Κινηματογράφος / Η αστυνομική βία στο σινεμά
Στα χρόνια του Ρόναλντ Ρέιγκαν ο μπάτσος-ήρωας αποτελεί μια ιδιότυπη απολιτική οντότητα που καθρεφτίζει τις κατασταλτικές δυνάμεις της μαζικής ψυχαγωγίας.
Η μυθοπλασία των παραδοσιακών ειδών του κινηματογράφου χρειαζόταν πάντα ένα κεντρικό όχημα ταύτισης για να παρασύρει τον θεατή. Ένα ηρωικό σύμβολο, που θα κουβαλούσε την αφήγηση και θα υπαγόρευε τους κανόνες ηθικής. Στην παράδοση των αρχετυπικών γουέστερν στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1930 αυτό το σύμβολο ήταν ο μόνος και τίμιος καουμπόης ή ο αμερόληπτος σερίφης. Φιγούρες ηθικές, που επέβαλαν τους κανόνες χρησιμοποιώντας την κάννη του όπλου τους ή τη θηλιά στο δημαρχείο.
Πολύ παλιότερα, περίπου το 1910, η αμερικανική αστυνομία καταδίκασε τις γελοίες απεικονίσεις των αστυνομικών με αφορμή τις κωμικές ταινίες του βωβού κινηματογράφου και τους Keystone Cops, που τους απεικόνιζαν ως αδέξιους και ανίκανους. Η απαξιωτική εικόνα του αστυνομικού που τρέχει πανικόβλητος βελτιώθηκε όταν τα στούντιο αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με την αστυνομία για την εξασφάλιση αδειών γυρισμάτων ή για την κάλυψη των σκανδάλων των σταρ. Την ίδια περίοδο τέθηκε σε ισχύ ο Κώδικας Χέιζ, ένα σύνολο ηθικών κατευθυντήριων γραμμών, βάσει του οποίου τα εγκλήματα δεν έπρεπε να ήταν γοητευτικά, οι κακοποιοί έπρεπε να τιμωρούνται και οι φορείς εξουσίας (π.χ., η αστυνομία) να απεικονίζονται με σεβασμό. Λογική συνέπεια του Κώδικα Χέιζ ήταν το κοινό να αντιλαμβάνεται την αστυνομία ως τίμια εμπροσθοφυλακή του νόμου και της τάξης. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η δημοφιλία των γουέστερν άρχισε να υποχωρεί σημαντικά και, παρ’ όλο που το σκεπτόμενο νεανικό σινεμά της «αμφισβήτησης» έμελλε να πάρει τα ηνία, η παραδοσιακή ψυχαγωγία με διδακτικές προεκτάσεις παρέμενε διαχρονικά ο μεγάλος στόχος της βιομηχανίας του θεάματος. Μέσα από τους ήρωες δράσης των crime movies στη δεκαετία του ’60, που διαδέχτηκαν τους ντετέκτιβ των φιλμ νουάρ, άρχισε να χτίζεται το νέο αρχέτυπο: ο σκληρός αστυνομικός, αλλά ως ένας πολύπλοκος και τρωτός άνθρωπος.
Βρόμικος Χάρι vs Μπόνι και Κλάιντ
Στη ραγδαία ανασύσταση της χειραγώγησης των εικόνων που συνέβη μετά το 1970 ο ρόλος του ηθικά διφορούμενου (αντι)ήρωα, που ξεπερνά τα όρια και κάνει ανήθικες επιλογές για χάρη της δικαιοσύνης ή ενός ευγενούς σκοπού, πέρασε στο αρχέτυπο του «σκληροτράχηλου μπάτσου». Οι ταινίες με κεντρικό ήρωα τον αστυνομικό που καταπατούσε τους γραπτούς νόμους για να επιβάλει τους άγραφους, έχοντας μάλιστα τη σιωπηρή στήριξη των συναδέλφων του, ενώ έρχεται σε ρήξη με το δύστροπο Εσωτερικών Υποθέσεων, θα ταιριάξουν στην εποχή της παρατεταμένης όξυνσης της ανασφάλειας του πιο συντηρητικού κοινού. Το πρότυπο του ασυμβίβαστου αστυνόμου ήρθε ως αντίδοτο σε ταινίες που όρισαν τα ήθη μιας νέας εποχής, όπως ο «Ξένοιαστος καβαλάρης» το 1969, οι οποίες αντιμετώπιζαν τους αστυνομικούς λίγο έως πολύ ως άβουλα καθάρματα.
Ο αντίκτυπος που ασκεί η περσόνα του διεφθαρμένου αλλά κατά βάθος λαϊκού ήρωα αστυνομικού, όπως τον έχει περιγράψει συλλογικά η τέχνη του μαζικού θεάματος, είναι τεράστιος. Την αρσενική παλικαριά του Τζον Γουέιν με το εξάσφαιρο θα εξέφραζε πλέον ο σκληροτράχηλος Κλιντ Ίστγουντ, που ως «Βρόμικος Χάρι» θα επέβαλλε τον νόμο απέναντι στα κατακάθια της κοινωνίας με ένα 44άρι Μάγκνουμ. Αυτό ήταν πια το νέο ανδρικό πρότυπο που έμμεσα θα προστάτευε τις αξίες της πατρίδας και θα μάτωνε τα πεζοδρόμια στο όνομα της ασφάλειας των γειτονιών της μέσης οικογένειας. Μέσα από τους νέους «μάτσο» ήρωες του LAPD βρήκαν εκφραστές τα αμυντικά αντανακλαστικά των εκάστοτε κυβερνήσεων απέναντι στις υποκουλτούρες της αμφισβήτησης που έμαθαν να λατρεύουν παραβατικούς αντιήρωες, όπως οι «Μπόνι και Κλάιντ».
Η σαδιστική μανία του επιθεωρητή Κάλαχαν που τραβάει αργά τη σκανδάλη για να πυροβολήσει στο κεφάλι έναν μαύρο πιτσιρικά επειδή έκλεψε ήταν η λειτουργική ασπίδα απέναντι στις αντιδράσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την καταστολή στις οδομαχίες μετά το 1967. Οι ήρωες που ανέδειξαν ο Κλιντ Ίστγουντ στον Κάλαχαν, ο Ρόι Σάιντερ στο «The Seven-Ups» και μορφές όπως ο Τσαρλς Μπρόνσον εξέφραζαν μια άτυπη εντολή στο μαζικό υποσυνείδητο μέσα από την επαφή με την ποπ κουλτούρα. Η φύση και η μαζικότητα της εκάστοτε απειλής κάνουν τον σκληροτράχηλο, μα τίμιο μπάτσο να ξεφεύγει από τους κανόνες, να γρονθοκοπεί ή να πυροβολεί εν ψυχρώ. Αυτοί οι ήρωες βρίσκονταν σε πόλεμο απέναντι στα φαντάσματα που λυμαίνονταν τα πεζοδρόμια και επέβαλλαν τη δικαιοσύνη παρακάμπτοντας την ανικανότητα της γραφειοκρατίας. Παράλληλα, είχαμε τον συναρπαστικό αστυνομικό του «French connection» (Τζιν Χάκμαν) που λερώνει τα χέρια του σε καταδιώξεις και, φυσικά, το άσπιλο πρότυπο του φιλελεύθερου Χόλιγουντ, τον αδιάφθορο αστυνομικό «Σέρπικο» με τον αδαμάντινο χαρακτήρα και τα ηθικά διλήμματα απέναντι στο απροσπέλαστο σύστημα αστυνομικής διαφθοράς και στο αλισβερίσι με την εξουσία.
Ρέιγκαν και μάτσο πρότυπα
Στα χρόνια του Ρόναλντ Ρέιγκαν ο μπάτσος-ήρωας αποτελεί μια ιδιότυπη απολιτική οντότητα που καθρεφτίζει τις κατασταλτικές δυνάμεις της μαζικής ψυχαγωγίας, αλλά και έναν παράδοξο εκφραστή κρυφών φόβων του δυτικού κόσμου. Μετά το 1980 το πρότυπο του αρσενικού μπάτσου που παίζει με τους δικούς του κανόνες γίνεται πιο σέξι και φωτογενές. Μάλιστα, η αφοσίωση των αστυνομικών του ’80 στο καθήκον, όταν τους βγάζει πέρα από τα όρια του νόμου, έχει συνήθως ολέθριες συνέπειες και στην προσωπική τους ζωή - ένας σεναριακός μηχανισμός που κάνει συμπαθείς τους πιο αιμοβόρους ήρωες, παρά τις διφορούμενες ηθικά επιλογές τους. Από τον ατακαδόρο «Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς» μέχρι τον τεχνολογικά αναστημένο «RoboCop», ο τιμωρός με άδεια να σκοτώνει αποκτά διαστάσεις ροκ σταρ. Μια ιδέα που προσωποποιεί την αέναη πάλη της κοινωνίας με πολεμοχαρή καρτέλ και τρομοκράτες με ξενική προφορά. Στο ίδιο τερέν οι Ευρωπαίοι δημιουργοί κατεξοχήν επιδείκνυαν μια υπεροχή, με πιο σάρκινους και προσιτούς χαρακτήρες, όπως ο Ντελόν σε ταινίες σαν την «Για το τομάρι ενός μπάτσου». Εκείνα τα χρόνια ευδοκιμεί και το είδος των «buddy movies» μέσα από τα αταίριαστα ζευγάρια κολλητών συναδέλφων που ο ένας δίνει τη ζωή του για τον άλλο («48 ώρες», «Φονικό όπλο»), ενώ εκτοξεύουν εκατοντάδες σφαίρες προς πάσα κατεύθυνση σε κάθε σκηνή δράσης. Ακόμη και γκανγκστερικές ταινίες, όπως οι «Αδιάφθοροι», υιοθετούν τη ματιά του νόμου και ρίχνουν φως στην καταδίωξη των μαφιόζων, που αποτελούσαν ένα κατεξοχήν λαοφιλές θέαμα.
Στη δεκαετία του 1990 η αστυνομική βία γίνεται συνώνυμο των εμπορικών επιτυχιών («Bad boys»), ενώ ακόμη και ταινίες στο στιλ του «Σέρπικο», που στέκονται πιο επικριτικά απέναντι στην αυθαιρεσία του συστήματος («Copland», «Training day»), προσδίδουν μια, σκοτεινή έστω, γοητεία σε όσους φέρουν τα διακριτικά του τμήματος, καθώς πρόκειται για πληγωμένα αρσενικά που η δουλειά έχει φέρει βαρύ τίμημα στον ψυχισμό τους. Ορισμένες παραγωγές εξερευνούσαν τη σχέση αστυνόμευσης και παραδικαστικής εξουσίας («Ο πρίγκιπας της πόλης»), αλλά οι περισσότερες προέκυψαν από τη ζύμωση του mainstream με την εξανθρωπισμένη αστυνομική βία.
Απάντηση από το ανεξάρτητο σινεμά
Παρά τα εναλλασσόμενα γούστα των εποχών, σε κάθε γενιά εμπορικών αστυνομικών περιπετειών με μπροστάρη έναν δυνατό ήρωα, αν παρατηρήσουμε το ηθικό δίδαγμα των περισσότερων «χαρούμενων φινάλε», αυτό παραμένει δυστυχώς το ίδιο: χρειαζόμαστε ανθρώπους που δεν διστάζουν να πυροβολήσουν στο ψαχνό όποτε αυτοί κρίνουν. Η πραγματική καλλιτεχνική κριτική στην αστυνομική βία ήρθε από το ανεξάρτητο σινεμά, με ανένταχτους εκφραστές, όπως ο Σπάικ Λι («Κάνε το σωστό») ή ο Έιμπελ Φεράρα («Βρόμικος μπάτσος»). Μικρές καλλιτεχνικές πέτρες, βέβαια, πάνω στο θωρακισμένο παράθυρο του εμπορικού σινεμά και της ψυχολογικής πραγματικότητας που αυτό αναδύει στις συνειδήσεις των θεατών.
Οταν η μικρή οθόνη ντύνεται στα μπλε
Η καθημερινή prime time τηλεόραση κατακλύζεται από σειρές που ωραιοποιούν την αστυνομική δράση και σίγουρα εκπαιδεύουν νεαρούς θεατές που περιμένουν την ευκαιρία τους να γίνουν ήρωες με στολή, καθώς η φιλοσοφία των παραγωγών αυτών είναι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα όταν πρόκειται για την επιβολή του νόμου.
Είναι αμέτρητες οι τηλεοπτικές παραγωγές της τελευταίας εικοσαετίας που αντλούν έμπνευση από την παράδοση της λεγόμενης «copaganda», δηλαδή οριακά προπαγανδιστικές σειρές με ομάδες αστυνομικών ή μεμονωμένους ήρωες που συνεργάζονται αρμονικά σε εβδομαδιαία βάση για την πάταξη του εγκλήματος.
Η πρώτη φορά που μια καθαρόαιμη αστυνομική σειρά κατέκτησε το αμερικάνικο κοινό ήταν το 1951, με μια εκπομπή που ονομαζόταν «Dragnet» και βασιζόταν στην ομώνυμη επιτυχημένη ραδιοφωνική εκπομπή. Η σειρά παρακολουθούσε τον αρχιφύλακα της αστυνομίας του Λος Άντζελες και αυτά που την έκαναν να ξεχωρίζει ήταν το νεύρο και ο ρεαλισμός, καθώς αντλούσε υλικό από πραγματικές υποθέσεις και έδειχνε πειστικά, για τα δεδομένα της εποχής, τη λειτουργία του σώματος. Η αστυνομία είχε τον απόλυτο έλεγχο των σεναρίων και στην απήχηση της σειράς πιστώθηκε η βελτίωση της δημόσιας εικόνας των αστυνομικών, κάτι που θα αποτελούσε παράδειγμα για μελλοντικές σειρές που θα ακολουθούσαν. Η σειρά, φυσικά, θα αγνοούσε το θέμα του ρατσισμού από την πλευρά της αστυνομίας και θα έριχνε το βάρος στη σεναριακή φαντασία.
Ο σκληρός μπάτσος που δεν λογαριάζει από αφεντικά και νόμους είχε γνωρίσει δημοφιλία με τον «Κότζακ», τον φαλακρό ντετέκτιβ με σήμα κατατεθέν το γλειφιτζούρι που επέβαλλε με γοητεία και σαρκασμό τον νόμο. Όμως όλα άλλαξαν όταν το 1981 έκανε πρεμιέρα το «Hill Street Blues» και κυρίως το «Law & Order», που ήταν πιο τολμηρά ως προς την εξερεύνηση των διαφυλετικών εντάσεων και έθιγαν, έστω επιδερμικά, τη διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας. Η επιτυχία των γοητευτικών χαρακτήρων με στολή καθιέρωσε τον άτρωτο τηλεοπτικό μπάτσο που ανταγωνιζόταν σε στιλ τους γιάπηδες της Γουόλ Στριτ με τους «Σκληρούς του Μαϊάμι», που μετά το 1984 τάχθηκαν να παρουσιάσουν ως cool τον ακριβό τρόπο ζωής δύο στιλάτων ντετέκτιβ που χρησιμοποιούσαν τα πιο εντυπωσιακά αυτοκίνητα και περιέφεραν την ακαταμάχητη γοητεία τους, πυροβολώντας χωρίς δεύτερη σκέψη οτιδήποτε απειλούσε το λαμπερό Μαϊάμι. Κάπου εδώ ξεκινάει να γνωρίζει απήχηση η προβληματική που θέλει τον άνθρωπο του νόμου να είναι η άλλη όψη στο ίδιο νόμισμα με τους εγκληματίες. Οι εκλεπτυσμένοι αστυνομικοί με την πλούσια ερωτική ζωή είχαν πολλά κοινά με τους «κακούς» που έκλειναν στη φυλακή.
Η καθημερινή prime time τηλεόραση κατακλύζεται από σειρές που ωραιοποιούν την αστυνομική δράση και σίγουρα εκπαιδεύουν νεαρούς θεατές που περιμένουν την ευκαιρία τους να γίνουν ήρωες με στολή, καθώς η φιλοσοφία των παραγωγών αυτών είναι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα όταν πρόκειται για την επιβολή του νόμου. Η διαφθορά περιορίζεται στα «λίγα κακά μήλα» και η υπέρμετρη βία χρεώνεται στο βαρύ σύστημα που τους αναγκάζει να κάνουν κατάχρηση εξουσίας.
Ακύρωση επεισοδίων με το Black Lives Matter
Οι πρόσφατες δολοφονίες του Τζορτζ Φλόιντ, της Μπριόνα Τέιλορ και άλλων στις ΗΠΑ δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει αρκετά τους τηλεοπτικούς δημιουργούς ώστε να αναθεωρήσουν την ατζέντα τους. Βέβαια, οι φωνές διαμαρτυρίας του Black Lives Matter έχουν αναγκάσει σειρές, όπως το «The Rookie», το «S.W.A.T.» και το «Brooklyn Nine-Nine», να ακυρώσουν επεισόδιά τους που πλησίαζαν επικίνδυνα την πραγματικότητα και κάποια reality, όπως το «COPS» και «Live PD», ακυρώθηκαν.
Οι αστυνομικές ιστορίες θα παραμένουν πάντα ένα αγαπημένο είδος. Υπάρχει μια κάθαρση στο να βλέπεις να εξιχνιάζονται εγκλήματα και να αποδίδεται δικαιοσύνη μέσα σε δύο ώρες. Και επίσης μπορεί να είναι παρήγορο το να αφηνόμαστε σε καλοφτιαγμένες ιστορίες που βλέπουν τον κόσμο μέσα από το βολικό δίπολο: καλό και κακό, αστυνομικός και εγκληματίας, σωστό και λάθος. Η κριτική σκέψη, τελικά, δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική υπόθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου