Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

Η Κλειώ στον κήπο - ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Γεννιόμαστε για να υποφέρουμε.
Η ζωή μας εξ απαλών ονύχων σημαδεύεται από τους
περιορισμούς του περιβάλλοντος,
που βαθμιαία μετατρέπονται
σε βασανιστικούς αυτοπεριορισμούς.

Ένα πελώριο αίσθημα ανασφάλειας μάς απομονώνει
από τους ανθρώπους, στα πρόσωπα των οποίων
βλέπουμε τους
μελλοντικούς ανακριτές ,
δεσμοφύλακες και δολοφόνους μας.
H φωτογραφία που βλέπετε τραβήχτηκε στα 1906.
Ήμουν τότε 23 ετών και δεν είχα δημοσιεύσει τίποτε ακόμη.
Γεννήθηκα σαν σήμερα στην Τσεχία από εβραίους γονείς,
που είχαν μεν τον τρόπο τους , αλλά δεν ήταν πλούσιοι.

Είχα πάθος με τη λογοτεχνία, όμως σπούδασα νομικά
και αναγκάστηκα για βιοποριστικούς λόγους να
δουλεύω σκληρά σε διάφορες εταιρείες από το πρωί ως το βράδυ.

Έγραψα στα γερμανικά μερικά βιβλία, που στην αρχή
πέρασαν απαρατήρητα από τους κριτικούς, αργότερα όμως ,
μετά το θάνατό μου, θεωρήθηκαν αριστουργήματα,
παρά τον αφηρημένο και σουρρεαλιστικό χαρακτήρα τους.
Αναφέρω ενδεικτικά: Η Δίκη
, Ο Πύργος, Η Μεταμόρφωση.
Δεν έχω γνώμη γι' αυτά, αφού όμως το λένε οι κριτικοί
και εξακολουθεί να τα διαβάζει ο κόσμος ,
αυτό με ικανοποιεί πολύ.
Βέβαια, εγώ θα προτιμούσα να ζήσω μια καλύτερη ζωή απ' αυτήν
που έζησα στη σύντομη ζωή μου.
Θα 'θελα η υγεία μου να μην ήταν τόσο εύθραυστη, να μην υποφέρω
από τις καταραμένες ημικρανίες και κυρίως να μην προσβληθώ από
τη φυματίωση, που με οδήγησε στο θάνατο, το 1924.

Ξέρετε ότι πέθανα από ασιτία; Ο λαιμός μου αρνιόταν,
εξαιτίας της αρρώστιάς μου , να δεχθεί οτιδήποτε μου έδιναν
να φάω.Έφυγα στα σαραντα ένα μου. Δεν ήταν κρίμα και άδικο;
Και αγαπούσα τόσο πολύ τη λογοτεχνία...
***
ΜΝΗΜΗ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Το μεγάλο δικαστήριο

ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ
(αναδημοσίευση από Το Βήμα, 24/2/2002
)
Τι είναι εκείνο που γεννά το αίσθημα της ενοχής; Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος συμπεριφέρεται λες και οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να του απαγγελθεί η καταδίκη του; Αλλά και ποιο είναι το έγκλημά του; Το ότι απλώς υπάρχει;
Από τα παραπάνω ερωτήματα πηγάζουν οι δύο μεγάλες αγωνίες του Κάφκα: το δέος για την ποινή που δεν εκφωνείται και ο φόβος για την τιμωρία που μας είναι άγνωστη. Και αυτά σε κανένα από τα έργα του δεν προβάλλουν καθαρότερα από όσο στη Δίκη, όπου κατηγορούμενος, ανακριτής, δημόσιος κατήγορος
και πρόεδρος του δικαστηρίου αποτελούν τελικά μορφές του ίδιου του εαυτού μας.
Ο κ, ήρωας του μυθιστορήματος, συλλαμβάνεται μια ωραία πρωία χωρίς κανένα λόγο και από εδώ και στο εξής όλη του η ζωή θα αναλωθεί στην προσπάθεια να ανακαλύψει γιατί κατηγορείται, ποιοι θα τον δικάσουν και πότε. Κινείται μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου χωρίς κανείς να του δίνει απάντηση. Ποιο είναι το πνεύμα του Νόμου, ποιο το γράμμα του, ποιο το ακροατήριο; Τι θα πρέπει να κάνει; Η απαγγελία της κατηγορίας μένει μετέωρη ως το τέλος. Χαμένος μέσα στη σκοτεινή αλληγορία ενός άγνωστου εγκλήματος, ο Κ. μεταβάλλεται σε τρομοκράτη του εαυτού του. Ζει την κάθε στιγμή σαν να είναι γέννημα μιας φυλακής που του ετοιμάζουν και όπου δεν τον αφήνουν να μπει. Η κρίση που αναστέλλεται τον καταστρέφει, η ύπαρξή του γίνεται ο εφιάλτης που του ρημάζει τον νου, ο ίδιος υπάρχει για να είναι αντικείμενο του Νόμου, η πόρτα όμως του Νόμου παραμένει κλειστή.

Αν το αίσθημα ενοχής αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης, τότε θα περίμενε κανείς η Δίκη να είχε γραφτεί από έναν προτεστάντη, που θα τη στήριζε στη δύναμη του προπατορικού αμαρτήματος και στην Εσχάτη Κρίση. Ο Κάφκα όμως ήταν εβραίος. Τότε λοιπόν;
Η σκοτεινή αντιθεολογία αυτού του αριστουργήματος, που 80 χρόνια σχεδόν μετά τον θάνατο του συγγραφέα του μας λέει για την Κεντρική Ευρώπη περισσότερα από όλα μαζί τα εγχειρίδια που κυκλοφορούν, αποκαλύπτει το χάσμα ανάμεσα στο άτομο, στην κοινωνία και στην ύπαρξη. Χωρίς τον Κάφκα ο υπαρξισμός μένει μετέωρος. Οι δύ
ο πασίγνωστες φράσεις του Σαρτρ «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» και «Ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος» είναι σαν να έχουν αποσπασθεί από τη Δίκη. Και ο Καμύ αποτελεί, κατά μία έννοια, τη μεσογειακή εκδοχή του Κάφκα.
Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, που πέρασε τη σύντομη ζωή του σε ένα καθεστώς ιδιότυπης πνευματικής και ψυχικής αυτοτιμωρίας, οδήγησε τον κεντροευρωπαϊκό εξπρεσιονισμό στην κορύφωσή του, δημιουργώντας εκείνο που ο Αντόρνο αποκαλεί «λογοτεχνία του σοκ». Καμιά περιγραφή βασανιστηρίων δεν έχει την ένταση του κεφαλαίου με τον μαστιγωτή της Δίκης. Σε κανένα άλλο έργο η παρουσία της Αρχής δεν εκφράζεται με τη συντριπτική δύναμη τη
ς καφκικής εξουσίας, ενώ άλλος συγγραφέας που να περιέγραψε με τέτοιαν αμεσότητα τον αόρατο ιστό της δεν υπήρξε.
Χωρίς τον Κάφκα το ζήτημα της αλλοτρίωσης είναι σαν να μην έχει τεθεί. Στο έργο του προϋπάρχουν οι φοβερές εικόνες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των δικών, των αθώων θυμάτων, της Ιστορίας που πετιέται στα σκουπίδια. Ο 20ός αιώνας στριμωγμένος σε ένα σκοτεινό υπόγειο, όπου ο νους είναι ο Μινώταυρος που καταβροχθίζει την ύπαρξη.
***

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
"Η ΔΙΚΗ" (το τέλος)

[....]Schließlich ließen sie K. in einer Lage, die nicht einmal die beste von den bereits erreichten Lagen war. Dann öffnete der eine Herr seinen Gehrock und nahm aus einer Scheide, die an einem um die Weste gespannten Gürtel hing, ein langes, dünnes, beiderseitig geschärftes Fleischermesser, hielt es hoch und prüfte die Schärfe im Licht. Wieder begannen die widerlichen Höflichkeiten, einer reichte über K. hinweg das Messer dem anderen, dieser reichte es wieder über K. zurück. K. wußte jetzt genau, daß es seine Pflicht gewesen wäre, das Messer, als es von Hand zu Hand über ihm schwebte, selbst zu fassen und sich einzubohren. Aber er tat es nicht, sondern drehte den noch freien Hals und sah umher. Vollständig konnte er sich nicht bewähren, alle Arbeit den Behörden nicht abnehmen, die Verantwortung für diesen letzten Fehler trug der, der ihm den Rest der dazu nötigen Kraft versagt hatte. Seine Blicke fielen auf das letzte Stockwerk des an den Steinbruch angrenzenden Hauses. Wie ein Licht aufzuckt, so fuhren die Fensterflügel eines Fensters dort auseinander, ein Mensch, schwach und dünn in der Ferne und Höhe, beugte sich mit einem Ruck weit vor und streckte die Arme noch weiter aus. Wer war es? Ein Freund? Ein guter Mensch? Einer, der teilnahm? Einer, der helfen wollte? War es ein einzelner? Waren es alle? War noch Hilfe? Gab es Einwände, die man vergessen hatte? Gewiß gab es solche. Die Logik ist zwar unerschütterlich, aber einem Menschen, der leben will, widersteht sie nicht. Wo war der Richter, den er nie gesehen hatte? Wo war das hohe Gericht, bis zu dem er nie gekommen war? Er hob die Hände und spreizte alle Finger.".

Aber an K.s Gurgel legten sich die Hände des einen Herrn, während der andere das Messer ihm tief ins Herz stieß und zweimal dort drehte. Mit brechenden Augen sah noch K., wie die Herren, nahe vor seinem Gesicht, Wange an Wange aneinandergelehnt, die Entscheidung beobachteten. »Wie ein Hund!« sagte er, es war, als sollte die Scham ihn überleben.









Η ΚΛΕΙΩ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ





Δεν υπάρχουν σχόλια: