Το «Στην τύ­χη ο Μπαλ­τά­ζαρ» (1966), εί­ναι η ιστο­ρία ενός γαϊ­δα­ρά­κου. Από όταν ήταν μι­κρός, τό­τε που τον αγα­πού­σαν και τον φρό­ντι­ζαν τα παι­διά του αφε­ντι­κού του, μέ­χρι που με­γά­λω­σε και ανα­γκά­στη­κε να γνω­ρί­σει το σκλη­ρό πρό­σω­πο του κό­σμου -και των αν­θρώ­πων. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο. Κι όμως, εν­δέ­χε­ται να μην έχει γυ­ρι­στεί ται­νία πιο κα­τα­νυ­κτι­κή από κα­τα­βο­λής σι­νε­μά. Κά­ποιος έγρα­ψε πως αυ­τό το φιλμ, εμπε­ριέ­χει σε μιά­μι­ση ώρα όλη την ιστο­ρία του κό­σμου. Μπο­ρεί να εί­ναι κι έτσι.

Με­τά από μια ευ­τυ­χι­σμέ­νη, ξέ­γνοια­στη «παι­δι­κή ηλι­κία», όπου υπήρ­ξε αντι­κεί­με­νο της τρυ­φε­ρής αγά­πης και στορ­γής ενός μι­κρού κο­ρι­τσιού, ο Μπαλ­τα­ζάρ ει­σά­γε­ται στο ανε­λέ­η­το σύ­μπαν της ερ­γα­σί­ας. Οι άν­θρω­ποι τον χρη­σι­μο­ποιούν για τις δου­λειές τους, τον κα­κο­με­τα­χει­ρί­ζο­νται, τον χτυ­πούν. Ο Μπαλ­τα­ζάρ αντέ­χει, υπο­μέ­νει. Αυ­τό εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος να κά­νει από τη φύ­ση του. Αλ­λά­ζει ιδιο­κτή­τες συ­νε­χώς, το μό­νο που πα­ρα­μέ­νει ίδιο εί­ναι η σκλη­ρό­τη­τα με την οποία τον αντι­με­τω­πί­ζουν. Δεν έχει δι­καί­ω­μα να ελ­πί­ζει σε κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Να, όμως, που σαν από ένα ξαφ­νι­κό θαύ­μα, το κο­ρι­τσά­κι που κά­πο­τε τον φρό­ντι­ζε, ξα­να­βρί­σκε­ται στο δρό­μο του. Νέα κο­πέ­λα πια, τον αγκα­λιά­ζει, χαϊ­δεύ­ει το κε­φά­λι του, τον παίρ­νει και πά­λι κο­ντά της και προ­σπα­θεί να μοι­ρα­στεί το φορ­τίο του. Τον στο­λί­ζει με λου­λού­δια, με βά­για, για­τί διαι­σθά­νε­ται ότι ο Μπαλ­τά­ζαρ έχει κά­τι από τον Χρι­στό (θα υπο­φέ­ρει κι αυ­τός από τις αμαρ­τί­ες των άλ­λων: τη βία και το Κα­κό αυ­τού του κό­σμου, θα το με­τα­φέ­ρει στην πλά­τη του αγόγ­γυ­στα, με στω­ι­κή απα­ντο­χή). H κα­λο­σύ­νη της, για μια στιγ­μή τον απαλ­λάσ­σει απ’ αυ­τό το ακάν­θι­νο στε­φά­νι βα­σά­νων που του φό­ρε­σαν οι άν­θρω­ποι.

Οι ευ­τυ­χι­σμέ­νες αυ­τές μέ­ρες, όμως, δεν θα κρα­τή­σουν πο­λύ. Το πε­πρω­μέ­νο τους, τό­σο της κο­πέ­λας όσο και του Μπαλ­τά­ζαρ, εί­ναι να μαρ­τυ­ρή­σουν μέ­σα σε έναν κό­σμο που δεν ξέ­ρει να αγα­πά. Ο με­γά­λος Ρο­μπέρ Μπρε­σόν, με το «Στην τύ­χη ο Μπαλ­τα­ζάρ» δεί­χνει με ποιον τρό­πο το σι­νε­μά μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει μια αλη­θι­νά θρη­σκευ­τι­κή εμπει­ρία. Η πε­ρί­φη­μη σκη­νο­θε­τι­κή ασκη­τι­κή του, εδώ εί­ναι τε­λειο­ποι­η­μέ­νη και δεν υπη­ρε­τεί απλώς το πε­ριε­χό­με­νο: εί­ναι το πε­ριε­χό­με­νο. Ού­τε για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο δεν πα­ρεκ­κλί­νει προς τον σε­ντι­με­ντα­λι­σμό και τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση. Δεν σου λέ­ει πο­τέ ο Μπρε­σόν τι να νιώ­σεις για τους ήρω­ες, δεν εκ­βιά­ζει ού­τε στο ελά­χι­στο τα δά­κρυα. Κι, όμως, το συ­ναί­σθη­μα εδώ εί­ναι κα­τα­κλυ­σμι­κό, από­λυ­το (η σπα­ρα­κτι­κή σο­νά­τα για πιά­νο του Σού­μπερτ, συμ­βά­λει τα μέ­γι­στα στη συ­γκι­νη­σια­κή δύ­να­μη του φιλμ). Κι αυ­τό συμ­βαί­νει για­τί στον πυ­ρή­να της αφή­γη­σης, βρί­σκε­ται ο Μπαλ­τά­ζαρ: ένα αθώο ον. Ένας γάι­δα­ρος όπου γύ­ρω του μαί­νε­ται η αν­θρώ­πι­νη πε­ρι­πέ­τεια, κι αυ­τός πα­ρα­μέ­νει στο κέ­ντρο της θύ­ελ­λας, φαι­νο­με­νι­κά ανε­πη­ρέ­α­στος, έχο­ντας μο­νά­χα δύο δυ­να­τό­τη­τες: να κι­νεί­ται ή να μέ­νει ακί­νη­τος. Τί­πο­τα άλ­λο. Κά­ποιες στιγ­μές ο πό­νος που του προ­ξε­νούν οι άν­θρω­ποι τον κά­νει να γκα­ρί­ζει. Αυ­τό εί­ναι όλο κι όλο που δύ­να­ται να εκ­φρά­σει.

Κα­τά τα άλ­λα, απλώς βρί­σκε­ται ανά­με­σά τους (στη σκη­νή όπου ο Ζι­ράρ γυ­ρο­φέρ­νει τη Μα­ρί με σκο­πό να την κά­νει δι­κή του, αυ­τό συμ­βαί­νει και κυ­ριο­λε­κτι­κά), ενώ εκεί­νοι ανα­λώ­νο­νται απ’ τα πά­θη τους. Ο Καρ­τέ­σιος θα έλε­γε πως ο Μπαλ­τά­ζαρ εί­ναι –όπως ένα βό­τσα­λο, ένας κορ­μός δέ­ντρου, μια θη­μω­νιά– αλ­λά δεν υπάρ­χει. Πό­σο στε­νό­μυα­λη αυ­τή η αντί­λη­ψη. Ο Ρο­μπέρ Μπρε­σόν μας δεί­χνει ότι υπάρ­χει, μ’ έναν τρό­πο εντο­νό­τε­ρο ίσως κι από αυ­τό των αν­θρώ­πων, κι ας μη σκέ­φτε­ται. Διό­τι δεν έχει κα­νέ­να κα­τα­φύ­γιο για να προ­στα­τευ­θεί από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κα­μιά πνευ­μα­τι­κή κρυ­ψώ­να να κουρ­νιά­σει. Εί­ναι, διαρ­κώς, έκ­θε­τος στα χτυ­πή­μα­τα του αλη­θι­νού, μέ­ρος του αλη­θι­νού και μάρ­τυ­ράς του (και με τις δύο έν­νοιες της λέ­ξης). Υπό αυ­τό το πρί­σμα, ο Μπαλ­τά­ζαρ (και όλα τα ζώα) έχει κά­τι το ιε­ρό, το άγιο.

Το «Στην τύ­χη ο Μπαλ­τά­ζαρ» εί­ναι πρω­τί­στως μια ται­νία για την αγιο­σύ­νη, μια φιλ­μι­κή προ­σευ­χή. Δεν εξα­ντλεί­ται εκεί όμως. Η πα­ρου­σία του σπου­δαί­ου Πιερ Κλοσ­σοφ­σκί στο φιλμ (και μά­λι­στα σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ρό­λο), επι­τάσ­σει ανα­γνώ­σεις που το κά­νουν να υπερ­βαί­νει το επί­πε­δο μιας αρι­στουρ­γη­μα­τι­κής χρι­στια­νι­κής πα­ρα­βο­λής. Η κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή διά­στα­ση υπάρ­χει στο έρ­γο, και μά­λι­στα εμ­φα­νώς. Ο –φι­λό­σο­φος, μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, ζω­γρά­φος και για ένα διά­στη­μα δό­κι­μος μο­να­χός, με­τα­ξύ άλ­λων– Κλοσ­σοφ­σκί, εί­ναι ένας από τους μεί­ζο­νες Γάλ­λους στο­χα­στές του ει­κο­στού αιώ­να που διέ­κρι­ναν τον τρό­πο με τον οποίο τα σώ­μα­τα, στις βιο­μη­χα­νι­κές και με­τα­βιο­μη­χα­νι­κές κοι­νω­νί­ες μας, έχουν με­τα­τρα­πεί σε ένα εί­δος νο­μί­σμα­τος: η λι­βι­δι­νι­κή αξία τους –δη­λα­δή οι επι­θυ­μί­ες και οι ηδο­νές που προ­κα­λούν– εντάσ­σε­ται στο οι­κο­νο­μι­κό πε­δίο. Ο χα­ρα­κτή­ρας που υπο­δύ­ε­ται, προ­σπα­θεί να αγο­ρά­σει το σώ­μα της Μα­ρί διό­τι σαν προ­ϊ­όν της επο­χής του, αντι­λαμ­βά­νε­ται τα πά­ντα με όρους χρη­μα­τι­κής συ­ναλ­λα­γής. Μέ­σω αυ­τού, η ιστο­ρι­κή πτυ­χή της αφή­γη­σης προ­σαρ­τά­ται στην υπερ-ιστο­ρι­κή.

Η με­γα­λο­φυ­ΐα του ποι­η­τή Μπρε­σόν, έγκει­ται στο ότι διά­λε­ξε να κοι­τά­ξει το αν­θρώ­πι­νο δρά­μα, μέ­σα από τα μά­τια ενός γαϊ­δα­ρά­κου. Ασφα­λώς έχει βλέμ­μα για τους αν­θρώ­πι­νους ήρω­ές του (σε αντί­θε­ση με αυ­τό που πί­στευε ο Μπέρ­γκ­μαν για την ται­νία), απλώς δεν θέ­λει να υπα­να­χω­ρή­σει στις απαι­τή­σεις ενός με­λο­δρα­μα­τι­κού αν­θρω­πο­κε­ντρι­σμού. Δεν τον εν­δια­φέ­ρει να κά­νει φύλ­λο και φτε­ρό τις συ­νει­δή­σεις, να τις ξε­τι­νά­ξει μέ­σω εξο­μο­λο­γη­τι­κών μο­νο­λό­γων (όπως θα έκα­νε ο Σου­η­δός), ού­τε να κα­τα­νο­ή­σει τα υπο­κεί­με­να μέ­σα από τους κώ­δι­κες του ψυ­χο­λο­γι­σμού. Θέ­λει απλώς να τα δει, έτσι όπως γεν­νιού­νται δια των πρά­ξε­ών τους (και σ’ αυ­τή την επι­λο­γή συ­να­ντιέ­ται ο χρι­στια­νι­σμός με τον υπαρ­ξι­σμό). Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος του Μπρε­σόν εί­ναι ένας κι­νη­μα­το­γρά­φος των πρά­ξε­ων, όχι των λό­γων αλ­λά των έρ­γων. Εκεί βρί­σκε­ται το με­γα­λείο του. Σαν τη λο­γο­τε­χνία του Χέ­μιν­γου­εϊ, αρ­νεί­ται τα πολ­λά «επί­θε­τα». Ακρι­βώς γι’ αυ­τό τον λό­γο, ο φα­κός προ­ση­λώ­νε­ται στα χέ­ρια. Κα­νείς δεν έχει κι­νη­μα­το­γρα­φή­σει τα αν­θρώ­πι­να χέ­ρια με πιο ποι­η­τι­κό τρό­πο από τον Μπρε­σόν, με ανά­λο­γη θρη­σκευ­τι­κή ευ­λά­βεια και αί­σθη­ση της ιε­ρό­τη­τάς τους: διό­τι τα χέ­ρια εί­ναι η πη­γή των έρ­γων, ό,τι κι αν εί­ναι μια πρά­ξη, κα­λή ή κα­κή, θε­ά­ρε­στη ή πο­τα­πή, εί­τε προ­κα­λεί την αγαλ­λί­α­ση εί­τε την οδύ­νη, από τα χέ­ρια ανα­βλύ­ζει.

Αλ­λά ο Μπαλ­τά­ζαρ δεν έχει χέ­ρια για να φτιά­χνει τον κό­σμο, έχει μό­νο πό­δια και ρά­χη, για να συ­νε­χί­ζει να τον υπο­μέ­νει. Γι’ αυ­τό και βρί­σκε­ται σε εξω­τε­ρι­κή θέ­ση ως προς το ερ­γώ­δες σύ­μπαν των ατό­μων. Εί­ναι ένα υπό­λειμ­μα του πα­ρα­δεί­σου που έχει ξε­μεί­νει στην «κοι­λά­δα των δα­κρύ­ων». Έπε­σε στα χέ­ρια των αν­θρώ­πων (κυ­ριο­λε­κτι­κά και με­τα­φο­ρι­κά), αυ­τή εί­ναι η δυ­στυ­χία του. Την οποία επω­μί­ζε­ται χω­ρίς δια­μαρ­τυ­ρί­ες, ως ανα­πό­δρα­στη μοί­ρα. Μό­νο στο τέ­λος θα βρε­θεί ανά­με­σα στους αμνούς, ευ­λο­γη­μέ­νος με την ανα­πά­ντε­χη τύ­χη να σβή­σει μέ­σα στην αγκα­λιά της αγνό­τη­τας, το αμι­γές στοι­χείο της ύπαρ­ξής του. Αυ­τό που κά­νει τα ζώα να μοιά­ζουν με αγ­γέ­λους που έχουν εκ­πέ­σει στη γη: τη σιω­πη­λή αθω­ό­τη­τα.

Μια πε­ριο­χή του θεϊ­κού, που οι άν­θρω­ποι δεν μπο­ρούν να κα­τοι­κή­σουν.

Ρομπέρ Μπρεσόν: Ο Κινηματογραφιστής - αφιερωματα › θεματα || cinemagazine.grΡομπέρ Μπρεσόν (1901-1999) - Βικιπαίδεια