Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
ΤΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ
Την ώρα της κηδείας του γέμισε ο ναός σαλιγκάρια.
Στον ώμο του ξεπλένονταν τα δάκρυά τους.
Τουλάχιστο γεννήθηκαν πριχού τα ψάρια μάθουνε κολύμπι.
Εννοήσατε λοιπόν το βραχύ της ζωής.
Αυτά τεκταίνονταν εκεί που η Άχνα
και το φιδοποκάμισό της αδρανούσαν.
Ήτανε γεννημένος για να σκοτωθεί.
Το λέγαν τα μουστάκια του και το μουσκέτο του Άδη,
το αφελές του πρόσωπο, πράο και ταπεινό.
Έπρεπε να είχε σκοτωθεί να τουρκοχαλαστεί
χιλιάδες χρόνια πριν.
Εννοήσατε λοιπόν.
Την ώρα της κηδείας του γέμισε ο νους
από 'να πανδαιμόνιο σαλιγκάρια.
Ομαδικά εισχωρούσανε στην εσοχή του λόγου.
Μιλάμε για το θείο νεκρό που διαθλώντας
της κάμερας το βλέμμα βγήκε να μαζέψει
μιαν φωτερήν ημέρα σαλιγκάρια.
Η νοτισμένη χόρτος, τ' αγριολούλουδα,
του Οκτώβρη τα πουλιά τα μαγεμένα
τον πήρανε δυο βήματα πιο πέρα
και δρασκελάει τη ζώνη του θανάτου.
Ένα γυμνό και διάφανο φεγγάρι
τρυπάει τ' αυτί του μουδιασμένο· αλτ !
Ευτύς εσήκωσε ψηλά τα χέρια
παραδομένος στον αφρό της μέρας
(άρματα μάχης σαλιγκάρια μες στον κάδο του)
και ροβολεί το βλέμμα προς το γείτονα
που τον πυροβολεί.
Λαλεί σα γέρνει :
"Μου περισσεύουν χίλια σαλιγκάρια· θέλεις ;"
Άλλη μια σφαίρα εξ επαφής στο χώμα τον καρφώνει.
Αυτόν με τέτοια ευγένεια και φως πεποικιλμένον.
Τα σαλιγκάρια του ένα γύρω
απορημένα τον κοιτούν.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης*, "Δοκίμιν" , Άγρα , 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου