Σάββατο, Μαΐου 31, 2014

Αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας




Αλέξανδρος Πούσκιν*

*Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν - Βικιπαίδεια

Олег Вещий

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΦΡΟΝΙΜΟΥ 
ΟΛΕΓ

[Πρώτη  παρουσίαση στα ελληνικά]
 
Σαν τώρα ξεκίνησε ο φρόνιμος Ολέγ
Τους άμυαλους να εκδικηθεί Χαζάρους
Για τις βάρβαρες επιδρομές τους
Τους αγρούς τους και τα χωριά
Με σπαθί να ερημώσει και φωτιά.
Μπροστά πηγαίνει ο Ολέγ
Καβάλα στο πιστό του το φαρί
Μεσ’ στη βυζαντινή αρματωσιά του
Και πίσω η φρουρά ν’ ακολουθεί


Από το σκοτεινό το δάσος μέσα βγαίνει
Ένας γέρος μάγος εμπνευσμένος,
Πιστός του τρανού Περούν* λειτουργός
Της μοίρας να λέει τα γραμμένα.
Η ζωή του όλη σε χρησμούς και προσευχές δοσμένη,
Κι ο πρίγκιπας στο γέρο το σοφό με προσμονή πηγαίνει.

«Πες μου, σοφέ προφήτη, των θεών αγαπημένε,
Τι κρύβει για μένα το μέλλον;
Μήπως προς χαρά των εχθρικών γειτόνων
Του τάφου θα με σκεπάσει το χώμα;
Την πάσα αλήθεια στο φως χωρίς φόβο βγάλε
Και σαν δώρο σου διάλεξε κι ένα άλογο πάρε».

«Οι μάντεις δεν σκιάζονται ηγέτες ισχυρούς
Κι ούτε από πριγκιπικά δώρα έχουν χρεία.
Αληθινός κι ελεύθερος ο μαντικός τους λόγος
Και στου Θεού το θέλημα υπόλογος.
Μες στην αχλύ βλέπω το μέλλον σου θαμπό
Μα στη λαμπρή μορφή σου τη μοίρα σου θωρώ.

Θυμήσου λοιπόν τα λόγια μου αυτά
Και δώστα μεγάλη αξία:
«Στον πολεμιστή μεγάλη η δόξα,
Με νίκες ονομαστό το όνομά σου,
Στις Βασιλεύουσας τις πύλες
Την ασπίδα σου θα κρεμάσεις**.
Γη και ύδωρ θα εξουσιάσεις,
Και η λαμπρή σου τύχη φθόνος στους εχθρούς σου.

Και του μπλάβου πελάγου το δόλιο κύμα,
Στη μοιραία ώρα του άγριου καιρού,
Η σφενδόνη και το βέλος, και το ύπουλο μαχαίρι
Σε, τον νικητή, απείραχτο θ’ αφήσουν.
Στη γερή σου αρματωσιά δε θα νιώσεις πληγή.
Αόρατος φύλακας τους δυνατούς φυλάει.


Το άτι σου ατρόμητο σε παράτολμα ρίσκα,
Γιατί, νιώθοντας του αφέντη του τη θέληση,
Πότε θα στέκεται ήσυχο κάτω από βέλη  εχθρικά 
Πότε θα ορμάει ακάθεκτο στης μάχης τη δίνη.
Και κρύο και τραύματα αδιάφορα θα παίρνει.
Όμως το θάνατο θα βρεις από το φαρί σου».

Ο Ολέγ χαμογέλασε, και συλλογή σκίασε
Την όψη και το βλέμμα του.
Σιωπηλά απίθωσε το χέρι του στη σέλλα και
Σκυθρωπός ξεπέζεψε.
Και στον πιστό του φίλο αποχαιρετισμού άπλωσε χέρι,
Και χάιδεψε και στοργικά χτύπησε το στητό λαιμό του.

«Γεια και χαρά σου σύντροφε, πιστέ μου υπηρέτη
Έφτασε του χωρισμού η ώρα. Τώρα ξεκουράσου!
Πόδι πια δε θα πατήσει το χρυσό σου αναβατήρα.
Έχε γεια, νάσαι καλά – και ποτέ μη με ξεχνάς.
Ε σεις, ιπποκόμοι, πάρτε το άλογό μου πάρτε!


Σκεπάστε το με κατασάρκι, με χνουδωτό χαλάκι.
Πιάστε του τα χαλινάρια,
Οδηγήστε το στα πράσινά μου τα λιβάδια,
Πλύντε το και με διαλεχτό καρπό ταΐστε το,
Και με νερό απ’ την πηγή ποτίστε το».
Οι ιπποκόμοι τότε αμέσως το παίρνουν
Κι έν’ άλλο άτι στον πρίγκιπα φέρνουν.

Ξεφαντώνει με τη συνοδεία του ο σοφός Ολέγ
Με χαρούμενα των ποτηριών τσουγκρίσματα.
Τα μαλλιά του άσπρα σαν χιόνι πρωινό
Που γενναίου ήρωα σκεπάζει μνημούρι.
Θυμούνται μέρες περασμένες
Και μάχες μαζί κερδισμένες.


«Αχ, πού νάναι ο σύντροφός μου;-φώναξε ο Ολέγ-
Πείτε μου πού βρίσκεται το ζηλευτό φαρί μου;
Είναι καλά; με σβέλτα ακόμη πόδια τρέχει;
Είναι το ίδιο άραγε, φουριόζο, παιχνιδιάρικο;».
Κι αμέσως παίρνει την απάντηση:
«σε λόφο ψηλό, εδώ και καιρό
Ήσυχα κοιμάται τον ύπνο τον αξύπνητο».

Ο κραταιός Ολέγ το κεφάλι του σκύβει
Και συλλογιέται: «του κάκου η πρόβλεψή σου!
Αχ, μάγε, ψεύτη, τρελόγερε! Ανάθεμα στην μαντική σου!
Το άτι μου και τώρα θα με κουβαλεί».
Και του αλόγου του τα οστά θέλει να δει.

Να, λοιπόν, απ’ το παλάτι ο τρανός Ολέγ, καβάλα βγαίνει.
Μαζί του ο Ίγορ κι οι φίλοι οι παλιοί,
Και βλέπουν: Στο λόφο, στου Δνείπερου τις όχθες 
τα ευγενικά του αλόγου του τα κόκαλα σπαρμένα.
Ξασπρισμένα απ’ τις βροχές, κι απ’ τη σκόνη σκεπασμένα,
Και πάνω τους ο άνεμος τις ψηλές φτέρες να κουνάει.

Ο πρίγκιπας βάζει απαλά το πόδι του πάνω στου αλόγου το κρανίο
Και λέει: «κοιμήσου, μοναχικέ μου φίλε!
του γέρου σου αφέντη του άφησες χρόνους,
στο ξόδι του, που δε θ’ αργήσει να ‘ρθει,
δε θα ματώσεις μαζί του πεσμένος από γιαταγάνι στις ψηλές φτέρες,
κι ούτε τη σκόνη μου το  ζεστό σου αίμα θα ποτίσει!

Ώστε αυτός λοιπόν είναι ο όλεθρός μου;
Των άψυχων οστών η απειλή;»
Και τότε από το νεκρικό κεφάλι μέσα βγαίνει
φίδι φαρμακερό σφυρίζοντας, και σαν ταινία μαύρη, 
στα πόδια του τυλίγεται.
Κι δαγκωμένος ο πρίγκιπας, κραυγή πόνου βγάζει.

Λεβέτια στρογγυλά βράζουν κι αφρίζουν,
Κουτάλες το γύρο κάνουν
Στο ξόδι του δύσμοιρου Ολέγ.
Πάνω σε λόφο κάθονται  η Όλγα και ο Ίγορ.
Στου ποταμού την όχθη γλεντά η ακολουθία .
Θυμούνται μέρες περασμένες
Και μάχες μαζί κερδισμένες.

1822

Μετάφραση από τα Ρωσικά:
 Βασίλης Μηλίτσης

Σημειώσεις


Η δυναστεία του Ρούρικ, των Ρώσων (Ρος) του Κιέβου.
Ο Ρούρικ υπήρξε σκανδιναβός πρίγκιπας, Βαράγγειος Βίκιγκ. Σύμφωνα με ένα ρωσικό χρονικό του 12ου αιώνα, ο Ρούρικ το 862 συγκέντρωσε τις σλαβικές ομάδες της περιοχής του Νοβγκόροντ και ίδρυσε το κράτος των Ρος (Ρώσων). Ο Ολέγ (περί ου και το ποίημα του Πούσκιν που ακολουθεί), συγγενής του Ρούρικ, ίδρυσε το μεγάλο πριγκιπάτο του Κιέβου. Τον Ολέγ διαδέχθηκε ο Ίγορ, ο οποίος θεωρείται ο πραγματικός ιδρυτής του Ρωσικής πριγκιπικής δυναστείας του Κιέβου. Η σύζυγος του Ίγορ η Όλγα, θεωρείται αγία από τη ρωσική εκκλησία.
*Στο προχριστιανικό σλαβικό πάνθεον, ο Περούν είναι ο θεός των καταιγίδων. Λατρευόταν κυρίως από τα ανατολικά σλαβικά φύλα, ειδικά από τους Ρώσους. Ταυτίζεται με το Θωρ της σκανδιναβικής μυθολογίας και το Δία της ελληνικής μυθολογίας. Πιθανότατα ο Περούν να αντικατέστησε τον παλαιότερο θεό Ροδ και να αποτέλεσε την κορυφή του ανατολικού σλαβικού πάνθεου.
** Ο Ολέγ είχε πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη το 911, κρεμώντας την ασπίδα του στις πύλες της πόλης. Τελικά έλυσε την πολιορκία κατόπιν συμβιβασμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: