«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (κριτική) – Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, η πρώτη ποιήτρια της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης
Για τη μελέτη της Έλενας Χουζούρη «Ψυχή ντυμένη αέρα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Στην κεντρική εικόνα, η Ανθούλα Σταθοπούλου και ο Γιώργος Βαφόπουλος.
Γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη
«Μα τώρα πάλι ρωτιέμαι: Ποιος θα μάθει τη ζωή της, ποιος θα διαβάσει τα έργα της, ποιος θα γνωρίσει έτσι την ψυχή της και δεν θα την αγαπήσει σαν και μας;» γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στον πρόλογό του στον τόμο με το συνολικό έργο της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου.
Η Έλενα Χουζούρη, βραβευμένη και γνωστή συγγραφέας, επιχειρεί σε αυτό το βιβλίο να αναστήσει όλο το λογοτεχνικό κλίμα της εποχής του Μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη και να εξετάσει το έργο της Σταθοπούλου ενταγμένο σε αυτό με μία πιο σύνθετη ματιά. Το βιβλίο δεν είναι απλώς ένα ντοκουμέντο, μία βιογραφία, αλλά ένα πολύ ζωντανό λογοτεχνικό κείμενο που αναβιώνει συγκινητικά τη ζωή και το έργο της Σταθοπούλου μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου.
Με οδηγό λοιπόν αυτά που γράφει η Έλενα Χουζούρη σε αυτό το σημαντικό βιβλίο της παρακολουθούμε τη συνάντηση δύο λογοτεχνών το 1924, σε εκείνη ακριβώς τη συντεταγμένη του χώρου και του χρόνου όπου η έφηβη Ανθούλα παρακολουθεί τις γυμναστικές επιδείξεις του Πρώτου Γυμνασίου Θηλέων στο τότε γήπεδο του Γ.Σ. Ηρακλής Θεσσαλονίκης, όπου παρευρίσκεται από σύμπτωση ο Γιώργος Βαφόπουλος είκοσι ενός τότε χρονών. Η πρώτη εικόνα της όπως την περιγράφει ο ίδιος:
«Το κεφάλι τής Μέδουσας θάταν ανίσχυρο να με πετρώσει, καθώς με είχε πετρώσει το εξαίσιο κεφάλι εκείνου του κοριτσιού.
«Το κεφάλι τής Μέδουσας θάταν ανίσχυρο να με πετρώσει, καθώς με είχε πετρώσει το εξαίσιο κεφάλι εκείνου του κοριτσιού. Καθώς, για μια στιγμή αντίκρισα τα υγρά γαλανά της μάτια, ένιωσα τον εαυτό μου περιτυλιγμένο από ένα σύννεφο που μου σκέπαζε τα πάντα».
Η Ανθούλα δεν συμμετέχει στις γυμναστικές αυτές επιδείξεις εξαιτίας μίας ελαφριάς χωλότητας στο αριστερό της πόδι, μία ατέλεια που απλώς τονίζει την τελειότητα της εξωτερικής της εμφάνισης. Για να μπορέσουμε να τη φανταστούμε μπροστά μας, ας βασιστούμε στην εντύπωση του Ξενόπουλου όταν θα τη γνωρίσει αργότερα το 1930 ως μνηστή πια του Βαφόπουλου:
«Λεπτή, λιγερή, γαλανή -πρασινομάτα καλύτερα- μελίχρωμη σα λιοκαμένη, μ’ ελληνική κατατομή, μ’ ευκίνητο, πολύτροπο προσωπάκι, το βέβαιο είναι πως η ομορφιά της είχε τόση ψυχικότητα, ώστε το σώμα, θάλεγες, εξαϋλωνόταν και δεν έβλεπες π α ρ ά μ ι α ψ υ χ ή, κάτι διάφανο, αιθέριο.»
Μαχαίρι στην καρδιά
Κάθε ποιητής κουβαλάει ένα τραύμα, ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά, το στριφογυρίζει και γράφει. Αυτό το ζωηφόρο τραύμα είναι και η ψυχή της ποίησής του. Ήταν άραγε αυτό το μαχαίρι η ελαφριά χωλότητά της, ήταν αυτό το τραύμα που, όπως θα γράψει αργότερα ο Βαφόπουλος, αποτελούσε «μια παράτονη νότα, όχι τόσο στο παράστημα του κορμιού της όσο και στην εσωτερική αρμονία του ψυχικού της κόσμου;» Ή ήταν το πένθος στο οποίο μυήθηκε από πολύ νέα, αφού η φυματίωση θέρισε πρώτα τον αδελφό της, έπειτα τη μητέρα της, ενώ ακολούθησε η αδελφή της, μέσα σε μικρό σχετικά διάστημα. Ή τελικά ήταν η σκιά του ίδιου της του θανάτου που την ακολουθούσε σιωπηλά και που ακριβώς η εγγύτητα μαζί του της έδινε τη φλόγα και την παραφορά;
Κοινή τους αγάπη, όπως θα φανεί και από την ποίηση τους αργότερα, ήταν ο Κωστής Παλαμάς.
Αρχικά, όπως γράφει η Χουζούρη, η Ανθούλα παρακολουθεί μαθήματα
υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και
συμμετέχει σε παραστάσεις. Στο θέατρο θα επανέλθει αργότερα ως θεατρική
συγγραφέας. Η ερωτική ιστορία της Ανθούλας και του Βαφόπουλου, που θα
ξεκινήσει στις κερκίδες ενός γηπέδου, θα βασιστεί σε γερά θεμέλια, αφού
αυτό που κυρίως θα τους ενώσει είναι οι λογοτεχνικές τους ανησυχίες και
τα διαβάσματά τους. Κοινή τους αγάπη, όπως θα φανεί και από την ποίηση
τους αργότερα, ήταν ο Κωστής Παλαμάς. Καθόλου τυχαίο ότι το αγαπημένο
τους ποίημα ήταν «Ο τάφος».
Τα χρόνια περνούν και στα είκοσί της χρόνια η Ανθούλα, ντυμένη με το οικογενειακό της πένθος, θα εργαστεί ως δακτυλογράφος στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Γράφει στο ποίημά της «Η Κυριακή της δακτυλογράφου»:
«Θα ’μαστε πάντα υπόδουλες στον άνισο αγώνα/ γιατί δεν έχουμε παρά τη λιγοστή μας γνώση, μπρος σ’ άδικα και δίκαια θα κλίνουμε το γόνα,/ ελπίζοντας σε μια αύριο, που θα μας λευτερώσει»
Και ενώ είναι έτσι τα πράγματα, επέρχεται το ρήγμα. Ο χωρισμός. Ο Βαφόπουλος, θύμα της συντηρητικής του αγωγής, δεν εγκρίνει την ενασχόληση της Ανθούλας με το θέατρο και τη δημόσια έκθεσή της στο σανίδι. Θα χωρίσουν και η μεν Ανθούλα θα γράψει το ποίημα «Χωρισμός», ο δε Βαφόπουλος, που προκάλεσε το δράμα, θα γράψει ολόκληρη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Τα ρόδα της Μυρτάλης για να επιβεβαιώσει την άποψη για την ποίηση ότι η κινητήριά της δύναμη είναι πάντα το ανέφικτο.
Στο μεταξύ, η αρρώστια έχει ήδη αρχίσει να απλώνει τα μαύρα της φτερά πάνω στην Ανθούλα.
Όμως θα ξαναβρεθούν όταν με μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία η Ανθούλα θα
στείλει στον Βαφόπουλο μία συγχαρητήρια επιστολή για τη δημοσίευση επτά
ποιημάτων του στο Αθηναϊκό Λογοτεχνικό περιοδικό Εστία με πρόλογο του
Κωστή Παλαμά. Και πια η σχέση τους θα μείνει ακατάλυτη για να τους
χωρίσει μόνον ο θάνατος. Στο μεταξύ, η αρρώστια έχει ήδη αρχίσει να
απλώνει τα μαύρα της φτερά πάνω στην Ανθούλα. Το 1927 τη βρίσκει να ζει
σε ένα έρημο σπίτι έχοντας χάσει τη μητέρα και τον αδελφό της και
έχοντας την αδελφή της στην τελική διαδρομή προς τον θάνατο. Με συμβουλή
του γιατρού της πηγαίνει σε συγγενείς στην Πορταριά στο Πήλιο και όταν
επιστρέφει δέχεται ως δώρο από τον ποιητή την «Μπαλλάντα της αγάπης»,
στην οποία την αναγορεύει ως Μούσα του.σανατόριο του Ασβεστοχωρίου το 1935
Ποιήτρια, όχι μούσα[...............................]ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου