Τέρμα τα φούμαρα, καθαρές κουβέντες!
Πολλοί απορούν κι εξανίστανται με όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί κατέρρευσε εν τη γενέσει του το εγχείρημα της Νέας Αριστεράς και γιατί περιθωριοποιήθηκε τόσο γρήγορα το ΜΕΡΑ25.
Τα συστημικά ΜΜΕ επιχαίρουν. Παραδείγματος χάριν, το ΒΗΜΑ της Κυριακής κάνει πρωτοσέλιδο το «αιώνιο δράμα της Αριστεράς» και προλειαίνει το έδαφος για τη συγκρότηση ενός καινούριου φορέα, προφανώς της αρεσκείας του Μαρινάκη, στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Οι καλοπροαίρετοι (αλλά ανυποψίαστοι) πολίτες δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι προκαλεί τις διαδοχικές σχάσεις των αριστερών κομμάτων. Βλέπετε, στο συλλογικό συνειδητό, η Αριστερά έχει καταγραφεί ως η παράταξη «των ορθολογικών», «των ανιδιοτελών», «των καλών ανθρώπων», που διαθέτουν, σχεδόν εξ ορισμού, το «ηθικό πλεονέκτημα». Πώς είναι λοιπόν δυνατόν ο ένας αριστερός να επιτίθεται στον άλλον, χωρίς να νοιάζεται κανείς για τις συνέπειες;
Ένα βιβλίο που βγήκε πρόσφατα, μια συνέντευξη που δόθηκε πολύ παλαιότερα και μια σειρά άρθρων επ’ αφορμή των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης αμφισβητούν ευθέως ή εξ ανακλάσεως αυτή ακριβώς την υπόθεση με την οποία έχουμε πορευθεί μέχρι τώρα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος, πρώην διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (Α.Σ.Κ.Ι.) και εκπρόσωπος τύπου της Νέας Αριστεράς, εξέδωσε πριν μερικούς μήνες το νέο βιβλίο του με τίτλο «Ελληνικός κομμουνισμός: Μια διεθνική ιστορία (1912-1974)».
Εξετάζοντας την πορεία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος από μια διαφορετική σκοπιά, ο Καρπόζηλος εκκινεί από ένα χωρίο της «Γερμανικής Ιδεολογίας», που λέει επί λέξει το εξής: «Ο κομμουνισμός δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κ ί ν η σ η που καταργεί τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων».*
Υπάρχουν βέβαια πολλά και διάφορα είδη «κίνησης». Από αυτά, ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί με την κίνηση των ανθρώπων, δηλαδή τις ροές και τις μετακινήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών από χώρα σε χώρα κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Όπως έχει εξηγήσει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, στόχος της εργασίας του ήταν να εξετάσει πως το διεθνικό στοιχείο επηρέασε κατά καιρούς την ανάπτυξη των ιδεών και τις πολιτικές θέσεις της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Τυπικά, η δουλειά του Καρπόζηλου έχει έναν επιστημονικό-ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Από την άλλη όμως πλευρά, η βιωματική αφήγηση που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αποκαλύπτει κάτι πέρα από όσα ενδεχομένως σκόπευε (ή ήθελε) να πει σε πρώτο χρόνο. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι πολλοί από τους «ήρωες» του, εμιγκρέδες, πρόσφυγες, εκτοπισμένοι ή απλώς περιπλανώμενοι, είναι στην πραγματικότητα αυτό που λέμε «χαμένα κορμιά»: ο κυνισμός, η ιδιοτέλεια και ο καιροσκοπισμός τους ξεχειλίζουν, επισκιάζοντας όλα τα άλλα.
Η εικόνα που περιγράφω θυμίζει έντονα μια συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν πεθάνει ο Λεωνίδας Κύρκος στον Αλέξη Παπαχελά, θέτοντας επί τάπητος ένα άλλο ζήτημα, που σχετίζεται βέβαια με τα παραπάνω: την αγραμματοσύνη και τη μικρότητα των ηγετικών στελεχών της Αριστεράς.
«Με πιάνει τρόμος», είχε πει ο Κύρκος, «άμα σκεφτώ ότι αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε π.χ. Πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θα είχαμε Υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε Υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε Υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη, τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία, γραμματέας της νεολαίας κ.τ.λ.. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν. Κι όμως εκείνη την εποχή, σας επαναλαμβάνω, τους έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς σαν γίγαντες…».
Το καταπληκτικό είναι ποιος τα λέει όλα αυτά. Ο Κύρκος μπορεί να υπήρξε μεγάλη μορφή του αριστερού κινήματος μετά τον πόλεμο, αλλά ήταν ταυτόχρονα και ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στην επεξεργασία των «Στόχων του Έθνους» και τη γραμμή της «Εθνικής Αντιδικατορικής Δημοκρατικής Ενότητας -Ε.Α.Δ.Ε.», που ήταν η κακοχωνεμένη εκδοχή του «Ιστορικού Συμβιβασμού» α λα ελληνικά.
Πρωτοστάτησε επίσης στη δημιουργία της «Συμμαχίας», που συνετρίβη το 1981, και κινούμενος εν πολλοίς στο παρασκήνιο πέτυχε τελικά τη διάλυση του ΚΚΕεσ., για να τα βρει με τον Φλωράκη ως «Ε.Α.Ρ.» και να στείλουν μαζί τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.
Δικαιούται κανείς να μιλάει έτσι για τις ιστορικές φυσιογνωμίες της Αριστεράς; Νομιμοποιείται να θέτει ζήτημα πολιτικής ηθικής για τους «ακραιφνείς κομμουνιστές» που κατέληξαν τελικά στην αγκαλιά του σημιτικού ΠΑΣΟΚ; Και για να μη διαφεύγουμε δια της πλαγίας οδού: πως βλέπουμε άραγε σήμερα τα νεώτερα στελέχη της Αριστεράς;
Επειδή η ελληνική Αριστερά έχει πια ρευστοποιηθεί, καμιά κριτική δεν είναι αθέμιτη. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτή η κριτική δεν διολισθαίνει στη συκοφαντία και ότι γίνεται από τη σκοπιά του συνειδητού αριστερού που δεν αποσκοπεί σε ωφελήματα και που ο βίος του συμβαδίζει με τη ρητορική του.
Υπάρχουν χιλιάδες απλών αριστερών που δεν έχουν αναμειχθεί στις δολοπλοκίες, τα μικροκομματικά παιχνίδια και τις βρομιές των μηχανισμών. Αυτές οι χιλιάδες ανθρώπων ενδεχομένως θα αναρωτηθούν τι εννοεί ο Τσίπρας όταν λέει στο πρόσφατο άρθρο του για τη μεταπολίτευση ότι «…ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διακριθεί από την επιμονή του στη διατήρηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων τη περίοδο 53-63, ώστε μέσω αυτών να έχει δημοσιονομικό χώρο για δημόσιες επενδύσεις, αλλά και αργότερα την περίοδο 74-80, όταν διαχειρίστηκε με σχετική επιτυχία δυο πετρελαϊκές κρίσεις».
Είναι άραγε αυτό μια έμμεση διαβεβαίωση ότι, εάν ποτέ επανέλθει στα πράγματα ως πρωθυπουργός, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα πολιτευθεί με σιδηρά πυγμή στα δημοσιονομικά και δεν θα παρεκκλίνει από τις ευρωπαϊκές οδηγίες;
Άλλοι, ίσως πιο υποψιασμένοι, θα αναρωτηθούν τι έχει στο μυαλό της η Δαμανάκη όταν γράφει παραμονές ευρωεκλογών ότι «… Για να ανθίσει η Ελλάδα ακoλουθώντας τον ευρωπαϊκό δρόμο οι διχαστικές καταστάσεις δεν μας ωφελούν. Ο διχασμός κόντεψε να μας εκτροχιάσει την περίοδο της κρίσης». Μήπως είναι αυτό μια έμμεση προτροπή να τα βρουν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ (και ίσως μαζί αυτοί οι δύο με τη Νέα Δημοκρατία) εξοβελίζοντας την όποια ριζοσπαστική φωνή έχει απομείνει στον χώρο;
Τέλος, όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για τα δικαιώματα και την αναλογική εκπροσώπηση των γυναικών στα ύπατα αξιώματα ίσως να προβληματιστούν με το σποτ της Αχτσιόγλου, που μας διαβεβαίωνε με στόμφο πριν τις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ ότι «αυτή μπορεί». Δηλαδή οι άλλες (και οι άλλοι) δεν μπορούσαν;
Κακά τα ψέματα. Τα στελέχη της σημερινής Αριστεράς δεν διαπρέπουν στον καθαρό λόγο, στην ευθύτητα, στην ειλικρίνεια. Μισές κουβέντες, υπόγειες σκέψεις, ναρκισσισμός που τυφλώνει, και ενίοτε ένας απροκάλυπτος ωφελιμισμός που λερώνει τα οράματα της Αριστεράς και καθιστά τον πολιτικό της λόγο αναξιόπιστο.
Το πρόβλημα δεν είναι άλυτο. Προϊόντος του χρόνου, θα έρθουν στα πράγματα «τα παιδιά της κρίσης», αυτοί δηλαδή και αυτές που αναγκάστηκαν να πάρουν τα μπογαλάκια τους και να φύγουν (μεταφορικά και κυριολεκτικά) τα τελευταία χρόνια για να βρουν στον ήλιο μοίρα. Αυτή η γενιά μπορεί να μην είναι «ηρωϊκή» όπως «η γενιά του Πολυτεχνείου», αλλά ξέρει πώς βγαίνει το ψωμί, δεν λέει ψέματα και, κυρίως, δεν μασάει. Και δεν μασάει γιατί αντίθετα με τις προηγούμενες γενιές έχει πλέον συνειδητοποιήσει τις ματαιώσεις της και ξέρει καλά ποιος φταίει.
*Κ. Μάρξ και Φρ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Α, Gutenberg, Αθήνα 1979, σσ. 81-82.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου