Τρίτη, Μαΐου 13, 2014

Η Ελλάδα του παιδεμού και ο παιδεμός του τραγουδιού



Οι... μαξιλάρες στην κυρία από μένα

ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ ,
     «Η Καθημερινή», 11/5/2014 

 Πώς αντιδρά ένας τραγουδιστής όταν, τη στιγμή που τραγουδάει, οι θαμώνες τού πετούν στο πάλκο μαξιλάρες, καρέκλες, ακόμη και σαμπανιέρες, σχηματίζοντας μαζί με τα λουλούδια σωρούς σκουπιδιών; Κάθε δεκαετία, ένα μέρος του κοινού ανακαλύπτει νέους τρόπους να επιδεικνύεται γύρω από το πάλκο, πρώτο τραπέζι πίστα.
·         
Πώς αντιδρά ένας τραγουδιστής όταν, τη στιγμή που τραγουδάει, οι θαμώνες τού πετούν στο πάλκο μαξιλάρες, καρέκλες, ακόμη και σαμπανιέρες, σχηματίζοντας μαζί με τα λουλούδια σωρούς σκουπιδιών; Κάθε δεκαετία, ένα μέρος του κοινού ανακαλύπτει νέους τρόπους να επιδεικνύεται γύρω από το πάλκο, πρώτο τραπέζι πίστα.

Ο Παντελής Παντελίδης αποφάσισε ότι είναι καλύτερο να δείξει περισσότερο κολακευμένος, παρά αμήχανος: «Ευχαριστώ πολύ για όλα!» λέει προς το κοινό γύρω του, μια βραδιά ενθουσιώδους καταστροφής τον περασμένο Μάρτιο, στο βίντεο που μπορεί ο καθένας να δει στο Διαδίκτυο. Βλέπετε, χάρη στη μανία πολλών κυρίως να καταγράφουν ό,τι ζουν, αντί να το ζουν, οι νέοι τρόποι του επιδεικτικού ξεφαντώματος των κέντρων απαθανατίζονται και διαδίδονται μέσω Διαδικτύου.

Κινητά παλιά δεν υπήρχαν, επίδειξη όμως, πάντα. Και οι πιστοί του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού γνωρίζουν ότι δεν πρέπει να συγχέεται με τη διασκέδαση. Ολα είχαν την ώρα τους: Οι ταβέρνες όπου έπαιζαν οι λαϊκοί αριστοτέχνες έγιναν «κοσμικά κέντρα» την εποχή του αρχοντορεμπέτικου. Έγιναν ύστερα «μαγαζιά» για το σκυλάδικο και «πίστες» στην επικράτεια της λαϊκοπόπ. Το ζεϊμπέκικο του μερακλή αποσύρθηκε σιωπηλά, καθώς οι κάμερες των πρωινάδικων στράφηκαν στο τσιφτετέλι του μοντέλου. Και οι πτυχές κάθε ψυχισμού αποσιωπήθηκαν μπρος στο μονοκρατορία του εγωισμού.



Πολλά χρόνια πριν από την Ελλάδα της κρίσης, στη χώρα της σοσιαλιστικής ευημερίας του ’80, που οδηγούσε τα βόρεια προάστια στα νότια, τάχα για να κάνουν χαβαλέ, αλλά στην πραγματικότητα για να επιδειχθούν, πρώτος διδάξας υπήρξε ο δαιμόνιος Λευτέρης Πανταζής. Σίγουρα δεν έμοιαζε στο είδωλό του, τον «πρίγκιπα Τόλη» (Βοσκόπουλο), ο οποίος όταν τραγουδούσε στη μεταπολίτευση έλιωνε με την «Αγωνία» και το αίσθημά του τους ανερχόμενους νεόπλουτους της εποχής. Είχε όμως άλλες ικανότητες. Το πρώην «λουστράκι», ή Πόντιος όπως τον φώναζαν, εξελίχθηκε σε ικανό επιχειρηματία. Με έσοδα από την γκαρνταρόμπα των κέντρων και βέβαια από τα λουλούδια, καλλιεργούσε τη δική του συναλλαγή, καλώντας χωρίς ταξική διαφορά: «Όλα τα μωρά στην πίστα».

Την ίδια εποχή τα ρεπορτάζ οργίαζαν για τα ρημαγμένα νεκροταφεία και τα γαρίφαλα από τα μαδημένα στεφάνια που νότιζαν τα ιδρωμένα βράδια, τραγουδιστές και κοινό. Μια μεγάλη βιομηχανία είχε αρχίσει, ενώ σε κάποια κέντρα της οδού Αχαρνών, της Πέτρου Ράλλη και της Εθνικής Οδού, η καταξίωση υπολογιζόταν ακόμη με το τελετουργικό άνοιγμα της σαμπάνιας.



Μια βραδιά στη Ρίτα



Οι πιο μερακλήδες επιδίδονταν και σε πιο ευφάνταστα κόλπα. Το άδειασμα μιας φιάλης ουίσκι σε κύκλο και το άναμμα φωτιάς, όπως είχα δει στην παρακμή της Ρίτας Σακελλαρίου, έμοιαζε με δικαίωση του καλλιτέχνη στη Νίκαια, την ώρα που στη Συγγρού πετούσαν λούτρινα αρκουδάκια ή άνοιγαν νερωμένες σαμπάνιες Cair. Στο μεταξύ, η παλιά φρουρά των λαϊκών δημιουργών που έζησε τις μικρομεσαίες κοσμικές ταβέρνες του ’50 και ’60, όπου διασκέδασε η μεταπολεμική Ελλάδα, παρακολουθούσε με αμηχανία τις αρένες του νεοπλουτισμού.

Κάθε δεκαετία ήταν σαν να επιδίωκε τη δική της υπερβολή, το δικό της χάζι. Στις αρχές του ’90 ο Γιάννης Βασιλείου έκανε την Αθήνα να μιλάει για τις καλτ εμφανίσεις του, που συνδύαζαν το σκληρό λαϊκό με τον δυναμισμό του Τζέιμς Μπράουν – ας όψονται τα διδάγματα που είχε πάρει ο τραγουδιστής από αμερικανικά θεάματα. Η γενιά του λαϊφστάιλ που ανέβαινε διψώντας για μεγαλύτερες ακρότητες στη διασκέδαση έτρεχε στην Αχαρνών να ακούσει το «Καμπριολέ» σε ένα χώρο που θύμιζε συνεργείο.

Γιατί, βλέπετε, κάθε εποχή η επίδειξη οφείλει να είναι εντονότερη από την προηγούμενη. Για ένα μέρος της κοινωνίας, μαγκιά δεν είναι μόνο η γρήγορη ανέλιξη. Είναι και η επίδειξή της πέρα από κάθε κανόνα. Αυτό ακριβώς την επιβεβαιώνει. Οι χάντρες, που παλιά πετούσε το κοινό, όπως μου αφηγούνταν κάποτε ο Γιώργος Μαρίνος για τα χρόνια του ’60, μοιάζουν πλέον τόσο αθώες – ακόμη και αν κάποτε ήταν μαργαριτάρια. Ο Γιώργος Ζαμπέτας διηγείται έξοχα ένα περιστατικό στην κόρη του Κατερίνα στο βιβλίο της: «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» (εκδόσεις Άγκυρα) σκιαγραφώντας τους επιδειξιομανείς θαμώνες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τζώνη «ο λεσχιάρχης». «Με το που έμπαινε στο μαγαζί, ήθελε υποδοχή με ξεφωνητό και ζεϊμπέκικο. Αυτός συνήθιζε να πετάει μαργαριτάρια στις τραγουδίστριες για να κάνει επίδειξη. Επειδή όμως δεν ήταν πραγματικά γαλαντόμος να χαρίζει μαργαριτάρια, πλήρωνε τα γκαρσόνια να τα μαζεύουν διακριτικά και να του τα… επιστρέφουν». Έτσι ο Ζαμπέτας έγραψε το τραγούδι «Ο Τζώνης ο φιγουρατζής», αφού του σκάρωσε πρώτα μια έκπληξη. «Μεγάλε, απόψε ό,τι έριξες, θα μείνει στην ορχήστρα και στην τραγουδίστρια».

Οι εξομολογήσεις του Κώστα Γανωτή στο βιβλίο του «Περιμένοντας τον Λάκη Ρα» (εκδ. του Εικοστού Πρώτου), για τη διαδρομή του στο τραγούδι από τα πατάρια του Βόλου και τα «σκυλάδικα» της επαρχίας μέχρι τις παραστάσεις του Ανδρέα Βουτσινά στην Αθήνα, τα «λεζαντιάρικα μπροστινά τραπέζια», τις γυναίκες «παγώνια», αλλά και τη συμπεριφορά του κοινού, είναι από τις πιο ειλικρινείς και αποκαλυπτικές σχετικές περιγραφές. Και επιβεβαιώνουν όσα κατέγραψε ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία του «Όλα είναι δρόμος», με τον υπέροχο Γιώργο Αρμένη να σπάει ένα ολόκληρο κέντρο: πιάτα, ποτήρια, πλακάκια, λεκάνες της τουαλέτας, κουφώματα, προσπαθώντας να ξεχάσει την απόρριψη της γυναίκας του. Και με το φως της αυγής, ενώ οι μπουζουξήδες παίζουν στην ύπαιθρο για χάρη του, εκείνος χορεύοντας να παρακολουθεί το γκρέμισμα του σκυλάδικου «Βιετνάμ», που αγόρασε στο μεταξύ για να το κατεδαφίσει.



«Καλώς τον κουμπάρο»



Στον θεσσαλικό κάμπο έχουν να διηγηθούν παρόμοιες ιστορίες. Τώρα πια, όμως, ο διάλογος με τα πρώτα τραπέζια απαιτεί μυκονιάτικο αέρα. Οι χαιρετισμοί «καλώς τον κουμπάρο» ή «θα πάμε στο νησί;» που εκτόξευε με οικειότητα ο Αντώνης Ρέμος ήταν η μεγαλύτερη επιβεβαίωση για όσους είχαν χρυσοπληρώσει για να καθίσουν μπροστά του. Τον οδήγησαν όμως και εύκολα στην γκάφα του περυσινού καλοκαιριού. «Αυτό θα δει ο Σόιμπλε και θα περπατήσει...» έλεγε διά μικροφώνου στην Ψαρού το 2013 μπρος στους θαμώνες που ξέδιναν με ακριβές σαμπάνιες. Ήταν ο ίδιος που τραγουδούσε «κομμένα πια τα δανεικά, αν θες να ζήσεις ζήσε αληθινά» στην αρχή της κρίσης.

Πολλοί βαυκαλίζονται ότι το λαϊφστάιλ εξαφανίστηκε με την οικονομική κρίση, όμως οι εικόνες στο Facebook και το YouTube αποδεικνύουν ότι ακόμη καλά κρατεί. Το παραζαλισμένο ξεφάντωμα ανάμεσα σε χιλιάδες καλαθάκια γαρίφαλα (10 -15 ευρώ έκαστον) και πανάκριβης σαμπάνιας στην Ψαρού δείχνει ότι υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα εκτός από αυτή της πτώχευσης. Στο νησί των Ανέμων, κάποιοι Έλληνες –ανάμεσά τους Ρώσοι και Άραβες μεγιστάνες–, με διασκεδαστή τον Αιγύπτιο Αμρ Ντιάμπ, άνοιγαν τεράστιες σαμπάνιες των 120.000 ευρώ με επιδεικτική ικανοποίηση τον περυσινό Αύγουστο.



Φαλτσονταλκάδες

Και οι χαρτοπετσέτες; Αυτή η συνήθεια σχεδόν ξεχάστηκε μαζί με τα χοροπηδητά του Γιώργου Τσαλίκη. Τώρα περιορίζεται σε επαρχιώτικα πανηγύρια. Όμως, χρόνια πριν, χρέωναν τις χαρτοπετσέτες με το παραπάνω στα κέντρα, όπως άλλωστε και τα γύψινα πιάτα, το σπάσιμο των οποίων ποτέ δεν σταμάτησε. Επιχειρηματίας από τη Θεσσαλονίκη το 2009 υποστήριζε ότι πούλησε 300.000 πιάτα για κέντρα, ενώ το 2013, άλλος παινευόταν για περισσότερα από 600.000 κομμάτια.

Μπορεί να μη συναντάμε το σπάσιμο στα μαγαζιά της Ιεράς Οδού και της Πειραιώς, η οποία προτιμά να πριονίζει τα τραπέζια, για να γίνουν περισσότερα και να στριμώχνουν περισσότερους, όμως σε χώρους της παραλιακής, η νέα ευχαρίστηση του κοινού λέγεται ανατροπή. Μέχρι 350 ευρώ τιμολογείται το αναποδογύρισμα του τραπεζιού. Τριάντα χρόνια από τα «πεντοχίλιαρα» της Γλυκερίας, όλα μοιάζουν διαφορετικά αλλά και ίδια. Οι σημερινοί 30άρηδες θαυμαστές του Παντελίδη, του πρώην υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού που έγινε γνωστός από τα views στο YouTube, τραγουδούν μαζί του με μια νέα διαχυτικότητα. Φαλτσάρουν φωνάζοντας «Συνοδεύομαι, μου λες, κι εγώ παιδεύομαι», υψώνουν επιδεικτικά τον δείκτη, ενώ με το άλλο χέρι εκδηλώνουν τον ανοικονόμητο θαυμασμό τους πετώντας του από μαξιλάρες μέχρι σαμπανιέρες. Και όταν ξεχειλίζουν από τον περίσσιο νταλκά, αν χρειαστεί, ξεφορτώνονται και τον καναπέ που κάθονται. Ναι «Γίνεται»… όπως τους τραγουδά ο «Παντέλος» από τη Ν. Ιωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΜΙΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ :Ain't Got No, I Got Life/Δεν έχω… Έχω τη ζωή - Nina Simone , live in London, 1968

Ain't Got No, I Got Life   I ain't got no home, ain't got no shoes Ain't got no money, ain't got no class Ain't got ...