ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. - Νὰ τος! - Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια ... Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.
Κωστής Παλαμάς - Βικιπαίδεια
(1859-1943)Ὁ ποιητής
Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,καὶ μιᾶς πολέμιας χλαλοῆς ἀσώπαστη ἡ φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος. - Νὰ τος! - Καταπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιὰ ριχτῆκαν.
Τὸ χέρι τὸ ἀκριβὸ τῆς Ὁδηγήτρας μου,
ποὺ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάιδια ... Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας
τῶν ἀσκητάδων οἱ χαρές, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.
Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου,
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου, τοῦ δασκάλου ἡ μανία.
Τῆς Πολιτείας ἡ πόρτα κλείστηκε,
μὲ διώξανε, ἔρμος βρέθηκα στὰ ἕρμα μονοπάτια
καὶ τῆς Ἰδέας τῆς ἀστρομάτας, ποὺ ἔσφαξαν
ἀπὸ τὴ στράτα μάζωξα τὰ ὁλόφωτα κομμάτια.
Καὶ τἄσπερνα στὸ διάβα μου, καὶ φύτρωναν
ἐδῶ παράδεισοι, κ᾿ ἐκεῖ βασίλεια, κ᾿ ἐκεῖ πέρα
παλάτια κ᾿ ἐκκλησιὲς καὶ δρακοντόκαστρα.
Κι ὅλα στὴν ἴδια εὐφραίνονταν ἀνύχτωτην ἡμέρα.
1901
Το σπίτι του Παλαμά, στην οδό Ασκληπιού 3.
*
[...]Ω αλησμόνητες ώρες του
αλησμόνητου σπιτιού! Με ποια ευλάβεια μπαίναμε στο φτωχικό γραφείο! Ένας
καναπές, λίγες καρέκλες, ελάχιστες εικόνες. Αριστερά απ’ το παράθυρο
του δρόμου κρέμουνταν μια μεγάλη φωτογραφία του πεθαμένου του παιδιού,
που βρίσκεται πάντα εκεί, στην ίδια θέση.
*
Μια βιβλιοθήκη με βιβλία που ήταν λιγοστά κι αυτά εκείνο τον καιρό, συμπλήρωνε την επίπλωση.
Ερχόντανε όλοι, πάντα οι ίδιοι κάθε εβδομάδα.
Διαισθανόμουν πως όλοι τον ελάτρευαν μυστικά τον Ποιητή, κι ήταν μια ψυχική ανάγκη τα Σαββατόβραδα εκείνα για τον καθένα. Όσο για μένα, οι άλλες μέρες της εβδομάδας είχαν πάψει να ’χουν σημασία. Απ’ την Παρασκευή άρχιζα να γιορτάζω. Το Σαββατόβραδο έφτασε!
Και τώρα; Τι έγινε ο κύκλος εκείνος των πιστών της Οδού Ασκληπιού; Αλίμονο! πόσοι λίγοι απομένουμε! Πρώτος χάθηκε ο αξέχαστος Γιάννης Καμπύσης, μόλις είκοσι οχτώ χρόνων. Ήταν ένα γερό δραματικό ταλέντο, και συλλογίζομαι με άπειρη λύπη τα έργα που θ’ αποχτούσε η Ελληνική σκηνή, αν δε βιαζότανε τόσο να τον πάρει ο Χάρος. Πάει κι ο Καρκαβίτσας, ο μεγάλος Καρκαβίτσας, ο μεγαλύτερος Παπαδιαμάντης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο μουσικότατος ποιητής κι απαράμιλλος διηγηματογράφος και μεταφραστής, και τώρα τελευταία ο γλυκύτατος Πορφύρας. Ένας ένας φεύγουν, κι ο παλιός κύκλος ολοένα στενεύει.
Μετριόμαστε στα δάχτυλα τώρα οι ταχτικοί των Σαββατόβραδων εκείνων του Παλαμά. Κι αυτοί που μένουν αποτραβήχτηκαν. Κλεισμένος στο γραφείο του κι αθέατος ο αγαπητός μου Ξενόπουλος. Ο Μαλακάσης σπάνια θυμίζει τον παλιό του εαυτό, κι είναι τώρα νευρικός, γεμάτος ανία. Έτσι κι οι άλλοι εμείς.
Κάποιο δράμα παίζεται στα βάθη του καθενός μας, και σερνόμαστε, τραγικές σκιές, ανάμεσα στο πλήθος των συγχρόνων.
Κι απάν’ απ’ όλα ο Παλαμάς, μαζί μας και πάντα μόνος, ξεχωριστός, ανεξιχνίαστος, με την αβυσσαλέα του ψυχή, με τα πύρινα μάτια του, τέλεια χαμένα τώρα κάτω απ’ την αυλαία των φρυδιών του, στο ίδιο πάντα σπίτι, στο ίδιο γραφείο, που πλουτίστηκε από τότε μόνο σε βιβλία -μα τόσο πολύ που αναγκάστηκε να θυσιάσει γι’ αυτά το ένα του παράθυρο- ζει μέσα στον κόσμο της φαντασίας του, και δε ζητάει τίποτε άλλο παρά να τον αφήνουν ήσυχο να σκύβει απάν’ απ’ τον ωκεανό των βιβλίων και των χαρτιών του, και ν’ ακούει το τραγούδι ν’ αναβλύζει ολοένα από την τρίσβαθη, απ’ την αστήρευτη πηγή της ψυχής του.[...]
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (Θεώνη Δρακοπούλου - Βικιπαίδεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου