Βιβλιοπαρουσίαση
Kai Ambos*,
"Εθνικοσοσιαλιστικό Ποινικό Δίκαιο - Συνέχεια και Ριζοσπαστικοποίηση"
H μονογραφία του Kai Ambos με τίτλο «Εθνικοσοσιαλιστικό Ποινικό Δίκαιο» και υπότιτλο «Συνέχεια και Ριζοσπαστικοποίηση» (Nationalsozialistisches Strafrecht – Kontinuität und Radikalisierung, Nomos Verlag, Baden Baden 2019) διακρίνεται από μια μοναδικότητα, και όχι μόνο επειδή στοχεύει στην ευρύτατη κατά το δυνατό ανάγνωσή της, αφού έχει συγγραφεί από τον ίδιο και έχει εκδοθεί εξαρχής σε δύο γλώσσες (γερμανικά και αγγλικά), στη δε μητρική του γερμανική γλώσσα είναι διαθέσιμη δωρεάν, ως ebook ελεύθερης πρόσβασης.[1] Έχει την ιδιαιτερότητα ότι συνιστά κατά βάση μια μονογραφική κριτική βιβλιοπαρουσίαση της μονογραφίας του γνωστού στον ισπανόφωνο χώρο Αργεντίνου ποινικολόγου Eugenio Raúl Zaffaroni με τίτλο «Ποινική Δογματική των Ναζί» (Doctrina Penal Nazi ,Μπουένος Άιρες, 2017). Υπερβαίνει όμως τα όρια μιας απλής, έστω εκτεταμένης και κριτικής βιβλιοπαρουσίασης, καθώς ο Ambos επιλέγει τη διαλεκτική μέθοδο προκειμένου να επιβεβαιώσει ή να ανατρέψει τις θέσεις του Zaffaroni, και μέσα από αυτό τον διάλογο με τον τελευταίο να καταλήξει στο πράγματι (υπόρρητα) ζητούμενο: σε μια απαραίτητη και οφειλόμενη από τη γερμανική ποινική δογματική ενδοσκόπηση[2] όσον αφορά τη στάση της απέναντι στο φαινόμενο του εθνικοσοσιαλισμού και τις «υπηρεσίες» που συγκεκριμένοι εκπρόσωποί της παρείχαν στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, δημιουργώντας μια επιστημονική επίφαση για την άσκηση ποινικής καταστολής στο πλαίσιο ενός καθεστώτος συστημικού αδίκου και παραδίδοντας έτσι εις χείρας του το ισχυρότερο όπλο του κράτους έναντι των πολιτών του: το ποινικό δίκαιο.
[.........................................]
Ο Ambos επιχειρεί έτσι να «σπάσει τον νόμο της σιωπής» που κρατούσε κατά τα πρώτα μεταπολεμικά έτη όσον αφορά τα γεγραμμένα και πεπραγμένα των Γερμανών ποινικοδιδασκάλων υπό το καθεστώς του εθνικοσοσιαλισμού, θεωρώντας ότι η πρόοδος της γερμανικής ποινικής δογματικής επιτάσσει να κλείσει το συγκεκριμένο κεφάλαιο της ιστορίας της με τη ρητή παραδοχή των σφαλμάτων και τη σχετική (έστω και καθυστερημένη ή/και συμβολική) απόδοση ευθυνών σε πρόσωπα, ώστε να μην μπορούν πλέον οι extranei, όπως ο Zaffaroni, να επισείουν το ηθικό επιχείρημα της δήθεν καταγωγής θεμελιωδών δογματικών παραδοχών από την εθνικοσοσιαλιστική ποινική σκέψη ως άμυνα κατά της πρόσληψής της (βλ. κατωτ.). Η μονογραφία έχει εξάλλου στοιχεία όχι μόνο ιστορικοδογματικής, αλλά και αμιγούς ιστορικής έρευνας όσον αφορά την βιογραφία εξεχουσών προσωπικοτήτων της προπολεμικής και μεταπολεμικής γερμανικής ποινικής δογματικής (όπως λ.χ. ο Schaffstein και ο Welzel), καθώς και τα γεγραμμένα και πεπραγμένα (ή μη πεπραγμένα) τους υπό το καθεστώς του εθνικοσοσιαλισμού, αφού ο Ambos καταφεύγει ακόμη και σε μαρτυρίες προσώπων, ιδίως μαθητών των «πρωταγωνιστών» (επικαλείται π.χ. μια ηλεκτρονική επιστολή του Günther Jakobs που απαντά σε ερωτήματα του συγγραφέα για τον δάσκαλό του Hans Welzel), για να τεκμηριώσει τις θέσεις του.
[..............................................]
Κατά τον Ambos, το εθνικοσοσιαλιστικό ποινικό δίκαιο μπορεί να περιγραφεί επιγραμματικά ως η πολιτικοποιημένη και ακραία εξέλιξη της νεοκλασικής και φιναλιστικής διδασκαλίας για τη δόμηση του εγκλήματος, η οποία (εξέλιξη) προέκυψε ως απόρροια του γεγονότος ότι τα δύο βασικά ακαδημαϊκά ρεύματά του, εκείνο της Σχολής του Μαρβούργου (εκπροσωπούμενης ιδίως από τους Schwinge και Zimmerl) και εκείνο της Σχολής του Κιέλου (εκπροσωπούμενης ιδίως από τους Dahm και Schaffstein), έθεσαν ως βασικό πρόταγμα της ποινικής δογματικής την πολιτική αποστολή της. Σημειώνει δε χαρακτηριστικά (σ. 22): «Το εθνικοσοσιαλιστικό ποινικό δίκαιο ούτε προέκυψε εκ του μηδενός ούτε εξαφανίστηκε πλήρως μετά το 1945».
[....................................]
Tο δεύτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στα «θεμέλια του εθνικοσοσιαλιστικού ποινικού δικαίου» (σ. 26-48). Κατ’ αρχάς, παρουσιάζονται οι ιδεολογικοπολιτικές συνιστώσες με βάση τις οποίες πολιτικοποιήθηκε η ποινική δογματική στο πλαίσιο του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος: ρατσισμός, λαϊκή κοινότητα (Volksgemeinschaft), κράτος του ηγέτη (Führerstaat), αρχή του ηγέτη (Führerprinzip), αποκλεισμός. Πυρήνας της εθνικοσοσιαλιστικής σκέψης υπήρξε η ρατσιστική εξύψωση της γερμανικής κοινότητας με βάση την ιδέα της «αρίας φυλής» (σ. 26). Ιδεολογικοπολιτικό θεμέλιο του εθνικοσοσιαλιστικού ποινικού δικαίου υπήρξε ως εκ τούτου η έννοια της «λαϊκής κοινότητας» (Volksgemeinschaft), η οποία έπρεπε να απαλλαγεί από όλα τα στοιχεία που νόθευαν τη φυλετική καθαρότητα με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων (σ. 27 επ.). Στο πλαίσιο αυτό, το «υγιές αίσθημα του λαού» (gesundes Volksempfinden) ανάγεται σε πηγή δικαίου, αφού αφετηρία, σκοπός, αντικείμενο προστασίας και αξιολογικό πρόταγμα είναι η λαϊκή κοινότητα (σ. 29-30). Για την πραγμάτωση αυτού του «πολιτικού προγράμματος» του εθνικοσοσιαλισμού, η ποινική καταστολή ήταν απολύτως αναγκαία (σ. 33). Παράλληλα, η λαϊκή κοινότητα έπρεπε να απαλλαγεί από τα άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα βιολογικά χαρακτηριστικά της αρίας φυλής, τα οποία απεκδύονται των δικαιωμάτων τους «διά της απεκδύσεως της προσωπικότητάς τους» (Entrechtlichung durch die Entpersonalisierung) (σ. 34). Το άτομο υποτάσσεται απόλυτα στα κελεύσματα της «λαϊκής κοινότητας» και χάνει την αυτονομία του, υπέχει μόνον καθήκοντα έναντι της κοινότητας και του ηγέτη. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικός είναι ο ρόλος του δικαστή, ο οποίος δεν είναι ανεξάρτητο όργανο που θέτει όρια στην κρατική εξουσία, αλλά υπηρέτης της «λαϊκής κοινότητας» και του ηγέτη (σ. 35).
Αυθεντικός εκφραστής της θέλησης του λαού και του «λαϊκού αισθήματος» (ως πηγής του δικαίου) είναι μόνον ο ηγέτης (Führer). Υπό την επιρροή της σκέψης του Carl Schmitt, το φιλελεύθερο κράτος δικαίου διαστρέφεται έτσι σε «κράτος του ηγέτη», όπου ο ηγέτης είναι αντικείμενο λατρείας και ισχύει η «αρχή του ηγέτη».
[.........................................]
Στο πέμπτο κεφάλαιο (σ. 87-118), ο Ambos ασχολείται με την περιβόητη Σχολή του Κιέλου. Η Σχολή του Κιέλου –χαρακτηριζόμενη από τον Zaffaroni
ως «πανεπιστημιακό τάγμα εφόδου»– υπήρξε το σημαντικότερο ακαδημαϊκό
στήριγμα του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, με επίκεντρο τη θεωρία περί
παραβάσεως καθηκόντων που αναπτύχθηκε στους κόλπους της, καθώς και τις
απόψεις των εκπροσώπων της λ.χ. για την κατάλυση της τρίβαθμης δόμησης
του εγκλήματος, και ιδίως της διάκρισης μεταξύ των βαθμίδων του αδίκου
και της ενοχής (σ. 87). Σε αυτήν ανήκαν οι θεωρούμενοι ως σημαντικότεροι
εθνικοσοσιαλιστές στοχαστές στο πεδίο του ποινικού δικαίου, Georg Dahm και Friedrich Schaffstein, συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία των οποίων παραθέτει ο Ambos,
επισημαίνοντας δηκτικά ότι σε αμφότερους δόθηκε η δυνατότητα να
διδάξουν σε γερμανικά πανεπιστήμια και μετά τη λήξη του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου. Μάλιστα, ο Schaffstein διαδέχθηκε τον Welzel στην έδρα του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν το 1954. Οι Dahm και Schaffstein
προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυθύπαρκτο εθνικοσοσιαλιστικό ποινικό
δίκαιο, απαλλαγμένο από τα φιλελεύθερα στοιχεία του παρελθόντος.
.
[...............................................]
Στο πλαίσιο αυτού του εθνικοσοσιαλιστικού προγράμματος για το ποινικό δίκαιο, κρίσιμος υπήρξε κατά τον Ambos ο ρόλος του δικαστή, χωρίς τον οποίον ουδέποτε θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα (σ. 99-102). Ο δικαστής του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος ήταν κατά τους Dahm και Schaffstein υποχρεωμένος να ακολουθεί τον νόμο που εξέφραζε τη βούληση του ηγέτη, και αποστολή του ήταν να πραγματώνει σε κάθε συγκεκριμένη βιοτική περίπτωση τα αξιακά προτάγματα του εθνικοσοσιαλιστή νομοθέτη και της πολιτικής ηγεσίας (ευρισκόμενος τρόπον τινά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς) υπό το φως της «λαϊκής νομικής σκέψης» και της «υγιούς λαϊκής αντίληψης».
[...................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου