Τρίτη, Μαΐου 31, 2016

Η Ελλάδα του Πρίμο , η κατάρρευση και τα μνημόνια

Γιατί ένας νεκροθάφτης να μη γίνει υπουργός Ανάπτυξης;


Γιώργος Σκαμπαρδώνης  
Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας, Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Δεν ξέρω τι περίμενα ανοίγοντας το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη με τον ωραίο τίτλο «Υπουργός Νύχτας» (εκδόσεις Πατάκη), ίσως κάτι πολιτικό, κάτι για τα σημερινά μας χάλια - έχει αρχίσει η κρίση να αφήνει, άλλοτε διακριτικά, άλλοτε χοντροκομμένα, το αποτύπωμά της και στη λογοτεχνία μας.
Γρήγορα, όμως, κατάλαβα ότι ο καλός Θεσσαλονικιός συγγραφέας έκανε αριστοτεχνικά ένα βήμα πίσω, στην «παλιά», λέμε τώρα, Ελλάδα. Τότε που καλοπερνάγαμε ανυποψίαστοι.
Οπως ο ήρωάς του, ο 54χρονος πρώην αρχιτέκτονας και νυν ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών Γιάννης Μπεχτσής ή Πρίμο, που μπορεί μέσα σε ένα βράδυ να βγάλει ή να χάσει μια περιουσία στο καζίνο. Τη διαδρομή αυτού του άρρωστου, αλλά και σχεδόν υπερφυσικά προικισμένου για τον τζόγο, άνδρα ακολουθούμε. Σαν να κοιτάμε ζαλισμένοι σε έναν μαγικό καθρέφτη, που όλο απλώνει και απλώνει.
Γιατί, ενώ ο «Υπουργός Νύχτας» σε προετοιμάζει για μια σπουδή πάνω στην τύχη και τα ανθρώπινα πάθη, μετατρέπεται με άνεση σε ένα γκροτέσκο ταξίδι στον υπόκοσμο, στην πορνεία, στα σκυλάδικα της Βόρειας Ελλάδας, στα υπουργικά γραφεία της Αθήνας. Το επιτρέπει η ψυχοσύνθεση του Πρίμο, που βλέπει τη ζωή σαν ένα συνεχές ρίσκο και ποντάρισμα.
• Η Ελλάδα του Πρίμο είναι η Ελλάδα που οδηγήθηκε στα μνημόνια και την κατάρρευση, δεν είναι αυτό που ζούμε σήμερα. Φαντάζομαι ότι οι αγρότες δεν μπορούν πια να ξεκοκαλίζουν επιδοτήσεις σε σκυλάδικα. Γιατί γράψατε, λοιπόν, αυτό το βιβλίο;
Το μυθιστόρημα εμπνέεται απ’ την αμέσως προ κρίσης ψευδή ευμάρεια. Η πρόθεσή μου, χοντρικά, ήταν η κοινωνικο-πολιτική μαύρη σάτιρα, όχι καταγγελτικά, αλλά μέσα απ’ τη συνένοχη αυτοσυνείδηση. Επίσης η σύνδεσή της με υπαρξιακά ζητήματα, όπως το τέλος και η τυχαιότητα, αλλά και με τη βαθύτερη ποίηση του αβάσταχτου.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Τα κατ’ επίφαση θέματα, η κοινωνία, η πολιτική, ο υπόκοσμος, το παρακράτος. είναι ζητήματα επικαιρικά και αιώνια. Αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν στο κείμενο και ενδοφλέβιες ροές, το σκοτάδι των ψυχών, η αντιφατικότητα, η αλληλοεπιχώρηση καλού και κακού σε όλη την κοινωνική κλίμακα.
Η αμφιρρέπεια των ηρώων. Τα θέματα, βέβαια, αυτά μετράνε ως κεντρικά στοιχεία της αφήγησης, αλλά πάντα και πιο πολύ μετράει το ύφος και η γλώσσα -οι ενδογενείς αξίες του κειμένου, αν υπάρχουν. Και είναι αυτές, όχι τόσο η θεματογραφία, που κάθε φορά μπορούν να αποπλανήσουν τον αναγνώστη, να τον οδηγήσουν μέσα από την απόλαυση σε μια βαθύτερη αυτο-κατανόηση.
• Ενας άνθρωπος με πάθος για τον τζόγο θα ήταν από μόνος του πλήρης μυθιστορηματικός ήρωας. Επιλέξατε, όμως, να απλώσετε τη ματιά σας, να μπλέξετε τον Πρίμο των καζίνων με τη μαφία και την πολιτική. Πόσο πιο εύκολο ή πιο δύσκολο ήταν αυτό τελικά για σας;
Ολα είναι δύσκολα στη λογοτεχνία και το ξέρετε. Αλλά βέβαια το ψάξιμο στον υπόκοσμο για τις συμπεριφορές, τα ιδιώματα, τη χρήση του λόγου, τους χαρακτήρες, τους κώδικες και τα κατορθώματα αυτών των ανθρώπων μερικές φορές αποδείχτηκε μια δουλειά επικίνδυνη.
Πρέπει να σε εμπιστευθούν, να γίνεις κατά κάποιον τρόπο και για λίγο σαν αυτούς, να συνυπάρξεις, να πιεις μαζί τους, να γλεντήσεις, να σε αποδεχτούν, για να αντλήσεις υλικό.
Πρόκειται για μια αθέατη πραγματικότητα, κλειστή, που ζει δίπλα μας, μαζί μας, νυχθημερόν, αλλά δυσκολευόμαστε να τη δούμε. Στην Αθήνα όχι τόσο όσο στην περιφέρεια. Εφαγα νύχτες και νύχτες τριγυρνώντας και ψάχνοντας, σαν το κοπρόσκυλο.
Αλλά ο συγγραφέας οφείλει να γίνει (και) κοπρόσκυλο αν θέλει να βρει το κόκαλο που αξίζει, ακριβώς επειδή είναι το χειρότερο, άρα το καλύτερο. Από εκεί και πέρα, ο υποτιθέμενος κανονικός κόσμος ήταν και είναι πιο οικείος σε μένα, άρα πιο εύκολο να κινήσω τους ήρωες σε πιο γνωστά εδάφη.
• Τα σκυλάδικα,οι πόρνες, οι κακοποιοί έχουν αποκτήσει πάμπολλες κλισέ λογοτεχνικές και κινηματογραφικές εικόνες. Πώς αντιμετωπίσατε το πρόβλημα του déjà vu; Σας παίδεψε καθόλου;
Γκανγκστερικές ταινίες γίνονται από το 1920, αυτό όμως δεν απέκλεισε το γεγονός της γέννησης του κινηματογραφικού Νονού, πριν από λίγα χρόνια, και αύριο άλλων εξαιρετικών φιλμ με ανάλογη θεματογραφία, την «Τετραλογία» του Τζέιμς Ελρόι, το νέο γαλλικό ή σουηδικό νουάρ μυθιστόρημα. Το déjà vu δεν είναι ποτέ το πρόβλημα (όλα τα θέματα γενικά έχουν θιγεί) αλλά ο χειρισμός του.
Η αισθητική, όπως είπα, είναι το ζητούμενο. Το πώς, όχι το τι. Και φυσικά με παίδεψε το ζήτημα. Πιο πολύ απ’ όλα. Τα πάντα έπρεπε να ξαναειπωθούν με νέο, προσωπικό τρόπο και να αγγιχτούν και παράπλευρα, άγνωστα νερά.
Το στοίχημα είναι κυρίως ο τόνος, η κύμανση, η μίξη τραγικού και κωμικού, η διαφορετική όραση, η γλώσσα, εκείνη η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη που κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις, αθέατη και μοιραία και τις κάνει, ή όχι, να φωσφορίζουν.
• Ο Πρίμο καταφέρνει και κρατάει μέσα στην ιλιγγιώδη πορεία του (ακόμα κι όταν συναινεί σε έγκλημα) μια περίεργη αθωότητα και γενναιοδωρία. Ποιο στοιχείο του σας γοήτεψε, σας τράβηξε να τον κάνετε λογοτεχνικό σας ήρωα;
Το στοιχείο του ριψοκίνδυνου μη ιδεολόγου. Η οξυδέρκειά του. Το γεγονός ότι ενώ είναι φορέας μιας μη ιδεολογικής απολυτότητας, αποδέχεται πολύ δημοκρατικά το ότι οι άλλοι τον απορρίπτουν. Το κατανοεί. Ξέρει ότι έχει λάθος και το ομολογεί.
Αποδέχεται το ότι άλλοι επέλεξαν έναν συμβατικό βίο. Αυτός όμως είναι απαρηγόρητος. Ξέρει πως δεν υπάρχει νόημα και το ότι ο κοινός άνθρωπος δεν θέλει να το δεχτεί για να μπορέσει να υπάρξει μέσα στη μικροϊδιοτέλεια. Νιώθει τη λογική κι ανθρώπινη αδυναμία ημών των άλλων, τις παραχωρήσεις και τις αυταπάτες μας. Αυτός δεν έχει οπισθοβουλία, παρά μόνο σε σχέση με το παίγνιο, υπάρχει για να παίζει.
Η απόγνωσή του είναι βαθύτερη, υπαρξιακή. Κινδυνεύει για να παίζει. Μια κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί έτσι, και το γνωρίζει. Κατανοεί την τρέλα και το οξύμωρο του πράγματος. Κι ότι κι αυτός υπάρχει ενόσω υπάρχει η ετερότητα του άλλου κόσμου. Από εκεί προκύπτει και ως φαινομενική αντίφαση η συγκατάβαση, ο ιπποτισμός και το χιούμορ του.
• Σας έλκουν οι περιθωριακές κοινότητες, η γλώσσα, η συμπεριφορά τους. Μετά τους τραμπούκους-παρακρατικούς που σκότωσαν τον Λαμπράκη («Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου»), βουτήξατε σε νεκροθάφτες, μαφιόζους, χαρτοπαίκτες. Τι κάνετε ως συγγραφέας για να νιώσετε ασφαλής με την ακρίβεια και τον ρεαλισμό των ηρώων σας; Να σας φανταστώ σε ρεπεράζ σε σκυλάδικα και καζίνα;
Ρεπεράζ παντού. Ρεπορτάζ παντού. Νομίζω πως τίποτε δεν πρέπει να μου είναι ξένο όταν γράφω. Πρέπει να αποβάλω κάθε προκατάληψη, να ξεκινήσω απ’ το όντως υπάρχον και τις εκδοχές του. Η γνωριμία μετριάζει την προκατάληψη.
Τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Οι άνθρωποι είναι πολλαπλοί, σκοτεινοί, απρόβλεπτοι και αλλοιούμενοι. Τίποτε δεν είναι μονοδιάστατο και σταθερό. Οι Ρώσοι έχουν ένα σοφό γνωμικό: «Ποτέ μην πεις ότι δεν θα ζητιανέψεις και δεν θα πας φυλακή». Δείτε πού ήμασταν και πού είμαστε τώρα. Πώς θα εξελιχθούμε αύριο; Οι νυν πρόσφυγες που πνίγονται, πριν από λίγο ήταν πιθανώς ευτυχισμένοι βασιλιάδες.
Συνεπώς και ο υπόκοσμος και ο ημίκοσμος και εμείς οι καθωσπρέπει, όλοι, είμαστε υποψήφιοι για οτιδήποτε. Δεν υπάρχει Interamerican ασφάλειας της καρδιάς. Κανείς δεν ξέρει το μέιλ του Θεού. Τα προσύμφωνα είναι έωλα. Η τέχνη, η λογοτεχνία που θέλει να εκφράσει τη βαθύτερη ανθρώπινη περιπέτεια, οφείλει να τρυπώνει παντού. Και στα σκυλάδικα και στα καζίνα και στις εκκλησίες με την ίδια ευλάβεια.
• Ο ήρωάς σας γίνεται από νεκροθάφτης υπουργός Ανάπτυξης. Εχει κάτι το γκροτέσκο αυτή η εξέλιξη. Ή μήπως όχι; Ζούμε σε μια χώρα που οι κολλητοί των πρωθυπουργών ή τα «κομματόσκυλα», που λέγαμε παλιά, μπορούν να αναρριχηθούν σε κυβερνήσεις ακόμα και της Αριστεράς;
Το γκροτέσκο εν Ελλάδι παραφυλάει σε κάθε βήμα. Οπως και το τραγικό. Ο άλλος έκανε υπουργό κάποιον επειδή πήγαιναν μαζί στο γυμναστήριο κι έκαναν κοιλιακούς. Ο έτερος προσέλαβε έναν σερβιτόρο για να του κάνει στρατηγικό σχεδιασμό, ενώ ο Μαδούρο ξεκίνησε ως οδηγός λεωφορείου. Αρα γιατί ένας νεκροθάφτης να μη γίνει υπουργός Ανάπτυξης;
• Ο πρωθυπουργός του βιβλίου, δεν ξέρω ακριβώς γιατί, μου θύμισε πολύ τον Κώστα Καραμανλή. Είχατε τέτοια πρόθεση;
Ο πρωθυπουργός του μυθιστορήματος είναι μια μίξη των τριών τελευταίων πρωθυπουργών. Δεξιός μεν, αλλά στην πράξη, ποιος απ’ τους τρεις δεν άσκησε και δεν ασκεί δεξιά πολιτική, παρά τις διαφορετικές ρητορικές;
• Ηδη το βιβλίο σας διαβάζεται ως πολιτική σάτιρα. Πού θα δίνατε εσείς το βάρος, στην «πολιτική» ή στη «σάτιρα»;
Είναι κοινωνικο-πολιτική σάτιρα, αλλά όχι μόνον, όπως είπα. Η στόχευση είναι βαθύτερη. Πίσω απ’ τον βασικό ήρωα ακούγεται ο Ηράκλειτος που λέει ότι «ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια», και ο Ξένος του Καμί.
Η απόγνωση του Πρίμο δεν είναι μόνο πολιτική, επικαιρική. Είναι οντολογική, διαχρονική, έχει ευρύτερες αναφορές. Και τελικά, ίσως τον αλλοιώνει και τον σώζει προσωρινά ο έρωτας, που είναι κάτι ατάσθαλο, ανεξέλεγκτο. Ξεφεύγει απ’ τη συνείδηση και τη Νόηση.
Ο Αλλος, η Γυναίκα, εισέρχεται μέσα του απ’ τις κερκόπορτες του σώματος και της καρδιάς. Διαπερνάει λάθρα την απολυτότητά του. Για πόσο; Κανείς δεν ξέρει.
• Να που ήθελα να σας ρωτήσω για τις γυναίκες του βιβλίου. Δεν θα μπορούσατε να είχατε ξεφύγει από τα στερεότυπα της πόρνης με καλή ψυχή και της άπιστης αστής που κυριαρχούν στη ζωή του Πρίμο;
Αν η γυναίκα του ήταν καλόκαρδη, πιστή αστή και η ερωμένη κακιά πόρνη πάλι θα ήταν κλισέ. Στις ελληνικές ταινίες του ’60 βλέπουμε πολλές υπηρέτριες. Αλλά και ο Ζενέ έχει γράψει τις «Δούλες».
Δεν είναι το ίδιο. Θέλω να πω ότι το κλισέ υπάρχει όταν περιορίζεται στην επίφαση κάποιων ρόλων και ξεπερνιέται απ’ τα βαθύτερα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρώων και τη συνάφειά τους με το όλο κείμενο.
Επειτα η ευκαιριακή πόρνη και ερωμένη του Πρίμο δεν είναι καλόκαρδη, αλλά μια σκληρή, πολύ όμορφη γυναίκα, με εξαιρετική, εμποδισμένη ερωτική ενσυναίσθηση και ευπάθεια και έχει μεγάλο τάλαντο στο τραγούδι.
Και δεν τη βάζω τυχαία να κατάγεται απ’ τον κάποτε ένδοξο Ελληνισμό της Οδησσού. Υπονοώ ότι ενσαρκώνει συμβολικά τον ξεπεσμό, την εκποίηση και την εξορία όλων εκείνων των Ελλήνων, που διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους πριν απ’ τους Σύρους και τους Ιρακινούς, μια και μιλώ στο βιβλίο για τον τραγέλαφο της μοίρας μας των τελευταίων χρόνων.

Βαριέμαι τις συνεδριάσεις πιο πολύ κι απ’ τις κακές ταινίες

• Ο ήρωάς σας ξεκίνησε από την άκρα Αριστερά. Εχετε μερικές πολύ ειρωνικές κρίσεις για τις αριστερές ουτοπίες και τους πιστούς τους. Και σε αντiθεση με πολλούς συναδέλφους σας, κρατήσατε αποστάσεις από τα κινήματα αξιοπρέπειας, σκισίματος των μνημονίων και σφυροκοπήματος της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης; Πώς κι έτσι;
Με απασχολεί πολύ και οδυνηρά η πολιτική. Αλλά ένιωσα και αποφάσισα νωρίς ότι με γοητεύουν πιο πολύ άλλα πράγματα. Εξάλλου, μελετώντας –για να γράψω– τους ανθρώπους βαθιά και καθημερινά, έγινα πολύ δύσπιστος, κάτι που με οδήγησε και σε κάποιου είδους αποστασιοποιημένη, ίσως κάπως ειρωνική όραση. Ξέρω ότι τη ζημιά την κάνει πάντα το «εγώ» και οι λέξεις. Εκεί παίζονται όλα κατά βάθος κι όχι στις ιδεολογίες.
Κι έπειτα ήμουν πάντα μοναχικός. Βαριέμαι τις συνεδριάσεις πιο πολύ κι απ’ τις κακές ταινίες. Και εμπλέκομαι στα δημόσια πράγματα με τον τρόπο που θεωρώ πιο πρόσφορο και πιθανώς πιο αποτελεσματικό.
Δεν είχα τάλαντο δρώντος πολιτικού, όπως ο κ. Κατρούγκαλος. Το παραδέχτηκα έγκαιρα και ησύχασα. Τώρα, βέβαια, αν μου προτείνουν να γίνω υπουργός Ανάπτυξης, επειδή ακριβώς δεν ξέρω από οικονομικά, ίσως να το σκεφτώ. Πώς έγινε ο κ. Τζαβάρας υπουργός Πολιτισμού χωρίς να ξέρει καν τον Θωμά Γκόρπα;

Το πάθος για την αφήγηση μόνο με Silver alert τελειώνει

• Εχετε κερδίσει αναγνώριση και επιτυχία τόσο με τη μικρή φόρμα όσο και με το μυθιστόρημα. Αναρωτιέμαι πού νιώθετε πιο άνετα. Επίσης, με τα χρόνια η αγωνία μπροστά στη λευκή σελίδα εξαφανίζεται ή αυξάνει;
Οταν τελειώνω ένα μυθιστόρημα, περνώ για κάποιους μήνες μια φάση νοσηλείας. Επανένταξης στον πραγματικό κόσμο. Μετά αρχίζει πάλι η απόγνωση. Τι θα γράψω; Θα μπορέσω να ξαναγράψω ποτέ; Η αγωνία αυξάνεται, ο χρόνος τελειώνει.
Κάθε μέρα, πια, παίρνει μια υπερούσια διάσταση. Πάντα έγραφα ένα μεγάλο μυθιστόρημα και ταυτόχρονα μικρά διηγήματα. Δεν ξέρω, κάθε είδος έχει τη δική του γοητεία. Σημασία έχει να ξυπνήσω υγιής αύριο, τουλάχιστον πνευματικά.
Εχω πιάσει τα εξήντα τρία, αλλά ακόμη το πάθος για την αφήγηση είναι ασίγαστο και δεν θα έχει παρά αναγκαστικό τέλος ή κανένα Silver alert. Εξαφάνιση ηλικιωμένου κ.λπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: