Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 05, 2016

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΛΙΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ Γκανάς Μιχάλης

 Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.




(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)

 _________________________
 ΜΕ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ

Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε στο 9ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στο 1ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, όπου τιμήθηκε με το δεύτερο βραβείο και το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας.
 Οι μεταπολεμικές περιπέτειες του τόπου θα αφήσουν βαθιά τα ίχνη τους στη ζωή και το έργο του ποιητή Μιχάλη Γκανά. Ηπειρώτης στην καταγωγή --από ένα χωριό στα σύνορα με την Αλβανία-- θα βρεθεί μικρό παιδάκι στο κέντρο των εμφύλιων συγκρούσεων, για να καταλήξει για έξι χρόνια στις "λαϊκές δημοκρατίες" της εποχής.Επιστρέφει για λίγο στο χωριό και μετά πάλι εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα, για σπουδές και βιοπορισμό.
Αργότερα, το 1978, αυτά τα δύο σημαδιακά «ταξίδια» θα αποτυπωθούν στην ποιητική συλλογή «Ακάθιστος δείπνος» και στο πεζό «Μητριά πατρίδα» που αποσπάσματά του προδημοσίευσε την ίδια χρονιά στην περιοδική έκδοση «Χρονικό».

.:BiblioNet : Γκανάς, Μιχάλης, 1944-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Θερίζει ο θάνατος τους Έλληνες συγγραφεις

  Ο θάνατος του συγγραφέα Μανώλης Πιμπλής efsyn.gr  4–5 λεπτά ...