Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14, 2024

Οι ταυτοτικές διεκδικήσεις στο πεδίο του πολιτισμού δεν σημαίνουν απελευθέρωση των υποτελών από το πεδίο των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων , αλλά απελευθέρωση στο πεδίο των αναπαραστάσεων , έτσι αφομοιώνονται σε έναν νεοφιλελεύθερο λόγο που δεν αμφισβητεί το Κράτος

 


Για μία εγχώρια, αντι-ηγεμονική κριτική


Γιάννης ΓαΊτης

Της  Ακτίνας Σταθάκη (*)

Πηγή:  oanagnostis.gr

Στο δοκίμιό του Traveling Theory (1982) ο κριτικός της λογοτεχνίας E .Said γράφει[1]: “Oπως οι άνθρωποι έτσι και οι θεωρητικές σχολές, οι ιδέες και οι θεωρίες ταξιδεύουν – απο άτομο σε άτομο, απο συνθήκη σε συνθήκη, απο μια περίοδο σε μία άλλη. Η πολιτισμική και πνευματική ζωή συχνά τρέφεται και συντηρείται απο αυτή την διακίνηση των ιδεών και, είτε παίρνει τη μορφή αναγνωρισμένης και συνειδητής έιτε ασυνείδητης επιροής, δημιουργικού δανεισμού ή ολοκληρωτικής υιοθέτησης, η κίνηση των ιδεών και θεωριών απο ένα μέρος σε ένα άλλο είναι γεγονός της ζωής μας, και μια χρήσιμη συνθήκη που διευκολύνει την πνευματική δραστηριότητα.. […] Mία τέτοια μετακίνηση σε ένα νέο περιβάλλον δεν είναι ποτέ χωρίς εμπόδια. Αναπόφευκτα περιλαμβάνει διαδικασίες αναπαράστασης και θεσμοθέτησης διαφορετικές απο αυτές της χώρας καταγωγής. Αυτό περιπλέκει την αποτίμηση της μεταφύτευσης, μεταφοράς, διακίνησης και ανταλλαγής θεωριών και ιδεών.”[2] (2000:196).

Τον Ιούνιο του 2024 το άρθρο της συγγραφέως Ρένας Λούνα για σεξισμό στο έργο του Μ. Καραγάτση Η Μεγάλη Χίμαιρα που δημοσιεύτηκε ως άρθρο γνώμης στην εφημερίδα Lifo[3], ξεσήκωσε κύμα συζητήσεων και διαξιφισμών τόσο στο διαδίκτυο όσο και μέσω δημοσιεύσεων. Οι ανταλλαγές αυτές έγειραν προβληματισμούς γύρω απο τα εργαλεία ανάγνωσης πολιτιστικών κειμένων και ανέδειξαν αντιστάσεις στη χρήση εργαλείων ανάγνωσης και κριτικής τα οποία προτάσσουν ταυτοτικές διεκδικήσεις και στρατηγικές. Η πρόθεσή μου στις παραγράφους που ακολουθούν είναι να προσπαθήσω να κατανοήσω το ιδεολογικό και πολιτισμικό πλαίσιο αυτών των αντιστάσεων και να επεξεργαστώ κάποιους συλλογισμούς σχετικά με την ανάγκη συγκρότησης ενός αντι-ηγεμονικού κριτικού λόγου στην Ελλάδα φτιαγμένου με υλικά που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες —θεσμικές και πολιτισμικές— της ελληνικής κοινωνίας.

Παραδέχομαι οτι οι ‘πολιτιστικοί πόλεμοι’ στο δημόσιο λόγο είναι μάλλον δευτερευούσης σημασίας (ακόμα και αποπροσανατολιστικοί)[4] σε σχέση με τα τεράστια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Παρ’όλα αυτά φαίνεται οτι το πεδίο της κουλτούρας — συχνά μάλιστα της ποπ κουλτούρας—αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης, οξείας συχνά, εθνικών και πολιτιστικών ταυτοτήτων σε μια χώρα της οποίας οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις αλλάζουν ραγδαία.  Θεωρώντας τον πολιτισμό ως κεντρικό εργαλείο δημιουργίας συναίνεσης στις αλλαγές αυτές που συντελούνται, προσεγγίζω την ανάγκη επεξεργασίας των κριτικών μας εργαλείων όχι ως θεωρητική άσκηση αλλά ως πολιτική επιλογή με αντίκτυπο στις κοινωνικές σχέσεις. Οπως μας υπενθυμίζει ο Stuart Hall[5] οι διαφοροποιήσεις στην θεωρητική ανάλυση και προσέγγιση έχουν πραγματικές συνέπειες για τις στρατηγικές πολιτικής αλλαγής.

Κάποιες διασαφηνίσεις σχετικά με το πλαίσιο της σκέψης μου και της χρήσης κάποιων όρων είναι απαραίτητες. Η πρώτη είναι οτι έχουμε να κάνουμε με ένα μεταβαλλόμενο πολιτιστικό περιβάλλον διεθνώς, όπου οι διεκδικήσεις έως τώρα υποτελών ομάδων για τον τρόπο που αναπαριστώνται στο δημόσιο χώρο και λόγο συγκρούονται με παραδεδομένες αντιλήψεις περι κανονικότητας και απαιτούν απο τις έως τώρα κυρίαρχες ομάδες την απεμπόληση προνομίων και την ενεργό συστράτευση σε έναν αντιπατριαρχικό, αντιρατσιστικό λόγο. Προκειμένου να αποφύγω αμφιλεγόμενους όρους, όπως ‘δικαιωματισμός’, θα ονομάσω στην πορεία του κειμένου μου αυτές τις διεκδικήσεις και τα εργαλεία που απορρέουν απο αυτές ταυτοτικές/ά εφόσον επικεντρώνονται σε δικαιώματα που απορρέουν απο την ανάγκη ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού διεκδικώντας την αναπαράστασή τους στο πολιτιστικό πεδίο[6]. Δεύτερον, η ‘μεταφύτευση’ ιδεών στην οποια αναφέρομαι έχει σημείο καταγωγής της ΗΠΑ και σημείο αποδοχής, για τους σκοπούς της παρούσας συζήτησης, την Ελλάδα – συνεπώς κάποιες συγκρίσεις, θεσμικές και πολιτισμικές μεταξύ των δύο θα είναι αναπόφευκτες. Τρίτον, όταν αναφέρομαι σε κριτικά εργαλεία, με αφορούν όλα τα πεδία στα οποία αρθρώνεται κριτικός λόγος (απο τον στενά δημοσιογραφικό ή τον ακαδημαικό έως τον καθημερινό)[7] και στα οποία μπορεί να καλλιεργηθεί μία κριτική στάση την οποία οραματίζομαι ως συνολικά αντι-ηγεμονική, “καχύποπτη απέναντι σε ολοκληρωτικές ιδέες, ανικανοποίητη με την αντικειμενοποίηση, ανυπόμονη απέναντι σε κάστες, ειδικά συμφέροντα, ιμπεριαλιστικές επεκτάσεις, ορθόδοξες συνήθειες του μυαλού […] που διευρύνει τη ζωη και σταθερά αντιτίθεται σε κάθε μορφή τυραννίας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης” (Said 2000: 242)[8].

Είναι αλήθεια οτι άμα τη εμφανίσει τους, οι ταυτοτικές διεκδικήσεις στο πεδίο του πολιτισμού (οι ίδιες ‘παιδιά’ του μεταμοντερνισμού και των μεταποικιακών σπουδών, της Αμερικανικής και Δυτικοευρωπαικής ακαδημίας), άρθρωσαν έναν λόγο αντι-ηγεμονικό τόσο με την αμφισβήτηση των ‘μεγάλων αφηγημάτων’ και τη δημιουργία χώρου για έκκεντρα αφηγήματα, όσο και με την ανάδειξη των μηχανισμών αναπαράστασης, εντός πολιτιστικών κειμένων[9], των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας, του κυρίαρχου δυτικού λευκού βλέμματος πάνω στους και σχετικά με τους “άλλους”. Στην πορεία όμως, επιβεβαιώθηκε αυτό που είχαν προβλέψει ριζοσπαστικές μαρξιστικές φωνές απο τoν παγκόσμιο Νότο: η συζήτηση για απελευθέρωση των υποτελών μετατέθηκε απο το πεδίο των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων στο πεδίο των αναπαραστάσεων. Σταδιακά οι διεκδικήσεις των ταυτοτικών κινημάτων έχασαν τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα που τους κληροδότησαν τα φυλετικά, φεμινιστικά και κουήρ κινήματα (απο τις δεκαετίες του 60-70 έως και την άνοδο του ρηγκανισμού/θετσερισμού) και αφομοιώθηκαν σε έναν νεοφιλελεύθερο λόγο που πλέον “μιλά τη γλώσσα του φύλου, της ταυτότητας, της περιθωριοποίησης, της διαφορετικότητας και της καταπίεσης αλλα όχι τη διάλεκτο του κράτους, της ιδιοκτησίας, της ταξικής πάλης, της ιδεολογίας και της εκμετάλλευσης¨ (Eagleton, 2016).[10]

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι,  πώς συγκροτούμε έναν κριτικό λόγο που επαγρυπνεί απέναντι σε κάθε μορφής κυριαρχική σχέση, συμπεριλαμβανομένης και της ενδεχόμενης μετατροπής του ίδιου του ταυτοτικού λόγου σε μια νέα ορθοδοξία που ενσωματώνει όλο και περισσότερους ‘πιστούς’; Για την απάντηση του ερωτήματος τουλάχιστον σε ο,τι αφορά τον πολιτισμό, προτείνω να λάβουμε υπ’όψιν δύο παραμέτρους: την αναγνώριση του θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου παράγονται τα κείμενα, και τη συνεκτίμηση της ‘δομής του συναισθήματος’ που διαμορφώνει το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου προσλαμβάνονται τόσο τα κείμενα όσο και ο ίδιος ο κριτικός λόγος.[.............................................................]


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: