Την παρατηρούσα επί ώρα ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω από την
εφημερίδα μου. Τα αισθήματά μου έπαιζαν ανάμεσα στην αηδία και τον
οίκτο. Βαριανάσαινε λες και ανέβαινε με τα πόδια στο Παλαμήδι. Κάθε τόσο έπαιρνε ένα περιοδικό από το τραπεζάκι και προσπαθούσε να στεγνώσει τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό της. Φως φανάρι πως δεν αισθανόταν καλά. Εμ , βέβαια, με τόσο πάχος που κουβαλούσε επάνω της.
Έμοιαζε με υπερσιτισμένο ζωντανό. Όλα τα μέλη της σπαρταρούσαν στο λίπος. Πρόσωπο τίγκα στο προζύμι, στη θέση των ματιών διακρίνονταν με δυσκολία δυο μαύρες κουμπότρυπες. Χέρια και γάμπες σαν να τα ’χανε φουσκώσει με τρόμπα, στήθος και κοιλιά εξ αδιαιρέτου, ένας πελώριος σωρός , που παλλόταν κυματοειδώς , κάθε φορά που άλλαζε πλευρό. Κληρονομικοί παράγοντες; Υποθυρεοειδισμός; Πολυφαγία; Ένας συνδυασμός κάποιων από αυτά; Όποια κι αν ήταν η αιτία , λίγα ήταν τα ψωμιά της.
Έμοιαζε με υπερσιτισμένο ζωντανό. Όλα τα μέλη της σπαρταρούσαν στο λίπος. Πρόσωπο τίγκα στο προζύμι, στη θέση των ματιών διακρίνονταν με δυσκολία δυο μαύρες κουμπότρυπες. Χέρια και γάμπες σαν να τα ’χανε φουσκώσει με τρόμπα, στήθος και κοιλιά εξ αδιαιρέτου, ένας πελώριος σωρός , που παλλόταν κυματοειδώς , κάθε φορά που άλλαζε πλευρό. Κληρονομικοί παράγοντες; Υποθυρεοειδισμός; Πολυφαγία; Ένας συνδυασμός κάποιων από αυτά; Όποια κι αν ήταν η αιτία , λίγα ήταν τα ψωμιά της.
Βάλθηκα να φαντάζομαι πιθανά σενάρια θανάτου. Κατέληξα στην πιθανότερη εκδοχή:
έμφραγμα! Στον ύπνο συνήθως , ύστερα από ένα γαστριμαργικό όργιο. Καλός
θάνατος! Χωρίς πόνους και ξεφτίλα από την κατάρρευση του σώματος κι οι
συγγενείς να κάνουν
σχέδια για εκδρομές και τσιμπούσια μπροστά σου , ενώ στα πίσω δωμάτια
ετοιμάζουν το σάβανό σου. Μόνο που στην περίπτωσή της ήταν κομμάτι
άδικο. Θεωρητικώς είχε πολλά χρόνια μπροστά της, ήταν ολοφάνερο πως δεν ξεπερνούσε τα
τριάντα.Νέα γυναίκα.Κρίμα και άδικο να πάει έτσι...
Είχα έρθει μετά απ’ αυτήν. Σκεφτόμουν πόση ώρα θα έκανε μέσα στο
γιατρό κι ανησυχούσα. Ασφαλώς θα την κρατούσε έναν αιώνα κι εγώ
βιαζόμουνα. Το ραντεβού
με το μεσίτη δε χωρούσε αναβολή. Ή ταν ή επί τας! Θα έφερνε τον πωλητή
κι εγώ το ήθελα το σπιτάκι εκείνο στη Περαία, όπως ο πρεζάκιας τη δόση
του. Ήτανε όμως και το αυτοκίνητο που το ’χα παρκάρει μπροστά στην
Τράπεζα κι υπήρχε ο κίνδυνος να μου το πάρει ο γερανός αν καθυστερούσα
υπέρμετρα.Με τον καινούριο δήμαρχο η Τροχαία δεν αστειευότανε καθόλου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Μου ’ρθε να την παρακαλέσω να περάσω πρώτος, αλλά συγκρατήθηκα. Κάτι μέσα μου αντέδρασε στη σκέψη ότι θα υποχρεωνόμουν σ’ αυτό το πλάσμα , που όλο φυσούσε και ξεφυσούσε και προφανώς θα βρομούσε ξινίλες, γιατί πώς να πλύνεις ένα τέτοιο κορμί, τα χέρια πού να φτάσουνε στα πόδια;
Μου ’ρθε να την παρακαλέσω να περάσω πρώτος, αλλά συγκρατήθηκα. Κάτι μέσα μου αντέδρασε στη σκέψη ότι θα υποχρεωνόμουν σ’ αυτό το πλάσμα , που όλο φυσούσε και ξεφυσούσε και προφανώς θα βρομούσε ξινίλες, γιατί πώς να πλύνεις ένα τέτοιο κορμί, τα χέρια πού να φτάσουνε στα πόδια;
Η πόρτα του γραφείου διέκοψε τις ρατσιστικές σκέψεις μου και η βοηθός την κάλεσε να μπει. Πετάχτηκε πάνω. Τρόπος του λέγειν το «πετάχτηκε». Στηρίχτηκε με τα δυο χέρια στα μπράτσα της πολυθρόνας , έριξε με δύναμη τους μπόγους του στήθους προς τα κάτω, ταλαντεύτηκε μια στιγμή , να πέσει μπρος ή να πέσει πίσω, τελικά τα κατάφερε. Στυλώθηκε με κόπο και κίνησε σέρνοντας τα βήματά της προς το γραφείο, ενώ η ανάσα της έβγαινε σφυριχτή από την τρύπα που κατ' ευφημισμό θα αποκαλούσες «στόμα».
Η πόρτα έκλεισε με πάταγο, εμένα όμως με ζώσανε τα φίδια. Το ρολόι μου
έδειχνε στο αμείλιχτο πρόσωπό του πως τα περιθώρια χρόνου που είχα στη
διάθεσή μου είχαν στενέψει δραματικά. Πάνω όμως που ήμουν έτοιμος να
φύγω , να περνούσα, είπα, την άλλη μέρα με την ησυχία
μου, εξάλλου δεν ήταν επείγον το ζήτημα, μία επίσκεψη ρουτίνας ήταν ,
όπως πριν από ένα εξάμηνο, όπως και κάθε χρόνο, απλώς για επιβεβαίωση
ότι όλα πάνε καλά, Όλες οι τιμές πολύ κάτω από το όριο,κύριε Βασιλειάδη , θα μας θάψεις όλους, κορόιδευε ο προσωπικός μου γιατρός , η πόρτα εσείσθη συθέμελα! Ούτε πέντε λεπτά δεν έκανε το θηλυκό ον , αλλά τι να της έλεγε ο γιατρός, σκέφτηκα, σίγουρα την απόδιωξε στα χάλια που ήταν…
Βγήκε ασθμαίνουσα κρατώντας ένα χαρτί. Κοντοστάθηκε και το κοίταξε λαίμαργα. Μου φάνηκε πως τα πρησμένα μάτια της είχαν μεγαλώσει , στο βάθος των πηγαδιών τους σπινθήριζαν φλογίτσες θριάμβου. Περνώντας από δίπλα μου με έλουσε ένα κύμα κρεμμυδίλας . Προφανώς, πριν έρθει για τα αποτελέσματα των αναλύσεων, είχε περάσει από κάποιο γυράδικο για ένα γιουρτλουκεμπαπτσίδικο brunch.
Βγήκε ασθμαίνουσα κρατώντας ένα χαρτί. Κοντοστάθηκε και το κοίταξε λαίμαργα. Μου φάνηκε πως τα πρησμένα μάτια της είχαν μεγαλώσει , στο βάθος των πηγαδιών τους σπινθήριζαν φλογίτσες θριάμβου. Περνώντας από δίπλα μου με έλουσε ένα κύμα κρεμμυδίλας . Προφανώς, πριν έρθει για τα αποτελέσματα των αναλύσεων, είχε περάσει από κάποιο γυράδικο για ένα γιουρτλουκεμπαπτσίδικο brunch.
Μπήκα με τη σειρά μου στο γραφείο και κάθισα . Το ύφος όμως του γιατρού εξ αρχής δε μ’ άρεσε καθόλου, έτσι όπως είχε βυθιστεί στην οθόνη στον υπολογιστή. Μια αχλή ανησυχητικού μυστηρίου άρχισε να πλανιέται πάνω από το λαμπατέρ, που αγωνιζόταν να διώξει επί ματαίω τα σκοτάδια του καταθλιπτικού γραφείου του.
«Κύριε Βασιλειάδη, τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο καλά!» είπε παίζοντας με το χέρι το ποντίκι του υπολογιστή του, επί του οποίου ήταν μονίμως καρφωμένο το βλέμμα του.»
« Τη βγάζω ή δε τη βγάζω τη μέρα , γιατρέ;» προσπάθησα να δώσω ένα χιουμοριστικό τόνο στη φωνή μου, ενώ η καρδιά μου άρχισε να δίνει τους πρώτους κλώτσους μέσα στο στήθος.
« Σας πειράζει να γίνει αύριο το μοιραίο;» μού επέστρεψε το χιούμορ του με τη μορφή δηλητηρίου. « Πλάκα κάνω, μην το παίρνετε τοις μετρητοίς , αγαπητέ μου ! Προς το παρόν, δεν είστε του θανατά, αλλά, αλλά..., αν θέλετε τη γνώμη μου, χρειάζεστε ένα πληρέστερο τσεκάπ και ...»
« Γιατρέ, εκπλήσσομαι μ' αυτά που ακούω.» μισοσηκώθηκα από την πολυθρόνα έντρομος. « Πριν έξι μήνες μου είπατε ότι περνάω τη δεύτερη νιότη μου και τώρα με θάβετε;»
Το χέρι του χτύπησε μάλλον νευρικά το ποντίκι πάνω στο γραφείο:
« Μα τι έχετε πάθει με τις θανατίλες σας σήμερα; Δεν είμαι νεκροθάφτης , κύριε Βασιλειάδη, γιατρός είμαι! Σας λέω ό,τι βλέπω. Οι τιμές είναι τιμές, δε γίνεται να αλλάξουν! Τα τριγλυκερίδιά σας, η HDL, η LDL… Συγκρίνοντάς τες με τις αντίστοιχες προ εξαμήνου είναι τσιμπημένες.»
« Τσιμπημένες , πόσο τσιμπημένες; » .Έπεσα καταπτοημένος στην πολυθρόνα .
« Ελάτε τώρα, μην το παίρνετε κατάκαρδα. Ώριμος άνθρωπος είστε , πρέπει να αντιδράσετε ψύχραιμα και συντονισμένα.»
« Ψύχραιμα και συντονισμένα! Ως προς το πρώτο, εύκολο είναι να το λες , δύσκολο όμως να το κάνεις. Ως προς το δεύτερο , κάτι είχατε αρχίσει να μου λέτε για ένα πληρέστερο τσεκάπ…»
«Επιβάλλεται, κύριε Βασιλειάδη, επιβάλλεται εδώ και τώρα! Ένα καλό ιατρικό κέντρο, ένα δημόσιο νοσοκομείο, δε σας συνιστώ βεβαίως το δεύτερο, κάπου , τέλος πάντων, όπου θα σας εξετάσουν ενδελεχώς ,μαγνητική , ενδεχομένως αξονική, τα ξέρετε καλύτερα από μένα, και θα σας δώσουν την κατάλληλη αγωγή. Αν θέλετε, μπορώ να μεσολαβήσω να σας δεχθούν αμέσως στο Διευρωπαϊκό, όπου δουλεύει η γυναίκα μου.»...
«Ευχαριστώ, γιατρέ!» είπα και σηκώθηκα. «Θα το συζητήσω με τον προσωπικό μου γιατρό». Χαιρέτισα και έφυγα με τις «τσιμπημένες» αναλύσεις στο χέρι.
Βγήκα τρεκλίζοντας από το ιατρείο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα. Μπορεί να το ’χα κόψει εδώ και πέντε χρόνια, αλλά σε κάτι τέτοιες θύελλες , όταν το πλοίο σου κοντεύει να μπατάρει κι εσύ προσεύχεσαι γονατιστός στο κατάστρωμα,κατεβάζεις κάποιες ηλίθιες ιδέες για να εκτονωθείς .
Διέσχισα το δρόμο σαν τον υπνοβάτη και κατευθύνθηκα στο απέναντι περίπτερο. Την ώρα που ξεφλούδιζα με τρεμάμενα χέρια τη ζελατίνα του πακέτου, είδα, ξαφνικά , τη ευτραφέστατη κυρία του μικροβιολογικού να στέκεται ούτε τρία μέτρα από μένα . Περίμενε στη στάση το λεωφορείο των Συκεών. Στ’ αριστερό της χέρι κρατούσε έναν παγωτό πύραυλο τεραστίων διαστάσεων, ενώ με το δεξί ένα κινητό σαν παντόφλα και μιλούσε.
«Ναι, ρε μάνα, σου λέω. Οι εξετάσεις ήταν πεντακάθαρες! Όπως και τις άλλες φορές. Εγώ στο είπα, τσάμπα τα λεφτά που δίνουμε. Λοιπόν άκου: Ως εδώ ήταν ! Οι επόμενες εξετάσεις θα γίνουν μετά την παρέλευση δεκαετίας . Άντε γεια τώρα! Έχω ραντεβού στα Κάστρα για φαγητό με κάτι φίλες.»
Έμεινα στήλη άλατος. Το πράγμα έπαιρνε διαστάσεις απίθανου γκροτέσκο.Εγώ με τα μαρουλάκια μου, τις ντοματούλες μου, τα εκρηκτικά μου όσπρια δις και τρις εβδομαδιαίως, εγώ, που σαν το πουλάκι έτρωγα και σαν το προβατάκι σιτιζόμουν από τα βιολογικά λιβάδια του πανάκριβου Health Garden , εγώ που είχα κάνει Ευαγγέλιο το Ιπποκρατικό αξίωμα Άνδρα δε χρη, ός εστι συνετός, λογισάμενον ότι τοίσιν ανθρώποισιν πλείστου άξιόν εστι η υγιείη, να πνίγομαι στις τρανσαμινάσες,... ενώ αυτό το,το, ... "πλάσμα", δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω βαρύ χαρακτηρισμό,για να μην εκπέσω στην προοδευτική μου συνείδηση … αυτό λοιπόν το «πλάσμα»να χαίρει άκρας υγείας , τρώγοντας ασφαλώς τον άμπακο.
Βλέποντας το λεωφορείο να πλησιάζει , το «πλάσμα» εξαφάνισε μ’ ένα μαγικό κόλπο στον καταπιόνα του τα εναπομείναντα δύο τρίτα του παγωμένου πυραύλου και πάτησε στο σκαλοπάτι. Το γηραιό λεωφορείο προς στιγμή κλυδωνίστηκε συθέμελα, αλλά φαίνεται ότι άντεχε ακόμα το σασί του , γιατί κατάφερε να έρθει στα ίσια του. Ορθορόδιασε και ξεκίνησε, αγκομαχώντας . Έμεινα να το κοιτώ αποσβολωμένος. Ανέβαινε , πορδίζοντας ένα σύννεφο καπνού, τη Βενιζέλου, ενώ οι πρώτες τάσεις εμετού από το "παρηγορητικό" μου τσιγαράκι άρχισαν να σουλατσάρουν στο ξέμαθο στη νικοτίνη στομάχι μου.
Σαν από μηχανής Θεός , ένα ταξί εμφανίστηκε και αποβίβασε δύο πελάτες μπρος στη στάση. Τη στιγμή που ο οδηγός ήταν έτοιμος να πατήσει γκάζι για να φύγει , το αποφάσισα. Άνοιξα την πόρτα και χώθηκα μέσα σαν αστραπή. Με ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση πρόσταξα: «Ακολούθησε το λεωφορείο με τον αριθμό 23. Το βλέπεις; Περιμένει στο φανάρι της Εγνατίας!».
Ο οδηγός γύρισε και με κοίταξε καχύποπτα.
«Άκουσε , φίλε, δε θέλω μπλεξίματα» γύρισε αυτός τσατισμένος. «Αν είναι τίποτε παράνομο και με φωνάξουνε στα δικαστήρια, εγώ δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα. Να το ξέρεις…»
«Τι παράνομο μου τσαμπουνάς και δικαστήρια, χριστιανέ μου; Ένα γνωστό θέλω να προλάβω, που μπήκε στο λεωφορείο.»
«Άμα είναι έτσι , πάω πάσο! Φύγαμε!» είπε αλλάζοντας ύφος .
Έβαλε μπρος και φύγαμε, μια φυγή όμως σερνάμενη και κουνάμενη, απ’ τις γνωστές τετράτροχες τσάρκες με τον αραμπά στην πνιγμένη πόλη, θυμήθηκα και το ραντεβού που είχα , αλλά ποιος τον χέζει τώρα τον Σκρουτζ τον πωλητή που είχε μουλαρώσει και δεν έκοβε ούτε ένα χιλιάρικο από το αρχικό ποσό που απερίσκεπτα είχα συμφωνήσει για την αγορά του σπιτιού, μπήκαμε στην Αγίου Δημητρίου, όλο ζόριζα τον οδηγό να το παίξει Χάμιλτον , αλλά αυτός αντί να επιταχύνει δήλωνε ότι τα Scoda δεν έχουνε ακόμα βγάλει φτερά, ψιλοφρακάραμε μπροστά από τον ευκτήριο οίκο του Αγίου Δημητρίου , ένεκα το κοπάδι με τις αγιούσες απ’ το ΚΑΠΗ της Μανωλάδας που κατεβαιναν με το πάσο τους από το εκδρομικό λεωφορείο και διέσχιζαν το δρόμο, στρίψαμε κάποια στιγμή στην Ακροπόλεως , τελικά το χάσαμε το λεωφορείο του ΟΑΣΘ , είχε γίνει καπνός και τώρα πού να ψάξω τη ευτραφή κυρία;
Σταμάτησα το ταξί στην Πλατεία , ο Θεός να την πει έτσι, των Αγίων Αναργύρων. Και να ’θελα , δεν πήγαινε παραπέρα, γιατί γινόταν ανάστα ο κύριος. Όλη η περιοχή μέσα από τα Κάστρα υπό κατάληψη : άπειροι πιστοί που συνέρρεαν να προσκυνήσουν τη χάρη των αδωρόληπτων αγίων, μικροπωλητές με κινέζικά μαραφέτια απλωμένα επί του οδοστρώματος , γριούλες με λαμπάδες μεγαλύτερες απ’ το μπόι τους να περιμένουν στην ουρά, παππούληδες που κράδαιναν μπαστούνια κι εφορμούσαν ηρωικά να ασπαστούν τη θαυματουργή εικόνα…
Στεκόμουν αμήχανος δίπλα σε μία ταβέρνα σκεπτόμενος τρόπους για το πώς θα ξέμπλεκα από το ανθρωπομάνι που είχε κατακυριεύσει τον στενό χώρο. Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στο εσωτερικό της και τότε , ω του θαύματος ,την είδα! Η γυναίκα που γύρευα ήτανε μέσα, λίγα μέτρα από μένα .Αν δεν ήταν το τζάμι που μας χώριζε, θα μπορούσα να την αγγίξω.
Καθόταν με άλλα τρία ξανθά ευτραφέστατα πλάσματα και τελετουργούσαν στη μνήμη των
Αρχαγγέλων μας γύρω από ένα τραπέζι τίγκα στα εδέσματα . Στο κέντρο του τεράστιου τραπεζιού
δέσποζε η πιατέλα με ένα ολόκληρο ψητό αρνί θρονιασμένο επάνω της,
επί του οποίου αμνού είχαν επιπέσει οι ξανθές νηρηίδες υλοποιώντας την επωδό του γνωστού δημοτικού άσματος της Αραχώβης:
Χωρίς να διστάσω έκανα στροφή και μπήκα στο κέντρο . Διέσχισα την αίθουσα . Σταμάτησα μπροστά στη κυρία που εκείνη τη στιγμή ιερουργούσε , κρατώντας ένα τεράστιο κόκκαλο επενδυμένο με τις λαχταριστές σάρκες του οβελία . Γύρισε και με κοίταξε καχύποπτα. Αιφνιδιάστηκε προφανώς .Τα μάτια της είχαν μεταβληθεί σε πελώριες μαύρες τρύπες, ικανές να καταποντίσουν μέσα τους ολόκληρα γκαζάδικα.
Πήρα το καλό μου ύφος. « Συγγνώμη , κυρία μου, που σας ενοχλώ. Ασφαλώς θα με θυμάστε. Ήμασταν προ ολίγου στο μικροβιολόγο Παρασίδη…»
Με διέκοψε . « Ναι σας θυμάμαι. Τι σημαίνει όμως η παρουσία σας εδώ; Μήπως έγινε κάποιο λάθος στα αποτελέσματα και σας έστειλε ο γιατρός να ...;»
« Όχι, όχι, κυρία μου , κανένα λάθος» τη διαβεβαίωσα.« Απλώς σας είδα εδώ και σκέφθηκα να σας ρωτήσω για κάτι. Έχετε την καλοσύνη να μου διαθέσετε ένα λεπτό από τη ζωή σας ιδιαιτέρως;»
Κουνήθηκε ανήσυχη προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες της καρέκλας της. Ποιος ξέρει τι θα έβαζε η έρμη με το μυαλό της για την παρουσία μου. Μπορεί να ήθελα να της την πέσω, μπορεί…Με τόσους παλαβούς που κυκλοφορούν ελεύθεροι, μαχαιρώνουν όποιον γουστάρουν, όλα ήταν δυνατά. Την καταλάβαινα…
« Δεν έχω μυστικά από τις φίλες μου, κύριε. Ό,τι έχετε να πείτε, να το πείτε μπροστά τους!»
«Ευχαρίστως να εκμυστηρευτώ την απορία μου, Ξέρετε, εγώ… μέχρι πρότινος δεν είχα τίποτε.Ήμουν πεντάγερος. Όλες οι τιμές στις βιοχημικές αναλύσεις μου ήτανε μια χαρά. Σήμερα όμως αυτές οι...άτιμες τρελάθηκαν, πήγαν σε μεγάλα ύψη και σε απύθμενα βάθη. Επειδή σας άκουσα όλως τυχαίως να λέτε στο τηλέφωνο ότι είστε υγιέστατη , σκέφθηκα …»
Το έγδαρα, το σούβλισα
και τόσφιξα στ’αλάτι.
Το έψησα, το λιάνισα
κι αρχίζω απ’ την πλάτη.
και τόσφιξα στ’αλάτι.
Το έψησα, το λιάνισα
κι αρχίζω απ’ την πλάτη.
Χωρίς να διστάσω έκανα στροφή και μπήκα στο κέντρο . Διέσχισα την αίθουσα . Σταμάτησα μπροστά στη κυρία που εκείνη τη στιγμή ιερουργούσε , κρατώντας ένα τεράστιο κόκκαλο επενδυμένο με τις λαχταριστές σάρκες του οβελία . Γύρισε και με κοίταξε καχύποπτα. Αιφνιδιάστηκε προφανώς .Τα μάτια της είχαν μεταβληθεί σε πελώριες μαύρες τρύπες, ικανές να καταποντίσουν μέσα τους ολόκληρα γκαζάδικα.
Πήρα το καλό μου ύφος. « Συγγνώμη , κυρία μου, που σας ενοχλώ. Ασφαλώς θα με θυμάστε. Ήμασταν προ ολίγου στο μικροβιολόγο Παρασίδη…»
Με διέκοψε . « Ναι σας θυμάμαι. Τι σημαίνει όμως η παρουσία σας εδώ; Μήπως έγινε κάποιο λάθος στα αποτελέσματα και σας έστειλε ο γιατρός να ...;»
« Όχι, όχι, κυρία μου , κανένα λάθος» τη διαβεβαίωσα.« Απλώς σας είδα εδώ και σκέφθηκα να σας ρωτήσω για κάτι. Έχετε την καλοσύνη να μου διαθέσετε ένα λεπτό από τη ζωή σας ιδιαιτέρως;»
Κουνήθηκε ανήσυχη προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες της καρέκλας της. Ποιος ξέρει τι θα έβαζε η έρμη με το μυαλό της για την παρουσία μου. Μπορεί να ήθελα να της την πέσω, μπορεί…Με τόσους παλαβούς που κυκλοφορούν ελεύθεροι, μαχαιρώνουν όποιον γουστάρουν, όλα ήταν δυνατά. Την καταλάβαινα…
« Δεν έχω μυστικά από τις φίλες μου, κύριε. Ό,τι έχετε να πείτε, να το πείτε μπροστά τους!»
«Ευχαρίστως να εκμυστηρευτώ την απορία μου, Ξέρετε, εγώ… μέχρι πρότινος δεν είχα τίποτε.Ήμουν πεντάγερος. Όλες οι τιμές στις βιοχημικές αναλύσεις μου ήτανε μια χαρά. Σήμερα όμως αυτές οι...άτιμες τρελάθηκαν, πήγαν σε μεγάλα ύψη και σε απύθμενα βάθη. Επειδή σας άκουσα όλως τυχαίως να λέτε στο τηλέφωνο ότι είστε υγιέστατη , σκέφθηκα …»
Με διέκοψε απότομα:
«…Σκεφτήκατε δε ρωτώ τη χοντρή πώς τα καταφέρνει να είναι καθαρή, ενώ εγώ ο φυσιολογικός είμαι τίγκα στα τριγλυκερίδια …»
Ύψωσα το κεφάλι μου , προσπαθώντας να δώσω ένα τόνο αγανάκτησης στο πρόσωπό μου.
«…Σκεφτήκατε δε ρωτώ τη χοντρή πώς τα καταφέρνει να είναι καθαρή, ενώ εγώ ο φυσιολογικός είμαι τίγκα στα τριγλυκερίδια …»
Ύψωσα το κεφάλι μου , προσπαθώντας να δώσω ένα τόνο αγανάκτησης στο πρόσωπό μου.
«
Δεν είμαι ούτε χυδαίος ούτε ρατσιστής , κυρία μου! Σας διαβεβαιώ ότι η
λέξη που μου αποδίδετε ως σκέψη για το σώμα σας είναι ξένη προς την
αξιοπρέπειά μου.»
Τα μάτια της τώρα είχαν μεταβληθεί σε δαμάσκηνα Σκοπέλου. Στο πρόσωπό της παιχνίδιζε το ύφος εκείνο που έχει προσδώσει παγκοσμίως στο νεοέλληνα το αδιαφιλονίκητο τίτλο του «είρωνα».
« Εντάξει , κύριε, σας πιστεύω.Για να συντομεύουμε και για να σας αποδείξω το πόσο σας πιστεύω, θα σας εμπιστευτώ το μυστικό της υγιεινής διατροφής μου .»
Γύρισε προς τις φίλες της, που χαμογελούσαν πονηρά:
«Κορίτσια, να του πούμε του κυρίου τη δίαιτά μας ή θα προσβάλω τα χρηστά σας ήθη;»
«Να του την πούμε, να του την πούμε!...», αναφώνησαν τα ξανθά κοράσια με τις κυματιστές σάρκες ως χορός γκροτέσκας κωμωδίας.
« Λοιπόν,κύριε, εφαρμόζουμε τη... Δίαιτα της πάπιας με την όξω καρδιά!»
«Δηλαδή;Τι είδους δίαιτα είναι αυτή;» ψέλλισα σαν χαμένος.
« Τρώμε τα πάντα δίχως εξαιρέσεις και μετά... κάνουμε την πάπια!Γουστάρουμε , κύριε, γουστάρουμε και σε κανένα δε δίνουμε λογαριασμό» είπε και έσκασε στα γέλια.
Τα μάτια της τώρα είχαν μεταβληθεί σε δαμάσκηνα Σκοπέλου. Στο πρόσωπό της παιχνίδιζε το ύφος εκείνο που έχει προσδώσει παγκοσμίως στο νεοέλληνα το αδιαφιλονίκητο τίτλο του «είρωνα».
« Εντάξει , κύριε, σας πιστεύω.Για να συντομεύουμε και για να σας αποδείξω το πόσο σας πιστεύω, θα σας εμπιστευτώ το μυστικό της υγιεινής διατροφής μου .»
Γύρισε προς τις φίλες της, που χαμογελούσαν πονηρά:
«Κορίτσια, να του πούμε του κυρίου τη δίαιτά μας ή θα προσβάλω τα χρηστά σας ήθη;»
«Να του την πούμε, να του την πούμε!...», αναφώνησαν τα ξανθά κοράσια με τις κυματιστές σάρκες ως χορός γκροτέσκας κωμωδίας.
« Λοιπόν,κύριε, εφαρμόζουμε τη... Δίαιτα της πάπιας με την όξω καρδιά!»
«Δηλαδή;Τι είδους δίαιτα είναι αυτή;» ψέλλισα σαν χαμένος.
« Τρώμε τα πάντα δίχως εξαιρέσεις και μετά... κάνουμε την πάπια!Γουστάρουμε , κύριε, γουστάρουμε και σε κανένα δε δίνουμε λογαριασμό» είπε και έσκασε στα γέλια.
Μια συγχορδία εκρήξεων τύπου "ΧΟ!, ΧΟ!, ΧΟ και ΧΑ!, ΧΑ!, ΧΑ!", επιβεβαίωσε το αληθές του λόγου της εκ μέρους των χαριτωμένων υπάρξεων του τραπεζιού, που πήγαινε κι ερχόταν από τους αλλεπάλληλους σπασμούς των αβυσσαλέων γαστέρων τους.
Πισωπάτησα ντροπιασμένος από τη εκκωφαντική αντίδρασή τους ρίχνοντας μια καρέκλα στο πάτωμα.
" Να σας κεράσουμε κάτι;Ένα κοψιδάκι με μια παγωμένη Amstel είναι ο τέλειος συνδυασμός " την άκουσα να λέει με κοροϊδευτική διάθεση.
"Όχι, ευχαριστώ!" είπα ντροπιασμένος. Ένα κύμα πανικού με έσπρωξε σαν τυφώνας προς την έξοδο. Πριν περάσω το κατώφλι την άκουσα να λέει:
« Μια συμβουλή ακόμα, αγαπητέ μου: Καλό φαϊ και... όξω καρδιά! Αλλιώς η Δίαιτα δεν πιάνει…»
Φθάνοντας στο σπίτι , η Κούλα είχε πέσει για ύπνο. Άνοιξα το ψυγείο και περιδρόμιασα ό,τι βρήκα μπροστά μου, ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά, τρία μπιφτέκια που είχαν ξεμείνει από την Κυριακή, ένα μιλφέιγ απ' τη γιορτή της Κούλας, κατέβασα μια κόκα κόλα από πάνω, τεζάρησα. Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και αγκάλιασα τη γυναίκα μου. Αναδεύτηκε ξεθαρρεμένη και τρίφτηκε επάνω μου , αλλά, έτσι όπως πίεζε το στομάχι μου που είχε γίνει σαν καρπούζι , ο αγώνας πάλης σούμο αναβλήθηκε για την άλλη Πέμπτη . Γύρισα πλευρό μπας και ανακουφιστώ.
« Μανόλη, πώς πήγε με το γιατρό;», είπε μισοκοιμισμένη η Κούλα
« Όλα καλά! Λίγο τα τριγλυκερίδια ανεβασμένα, αλλά μου έδωσε μια δίαιτα θαυματουργή..»
« Τι είδους δίαιτα;»
« Της πάπιας με την όξω καρδιά!»
«Τι είπες;»
« Τίποτα. Θα σου εξηγήσω αύριο. Κοιμήσου τώρα!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου