Δευτέρα, Μαΐου 15, 2023

Αντώνης Λιάκος (Ιστορικός): Καθαρές κουβέντες με στέρεα επιχειρήματα για την αναγκαιότητα να ψηφιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

1333566maxresdefault.jpg

Αντώνης Λιάκος στην «Α» : " Χρειαζόμαστε κυβέρνηση με πολιτικό νου"

«Κάποτε θα πρέπει να αναγνωριστεί στον ίδιο τον Τσίπρα η δυνατότητα της υπέρβασης» λέει, ο Αντώνης Λιάκος στην ΑΥΓΗ της Κυριακής
 
Πόλυ Κρημνιώτη


«Χρειαζόμαστε κυβέρνηση με πολιτικό νου» διαπιστώνει ο Αντώνης Λιάκος. Μία εβδομάδα πριν από τις επικείμενες εκλογές, ο κορυφαίος ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, σκιαγραφεί επαρκώς το τοπίο στο οποίο διεξάγεται η πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών συμβάλλοντας στο να κατανοήσουμε το πλαίσιο αλλά και τα επίδικα του προεκλογικού δημόσιου λόγου. Αποδομώντας ένα προς ένα τα επιχειρήματα της κυβερνητικής παράταξης στην αντιπαράθεσή της με τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., όπως και την κριτική που δέχεται ακόμα και σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά, μιλάει για το ρίσκο του 2015 και το δημοψήφισμα εκείνης της περιόδου. «Κάποτε θα πρέπει να αναγνωριστεί στον ίδιο τον Τσίπρα η δυνατότητα της υπέρβασης» λέει, ενώ παράλληλα αναφέρεται στο ρίσκο για μια προοδευτική κυβέρνηση του 2023 και στο διακύβευμα των επικείμενων εκλογών. Η χρήση της Ιστορίας, η ακροδεξιά διείσδυση στην κυβερνώσα παράταξη, το ρευστό περιβάλλον διεθνώς, στο οποίο θα κληθεί να λειτουργήσει η επόμενη κυβέρνηση, μπαίνουν επίσης στο επίκεντρο της συζήτησης. «Η Ιστορία υφίσταται το μαρτύριο που επέβαλε στα θύματά του ο Πιτυοκάμπτης» λέει αναφερόμενος στο ψευδεπίγραφο σχήμα «λαϊκισμός εναντίον μεταρρύθμισης» και υπογραμμίζει ότι «δική μας δουλειά είναι όχι μόνο να αποδομήσουμε την προπαγάνδα, αλλά να εξηγήσουμε την ιστορική πορεία στην οποία βρισκόμαστε».

Μιλώντας για Ιστορία και εκλογές, πού θα εντοπίζατε το κεντρικό ζήτημα;

Το πρώτο ζήτημα είναι πώς χρησιμοποιείται η Ιστορία και το δεύτερο είναι πώς ένας σκεπτόμενος πολίτης θα προσανατολιστεί σήμερα μέσω της Ιστορίας. Νομίζω πως το μεγάλο επίδικο της εκλογικής αναμέτρησης είναι η προηγούμενη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Αυτό θεωρεί η Ν.Δ. ως προνομιακό πεδίο επίθεσης κι εκεί φαίνεται να βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και ως προς τις αμφισβητήσεις από τα αριστερά του. Εκεί κρίνεται το ζήτημα της αξιοπιστίας, που είναι υπόρρητο, αλλά κεντρικό ζήτημα. Γι’ αυτό πρέπει να εξηγηθεί.

Η Ν.Δ. λέει «συγκρίνετε την περίοδο 2015-2019 με την περίοδο 2019-2023 και δείτε τις διαφορές στα οικονομικά στοιχεία και κυρίως στους δείκτες ανεργίας». Εσείς πώς θα απαντούσατε;

Το σημαντικότερο είναι ότι αφαιρεί την Ιστορία από τη σύγκριση. Οι δύο περίοδοι δεν εξελίσσονται σε εποχή κανονικότητας, ώστε να μετρήσουμε τα πολιτικά επιτεύγματα των δύο κυβερνήσεων. Η περίοδος 2015-2018 διεξήχθη εντός επιτροπείας και συγκυβέρνησης με την τρόικα. Μόνο δέκα μήνες κυβέρνησε η Αριστερά χωρίς την εποπτεία και μετά την τυπική λήξη της το καλοκαίρι του 2018. Δεν συγκρίνεται το επίπεδο της οικονομίας που παρέλαβε τον Ιανουάριο του 2015 από κυβέρνηση της Ν.Δ. -με άδεια τα κρατικά ταμεία- με την περίοδο 2019-2023, η οποία άρχισε με ένα δημοσιονομικό απόθεμα 37 δισ., προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει οικονομικούς κλυδωνισμούς - όπως πράγματι συνέβη με την πανδημία. Επιπλέον, η περίοδος της Ν.Δ. συνέπεσε με μια εποχή ρευστότητας και οικονομικής βοήθειας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία κάνει τη μία εποχή με την άλλη να διαφέρουν ριζικά. Η πρώτη ήταν η εποχή σκληρών προσπαθειών εξόδου από την κρίση. Η δεύτερη είναι η εποχή μετά την έξοδο, που είχε εξασφαλιστεί η ρύθμιση του χρέους από την προηγούμενη κυβέρνηση, είχε εξασφαλισμένο δημοσιονομικό μαξιλάρι και η Ε.Ε. είχε συνδράμει την οικονομία με σημαντική βοήθεια που αντιστάθμισε τις συνέπειες της πανδημίας.

Θα ήθελα να τολμήσω μια ερώτηση την οποία δεν θα έκανα αν δεν μιλούσα με έναν ιστορικό. Μήπως δεν θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την κυβέρνηση σε συνθήκες κρίσης; Μήπως το έκανε πρόωρα;

Η απάντηση είναι ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ, από ένα πολύ μικρό κόμμα του 3%, μεταμορφώθηκε σε ένα μεγάλο κόμμα που πρωταγωνιστεί στην πολιτική ζωή του τόπου, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην κατάρρευση των άλλων κομμάτων. Οφείλεται στο γεγονός ότι διεκδίκησε να κυβερνήσει. Δεν ήταν μόνο έκφραση συνείδησης και κριτικής, όπως η Αριστερά της Μεταπολίτευσης ή όπως τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα σήμερα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν κλήθηκε να αναλάβει τη διακυβέρνηση το 2015, δεν τη διεκδικούσε, τότε δεν θα διατηρούσε ούτε τα ποσοστά που είχε κερδίσει στις εκλογές του 2012. Θα φυλλορροούσε ως ελπίδα αλλαγής. Ήταν υποχρεωμένος να την αναλάβει παρά το ρίσκο που εμπεριείχε, παρά τις αντιφάσεις του, παρά όσα εκ των υστέρων μπορούμε να του καταλογίσουμε.

Ποιο ήταν αυτό το ρίσκο;

Ηταν το ρίσκο ότι δεν θα κυβερνούσε μόνος του - και δεν αναφέρομαι εδώ στους ΑΝ.ΕΛΛ. Έως το καλοκαίρι του 2018 ο ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάστηκε να συγκυβερνήσει με την τρόικα. Δεν υπήρχε νομοθέτημα που να μην περάσει προηγουμένως από την τρόικα, δεν υπήρχε δαπάνη για την οποία να μην χρειαστεί προηγουμένως η έγκριση της τρόικας. Το ξεχνάμε αυτό σήμερα, αλλά αυτή ήταν η ελληνική πραγματικότητα από το 2010 έως και το 2018. Η συγκυβέρνηση με την τρόικα ήταν προδιαγεγραμμένη με κάθε λεπτομέρεια από τα προηγούμενα Μνημόνια. Και κάτι ακόμη. Η τρόικα δεν αντιπροσώπευε στην Ελλάδα τον ευρωπαϊκό τεχνοκρατικό λόγο στην οικονομία. Είχε διασυνδέσεις με τις τοπικές ελίτ, τους εργοδοτικούς κύκλους, και υπάρχουν περιπτώσεις που δρούσε ως διαμεσολαβητής των συμφερόντων τους. Η ελληνική πλαισίωση της τρόικας έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον.

Μήπως όμως, θα ρωτούσαν πολλοί, ήταν ανεδαφική η πολιτική υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως έχουν δίκιο όσοι λένε ότι είπε ψέματα στους ψηφοφόρους;

Οταν συζητάμε για πολιτικές θέσεις, δεν μένουμε στις ρητορικές εξάρσεις στις πλατείες. Εκείνο που κυρίως ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αναδιάρθρωση του χρέους και η σύνδεση της εξυπηρέτησής του με την ανάπτυξη της οικονομίας. Ήταν μια λογική πρόταση, η οποία δεν θα προκαλούσε αυτή την καταβαράθρωση της οικονομίας αν την αποδεχόταν η ηγεσία της Ε.Ε. Επέμενε όμως στη λιτότητα, αφενός γιατί φοβόταν τη μετάδοση της κρίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη, αφετέρου γιατί η Γερμανία και οι σύμμαχές της χώρες επιδίωκαν να δώσουν ένα καλό μάθημα κυρίως στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Τελικά, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έγινε, και έγινε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι κάτι που έχει εξαφανιστεί από τη συζήτηση.

Αντιθέτως, τονίζεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σε κίνδυνο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρώπη. Αλλά τα σχέδια για την έξωση της Ελλάδας από την Ε.Ε. προς παραδειγματισμό υπήρχαν από το 2012, επί συγκυβερνήσεων Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ. Ο φόβος ότι τελικά θα έθεταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο το ευρώ και δι’ αυτού την παγκόσμια οικονομία ήταν ο λόγος που την εμπόδισαν. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 σταθεροποίησε την παρουσία της Ελλάδας στην Ευρώπη, έστω στο επίπεδο που είχε φτάσει με την κρίση, και αφαίρεσε «αγκάθια» στις σχέσεις με την Ευρώπη, τις οποίες είχαν χτίσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις από το 1992. Εννοώ τη Συμφωνία των Πρεσπών και τη λύση του μακεδονικού ζητήματος.

Στο σημείο αυτό έρχεται και μια κριτική από τα αριστερά. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τη ριζοσπαστική τομή που επαγγελλόταν ή, με δυο λόγια, γιατί δεν αποδέχτηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Γιατί δεν πέταξε την τρόικα έξω από την Ελλάδα; Αυτό είναι το κυρίως ζήτημα της αριστερής κριτικής.

Οταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα, κι εγώ ο ίδιος θεωρούσα ότι δεν θα έπρεπε να φτάσουμε σε σημείο μετωπικής αντιπαράθεσης. Εξακολουθώ και σήμερα να πιστεύω ότι υπήρχαν πεδία και δυνατότητες συμφωνίας - κάτι τέτοιο άλλωστε συμβούλευαν και διεθνείς οικονομολόγοι σε κείμενό τους. Υπήρχε όμως αφενός η αδιαλλαξία των ευρωπαϊκών κορυφών και η αλαζονεία τους απέναντι στη δημοκρατία, δηλαδή ότι το αποτέλεσμα των εκλογών μιας μικρής χώρας δεν μετράει απέναντι στους διαχειριστές της οικονομίας. Υπήρχε αφετέρου η πλήρης απουσία εμπειρίας της ελληνικής κυβέρνησης - το παράδειγμα Βαρουφάκη είναι εύγλωττο. Ο αποφασιστικότερος όρος όμως ήταν ο πρώτος.

Το ερώτημα τώρα του δημοψηφίσματος δεν ήταν δραχμή ή ευρώ, αλλά αποδοχή της συμφωνίας που προσφερόταν ή όχι. Το δραχμή ή ευρώ ήταν προπαγάνδα εκείνων που παρουσίαζαν την Αριστερά σαν αντιευρωπαϊκή δύναμη και τον εαυτό τους ως ευρωπαϊστή. Αν και έχασαν κατά κράτος, εντούτοις, με την υπεροπλία των ΜΜΕ, επέβαλαν αυτή την πολιτική γεωγραφία και αυτή χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα.

Επομένως, η νίκη του «Όχι» δεν σήμαινε διακοπή των διαπραγματεύσεων και επιστροφή στη δραχμή σε καμιά περίπτωση. Κάποτε θα πρέπει να αναγνωριστεί στον ίδιο τον Τσίπρα η δυνατότητα της υπέρβασης. Αν επέμενε στο «Όχι», και ο ίδιος ο κόσμος που είχε ψηφίσει «Όχι» θα στρεφόταν εναντίον του. Μπόρεσε να δει πέρα από τους στενούς ορίζοντες και τα πάθη οπαδών και αντιπάλων και να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση με νέες θυσίες και συγκυβέρνηση με την τρόικα, αλλά με δυνατότητα μακροχρόνιας ρύθμισης του χρέους, διάσωσης για ό,τι μπορούσε να διασωθεί από τη δημόσια περιουσία -η πρόταση των δανειστών ήταν να μεταφερθεί η κυριότητα σε εταιρεία με έδρα τις Βρυξέλλες- και να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση στα πιο φτωχά στρώματα. Βέβαια, η ιστορική δικαίωση δεν συμπίπτει με την εκλογική δικαίωση.

Θα συνεχίσω να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου. Επικρεμάται μια κατηγορία στον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή το δημοψήφισμα του 2015, ότι αρχικά αύξησε το χρέος και εντέλει οδήγησε σε πόλωση.

Το πρώτο είναι ανυπόστατο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει. Για το δεύτερο όμως θα πω το εξής. Όταν μια κοινωνία γκρεμίζεται, όπως η ελληνική στην κρίση, δεν περιμένεις ο κόσμος να συμπεριφερθεί όπως συνήθως. Η δυσαρέσκεια και ο θυμός θα εκδηλωθούν. Κι αν δεν εκδηλώνονταν στην Αριστερά, θα εκδηλώνονταν στην Άκρα Δεξιά. Το γεγονός ότι εκδηλώθηκαν στα αριστερά, ενισχύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ, σχετίζεται με την κινηματική του καταγωγή αλλά και με την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης και της Αντίστασης που καλλιεργούσε. Εξαιτίας της κρίσης φούσκωσε η Χρυσή Αυγή, αλλά η απάντηση που κυριάρχησε ήταν αριστερή. Κι αυτό ήταν το κέρδος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα.

Και για τη διακυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛΛ.; Πολλοί επισημαίνουν ακόμη την παραδοξότητα της συγκυβέρνησης με ένα κόμμα της Άκρας Δεξιάς.

Θα έλεγα μιας λαϊκής και λαϊκιστικής Δεξιάς, σε διάκριση με την Άκρα Δεξιά του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής. Αλλά είναι συζητήσιμο αν οι ΑΝ.ΕΛΛ. εμπόδισαν τον ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει. Την περίοδο εκείνη, έχοντας ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντί του τους δανειστές και την τρόικα, χρειαζόταν έναν ιδιότυπο ιστορικό συμβιβασμό με την Εκκλησία, τον Στρατό και τη Δικαιοσύνη. Αυτόν τον ιδιότυπο ιστορικό συμβιβασμό δεν τον εκπροσωπούσαν μόνο οι ΑΝ.ΕΛΛ., αλλά και η επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα ανοίγματα σε στελέχη της καραμανλικής περιόδου (Παπαγγελόπουλος κ.ά.). Θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλες εναλλακτικές; Ενδεχομένως με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, αν δεν είχαν προλάβει να ενταχτούν στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, δηλαδή σε ένα αρκετά συμπαγές μπλοκ. Πάντως, για την απουσία τολμηρών πολιτικών σε πεδία όπως η Παιδεία, τα ΜΜΕ και κυρίως η Διοίκηση δεν έφταιγε η συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. Η πραγματική συγκυβέρνηση ήταν με την τρόικα. Κι αυτή βάραινε.

Στη σημερινή κυβέρνηση εντοπίζεται ενσωμάτωση της Ακροδεξιάς;

Η Ελλάδα έχει ισχυρές καταβολές Ακροδεξιάς. Στη μεταπολεμική Ευρώπη, ήταν η χώρα που οι συνεργάτες των κατακτητών ενσωματώθηκαν στο κυρίαρχο πλέγμα εξουσίας όχι μόνο ως παρακράτος, αλλά και ως κανονικό κράτος. Η δικτατορία δεν προετοιμάστηκε μόνο από «άφρονες επίορκους αξιωματικούς», αλλά από ένα μπλοκ δυνάμεων στο οποίο συμμετείχαν κορυφαία πολιτικά στελέχη, βιομήχανοι, ανώτατοι δικαστικοί και στρατιωτικοί. Το Μακεδονικό της δεκαετίας του 1990 τους απενοχοποίησε και έκτοτε η Ν.Δ. προσπαθούσε να ανοιχτεί πότε στον μεσαίο χώρο, πότε στην ακραία Δεξιά. Η ενσωμάτωσή τους έγινε με το καρότο και το μαστίγιο. Μαστίγιο στις ανεξάρτητες συσσωματώσεις της Ακροδεξιάς (βλ. δίωξη χρυσαυγιτών, αποκλεισμός από τις επόμενες εκλογές των κομματικών σχηματισμών τους) και καρότο, δηλαδή υιοθέτηση του ακροδεξιού λόγου και των πολιτικών της Ακροδεξιάς απέναντι στους μετανάστες. Ζούμε μια διολίσθηση που βρίσκεται στον αντίποδα της Μεταπολίτευσης και των αξιών της. Ακούγοντας προχθές τον Σαμαρά, νόμιζα πως μεταφράζει λόγους του Πούτιν, του Όρμπαν, της Μελόνι κ.ά. Εντυπωσιακή ταυτότητα ιδεών εντός της Ν.Δ.

Αν πράγματι η κρίση αποτελεί το σημείο όπου η Ν.Δ., παρά το μελλοντολογικό της ύφος, στρέφει τα επιχειρήματά της έναντι του αντιπάλου, θα θέλατε να μας δώσετε μια σκιαγραφία αυτής της περιόδου που φαίνεται να είναι η πιο κρίσιμη της σύγχρονης Ιστορίας;

Η Ελλάδα μπήκε στην οικονομική κρίση το 2010 όχι γιατί αρνούνταν να μεταρρυθμιστεί και να εφαρμόσει τις ευρωπαϊκές εντολές. Η ελληνική οικονομία ακολουθούσε τις υποδείξεις ενόψει της ενταξιακής της πορείας από τη μεταπολεμική εποχή. Εντούτοις, σε όλη αυτή την περίοδο ακολουθούσε μια πορεία η οποία απέκλινε από την πορεία της υπόλοιπης Ευρώπης και βαθμιαία έχανε σε ανταγωνιστικότητα. Οι εξαγωγές υστερούσαν έναντι των εισαγωγών, το δημόσιο και το εξωτερικό χρέος αυξάνονταν. Και η αύξηση του δανεισμού και του χρέους δεν ανταποκρινόταν μόνο σε εσωτερικές συνθήκες αλλά και στην αλόγιστα γενναιόδωρη πολιτική δανεισμού των διεθνών μεγάλων τραπεζών, η ανευθυνότητα της οποίας αποκαλύφθηκε με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ, προκαλώντας μια απότομη προσαρμογή, η οποία επέφερε κρίσεις σε όλη τη νότια Ευρώπη. Η κρίση ήταν ένας σπασμός βίαιης εσωτερικής υποτίμησης της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών - εκεί που βρίσκεται σήμερα. Τα Μνημόνια δεν αποσκοπούσαν μόνο στη διάσωση από το χρέος, είχαν ως συνέπεια και μια τρομερή μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Η απαιτούμενη δημοσιονομική αναπροσαρμογή είχε ως αποτέλεσμα να συρρικνωθεί το ΑΕΠ κατά 25%, σαν να είχαμε δηλαδή πόλεμο. Κάτι το οποίο δεν αναφέρεται είναι ότι η κρίση επιδεινώθηκε γιατί επί των ημερών των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, τους πρώτους μήνες του 2010, αποσύρθηκαν από τις ελληνικές τράπεζες τεράστια ποσά (14 δισ.) από τους ολιγάρχες της χώρας, αυτούς που τη νέμονται τώρα. Τα κεφάλαια αυτά πήγαν στο εξωτερικό, κυρίως μέσω Κύπρου. Σήμερα το αναγνωρίζουν αυτό οι περισσότεροι αξιωματούχοι του ΔΝΤ και της τρόικας, αλλά κατόπιν εορτής. Τότε είχαν συμφωνήσει σ’ αυτό το εξωπραγματικό πρόγραμμα από φόβο μήπως καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το δικομματικό σύστημα κατέρρευσε και ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβερνητική δύναμη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι την περίοδο αυτή αντιμετωπίστηκε και η μεγάλη προσφυγική κρίση. Από το Φαρμακονήσι, για το οποίο καταδικάστηκε η Ελλάδα, περάσαμε στην εικόνα των γιαγιάδων της Λέσβου που τάιζαν τα μωρά προσφυγόπουλα. Σήμερα επιστρέψαμε στην εικόνα του φράχτη και των pushbacks. Ξέρετε, μια κυβέρνηση παίζει διαπαιδαγωγητικό ρόλο στον πληθυσμό. Η περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς, καλλιέργησε ένα πνεύμα αλληλεγγύης. Οι προηγούμενοι και οι σημερινοί, μιλώντας για εισβολές λαθρομεταναστών, καλλιεργούν τις αξίες πάνω στις οποίες βασίζονται η Χρυσή Αυγή και τα παρακλάδια της. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά.

Τα τελευταία χρόνια ταυτίζεται συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. με τον λαϊκισμό. Ποια τελικά είναι η σημασία αυτού του όρου που έχει γίνει πασπαρτού και πώς συζητάμε σήμερα για τον λαϊκισμό με βάση όσα μας έχει διδάξει η Ιστορία;

Το σχήμα «λαϊκισμός εναντίον μεταρρύθμισης» προβλήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα για να αντικαταστήσει τον μανιχαϊσμό του Ψυχρού Πολέμου και να αποκρύψει ότι ο πραγματικός κίνδυνος είναι η Άκρα Δεξιά, που ακυρώνει τα κεκτημένα της αντιφασιστικής νίκης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν πρόκειται για ιστορική ανάλυση, αλλά για προπαγάνδα, και η Ιστορία υφίσταται το μαρτύριο που επέβαλε στα θύματά του ο Πιτυοκάμπτης. Βέβαια, η εμβέλεια του λόγου των ιστορικών είναι πολύ μικρότερη απέναντι στην προπαγάνδα αυτή. Εντούτοις, δουλειά δική μας είναι όχι μόνο να αποδημήσουμε την προπαγάνδα, αλλά να εξηγήσουμε την ιστορική πορεία στην οποία βρισκόμαστε. Αν οι πολίτες έχουν συνείδηση της πορείας, ή όσοι έχουν συνείδηση αυτής πορείας, μπορούν να σκεφτούν με το δικό τους μυαλό.

Μιλήσατε για το ρίσκο του 2015. Ποιο είναι το διακύβευμα των εκλογών και το ρίσκο για μια προοδευτική κυβέρνηση;

Το μοντέλο που υπηρετεί η Ν.Δ. νομίζω πως το αποτύπωσε ο Κώστας Σημίτης λακωνικά καλύτερα από κάθε άλλον. Μίλησε για τυχοδιωκτικά διεθνή κεφάλαια που εξαγοράζουν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία δανειζόμενα από τις ελληνικές τράπεζες με τη διαμεσολάβηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η Παιδεία διαμελίζεται προς όφελος των ιδιωτικών κολεγίων και ΙΕΚ, η Υγεία προς όφελος των ιδιωτικών κέντρων, οι μικρές ιδιοκτησίες προς όφελος των κερδοσκοπικών funds, ο Πολιτισμός προς όφελος του τουρισμού. Δεν παράγουν πλούτο, ιδιοποιούνται πλούτο που έχει παραχθεί. Αν θέλουμε να ολοκληρωθεί αυτή η επιχείρηση μεταφοράς πλούτου, τους ψηφίζουμε. Τώρα το ρίσκο για μια προοδευτική κυβέρνηση είναι να παίξει μόνο αμυντικά. Να μην προωθήσει δηλαδή μεγάλες αλλαγές που να ανταποκρίνονται στον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, που είναι ήδη εδώ, στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στο δημογραφικό κ.λπ. Ιδιαίτερα η Παιδεία πρέπει να ξανασχεδιαστεί τολμηρά, να μην επαναληφθούν η απραξία και η αναβλητικότητα της προηγούμενη φοράς.

Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να λειτουργήσει σε ένα ιδιαίτερα ρευστό διεθνές περιβάλλον. Πού πρέπει να στραφεί η προσοχή;

Η διεθνής κατάσταση χαρακτηρίζεται από επικαλυπτόμενες κρίσεις, που, σαν να μην έφταναν και να μην προκαλούσαν υπαρξιακή αγωνία για την ανθρωπότητα, προστέθηκε το τεράστιο πολεμικό μέτωπο που άνοιξε στην Ουκρανία και κινδυνεύει να καταπιεί και την Κίνα από τη μία, και την Ευρώπη από την άλλη. Θα είναι καταστροφικό. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε κυβέρνηση με πολιτικό νου και όχι στρατόκαυλους και ντίλερ εξοπλισμών.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: