the girls. I never liked cities or autos or factories or my work or anything except you three. I won't miss a thing except my family and perhaps the change in the weather and a glass of cool water when the weather's hot, or the luxury of sleeping. Just little things, really. How can we sit here and talk this way?"
"Because there's nothing else to do."
"That's it, of course, for if there were, we'd be doing it. I suppose this is the first time in the history of the world that everyone has really known just what they were going to be doing during the last night."
"I wonder what everyone else will do now, this evening, for the next few hours."
"Go to a show, listen to the radio, watch the TV, play cards, put the children to bed, get to bed themselves, like always."
"In a way that's something to be proud of — like always."
"We're not all bad."
They sat a moment and then he poured more coffee. "Why do you suppose it's tonight?"
"Because."
"Why not some night in the past ten years of in the last century, or five centuries ago or ten?"
"Maybe it's because it was never February 30, 1951, ever before in history, and now it is and that's it, because this date means more than any other date ever meant and because it's the year when things are as they are all over the world and that's why it's the end."
"There are bombers on their course both ways across the ocean tonight that'll never see land again."
"That's part of the reason why."
"Well," he said. "What shall it be? Wash the dishes?"
They washed the dishes carefully and stacked them away with especial neatness. At eight-thirty the girls were put to bed and kissed good night and the little lights by their beds turned on and the door left a trifle open.
"I wonder," said the husband, coming out and looking back, standing there with his pipe for a moment."
"What?"
"If the door should be shut all the way or if it should be left just a little ajar so we can hear them if they call."
"I wonder if the children know — if anyone mentioned anything to them."
"No, of course not. They'd have asked us about it."
They sat and read the papers and talked and listened to some radio music and then sat together by the fireplace looking at the charcoal embers as the clock struck ten-thirty and eleven and eleven-thirty. They thought of all the other people in the world who had spent their evening, each in their own special way.
"Well," he said at last. He kissed his wife for a long time.
"We've been good for each other, anyway."
"Do you want to cry?" he asked.
"I don't think so."
They went through the house and turned out the lights and locked the doors, and went into the bedroom and stood in the night cool darkness undressing. She took the spread from the bed and folded it carefully over a chair, as always, and pushed back the covers. "The sheets are so cool and clean and nice," she said.
"I'm tired."
"We're both tired."
They got into bed and lay back.
"Wait a moment," she said.
He heard her get up and go out into the back of the house, and then he heard the soft shuffling of a swinging door. A moment later she was back. "I left the water running in the kitchen," she said. "I turned the faucet off."
Something about this was so funny that he had to laugh.
She laughed with him, knowing what it was that she had done that was so funny. They stopped laughing at last and lay in their cool night bed, their hands clasped, their heads together.
"Good night," he said, after a moment.
"Good night," she said, adding softly, "dear..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: