Από τον Νίκο Παπάζογλου στον Μπαχ
Η ανακάλυψη του μαγευτικού κόσμου της συμφωνικής μουσικής ως κορύφωση μιας ζωής αφιερωμένης στην ερασιτεχνική διακονία της λαϊκής μουσικής
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΤΟΚΑΛΟΥ*
Ο τραγουδιστής
[Μια ιστορία μπονζάι]
«Εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι
στιχάκι» τραγουδούσε με εκείνη τη βαθιά του τρυφερότητα ο Νίκος
Παπάζογλου — κι εγώ, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, τραγουδάω.
Τραγουδάω
ελληνικά, απλά και αυθεντικά, όπως κάθε Έλληνας που φέρει το τραγούδι
όχι σαν τέχνη, αλλά σαν ανάγκη ψυχής. Κανείς δε μου δίδαξε τεχνικές ούτε μου έδειξε κόλπα.
Στις γιορτές της εκκλησίας
τραγουδούσα με χαρά. Στην παρουσίαση των προγραμμάτων, στις λαχειοφόρες,
κι όταν κάποιος κέρδιζε, του αφιέρωνα το τραγούδι που ένιωθα πως του
ταίριαζε σαν ρούχο ραμμένο στα μέτρα του.
Μα οι μελωδίες τραβούσαν την ώρα, οι λαχνοί περίμεναν, κι εγώ αποσύρθηκα σιγά σιγά από τις φωνές εκείνες τις εορταστικές.
Όμως το τραγούδι δεν με άφησε.
Στο ιατρείο μου, κάθε τόσο, όταν ένιωθα πως κάτι χρειαζόταν να ειπωθεί όχι με λόγια αλλά με νότες, τραγουδούσα.
Μέσα στην οικογένειά μου, κάποιοι τραγουδούν επαγγελματικά· κλασική μουσική, μεγάλες σκηνές, τώρα και στην Όπερα του Μονάχου.
Σε κάθε οικογενειακή γιορτή – σε γάμους, γενέθλια – οι δικοί μου έλεγαν: «Εσύ θα τραγουδήσεις στο τέλος».
Μα
εγώ δεν τραγουδούσα ποτέ στο επίσημο πρόγραμμα. Μόνο με τις ορχήστρες
χορού, που με ένιωθαν δικό τους άνθρωπο. «Είσαι ένας από μας», έλεγαν.
Κάποιοι φίλοι μού πρότειναν να ηχογραφήσουμε τραγούδια, να τα βγάλουμε προς τα έξω. Μόνο με τον Κυριάκο Αποστολίδη το τόλμησα – μια και μοναδική μαγνητοσκόπηση.
Όταν κάποιο τραγούδι με άγγιζε, το τραγουδούσα στο κινητό μου και το έστελνα στους φίλους μου. Σίγουρα κάποιος έχει κρατήσει κάποιο από αυτά — ίσως τα ακούσετε κάποια μέρα.
Ένας φίλος επέμενε χρόνια να μπω στη χορωδία Concordia,
που διευθύνει ένας Έλληνας καθηγητής μουσικής. Εκεί άκουσα για πρώτη
φορά τις λέξεις: Τενόρος, Μπασίστας. Με νούμερα μάλιστα — ένα και δύο.
Εκεί είδα και τη σκάλα του ABC.
Μα εκείνο που με συγκλόνισε ήταν η προετοιμασία της φωνής· η τέχνη της αναπνοής. Υπάρχουν ασκήσεις – πολλές – που καλλιεργούν τη φωνή όπως το χώμα καλλιεργεί το σπόρο.
Οι τραγουδιστές της ορχήστρας κι ο μαέστρος αναρωτιούνταν: «Θα μείνει; Θα φύγει;».
Τους είπα: «Εγώ θα μείνω». Κι εκείνοι με αγκάλιασαν, σε κάθε πρόβα, σε κάθε συναυλία.
Μια μέρα, τυχαία, βρέθηκα στην παρουσίαση της μουσικής σχολής. Ρώτησα αστειευόμενος αν θα μπορούσα να εγγραφώ.
Αρχικά μου είπαν πως δεν υπήρχε θέση. Μα ύστερα το ξανασκέφτηκαν: «Θα ήταν κρίμα να αφήσουμε ένα τέτοιο ταλέντο απ’ έξω».
Κι έτσι άρχισα μαθήματα με την καθηγήτρια μουσικής. Πρώτα με το σώμα, τη στάση, τα φωνήεντα. Έπειτα όλα ήρθαν μόνα τους.
Κάθε μέρα, ανάλογα με τα αισθήματα
της στιγμής – μια χαρά, μια σκιά, μια σκέψη – το μυαλό μου πετάει ένα
τραγούδι. Το ψάχνω στο διαδίκτυο, το ακούω και το στέλνω.
Κάποιοι μου λένε: «Πού βρίσκεις τόση χαρά τόσο πρωί;». Άλλοι: «Τι όμορφο, λεβέντικο τραγούδι!»
Κατάλαβα πως δεν έχουμε όλοι την ίδια σχέση με το τραγούδι. Δεν το αγαπάμε με την ίδια ένταση. Δεν μας καίει όλους το ίδιο.
Εγώ όμως τραγουδώ.
Τώρα με την ορχήστρα Concordia, κάθε Τρίτη στις πρόβες.
Κι αναρωτιέμαι: Πού πήγε το ελληνικό μου τραγούδι;
Μήπως η τέχνη ξεπέρασε το συναίσθημα;
* O Μιχάλης Ντοκάλου είναι γιατρός παθολόγος, που ζει και εργάζεται ευδόκιμα εδώ και χρόνια στην πόλη Νέκαρζουλμ της Βάδης Βυρτεμβέργης της Γερμανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου