Κυριακή, Ιανουαρίου 31, 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΖΩΗΣ


Στην εταιρεία έχει τη φήμη κλειστού ατόμου.
Είναι ικανός υπάλληλος , πράγμα αναμφισβήτητο,
αλλά η κοινωνικότητά του εξαντλείται στην αυστηρή
τήρηση των κανόνων που υπαγορεύει η επαγγελματική ρουτίνα.
Καμία εξωτερίκευση των προσωπικών του αισθημάτων,
καμία πληροφορία για την ιδιωτική του ζωή και
τα χόμπι του, κανένα ενδιαφέρον για τα
προσωπικά προβλήματα των άλλων.
Το πρόσωπό του μια μάσκα υπηρεσιακή , που κόβει
τη διάθεση του άλλου για στενότερη επαφή.
Στα παρτάκια που κάνουμε παραμονές των μεγάλων εορτών
δε συμμετέχει, ενώ δε γίνεται λόγος για συναντήσεις έξω από
τη δουλειά. Ούτε ονομαστικές γιορτές ούτε καφενείο, όπου παίζουμε
κανένα ποκεράκι, ούτε εκδρομές , για κανένα ουζάκι,
είναι σαν να μην υπάρχει, λες και είναι ένα ον χωρίς κοινωνική υπόσταση.
Δίκαια , νομίζω, του έχουν κολλήσει το παρατσούκλι "μισάνθρωπος".
Τις προάλλες όμως τον πέτυχα στο Carrefour . Περιφερόταν
με ένα καρότσι που είχε ελάχιστα πράγματα μέσα .
Μόλις με είδε , αντί να κάνει στροφή για να με αποφύγει,
ήρθε καταπάνω μου με πρόσωπο που λαμποκοπούσε
από ευχαρίστηση και μου ’πιασε κουβέντα σαν να ήταν άλλος
άνθρωπος από το "μισάνθρωπο" του γραφείου .
Έμοιαζε με θαύμα: αυτός που στη δουλειά μετά βίας του αποσπούσαμε
ένα λόγο παραπάνω έξω από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα,
ο τυπικός, ο απρόσιτος, ο παγωμένος, να συνομιλεί
μες στη χαρά μαζί μου, να με ρωτάει πώς ήταν η υγεία μου
και πώς πήγαιναν οι σπουδές των παιδιών μου!
«Να σε κεράσω ένα καφέ!», πρότεινε σε μια στιγμή και
η θέρμη της φωνής του είχε κάτι από από το σπαραγμό του ικέτη,
που μ’ έκανε να δεχτώ!
«Μια στιγμή όμως να πάρω τον μπακαλιάρο που μου παρήγγειλε η γυναίκα μου! 25 Μαρτίου ένεκα…», έδειξα γελώντας το χαρτί με τα ψώνια που κρατούσα στα χέρια μου.
Συναντηθήκαμε ύστερα από ένα τέταρτο στο Φλο Καφέ και δώσαμε την παραγγελιά στην κοπέλα που έσπευσε αμέσως στο τραπέζι μας. Εγώ το βυζαντινό βαρύ γλυκό
μου και ο αυτός ένα διπλό ουίσκι.
«Πώς έτσι, χαρούμενος, κύριε Γεωργόπουλε;», είπα σε μια στιγμή ρουφώντας
το μαυροζούμι μου. « Σας έπεσε το λαχείο;»
«Ποιο λαχείο, αγαπητέ μου; Πού τέτοιο θαύμα , να γλίτωνα από την αγκούσα της δουλειάς!»
«Τότε κάτι εξαιρετικό πρέπει να σας συμβαίνει, για να έχετε τέτοια κέφια…»
Με κοίταξε με μάτι που έπαιζε ανάμεσα στην ενοχή και την ιλαρότητα.
«Φίλε μου, κάθε φορά που πηγαίνω σε σουπερμάρκετ γίνομαι άλλος άνθρωπος!»
Μετά βίας συγκράτησα ένα χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου.
«Σας αρέσει να ψωνίζετε;»
«Καθόλου! Η φιλοσοφία μου είναι διαμετρικά αντίθετη με το πνεύμα του καταναλωτισμού των ημερών μας. Δε βλέπετε, εξάλλου, το καρότσι μου;»
«Μα τότε, ποιος ο λόγος αυτής της συνήθειας;»
«Επειδή συναντώ ανθρώπους!»
Έμεινα ενεός.
«Και χρειάζεται να πηγαίνετε στα σουπερμάρκετ , για να συναντάτε
ανθρώπους; Χάθηκαν τα άλλα μέρη;»
«Αγαπητέ μου, όπως θα γνωρίζετε ίσως, εγώ είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος. Εσείς γυρίζετε στο σπίτι σας και σας περιμένουν οι δικοί σας άνθρωποι, η γυναίκα και τα παιδιά σας. Εγώ όταν γυρίζω στο σπίτι , αντικρίζω τους τέσσερις τοίχους μου. Πληρώνω το λάθος να πάρω τοις μετρητοίς το απόφθεγμα του πατέρα μου…»
«Ποιο απόφθεγμα;»
«Πυρ, γυνή και θάλασσα!»
«Α!...»
«Μάλιστα, κύριε! Πυρ, γυνή και θάλασσα! Τα τρία κακά που με καταδίωκαν σ’ όλη τη ζωή μου. Φοβόμουν τη φωτιά όπως το διάολο, δεν έμαθα κολύμπι, γιατί ποτέ δεν μπήκα σε θαλασσινό νερό, και απέφυγα οιανδήποτε δέσμευση σε όλες τις ερωτοδουλειές που είχα με το πάλαι ποτέ ασθενές φύλο. Έτσι κατέληξα μαγκούφης και έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο.»
«Δεν είναι τόσο τραγικός ο εργένικος βίος», αντέτεινα, «Δεν ξέρετε πόσοι παντρεμένοι θα ζήλευαν την ανεξαρτησία σας…»
«Κουραφέξαλα! Ας μείνουν μερικούς μήνες σε ένα σιωπηλό σπίτι και τότε ας έρθουν να μου μιλήσουν για τα αγαθά του. Δεν ξέρεις , φίλε μου, πόσο σε ζηλεύω, που σε λίγο θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα βρεθείς ανάμεσα στους άνθρωπους σου…»
«Καλά , δεν έχετε φίλους, δεν έχετε γνωστούς και συγγενείς, για να μοιράζετε τον ελεύθερο χρόνο σας ;»
«Πώς δεν έχω! Τους αποφεύγω όμως , γιατί όλοι τους είναι παντρεμένοι. Όλο για τα οικογενειακά τους μιλάνε κι εμένα αυτό μου τη σπάει. Τι να πω εγώ; Για τις σφαλιάρες που τρώω κάθε βράδυ από τη μοναξιά; Γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω καθημερινά για ψώνια στο Carrefour, για να βρίσκομαι μέσα σε κόσμο και να συναντάω κανένα γνωστό , να τα λέμε.»
«Γιατί όμως ειδικά στο Carrefour και όχι σε κάποιο άλλο; Ένα σωρό πολυκαταστήματα υπάρχουν στην πόλη…»
«Είναι το μόνο που έχει ταμεία για λίγα τεμάχια. Δεν ξέρεις πόσο με καταθλίβει η θέα των γεμάτων καροτσιών. Αυτό σημαίνει οικογένεια! Κι όσο πιο ξέχειλο είναι ένα καρότσι , τόσο πιο μεγάλη είναι η οικογένεια. Ενώ ένας ερημίτης τι ανάγκες μπορεί να έχει;»
Έριξε ένα μελαγχολικό βλέμμα στο κατάφορτο καρότσι μου και φώναξε την γκαρσόνα:
«Παρακαλώ, μπορώ να έχω ένα ακόμη διπλό;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...