Vides ut alta stet nive candidum
Soracte nec iam sustineant onus
silvae laborantes geluque
flumina constiterint acuto.
dissolve frigus ligna super foco
large reponens atque benignius
deprome quadrimum Sabina,
o Thaliarche, merum diota.
permitte divis cetera, qui simul
stravere ventos aequore fervido
deproeliantis, nec cupressi
nec veteres agitantur orni.
quid sit futurum cras, fuge quaerere, et
quem Fors dierum cumque dabit, lucro
adpone, nec dulcis amores
sperne puer neque tu choreas,
donec virenti canities abest
morosa, nunc et campus et areae
lenesque sub noctem susurri
conposita repetantur hora,
nunc et latentis proditor intumo
gratus puellae risus ab angulo
pignusque dereptum lacertis
aut digito male pertinaci.
Βλέπεις το Σώρακτο πώς στέκεται άσπρο
από το χιόνι τ' αψηλό και πώς τα δάση
απόστασαν και δεν αντέχουν
πια το βάρος του, πώς απ' τον πάγο
τον τσουχτερό στάθηκαν τα ποτάμια.
Το κρύο διώξε το, Θαλίαρχέ μου,
στοιβάζοντας στην πυροστιά σου
ξύλα μπόλικα κι από λαγήνι
Σαβιβικό πιο άφθονο τώρα κέρνα
το αγνό τετραχρονίτικο κρασί σου.
Στους θεούς άφησε τα άλλα που, όταν
θα καταλαγιάσουν τους ανέμους,
ο ένας που πολεμάει με τον άλλο
πάνω στο βράσμα των κυμάτων, τότε
μήτε τα κυπαρίσσια μήτε
πια θα δέρνονται κι οι γέρικοι όρνοι.
Αύριο τι θα γίνει μη ρωτιέσαι,
μα όποιαν η Μοίρα θα σου δίνει μέρα
βάλ' την στα κέρδη κι όσο θα 'σαι
νιος, γλυκιές αγάπες μην αψηφήσεις
και χοροστάσια, όσο θα στέκουν πέρα
από τα ολανθισμένα σου τα νιάτα
τα ιδιότροπα τα γερατειά.
Τώρα και τον Κάμπο, τις πλατείες
και τα πνιχτά μουρμουρητά το δείλι
σε ώρα συμφωνημένην αναζήτα
και τώρα , μες από την κόχη
τη βαθιά, τον πρόσχαρο προδότη
κρυμμένης κοπελιάς ζήτα το γέλιο
κι απ' τα βραχιόνια κάποιο θυμητάρι
παρμένο ή απ' το δάχτυλό της
που καμώνεται πως πεισματώνει.
από το χιόνι τ' αψηλό και πώς τα δάση
απόστασαν και δεν αντέχουν
πια το βάρος του, πώς απ' τον πάγο
τον τσουχτερό στάθηκαν τα ποτάμια.
Το κρύο διώξε το, Θαλίαρχέ μου,
στοιβάζοντας στην πυροστιά σου
ξύλα μπόλικα κι από λαγήνι
Σαβιβικό πιο άφθονο τώρα κέρνα
το αγνό τετραχρονίτικο κρασί σου.
Στους θεούς άφησε τα άλλα που, όταν
θα καταλαγιάσουν τους ανέμους,
ο ένας που πολεμάει με τον άλλο
πάνω στο βράσμα των κυμάτων, τότε
μήτε τα κυπαρίσσια μήτε
πια θα δέρνονται κι οι γέρικοι όρνοι.
Αύριο τι θα γίνει μη ρωτιέσαι,
μα όποιαν η Μοίρα θα σου δίνει μέρα
βάλ' την στα κέρδη κι όσο θα 'σαι
νιος, γλυκιές αγάπες μην αψηφήσεις
και χοροστάσια, όσο θα στέκουν πέρα
από τα ολανθισμένα σου τα νιάτα
τα ιδιότροπα τα γερατειά.
Τώρα και τον Κάμπο, τις πλατείες
και τα πνιχτά μουρμουρητά το δείλι
σε ώρα συμφωνημένην αναζήτα
και τώρα , μες από την κόχη
τη βαθιά, τον πρόσχαρο προδότη
κρυμμένης κοπελιάς ζήτα το γέλιο
κι απ' τα βραχιόνια κάποιο θυμητάρι
παρμένο ή απ' το δάχτυλό της
που καμώνεται πως πεισματώνει.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Γρόλλιος*
(Οράτιος, Ωδές, Βιβλίο 1, Βιβλιοπ. της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 1990)
(Οράτιος, Ωδές, Βιβλίο 1, Βιβλιοπ. της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 1990)
*Ο Κωνσταντίνος Γρόλλιος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1917 και σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο οποίο, το 1961, έγινε τακτικός καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας.
Νωρίτερα είχε μετεκπαιδευτεί στο Μπρίστολ, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη.
Το 1994 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ασχολήθηκε τόσο με τη συγγραφή επιστημονικών έργων όσο και με τη μετάφραση από τα Λατινικά και την Αγγλική Λογοτεχνία και έγραψε μελέτες για την επτανησιακή λογοτεχνία.
Νωρίτερα είχε μετεκπαιδευτεί στο Μπρίστολ, στο Παρίσι και στην Οξφόρδη.
Το 1994 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ασχολήθηκε τόσο με τη συγγραφή επιστημονικών έργων όσο και με τη μετάφραση από τα Λατινικά και την Αγγλική Λογοτεχνία και έγραψε μελέτες για την επτανησιακή λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου