Μίκης Θεοδωράκης – Μάνος Χατζιδάκις: Βίοι και παράλληλοι και αντίθετοι
*
2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #3
γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
neoplanodion.gr
Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.
***
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις αποτέλεσαν για δεκαετίες δύο από τους συστηματικότερους διαμορφωτές και στυλοβάτες του «κανόνα» της νεότερης ελληνικής μουσικής, έχοντας αποκτήσει τόσο φανατικούς οπαδούς όσο και μαχητικούς πολεμίους. Στη συνύπαρξη, την (περιστασιακή) συμπόρευση, τις έλξεις, τις αποκλίσεις και τη διαφορά ταυτότητας και ιδιοσυγκρασίας τους χτίστηκε εν πολλοίς η νεότερη ελληνική μουσική και το λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι. Στο συγκεκριμένο άρθρο, έχοντας πάντα την εστίασή μας στην περίπτωση Θεοδωράκη, θα επιχειρήσουμε να επισημάνουμε τις κομβικότερες έλξεις και αποκλίσεις τους, επιχειρώντας να αιτιολογήσουμε ότι οι πορείες που οι δύο πλέον μείζονες Έλληνες συνθέτες ακολούθησαν υπήρξαν ταυτοχρόνως και ανά περιόδους της ζωής και του έργου τους ΚΑΙ παράλληλες ΚΑΙ αντίθετες.
Βίοι παράλληλοι γιατί: Διήλθαν μαζί στα νεανικά τους χρόνια σε ορισμένες από τις κρισιμότερες περιστάσεις της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Γεννημένοι την ίδια χρονιά και οι δυο τους, σε επαρχιακές πόλεις της μεσοπολεμικής Ελλάδας (ο Μίκης, μάλιστα, έκανε στα παιδικά του χρόνια και το γύρο της, εξαιτίας των επαγγελματικών μεταθέσεων του πατέρα του), βρέθηκαν μετέπειτα στην Αθήνα και οργανώθηκαν εντός της ναζιστικής κατοχής στην αντιστασιακή (και αριστερή) ΕΠΟΝ, με το Θεοδωράκη, μάλιστα, να συμμετέχει και ενεργά στη σκληρότατη σύγκρουση των Δεκεμβριανών. Τα κοινά τους ενδιαφέροντα και οι παραπλήσιες μουσικές και πολιτικές (τότε) αναζητήσεις τους τούς έφεραν από νωρίς κοντά, ενώ ο νεαρός Χατζιδάκις προσέφερε και έμπρακτη βοήθεια στο Μίκη Θεοδωράκη κατά την περίοδο που αναζητούσε καταφύγιο εντός της Αθήνας ως αντικαθεστωτικός.
Βίοι αντίθετοι γιατί: Η πορεία τους στο κοινωνικό πεδίο πολύ σύντομα τους απομακρύνει σημαντικά, με τον καθένα τους να ακολουθεί πλέον διαφορετικούς δρόμους. Ο Μάνος Χατζιδάκις παίρνει γρήγορα αποστάσεις από την Αριστερά και την ενεργό πάλη, βρίσκοντας σταδιακά το ρόλο και τη θέση του στη μεταπολεμική αστική συνθήκη κι εστιάζοντας στο μουσικό και καλλιτεχνικό του έργο. Συν τω χρόνω, μάλιστα, θα καταστεί ένας από τους ελάχιστους μείζονες καλλιτέχνες με ανοιχτά «αστική» ιδεολογία, κρατώντας, ωστόσο, ακόμα και μέσα σ’ αυτή την κατάσταση την εσωτερική του αυτοτέλεια. Από την άλλη, ο Μίκης Θεοδωράκης θα υποστεί ολόκληρο το μαρτύριο της αταλάντευτης αριστερής προσήλωσης, με εκτοπισμούς, φυλακίσεις, εξορίες και βασανιστήρια για σχεδόν μια δεκαετία (σε κάπως πιο ήπιο βαθμό θα υποστεί τα ίδια εκ νέου και κατά τη δικτατορία της 21ης Απριλίου), καθιστάμενος προοδευτικά ένα σύμβολο του διαρκούς και αέναου αγώνα. Συν τω χρόνω, η ενεργός ανάμειξή του με την πολιτική θα τον φέρει σε πρόσκαιρες ή μονιμότερες κοινωνικές συμμαχίες με ετερόκλητους ιδεολογικούς χώρους, σμίγοντας, μάλιστα, απροσδόκητα και σε ύστερη ηλικία ξανά για λίγο και με τον πάλαι ποτέ ιδεολογικό «σύντροφό» του, Μάνο Χατζιδάκι.
Βίοι παράλληλοι γιατί: Έθεσαν και οι δύο στον πυρήνα του δημιουργικού τους έργου τη συνομιλία της «υψηλής» μουσικής με το απτό και λαϊκό στοιχείο. Κανείς τους, παρά τη βαθιά μουσική τους παιδεία και κατάρτιση, δεν αρκέστηκε απλώς στην κλειστή και ενδοσυντεχνιακή λόγια επικοινωνία με το κλασικό ή το νεωτερικό συμφωνικό και πειραματικό τραγούδι, αλλά, αντιθέτως, και οι δύο επιχείρησαν, ο καθένας με τον ιδιαίτερο και αυτόνομο τρόπο του, ένα ιδιότυπο «εμβάπτισμά» του τόσο στην ελληνική παράδοση όσο και στη συγκαιρινή τους λαϊκή κουλτούρα (που προϋπέθετε και το νέο μουσικό κοσμοείδωλο που η καταστροφή του 1922 είχε γεννήσει). Ο Μάνος Χατζιδάκις πρώτος έκανε λόγο για το ρεμπέτικο τραγούδι ως αυταξία σε μια εποχή που ακόμα και η Αριστερά το αποκήρυσσε ανοιχτά ως αστική παρέκκλιση, συνομίλησε κατόπιν ανοιχτά με το λαϊκό και το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι στις κινηματογραφικές του δουλειές (η μία εξ αυτών του έφερε στα 35 του χρόνια και το βραβείο Όσκαρ) και τους πρώτους κύκλους τραγουδιών του, προβαίνοντας, επίσης, και σε επανεκτελέσεις αρχοντορεμπέτικων κομματιών εμπλουτισμένων με λόγια στοιχεία. Ο Θεοδωράκης, αντίστοιχα, άλλαξε εν πολλοίς τη μοίρα όλης της ελληνικής μουσικής, συνενώνοντας άκρως επιτυχημένα το αυτούσιο λαϊκό τραγούδι με τον θεωρούμενο ως «υψηλό» και λόγιο χώρο της ποίησης και θέτοντας, έτσι, γερά τα θεμέλια για μια μουσική επανάσταση που δόμησε την ιδιαίτερη κι ελληνική εκδοχή της μουσικής νεωτερικότητας (μέσω του λεγόμενου «έντεχνου – λαϊκού» τραγουδιού), γνωρίζοντας ευρεία και σχεδόν ομόθυμη λαϊκή αποδοχή. Οι παράλληλες δουλειές τους στον κινηματογράφο, το θέατρο, αλλά και τα πρώτα Φεστιβάλ Τραγουδιού αξίζει εντέλει να διαβαστούν / ακουστούν περισσότερο παραπληρωματικά παρά αντιπαραθετικά.
Βίοι αντίθετοι γιατί: Ο τρόπος προσέγγισης κι επανερμηνείας της λαϊκής μουσικής και κουλτούρας στο έργο του καθενός τους υπήρξε εντέλει πολύ διαφορετικός. Εκεί που ο Θεοδωράκης έβλεπε το λαϊκό μοτίβο ως το ικανότερο δυνατό όπλο για να επιτύχει την πολυπόθητη επικοινωνία με τις μάζες (έχοντας κατά νου και ευρύτερες ιδεολογικές στοχεύσεις), ο Χατζιδάκις, αντίθετα, διέβλεπε τον κίνδυνο ενός καλλιτεχνικού «λαϊκισμού» που θα είχε ως συνακόλουθο και συνέπειες εντέλει στο ίδιο το καλλιτεχνικό κι αισθητικό αποτύπωμα. Εκεί που ο Θεοδωράκης προέβαινε σε μαζικές μελοποιήσεις ποιητών και τεχνοτροπιών συχνά ετεροβαρούς αξίας και ακόμα και ανοιχτά αντιπαραθετικών ιδεολογικά μεταξύ τους (με τίμημα, μάλιστα, την εστίαση του κοινού μονάχα στη συγκεκριμένη πτυχή του έργου του και σχεδόν πάντοτε εις βάρος της συμφωνικής του δημιουργίας), ο Χατζιδάκις, υπό το φόβο της κακής χρήσης και της υπερβολής της λαϊκότητας ως προτάγματος, ήταν πολύ πιο επιλεκτικός στη χρήση ενός, πολλάκις, μάλιστα, δευτερογενούς και διηθημένου, λαϊκού στοιχείου, αφαιρώντας, μάλιστα, από μια περίοδο του έργου του κι έπειτα ακόμα και το μπουζούκι από τις ηχογραφήσεις του και προχωρώντας σε νεότερες ενορχηστρώσεις παλαιότερων έργων του υπό το πρίσμα της νέας μουσικής του θεώρησης (με τίμημα, μάλιστα, την απομάκρυνση της τελευταίας περιόδου του έργου του από τις πλατύτερες μάζες). Ενδεικτική της διαφορετικής οπτικής τους πάνω στην έννοια της λαϊκότητας αποτελεί, φυσικά, η περίφημη διαμάχη για τις δύο ενορχηστρώσεις του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου που αποτέλεσε μοιραία και την αιτία της πλήρους κι εφ όρου ζωής ρήξης του Μίκη Θεοδωράκη με τη Νάνα Μούσχουρη, στερώντας το μείζον έργο του από μια ερμηνεύτρια παγκόσμιου βεληνεκούς.
Βίοι παράλληλοι γιατί: Διαφώνησαν ανοιχτά αμφότεροι με κάθε είδους εξουσία, ακόμα κι όταν είχαν πια αποκτήσει κύρος, δύναμη κι αποτελούσαν τμήμα του λεγόμενου «κατεστημένου» του πολιτισμικού χώρου (και τότε, μάλιστα, ακόμα περισσότερο). Ο Μίκης Θεοδωράκης , ήδη φτασμένος συνθέτης, δεν δίστασε να ηγηθεί του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, με προσωπικό τίμημα φυλακίσεις, εκτοπισμούς κι εντέλει την εθελούσια (;) εξορία από τη χώρα, ενώ, στη συνέχεια, υπήρξε ανά διαστήματα σφοδρός πολέμιος των κυβερνώντων στον μισό σχεδόν αιώνα που έζησε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, παρά τη διεθνή του καταξίωση και τις κατά καιρούς πολιτικές θέσεις που είχε λάβει, «εφόδια» που θεωρητικά θα του επέτρεπαν να επαναπαυθεί στις δάφνες του και να πάψει να δίνεται ολόψυχα σε νέους κάθε φορά κοινωνικούς στόχους. Αντίστοιχα, και ο Μάνος Χατζιδάκις, δίχως ποτέ να παραστήσει τον «αριστερό» ή τον κοινωνικό αγωνιστή και αναμορφωτή, ήρθε ανοιχτά σε ρήξη με τους Υπουργούς της δικής του παράταξης όταν θεώρησε τις υποδείξεις τους στον καλλιτεχνικό τομέα κοντόφθαλμες και σωβινιστικές, πολέμησε τον κυρίαρχο (και άκρως φιλικό προς την τότε σοσιαλιστική Κυβέρνηση) κίτρινο τύπο και χτυπήθηκε για την προσωπική του ζωή από το σύστημα «προθύμων» του τελευταίου σκληρά και βάναυσα, ενώ, παράλληλα, δεν δίστασε να αγκαλιάσει ακόμα και τους νέους του αντιεξουσιαστικού χώρου και να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο σταδιακής αποσάθρωσης κι εκφασισμού της κοινωνίας, με δύο χαρακτηριστικές δημόσιες τοποθετήσεις του οι οποίες και ακολουθούν έκτοτε, εν είδει γνωμικού, τη δική τους αυτόνομη πορεία.
Βίοι αντίθετοι γιατί: Ο Μίκης Θεοδωράκης θεώρησε πως μπορεί να επηρεάσει καλύτερα τις εξελίξεις (και) με την ταυτόχρονη ενεργό πολιτική ανάμειξή του, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις εστίασε κι επέμεινε στον ρόλο του πνευματικού οδηγού που θα προκαλούσε μια σταδιακή αλλαγή συνειδήσεων μέσω της τέχνης. Η συγκεκριμένη δε διαφορά, που ανάγεται στην προαναφερθείσα διαφορετική πορεία στο σταυροδρόμι των νεανικών τους χρόνων, υπήρξε μάλλον μία από τις πιο θεμελιακές τους, μιας και υποδηλώνει δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές αντιλήψεις για τον εν γένει κοινωνικό ρόλο και την αναγκαιότητα τοποθέτησης του καλλιτέχνη στο συλλογικό πεδίο. Έτσι, παρά την γενικότερη ιδεολογική του τοποθέτηση που ποτέ δεν έκρυψε, ο Χατζιδάκις αρνήθηκε πολλάκις να πολιτευθεί άμεσα ώστε να μην ταυτιστεί με κάποια συγκεκριμένη παράταξη και με τα εφήμερα αιτήματά της, στρέφοντας απόλυτα τους προβολείς του ενδιαφέροντός του στη δύναμη του έργου καθεαυτού να ευαισθητοποιήσει και να αλλάξει τον κάθε πολίτη ατομικά. Στον αντίποδα, ο Θεοδωράκης συνέδεσε άρρηκτα την ανατρεπτική δύναμη της τέχνης του με τις δεκάδες εκλογικές του προσπάθειες και τους κατά καιρούς συνεργαζόμενους πολιτικούς σχηματισμούς, με τα τραγούδια του να τον ακολουθούν κάθε φορά στις (πολλάκις αντιφατικές μεταξύ τους) νέες πρωτοβουλίες του, ως αναπόσπαστο, εξάλλου, στοιχείο της συνολικότερης του περσόνας.
Βίοι παράλληλοι γιατί: Η συνύπαρξή τους, με τις έλξεις και τις αποκλίσεις της, και οι παράλληλες (κι εν μέρει αλληλοκαλυπτόμενες) δημιουργικές πορείες του έργου τους οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης μουσικής κι αισθητικής γενιάς που καθόρισε τον ελληνικό εικοστό αιώνα, οδήγησε σε μια κυριολεκτικά ανεπανάληπτη στιχουργική και συνθετική άνθηση και εφάρμοσε εν πολλοίς αρκετά από τα αισθητικά προτάγματα της λεγόμενης «Γενιάς του ’30», ενώνοντας αδιάρρηκτα τον κόσμο της διανόησης με τον απλό λαό. Οι παράλληλοι δρόμοι των Θεοδωράκη και Χατζιδάκι στο θέατρο, τον κινηματογράφο, ο καθαρός και τίμιος συναγωνισμός τους στα πρώτα Φεστιβάλ Τραγουδιού, αλλά (κυρίως) οι δεκάδες κύκλοι τραγουδιών τους βοήθησαν μια ολόκληρη εποχή να δομήσει τη δική της ταυτότητα και ύψωσαν στο εξής τους δύο κυρίαρχους πόλους του «έντεχνου» τραγουδιού, γύρω από τους οποίους έλαβε χώρα μια ευρύτερη προσέλευση νέων ονομάτων που επεδίωξαν να τους μιμηθούν, να τους συναγωνιστούν ή ακόμα και να τους ξεπεράσουν αισθητικά –ορισμένοι εξ αυτών, μάλιστα, όπως οι, εξίσου «μείζονες» Γιάννης Μαρκόπουλος και Σταύρος Ξαρχάκος, σχεδόν τα κατάφεραν.
Βίοι αντίθετοι γιατί: Όσο περνούσαν τα χρόνια και η Μεταπολίτευση «ωρίμαζε», οι αισθητικές τους στοχεύσεις απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο. Ο Μάνος Χατζιδάκις πήρε ανοιχτά αποστάσεις από τις βροντόφωνες διατυπώσεις, τον πρώιμο μεταπολιτευτικό αριστερισμό και εν γένει από κάθε είδους «λαϊκισμό» (με τίμημα, μάλιστα, έναν εμφανέστατο ελιτισμό κατά την τελευταία χρονικά περίοδο του έργου του), ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης, απόλυτος «ήρωας» της μεταπολιτευτικής περιόδου, εξέφραζε διαρκώς το παράπονο του παραγκωνισμού του κι επεδίωκε προγραμματικά τη συνομιλία με το λαό στο σύνολό του με κάθε μέσο, τρόπο και δίαυλο (με τίμημα, μάλιστα, τις πολιτικές μεταστροφές και την ένταση στη διαπασών σε κάθε του εγχείρημα). Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, παρουσιάστηκαν ορισμένες ευκαιρίες βραχύβιας συμπόρευσης των δυο τους, ως δύο πλέον εντελώς διαφορετικών και διακριτών πόλων που συνεργάζονται επάνω σε πολύ συγκεκριμένους άξονες (Δίσκος «Τα παράλογα», Δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», Ιδεολογική στράτευση στο οριακό έτος 1989, Κοινή συναυλία ενάντια στα ναρκωτικά κ.α.). Ο θάνατος, μάλιστα, του Χατζιδάκι, στο «κατώφλι» μόλις της τρίτης ηλικίας, στέρησε για πάντα την ευκαιρία για τυχόν συγκρίσεις της κατοπινής πορείας του έργου τους, καθώς και των ενδεχόμενων δημόσιων τοποθετήσεων του τελευταίου για την πορεία της Ελλάδας στα χρόνια της επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας και της ακόλουθης κρίσης χρέους σε σχέση με τις αντίστοιχες του (πάντα ενεργού και ακατάβλητου) Θεοδωράκη. Σε όσα, πάντως, έγραψε και είπε για εκείνον κατά τα 27 ολόκληρα χρόνια (!) που μεσολάβησαν ανάμεσα στους δυο θανάτους, ο Μίκης Θεοδωράκης σεβάστηκε όσο κανείς και τίμησε στο ακέραιο τόσο την διακριτή αισθητική και ιδεολογική ταυτότητα του εκλιπόντος όσο και την προσφορά του στην ελληνική μουσική.
///
-> Στο επόμενο άρθρο μας θα θέσουμε δύο ρητορικά ερωτήματα, τα οποία, ωστόσο, βασίζονται σε συγκεκριμένα κι εμπειρικά δεδομένα. Θα αναρωτηθούμε, δηλαδή, τι μπορεί να συνέβαινε στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη και ταυτόχρονα στην ελληνική μουσική αν εκείνος δεν είχε προβεί δυναμικά και προγραμματικά στη μελοποίηση του ποιητικού λόγου κι αν δεν είχε αναμιχθεί ενεργά και πρωταγωνιστικά με τον χώρο της πολιτικής.
******************************
Μίκης Θεοδωράκης | Μάνος Χατζιδάκις • Μαγική Πόλις [1963]
Μουσική Επιθεώρηση των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι με ένα intermezzo με τραγούδια του Χρήστου Λεοντή και του Μάνου Λοΐζου
▷ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
01. Τι Να Την Κάνω Τη Χαρά - Γρηγόρης Μπιθικώτσης | Χρηστάκης [0:00]
▪️Στίχοι : Νότης Περιγιάλης
02. Βάρκα Στο Γιαλό - Γρηγόρης Μπιθικώτσης [3:43]
▪️Στίχοι : Μίκης Θεοδωράκης
03. Το Φεγγάρι Κάνει Βόλτα - Γρηγόρης Μπιθικώτσης [6:22]
▪️Στίχοι : Μίκης Θεοδωράκης
04. Το Γελαστό Παιδί - Ντόρα Γιαννακοπούλου [9:53]
▪️Στίχοι : Brendan Behan | Απόδοση στα ελληνικά : Βασίλης Ρώτας
05. Πέντε Στρατιώτες - Χορωδία [13:23]
▪️Στίχοι : Μίκης Θεοδωράκης
06. Ο Καβαλάρης Τ' Ουρανού - Γρηγόρης Μπιθικώτσης | Χορωδία [15:19]
▪️Στίχοι : Μίκης Θεοδωράκης
07. Αυτούς Που Βλέπεις - Γρηγόρης Μπιθικώτσης [17:49]
▪️Στίχοι : Μιχάλης Κατσαρός
08. Μαργαρίτα - Μαγιοπούλα - Κλειώ Δενάρδου [20:26]
▪️Στίχοι : Ιάκωβος Καμπανέλλης
09. Βάρκα Στο Γιαλό - Κλειώ Δενάρδου [23:38]
▪️Στίχοι : Μίκης Θεοδωράκης
▷ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
10. Το Ναυτάκι - Έλσα Μαργαρίτη [26:11]
▪️Στίχοι : Μάνος Χατζιδάκις
11. Ήρθε Βοριάς, Ήρθε Νοτιάς - Νίκη Καμπά [29:01]
▪️Στίχοι : Ι.Π.Αραβαντινός | Μάνος Χατζιδάκις
12. Αν Θα Φύγεις - Νίκη Καμπά [32:07]
▪️Στίχοι :
13. Μαγική Πόλη - Έλσα Μαργαρίτη [34:55]
▪️Στίχοι : Μάνος Χατζιδάκις
14. Είμαι Αητός Χωρίς Φτερά - Γρηγόρης Μπιθικώτσης [38:02]
▪️Στίχοι : Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
15. Η Κυρά - Γρηγόρης Μπιθικώτσης [41:53]
▪️Στίχοι : Μάνος Χατζιδάκις
★ Τα τραγούδια που ερμήνευε ο Λάκης Παππάς στην παράσταση ήταν κυρίως όλα τα τραγούδια από το "Παραμύθι Χωρίς Όνομα"
_________________
🔺Σημείωμα Στον Δίσκο: Η «Μαγική Πόλη» θεωρείται η «μαγική στιγμή» της συνεργασίας των δυο σπουδαιότερων συνθετών της χώρας, του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη. Μια συνεργασία που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1963 στο θέατρο «Πάρκ» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, σε παραγωγή του Θεόδωρου Κρίτα, χορογραφίες του Μανώλη Καστρινού, σκηνογραφίες του Μίνου Αργυράκη και σκηνοθετική επιμέλεια του Λεωνίδα Τριβιζά. Η μουσική αυτή παράσταση είχε συναυλιακό χαρακτή ρα, χωρίς κείμενα και ηθοποιούς εκτός από τη Ζωζώ Ζάρπα και τον Γιώργο Μάζη που έπαιζαν το ρόλο παρουσιαστών. Στην «Μαγική Πόλη» τραγουδούσαν τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι οι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Νίκη Καμπά, Έλσα Μαργαρίτη και Λάκης Παππάς. Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και πάλι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Κλειώ Δενάρδου, η Ντόρα Γιαννακοπούλου, η Έφη Παναγιώτου και η Αγγέλα Ζώη. Λίγο πριν το τέλος των παραστάσεων, για κάποιες μέρες τη Νίκη Καμπά αντικατέστησε ο Πάνος Τζανετής. Τα τραγούδια πολλές φορές ήταν εναλλασσόμενα. Δεν ήταν πάντα τα ίδια κι αυτό γιατί η παράσταση στην ουσία ήταν μια παρέλαση νέων και παλαιών συνθέσεων των δυο μεγάλων δημιουργών που έδεναν μεταξύ τους με ιδιαίτερα εμπνευσμένα χορευτικά από τον Μανώλη Καστρινό και την Χρυσούλα Ζώκα. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους μεσολαβούσε ένα ιντερμέτζο με τραγούδια των νεαρών τότε και πολύ ταλαντούχων πρωτοεμφανιζόμενων συνθετών, Μάνου Λοΐζου και Χρήστου Λεοντή, που είχαν την τύχη να κάνουν το ντεμπούτο τους στη «Μαγική Πόλη» δίπλα στους μεγάλους, Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Οι δύο κορυφαίοι συνθέτες συνεργάστηκαν μόνο δυο φορές στην πολύχρονη καριέρα τους. Η πρώτη ήταν για τις συναυλίες του θεάτρου «Κεντρικόν» και η δεύτερη στην «Μαγική Πόλη». Η συγκεκριμένη παράσταση σηματοδότησε και το τέλος της συνεργασίας τους, που σήμαινε πολλά όλους όσους λάτρεψαν το έργο αυτών των δύο ογκόλιθων της μουσικής μας. Μάκης Δελαπόρτας ———————————————————————————————————————————— Credits: Σκηνογραφίες: Μίνως Αργυράκης Χορογραφίες: Μανώλης Καστρινός Σκηνοθετική Επιμέλεια: Λεωνίδας Τριβιζάς Χορευτικά: Μανώλης Καστρινός, Χρυσούλα Ζώκα Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης,Ντόρα Γιαννακοπούλου, Κλειώ Δενάρδου, Νίκη Καμπά, Λάκης Παππάς, Έλσα Μαργαρίτη, Έφη Παναγιώτου, Αγγέλα Ζώη. Παρουσίαση: Ζωζώ Ζάρπα, Γιώργος Μάζης Μπουζούκι: Γιώργος Ζαμπέτας, Κιθάρα: Δημήτρης Φάμπας Μαντολίνο : Δημήτρης Βράσκος Πρεμιέρα: 20 Ιουνίου 1963 Υπεύθυνος έκδοσης: Μάκης Δελαπόρτας Επιμέλεια: Χάρης Τσακματσιάν Επεξεργασία ήχου: Πάνος Μπόθος Έργο εξωφύλλου: Μίνως Αργυράκης Σχεδιασμός: Αλέξανδρος Παπαλέξης Φωτογραφικό αρχείο: Μάκης Δελαπόρτας | Επιμέλεια κειμένων: Στέλιος Παπαδόπουλος | Φωτοστοιχειοθεσία: Δήμητρα Παπαδάτου | Εκτύπωση: Χρήστος Μοάστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου