Σάββατο, Μαΐου 21, 2016

Η λογοτεχνία που έθρεψε την παιδική μας φαντασία





 Δημήτριος Καμπούρογλου




Ο ΛΟΥΜΠΑΡΔΙΑΡΗΣ


(Το Ελληνικό Διήγημα, από τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα,

Β΄ Γυμνασίου, 1957) 



Α .

Ο ήλιος γέρνει. Ο Γιουσοὺφ αγάς, άγριος αγάς, πίνει το σιρόπι του ξαπλωμένος επάνω σε μαλακό και παχύ τάπητα, σ’ ένα προσηλιακό μέρος, κάτω από τα Προπύλαια της Ακροπόλεως, της οποίας είναι ο κυρίαρχος Αγάς του κάστρου, σου λέει ο άλλος ! ... (as it were)

Δίπλα του ένα κομμάτι σπασμένης κολώνας. Κάποτε ανασηκώνεται ο Αγάς και ακουμπά σ’ αυτό επάνω τη μέση του να ξεμουδιάση. (stretch his benumbed legs) Φορεί κατακόκκινα. Πυκνός καπνός βγαίνει από το στόμα του, σωστή καμινάδα.

Καμμιά όμως ημέρα δεν ήταν ο Αγάς στις κακές του (bad mood), όπως σήμερα. Από το πρωί βρίζει και δέρνει. Άμα δεν έχει τι να χτυπήση χτυπά τα χέρια του, τα πόδια του. Όλα του φταίνε, και το χώμα που πατεί· τι χώμα ! Γυρεύει κάποιον να ξεσπάση (give vent to his fury) επάνω του και ο κάποιος αυτός στο τέλος βρέθηκε· ήταν ένας φτωχός ξωτάρης (newcomer), που η κακή του μοίρα (ill fate) τον έσπρωξε και πέρασε κάτω από το Κάστρο καβάλα στο μουλάρι του.

Χτύπησε τρεις φορές παλαμάκια και καμμιά δεκαριά Καστριώτες φρουροί πετάχτηκαν πίσω από τα χαλάσματα, σα να ξεφύτρωσαν από τη γη.

- Πιάστε αυτόν, που περνά από τη μύτη μας καβάλα ! Δέστε τον χειροπόδαρα, φέρτε τον επάνω και ρίχτε τον στη φυλακή· ύστερα βλέπομε. . .

Ο Αγάς τώρα περπατεί επάνω κάτω· συλλογίζεται, φαίνεται, ποιά τιμωρία του χρειάζεται. Έξαφνα στέκεται, σαν καρφωμένος, σηκώνει το κεφάλι του, τεντώνει τα χέρια του. Οι πυκνές τρίχες του προσώπου του, που το σκεπάζουν ολόκληρο, ανασηκώνονται σαν τόσες καρφοβελόνες... (bristle) Φταρνίζεται και βήχει μαζί· τρέμει ολόκληρος από το θυμό του.



- Μπρε σεις, κοιμάστε ; Δε βλέπετε πόσος κόσμος πάει τον ανήφορο; Γέροι, γριές, νέοι, νέες, ως και μωρά ακόμη ! Πού πάνε, μπρε σεις, αυτοί οι ραγιάδες ;





- Είμαστε νιοφερμένοι, Αγά μου. Πάω να ρωτήσω κανένα παλιό, αποκρίθηκε ο πιο κοντινός.

- Και εδώ είσαι ακόμη ; Να ! Και του έδωσε μια ο άγριος αγάς. Ρώτα καλύτερα το φυλακισμένο. Στη στιγμή να γυρίσης.





Σαν αστραπή πήγε και γύρισε.

- Αύριο, Αγά μου, έχει πανηγύρι ο Αϊ - Δημήτρης, αυτή η εκκλησίτσα, που φαίνεται εκεί κάτω, και οι άπιστοι πάνε στον εσπερινό.



- Πανηγύρι ρωμαίικο ! Μπρος στα μάτια μας ! Στο τιμημένο Κάστρο μας από κάτω ! Ο Αλλάχ να μας φυλάξη ! Και γιατί είμαι εγώ εδώ !Ξέρω τι τους χρειάζεται. Πρέπει να λείψη αυτή η ντροπή μια για πάντα...Τα μάτια του πετούν φλόγες, τα δόντια του τρίζουν (gnash). Σωστή πυρκαϊά η ψυχή του.

- Φέρτε μου εδώ σούρνοντας τον φυλακισμένο... Όχι, σταθήτε !...



Κάποια μεγάλη ιδέα κατέβασε ο Αγάς. Το πρόσωπό του γλυκαίνει τώρα, όσο μπορεί να γλυκάνη το θηρίο.

- Χα ! . . . Χα ! . . . Φέρτε τον εδώ το ραγιά, με καλό τρόπο. Αν τον πειράξη κανένας, φίδι που τον έφαγε.

Β .

Φέρνουν τον ξωτάρη μισοπεθαμένο από το φόβο του. Πέφτει στα πόδια του Αγά και ζητεί έλεος.

- Σήκω επάνω· μη φοβάσαι. Είχα σκοπό να σε κρεμάσω, μα μετάνιωσα. Τυχερός άνθρωπος είσαι. . . Πρόσεξε να κάνης, ό,τι θα σε προστάξω, γιατί αλλοιώς χάθηκες !

- Ό,τι προστάξης, Αγά μου ! Ό,τι προστάξης...

- Σουτ ! πολλά λες ! Μόνο αυτιά να έχης, στόμα να μην έχης. Καλό ήταν έτσι κοντά στο Κάστρο μας να μη βρίσκεται εκκλησία, μα μια φορά που βρέθηκε, πρέπει να μένη και να λειτουργιέται. Θα την έκαμαν οι καλοί μας παππούδες στους δικούς σας δώρο... Εγώ, η αλήθεια είναι, πως ορίζω το Κάστρο μου, λύκος που τον έφαγε, όποιος το στραβοκοιτάξη! Μα και αυτή η εκκλησούλα λογαριάζω, πως βρίσκεται στην εξουσία μου μέσα, αφού είναι κάτω από το στόμα των κανονιών μου.











Και ζάρωσε το πρόσωπό του με νόημα. Κακόμοιροι χριστιανοί !

- Ο Δεσπότης σας δεν ήρθε να με χαιρετήση· ας είναι. Το κατάλαβε φαίνεται, και αυτός, πως δεν ταχτοποιήθηκα ακόμη και δεν έχω όρεξι για λόγια με δίχως νόημα. Πήγαινε μ’ όλον τούτο - ο αφέντης δεν πρέπει να συνερίζεται τους δούλους του - και χαιρέτησέ τον από μέρος μου και πες του πως, αφού έτυχε και με έρριξε η κακή μου τύχη στον πετρότοπό του και γίνεται το πρώτο ρωμαίικο πανηγύρι, που βλέπω, εις τα μέρη της εξουσίας μου, έχω μεγάλη επιθυμία να γίνη, όπως πρέπει...

Ο Άγιός σας κάτι θα ‘ξιζε, για ν’ αγιάση. Θα τον τιμήσω λοιπόν! Πρέπει να γίνη μονοκκλησιά. Όλες οι άλλες εκκλησίες να μη λειτουργήσουν και να μαζευτούν όλες οι ενορίες με τους ιερείς των εδώ στον Αϊ - Δημήτρη. Πες και στους άρχοντες και στους προεστούς και σε κάθε νοικοκύρη, που θ’ απαντήσης, πες από μέρους μου, πως αυτό είναι η θέλησί μου. Όποιος δε θα ’ρθη εμένα θα προσβάλη˙ έλα τρέχα, φύγε από τα μάτια μου !...











Μα για στάσου ! Άκουσε. Αύριο πρωί, που θα ψάλλουν στην εκκλησία το τροπάρι του Αγίου σας, ν’ ανεβής σ’ ένα ψήλωμα, κοντά στην εκκλησία και να κουνήσης για σημάδι ένα κόκκινο πανί, για να βάλωμε φωτιά στην λουμπάρδα - το μεγάλο πυροβόλο - και στα άλλα κανόνια του Κάστρου, να τιμήσωμε τον - Άγιό σας. Ε, ας γίνη κι’ αυτό !... Φύγε τώρα ˙ σε βαρέθηκα. Τυχερός άνθρωπος είσαι...

Ο ραγιάς έκαμε μια μετάνοια (salaam) και άγγιξε η μύτη του στο χώμα. Ο Αγάς, χωρίς να τον κοιτάξη, γύρισε στους ανθρώπους του και είπε :

«Τι ωραίος που θα είναι ο τόπος αύριο το πρωί γύρο στον Αϊ Δημήτρη, γεμάτος κόσμο, που να μην πέφτη χάμω ούτε μήλο !...» Και κουνώντας το κεφάλι του κοίταζε το ραγιά, που έφευγε τρεχάτος.

- Τον παρασφίξατε (too hard on him) τον άνθρωπο αθεόφοβοι, και πηγαίνει τον κατήφορο σαν ξεβιδωμένος. Χα !... χα !... χα !... Ξεφώνησε τρεις φορές, χωρίς να γελάση το πρόσωπό του.







Γ .

Δεν είναι άλλος Θεός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης αυτού, ακούστηκε από το μιναρέ του Παρθενώνος η φωνή του μουεζίνη, που καλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν.

Σκοτείνιασε. Ο Αγάς πρόσταξε να φύγουν όλοι ˙ και όλοι έφυγαν. Δύο μονάχα έμειναν και κρυφομιλούν. Ο Αγάς και ο αρχιπυροβολητής Αχμέτ.

- Κοίταξε, Αχμέτ, να τα καταφέρης καλά ! Το στοιχειωμένο μαρμαρόσπιτό μου, και έδειχνε τα Προπύλαια, που η τύχη μ’ έρριξε και κάθομαι μέσα, έχει μπαρούτη, όση θέλεις βόμβες έχομε, άλλο τίποτα, λογιών – λογιών · δε χρειάζεται δα και μεγάλη φασαρία ! Το μόνο, που φοβούμαι, είναι ο καιρός, να μη μας τα χαλάση... Ύστερα από καλοκαιρινή λιακάδα, ο ουρανός έγινε πίσσα.







- Μη λες τον κακό λόγο, Αγά μου ! Όλα θα πάνε καλά· μη σε μέλη... Ο μουφτής τι γνώμη θα είχε τάχα ;



- Και ποιος τον ρωτά; Μου κάνει το μεγάλο. Αύριο βλέπομε τίνος το όνομα θα βουίξη στα εφτά βασίλεια. Θα ειπούμε, πως έγινε λάθος. Εγώ είπα για μπαρούτη μονάχα κατάλαβες ; Εγώ πάω τώρα να φάω και να πλαγιάσω, και πριν να χαράξη θα είμαι στο πόδι. Πέτρες, χώμα και άνθρωποι να γίνουν ένα... Ήσαν τα τελευταία λόγια, που είπε ο Γιουσοὺφ και έφυγε.









Ο Αχμέτ προσκαλεί τους πυροβολητές. Τα πυροβόλα των Προπυλαίων ετοιμάζονται  μεταφέρονται ακόμη και τα κανόνια των εορτών από το μέρος του Ερεχθείου. Στη μέση βάζουν την περίφημη λουμπάρδα για επίδειξι, όπως είπε ο φρούραρχος.





Γενική κίνησις στο Κάστρο και συζήτησις για την τιμή, που θα δώση ο Αγάς στους ραγιάδες. Οι περισσότεροι βρίσκουν σωστή την απόφασί του.

- Όσο πιο ευχαριστημένοι είναι οι ραγιάδες, τόσο πιο πολύ δουλεύουν, πρόσθεσε ο γέρο - μάγειρος του Αγά. Τα τουρκόπουλα είναι καταχαρούμενα. Ο ιμάμης όμως του Μεγάλου τζαμιού του Παρθενώνος και ένας επίσημος διαβατικός Δερβίσης έχουν άλλη γνώμη· αφού όμως δεν έχουν τη δύναμι να αντιπράξουν στη μεγάλη τιμή, φεύγουν μουρμουρίζοντας τη γνώμη τους.

Το μυστικό μόνον ο Αχμέτ το γνωρίζει.

Είναι νύχτα βαθειά. Όλοι κοιμούνται. Οι πυροβολητές έφυγαν και οι τελευταίοι. Νέκρα εις τον βράχον.

Σε λίγο μια σκιά ζυγώνει στα πυροβόλα. Πηγαινοέρχεται. Φέρνει σφαίρες, τις βάζει στα κανόνια και τις σπρώχνει με το γεμιστήρι με μεγάλη δύναμι και λίγον κρότο. Γεμίζει και τη λουμπάρδα με την πιο μεγάλη βόμβα και ξαπλώνεται στα μάρμαρα κουρασμένος.



Μια μεγάλη αστραπή φωτίζει τον κατάμαυρο ουρανό και φανερώνει την άγρια του Αχμέτ όψι, ενώ μακριά στα πρόσβορρα, επάνω απ’ το φρούριο του Θρασυβούλου, κεραυνός αυλακώνει το στερέωμα. Ο Αχμέτ φεύγει σε λίγο και αυτός. Η δουλειά του τελείωσε.

Είναι μεσάνυχτα. Ολίγη ώρα περνά και βροντές τραντάζουν το έδαφος. Έρχεται σαν ελαφρός πρόσκοπος ένα ψυχρό αεράκι. Και αρχίζουν ύστερα να πέφτουν χονδρές ψιχάλες. Κοντεύει να ξημερώση, αλλά το σκοτάδι είναι ακόμη βαθύ.

Δ .



Ο κακότυχος και απονήρευτος ξωτάρης έχοντας πάντα δίπλα του και έναν άνθρωπο του Κάστρου, αρματωμένο σαν αστακό, έκαμε, ό,τι του είπε ο Αγάς.

Ο φρόνιμος Μητροπολίτης όμως, ο Άνθιμος, αφού άκουσε και τη γνώμη των Δημογερόντων, ηύρε ένα μεσιανό δρόμο : Να μη γίνη δηλαδή μονοκκλησιά, αλλά να λειτουργήσουν μόνο όλοι οι Αϊ - Δημήτρηδες· ο Κατηφόρης, ο Νέος, το Παρεκκλήσι κ.α.

Θαμποφέγγει. Με όλη την κακοκαιρία κάμποσοι φαίνονται κατά τον ανήφορο, που πηγαίνουν να προσκυνήσουν. Αρχίζουν να κοκκινίζουν τα κόκκινα σκουφώματα των εργατικών και κάπου - κάπου και κανένα σκιάδι άρχοντα. Δεν είναι όμως οι πανηγυριώτες τόσοι, όσους τους ήθελε ο Γιουσοὺφ.

Η λειτουργία άρχισε η βροχή πέφτει με το ασκί.

- Μας τα χάλασε η βροχή ! ωρύεται ο Αγάς μέσα στο υπνοδωμάτιό του και στριφογυρίζει σα λιοντάρι στην καλύβα του.

Οι βροντές είναι αδιάκοπες τώρα. Ο Αγάς ετοιμάζεται να φύγη. Ρίχνει μια γούνα επάνω του, περνά βιαστικός από το άλλο δωμάτιο, που είναι μαζεμένη όλη του η οικογένεια, χωρίς να βγάλη λέξι, και ανεβαίνει σε ένα φεγγίτη, που βλέπει κατά τα πυροβόλα.

Το χαλάζι τον χτυπά στο πρόσωπο. Ο άνεμος τον εκνευρίζει. Είναι να σκάση.



- Την πάθαμε, Αγά ! Του φωνάζει από κάτω ο Αχμέτ. Ο καιρός θα σηκώση κι εμάς και τα κανόνια μας. Λίγοι ραγιάδες πέρασαν. Ο τόπος είναι έρημος. Μόλις πού και πού φαίνεται από κανένας. Να άλλοι δυο, τρεις ακόμη πηγαίνουν.

- Τι κάνει αυτός εκεί ;... Α, κουνάει ένα κόκκινο πανί !





- Αχ ! βογγά ο Αγάς. Ο παπάς βιάζεται ˙ θα ψάλλη τώρα το τροπάρι του Αγίου. Γι’ αυτό ο ξωτάρης κουνάει το κόκκινο πανί, καθώς τον πρόσταξα. Σε λίγο θα τελειώση η λειτουργία !... Γρήγορα, λοιπόν, Αχμέτ. Γύρισε όλα τα κανόνια κατά την εκκλησία επάνω και φωτιά ! Πέτρα στην πέτρα να μη μείνη ! Να μη φανή πια ούτε η θέσι, που ήταν η εκκλησία. Σε θέλω, Αχμέτ, σε θέλω!... Φωτιά!...



Σα δαιμονισμένος ο αρχιπυροβολητής τριγυρίζει τα πυροβόλα, τα κουνεί δεξιά, αριστερά, σκύβει σηκώνεται ξανασκύβει, ξανασηκώνεται, ως που τα βάζει στο σημάδι. Δυνατή βροχή έπιασε τώρα. Ο Αχμέτ ζυγώνει αναμμένο το αλειμματοκέρι πρώτα στην λουμπάρδα...

Την ίδια στιγμή όμως, επάνω από το κεφάλι του, χύνεται από τον ουρανό φωτιά. Κρότος φοβερός και ξερός, κρότος άγριος... Όλη η Ακρόπολις σείεται... Κεραυνός πέφτει στα Προπύλαια, επάνω στην πυριτιδαποθήκη. Καταστροφή και θάνατος!

Αν είναι ο Αχμέτ καλός σημαδευτής, είναι ο ουρανός καλύτερος. Η καταστροφή είναι φοβερή. Οι περιηγητές γράφουν γι’ αυτή με φρίκη και θαυμασμό !... Ήταν μια φορά κάποιος φρούραρχος Γιουσοὺφ. Είχε μάννα, είχε τέσσερες γυναίκες, είχε δυό γυιούς, είχε και μια κόρη ορφανή ˙ ούτε σημάδι δε βρέθηκε από όλους αυτούς.

Ήταν μια φορά ένας αρχιπυροβολητής Αχμέτ. Χάθηκε κι αυτός...

Τα πυροβόλα σκορπίστηκαν, η λουμπάρδα έγινε κομμάτια. Πέτρες και χώμα και άνθρωποι έγιναν ένα.

Η 26η Οκτωβρίου 1658 έμεινε πια ιστορική.

Οι Καστριώτες κατατρομαγμένοι μαζεύονται στον τόπο της καταστροφής. Οι χριστιανοί σταυροκοπούμενοι πετιούνται όλοι έξω από το εκκλησάκι τ’ Αϊ - Δημήτρη και μόνο ο παπάς μένει να τελειώση τη λειτουργία.

Η βροχή ύστερα από την καταστροφή έπαυσε. Ο ουρανός καθάρισε. Σαν να μην έγινε τίποτε ! Το θαύμα και ποιός δεν το έμαθε !

Ο Αϊ - Δημήτρης πήρε με το δίκιο του το παρανόμι, που του έπρεπε, και ίσαμε τώρα λέγεται Λουμπαρδιάρης - βομβαρδιστής.

Δυστυχισμένα Προπύλαια !...
 




Dimitrios Kambouloglou


THE BOMBARDIER SAINT


Translated and adapted by
 Vassilis C. Militsis



The story is about an occurrence in the Acropolis of Athens during the time of the Οttoman yoke. According to the tradition, the Ottoman official, Youssouf Agha, attempted to bombard the Church of Saint Demetrius, situated on a hill, a short distance from the Acropolis,  in order to destroy the church and kill the faithful who had gone to celebrate the Saint’s feast. But before the agha carried out his plan, a thunderbolt in a sudden rainstorm hit the cannons and caused a great explosion in the powder magazine on the Acropolis. In this way the chapel was saved.





A



The sun is about to set. Youssouf Agha, a savage ottoman official, sips his sherbet and sprawls idle on a soft, thick carpet, in a sunny place under the Propylaia of the Athens Acropolis, over which he is now, as it were, the castle overlord.

Close by, there is a fragment of a broken column. From time to time the agha sits up and leans on it stretching out his benumbed limbs. He is all dressed in blood-red. Thick smoke belches out of his mouth, a proper chimney, as he is enjoying his nargileh.

Never before has the agha been in a worse mood than he is today. Since morning he has been swearing and beating people. When there is no one around to beat, he is beating his arms and legs. He finds fault in everything; the ground he stands on, but that is not enough! He is looking around for someone to give vent his fury to, and at last he finds him: he is a poor newcomer, whom his ill fate impelled him to pass by under the castle riding his mule.

The agha clapped his hands three times and a dozen people of his garrison sprang out of the ruins as though they had suddenly sprouted out of the earth.

-          Seize that one who has the audacity to ride under our nose! Bind him hand and foot, bring him up and throw him into the dungeon. Then we shall see…

Now the agha is walking up and down; he seems to contemplate the sort of punishment to inflict upon his prisoner. All of a sudden, he stands still, as if riveted, looks up and stretches his arms. His lush beard, which covers his whole face, stands up bristling like a thick host of needles. He sneezes and coughs at the same time; he trembles all over in his ire.

-          Hey you, are you sleeping? Can’t you see that multitude climbing up the uphill? Old men and women, young men and maidens – even babes! Where on earth is this entire reaya rabble off to?

-          We are new here, my Agha.

-          I’ll go and ask some old timer,

added someone nearest to the agha.

-          And are you still here? It serves you right then!

And the savage agha clouted him one.

-          You’d better go ask that peasant prisoner and come back on the double.

He went and returned in a flash.

-          My Agha, tomorrow there is Saint Demetrius’ feast and that chapel you can see down there is celebrating, so the infidels are going to attend the vesper.

-          A Greek feast! Before our eyes! Just right under our honored castle! Allah forbid! After all, why am I here? I know what they deserve. We have to get rid of this indignity once and for all…

His eyes flash and his teeth gnash. His soul turns into a conflagration.

-          Drag the prisoner here… No, hold on!

A big idea flashed into the agha’s mind; his countenance softened now to the degree that a wild beast can soften.

-          Ha! Ha! … Bring that reaya here, gently. The bane on the one who dare mistreat him!

Β



They bring the peasant half dead with fear. He falls to the agha’s feet pleading for mercy.

-          Get up, don’t be afraid. I was going to have you hanged, but I changed my mind. You’re a lucky fellow. However, listen to what I’ll order you to do, or else you’ll perish!

-          At your orders, my Agha! At your orders…

-          Silence! You talk too much! Be all ears and no mouth. It would have been better a church not to be near our castle, but once it is here, it should remain and be officiated by a priest. It must have been built by our kind forefathers and presented to yours as a gift… As far as I’m concerned, it is true that I rule the castle and the devil take him whoever as he looks askance at it! And I reckon this little church, too, is under my authority as it is right in the muzzles of my cannons.

He knitted his brows meaningfully. ‘Poor Christians!’ he mused.

-          Your bishop has not come to pay his respects to me. Let it be. It seems he’s realized that I haven’t yet settled and I don’t feel like boring palavering. Anyway, the master should be condescending to his slaves, so go and pay my respects to him and tell him, since my ill fate has destined me to rule his rocky place and it is the first religious feast that occurs in my tenure, I greatly desire the feast to be carried out as it should…

Your saint must have deserved his sanctity, and so I will honor him, in my turn! There must be a joint service in honor to your Saint. The rest of the churches shall not say mass and priests of all parishes shall gather here for the service in honor to Saint Demetrius. Tell the notables and the elders of your community as well as every householder you’ll come across that this is my wish. Whoever won’t come, he will insult my lordship. Now run off and get out of my sight!

Just a moment! Listen. Tomorrow morning as the hymn to your Saint will be chanted, you’re to wave a red pennant so that we can fire our biggest cannon along with the other smaller ones of the castle in honor to your Saint. Eh, so be it done! Go now. I’ve had enough of you. You’re a lucky fellow…



The reaya salaamed to the ground till his nose touched the ground. Not sparing a glance at him, the agha turned to his men and remarked:

-          How beautiful this place will be around the chapel tomorrow morning! So crowded with people that not even a pin can fall on the ground!

Nodding his head he looked at the reaya hurrying off.

-          You’ve been sort too hard on the man, you ungodly curs; he’s rolling downhill disjointed, ha!ha!ha! He burst out in a mirthless laughter.

C

‘There is no god besides Allah and Muhammad is his prophet’ the muezzin’s voice was heard from the top of the Parthenon’s minaret summoning the faithful to prayer.

Dusk fell. The agha ordered all his men away. Only two remained and started talking sotto voce. Those two were the agha and Ahmet, his bombardier.

-          Look, Ahmet; make sure to make it smoothly! This marble house of mine – and showed the Propylaia – where I was destined to be the keeper, is supplied with such quantities of gunpowder, innumerable cannon balls of different size, you needn’t do much! All I’m afraid of is that the weather might spoil our plans … After this Indian summer, the sky has turned pitch black.

-          Do not make dark thoughts, my Agha! All will be well; don’t you  worry… what does the mufti think, though?

-          Who cares of what he thinks? He’s putting on airs. Tomorrow we’ll see whose name will be famous all over the seven kingdoms. We’ll put the whole affair down to a misunderstanding. What I’ve said was about gunpowder only, do you understand? Now I’m off to eat and then lie down. Let stones, earth and people turn into a shapeless mass…

Those were Yousouf’s last words before he left.

Ahmet calls his gunmen. The Propylaia cannons are getting ready. The men even carry the festive cannons from the part of Erechtheion. Right in the midst they place the big cannon – the so-called bombard – just for show, according to the allegations of the castle’s commander.



There is a big commotion in the castle and they are all talking about the honor rendered to the reaya by the agha. Most people judge his decision wise.

-          The more contented the reaya are, the harder they work, added the agha’s cook.

The Turkish kids are joyful. However, the imam of the Big Mosque of the Parthenon and an official errant dervish are of a different mind. But, as they can wield no power against this ‘great honor’, they depart whispering only their opinions.

Only Ahmet is privy to the secret.

It is deep night. Everyone is sleeping. The last gunmen have left. It is dead still on the cliff.

Shortly a silhouette is drawing close to the cannons. It comes and goes. It brings gunpowder, primes the cannons with it, and drives the balls into them with the rammer forcibly but noiselessly. It loads the bombard with the biggest ball and then lies down upon the marbles exhausted.

A large flash of lightning is rending the pitch-black sky revealing Ahmet’s brutal  visage while far in the north over Thrasyboulus’ fort a thunderbolt furrows the firmament. After a while, Ahmet is also leaving. His job is finished.



It is midnight. Once in a while peals of thunder jolt the ground. A chilly gust of wind is blowing as a presage of a rainstorm. After a while, thick raindrops begin to fall. It is almost dawn but the dark is still deep.



D



The ill-fated and guileless stranger, accompanied by a full armed castle guard, did what was told by the agha.

However, Anthimos, the wise Bishop, conferred with the elders and found a golden mean recourse: thus it was decided not to celebrate jointly at one church, but to hold services in all the churches dedicated to Saint Demetrius.



The twilight of dawn is breaking. Despite the bad weather some people appear going uphill to worship their Saint. Gradually the caps of working people begin to flash red and once in a while a notable’s hat is seen. However, the number of the faithful is not up to Youssouf’s expectations.

The mass has started under a torrential rain.

-          The rain has thwarted us!

The agha rages in his bedroom and whirls around like a lion in his lair.

The peals of thunder are ceaseless now. The agha is about to leave his quarters. He tosses a fur cape on his back, goes in haste through the room where his family is gathered and without uttering a word climbs up to an embrasure with a view of the cannons.

Hailstones hit his face and the wind gets on his nerves. He is about to burst out in fury.

-          We’re beaten, my Agha! This foul weather will blow us away along with the cannons. Few reaya have gone by. The place is almost deserted. You can hardly see anyone. There, I can some threesome going uphill,

Ahmet is yelling from downstairs.

-          What’s it that man’s doing over there? … Ah, he’s waving a red piece of cloth!

The agha is moaning.

-          Ah! The priest is in a hurry. He must be chanting the Saint’s hymn. That’s why the peasant is waving the red cloth as I ordered him to! So, be quick, Ahmet. Turn all the cannons to the church and fire! Let not a stone remain. Erase even the site where the church now stands. That’s a good boy, Ahmet! Fire!

Like a fiend, the chief bombardier turns the cannons around, moves them left and right, stoops down, stands up, stoops down again and aligns them to target. The rain now has grown stronger. Ahmet approaches with a lit stick of spermaceti to ignite the bombard first.

However, at that moment, above his head the sky belches fire. A terrible clap, a furious, deafening din is heard. The entire Acropolis is shaken to its very foundations. A thunderbolt hits the Propylaia, right on the powder magazine. Destruction and Death!

A good marksman as Ahmet is, the sky is a better one. The destruction is horrendous. Various travellers write about it with fright and awe! Once upon a time there was a castellan named Youssouf. He had a mother, four wives, two sons and an adopted orphan daughter; no trace of them was found.

Once upon a time there was a chief bombardier. He also perished.

The cannons were scattered and the bombard was blown to smithereens. Stones, soil and men became one mass.

The 26th of October 1658 has become a historic day.



The castle people gather around the place of ruin. The Christians dash out of Saint Demetrius’ church crossing themselves and only the priest is left to finish the mass.



After this devastation the rain stopped. The sky cleared as though nothing had happened! What a miracle and who has not known of it!

Therefore, Saint Demetrius has rightly obtained the proper nickname – the bombardier.

Poor Propylaia!



The author

Born: 14th October 1852 in Athens

Died: 21st February 1942.

He was a Greek poet and writer. He was also a member and chairman of the Athens Academy





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...