Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2016

Βιβλία στο προσκέφαλο
Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 

Ανδρέας Φλουράκης
Παραγωγικός θεατρικός συγγραφέας με πολύτροπο έργο που αντανακλά τόσο την αγωνία του σύγχρονου υποκειμένου όσο και τη δραματουργική ανανέωση. Κείμενά του έχουν ανέβει σε διάφορες θεατρικές σκηνές, εντός και εκτός Ελλάδας.
Αυτή την περίοδο παίζεται στο θέατρο «Μπιπ» το έργο του «Κίρκη», ενώ τον προσεχή Ιούνιο θα ανέβει στο Royal Court Theatre του Λονδίνου το νέο έργο του «Τα πράγματα που παίρνεις μαζί». Εδώ ο Φλουράκης (έχει εκδώσει επίσης πρόζα και ποίηση) φυλλομετρά τις αναγνωστικές του εμμονές, τάσεις και περιέργειες.
 ❖❖❖❖❖
Ανακάλυψα τη χαρά του διαβάσματος τελειώνοντας το Λύκειο, οπότε και διάβαζα λίγο-πολύ ό,τι μπορούσε να διαβαστεί. Την ίδια εποχή, τέλη δεκαετίας ογδόντα, παρακολούθησα μαθήματα υποκριτικής και έπαιξα για μία και μοναδική φορά - και μάλιστα σε έργο μπουφόνων. Η εμπειρία αυτή πυροδότησε και την αγάπη μου για το θεατρικό βιβλίο.
Το «Νεκροταφείο Αυτοκινήτων» το διάβαζα συνέχεια εκείνη την εποχή.
Ο Αραμπάλ, που τον θεωρώ φίλο μου, εισήγαγε στο θέατρο την τελετουργία με μεγάλη εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη ψυχή, κι αυτό δεν το έκανε με τρόπο σχιζοφρενικό, αλλά με μια άγρια χαρά, στοχεύοντας κριτικά και υπονομευτικά στους μικροαστισμούς της καθεστηκυίας τάξης και στο θεσμικό κατεστημένο του καθολικισμού.
Συγχρόνως ήρθε και ο Μπέκετ που, χρησιμοποιώντας το παράδοξο και το χιούμορ, μιλάει για τα πιο δραματικά ζητήματα της ανθρώπινης ψυχής. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι για μένα μια συγκλονιστική φάρσα για το τέλος της πίστης μας στον Θεό, μαζί με την οποία λήγουν όλα όσα στηρίζουμε στην πίστη αυτή.
Εκείνη την εποχή διάβαζα και ξαναδιάβαζα το αριστουργηματικό «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ και τον Πίντερ, που εγκαθιδρύει σε όλο της το μεγαλείο τη γλωσσική πράξη στο θέατρο. Οι «Παλιοί καιροί» δεν είναι σε καμία περίπτωση το καλύτερο έργο του, άλλα ήταν βιβλίο που με είχε γοητεύσει.
Με τη Σάρα Κέιν, την οποία άρχισα να διαβάσω πριν από τον θάνατό της, ξανασυνδέθηκα φέτος με το «Crave» που παίζεται αυτήν την εποχή στο «Μπιπ», σε σκηνοθεσία της Μαρίας Ξανθοπουλίδου, αλλά το αγαπημένο μου έργο της ήταν το πρώτο της, το «Blasted». Η Κέιν γράφει από θέση και κατάσταση που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε, δημιουργώντας έτσι έργα μοναδικά.
Ενας θεατρικός συγγραφέας, που δεν ήταν αρκετά γνωστός εκείνη την εποχή στην Ελλάδα και που είχα την τύχη να τον έχω λίγα χρόνια μετά δάσκαλό μου στο Royal Court, ήταν ο Μάρτιν Κριμπ. Κυρίως με το «Attempts on Her Life» κι έπειτα, ο Κριμπ εισάγει μέσω της γλώσσας νέα πεδία στο θέατρο.
Τα παραπάνω βιβλία συνυπήρχαν και συχνά αντιπαραβάλλονταν με αντίστοιχα ελληνικά, όπως η «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη, «το Τάβλι» του Κεχαΐδη, ο «Ηχος του όπλου» της Αναγνωστάκη ή το «Προς Ελευσίνα» του Μάτεσι.
Από τα μυθιστορήματα, ένα βιβλίο που πάντα θεωρούσα πως είναι παραγνωρισμένο στη χώρα μας είναι το «Λευκό Ξενοδοχείο» του Κορνουαλού Ντ. Μ. Τόμας, ένα μυθιστόρημα όπου η ψυχανάλυση μπερδεύεται με την ιστορία και η αλληλογραφία με την ποίηση.
Πρωταγωνίστρια είναι η Λίζα Ερντμαν, μια τραγουδίστρια της όπερας, που ο Φρόιντ τη βοηθάει να ξεπεράσει την υστερία της και να συνεχίσει τη μουσική της σταδιοδρομία. Ευτυχισμένη επιστρέφει στην πατρίδα της, δυστυχώς λίγο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος.
Θυμάμαι ακόμα να κρατάω σημειώσεις από τον «Πνιγμένο κόσμο» και την «Εκθεση ωμοτήτων» του Μπάλαρντ, ενός από τους πιο συναρπαστικούς δημιουργούς μυθιστορηματικών κόσμων. Επηρεασμένος μάλιστα από τα σκοτεινά τεχνητά τοπία και τη δυστοπική νεωτερικότητα, έγραψα ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα, τους «Αμπαντέρος».
Από ένα μαγαζί με στοκ βιβλία στη Σόλωνος είχα αγοράσει «Τα όργια και εμπόδια» του Αντρέα Παγουλάτου, ένα βιβλίο που συνδυάζει ποιητικά τις εξαγγελίες του Μάη του ’68 για σύνδεση του έρωτα και της ποίησης με την επανάσταση. Λίγα χρόνια μετά, γνώρισα τον Αντρέα, που με «μύησε» στον γλωσσοκεντρισμό και στην ποίηση του Νάνου Βαλαωρίτη, και μείναμε φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του.
Αγαπώ ιδιαίτερα την ελληνική ποίηση και πιστεύω πως έχουμε και πολύ καλές ποιήτριες. Η Τζένη Μαστοράκη είναι μια αυθεντική φωνή, στις «Ιστορίες για τα Βαθιά» έχει αφομοιώσει ποιητικά, μαζί με τον δυτικό μοντερνισμό, ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης δημιουργώντας το δικό της ιδιότυπο ύφος που βρίσκεται βαθιά σε ένα ελληνικό ποιητικό ασυνείδητο.
Ακόμη, με συγκινούσε η «Γραφή 3» της Μαντώ Αραβαντινού, όπου ο μοντερνισμός συνδέεται με την ποίηση της γλώσσας σε ένα εντελώς ιδιότυπο σύνολο εικόνων και βιωμάτων. Και η Ελένη Βακαλό, με το «Δάσος», που έχει οδηγήσει, πιστεύω, την ελληνική γραφή στην αυθεντικότερη και πιο εκφραστική της αφαίρεση.
Οι παράλληλες αναγνώσεις μου αμερικανικής ποίησης καθορίστηκαν από τη Στάιν, που με «Τα τρυφερά κουμπιά», ένα λαβυρινθώδες έργο, που μετέγραψε στα ελληνικά η Ελισάβετ Αρσενίου, γράφει όπως ζωγραφίζει ο Πικάσο. Σπάνια μεταφράζω, αλλά τιμητικά είχα μεταφράσει μερικά ποιήματα του σπουδαίου ακτιβιστή ποιητή Λόρενς Φερλινγκέτι και είχα την τύχη να τα διαβάσω παρουσία του στην Ελληνοαμερικανική Ενωση.
Το πρώτο του βιβλίο που βρήκα μεταχειρισμένο εκείνα τα χρόνια στο Μοναστηράκι ήταν το «Starting from San Francisco». Ο Φερλινγκέτι, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλιφορνέζικου Μπιτ, ήταν και παραμένει ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές, κυρίως γιατί γράφει με τόνο ευρηματικά προφητικό για τις μικρές αποκαλύψεις της ζωής.
Από το 2000 και μετά, τα διαβάσματά μου πήραν άλλες κατευθύνσεις, ήταν η εποχή που ξεκινούσε η ενεργή εμπλοκή μου με τη θεατρική γραφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΜΙΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ :Ain't Got No, I Got Life/Δεν έχω… Έχω τη ζωή - Nina Simone , live in London, 1968

Ain't Got No, I Got Life   I ain't got no home, ain't got no shoes Ain't got no money, ain't got no class Ain't got ...