Σάββατο, Ιανουαρίου 23, 2010

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του κοντά στην εκκλησία. Μέγα λάθος του, αφού, όταν πήγε να το πάρει, καθηλώθηκε από τα πλήθη των πιστών που έβγαιναν κοπαδιαστά ακολουθώντας τον Επιτάφιο . Στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου παρακολουθώντας αμήχανος το ποτάμι με τις λαμπάδες που περνούσε από μπροστά του.
Ξαφνικά, την είδε να έρχεται προς το μέρος του και τα έχασε. Δίπλα της βάδιζε ένας ευτραφής μεσήλικας. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια πελώρια λαμπάδα, ενώ το αριστερό ήταν ριγμένο προστατευτικά στους ώμους ενός υπέρβαρου αγοριού γύρω στα δέκα.
Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί, αλλά , έτσι όπως ήταν στριμωγμένος, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ετοιμάστηκε για τη μοιραία συνάντηση, ευχόμενος να προσπεράσει χωρίς να τον αντιληφθεί. Όμως σπανίως γίνονται τέτοια θαύματα Μεγάλη Παρασκευή σε ελληνικό δρόμο.
Τον είδε και κοντοστάθηκε. Κάτι στα μάτια της έπαιζε ανάμεσα στο ξάφνιασμα και την απελπισία του παγιδευμένου ζώου. Χαιρετήθηκαν δήθεν εγκάρδια σφίγγοντας τα χέρια, αντάλλαξαν δυο τρεις τυπικές φιλοφρονήσεις του τύπου «μια χαρά είσαι , δεν άλλαξες καθόλου!» κι ύστερα αυτή του σύστησε τον άντρα της, που παρακολουθούσε σιωπηλός τη σκηνή. « Συνάδελφοι, από την ηρωική περίοδο των Ιωαννίνων…», του εξήγησε κι εκείνος κούνησε αδιάφορα το κεφάλι του . Πρόσεξε τη χοντρή καδένα με τον πελώριο σταυρό ,που περιάδραχνε το χοντρό λαιμό του.Είπε ένα κομπιαστό «χαίρω πολύ!».
«Τι κάνεις;», ψέλλισε εκείνη, « Δικηγορείς; Παντρεύτηκες; Έχεις παιδιά;». Απέφυγε να απαντήσει συγκεκριμένα και προσποιήθηκε ότι είχε ένα ραντεβού λίγο πιο πέρα, ζήτησε συγγνώμη και χώθηκε μέσα στο πλήθος σαν να τον κυνηγούσαν .
Τι να της έλεγε τώρα; Ότι ακόμα τον τριβέλιζε το φάντασμά της; Ότι ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το χωρισμό τους; Ότι ακόμα τη φαντασιωνόταν κάθε φορά που τον στρίμωχναν οι δύσκολες ώρες; Ή μήπως θα ΄ταν καλύτερα να της έριχνε κάποια μπηχτή για την κατάντια της; Αυτή που ήθελε να ζήσει σαν ελεύθερο πουλί, που δε βολευόταν στα μικροαστικά μαντριά , όταν γονατιστός την παρακαλούσε να μείνει κοντά του, τώρα να σέρνεται πίσω από ένα σαπιοκοιλιά!
" Δεν πάει στο διάολο! Τα 'θελε και τα 'παθε!", σκέφτηκε χαιρέκακα και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.

2 σχόλια:

dimitris είπε...

ΚΑΙ ΑΝ ΤΗΣ ΑΡΕΣΕΙ Ο ΣΑΠΙΟΚΟΙΛΙΑΣ?

Sting είπε...

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα...