«Κι ας λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο...»
Κάθεται μπροστά στο τζάκι. Μονάχος. Κοιτάζει με άδειο βλέμμα τον περίτεχνο μαρμάρινο διάκοσμο γύρω από την εστία και κάτω από την ποδιά. Την επένδυση της εξωτερικής επιφάνειας με τα πορσελάνινα πλακάκια. Τα είχε περάσει ο ίδιος με τη βοήθεια ενός τεχνίτη που είχε φέρει ειδικά για τη διακόσμηση του τζακιού. Τι χαρά που είχε πάρει! Πόσο καμάρωνε!
Ρίχνει ξύλα. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει τη φωτιά που πυρώνει. Χειμώνας. Όπως τότε. Το κρύο τσουχτερό. Πότε πότε ανακατεύει τα κάρβουνα. Όλη μέρα περιφέρεται μονάχος στον κήπο. Σαν την άδικη κατάρα. Μετά ξαναμπαίνει και ζαρώνει καθηλωμένος μπροστά στο τζάκι. Έχει κλειστεί στον εαυτό του. Είχε βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση από τότε ακόμη. Δεν τον έπαιρνε να παραμείνει στη δουλειά. Τα ιδιαίτερα είχαν κοπεί κι αυτά μαχαίρι. Κι ας ήταν από τους πρώτους κομπιουτεράδες εκείνη την εποχή. Κι ας εκπαίδευσε νέους και νέους να σερφάρουν στο διαδίκτυο, να σχεδιάζουν πάουερ πόιντ, να δημιουργούν και να αναρτούν ερασιτεχνικά βίντεο στο γιουτιούμπ. Με τις αφορολόγητες απολαβές που είχε μαζέψει από τα ιδιαίτερα και με ατέλειωτες ώρες προσωπικής εργασίας, κατόρθωσε να χτίσει τη βίλα τους στα βόρεια προάστια. Να στεγάσει την οικογενειακή τους ευτυχία. Αυτός ήθελε πραγματικά να την κάνει βασίλισσα. Όμως μια βασίλισσα χρειάζεται και τον βασιλιά δίπλα της και στο κρεβάτι της. Η αυτού υψηλότης, ο μικρός εαυτός του δεν αξιώθηκε. Αυτός δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ μέχρι που έπεφτε ξερός στο κρεβάτι. Με τους γείτονες έτσι κι αλλιώς από πάντα δεν είχε και πολλά πάρε δώσε. Ένα που τους χώριζαν οι μεγάλες αυλές τους και δεύτερο που δεν είχαν προλάβει καλά καλά να γνωριστούν, να ριζώσουν στον νέο τόπο. Ύστερα ήταν και η δουλειά, αλλά το κυριότερο ήταν η ντροπή. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν πολύ να βγει έξω στον κόσμο. Ένιωθε λες και το έφερε στο κούτελο σαν το σημάδι του Κάιν. Τους έβλεπε πώς κατέβαζαν το κεφάλι και τον προσπερνούσαν. Ή μήπως ήταν αυτός που κατέβαζε το κεφάλι και τους προσπερνούσε πιστεύοντας το αντίθετο; Δεν ήταν πια βέβαιος. Το βέβαιο ήταν ότι είχε χρόνια να κοιταχτεί στα μάτια με άνθρωπο. Να καθρεφτιστεί. Να δει ποιος είναι τελικά. Πώς έφτασε εδώ που έφτασε. Να τον δρόσιζαν κάποιες σταγόνες ελέους επιτέλους. Να τον ανακούφιζαν κάποια ιχνοστοιχεία συμπόνιας.
Τα παιδιά έφυγαν κι αυτά απ’ το σπίτι. Από τότε. Μεγάλωσαν πια, έκαναν όπως μπόρεσαν τις ζωές τους. Αλλού. Δεν τα χωρούσε ο τόπος. Πότε πότε σηκώνουν το ακουστικό για κάνα-δυο κοφτές κουβέντες. Τα άκρως απαραίτητα. Δεν θέλουν να έρχονται. Δεν θέλουν να θυμούνται. Κι ύστερα, πώς θα μπορούσε να τα κρίνει! Φυσικό δεν είναι να μη θέλουν να δουν στα μάτια τον πατέρα τους, τον φονέα της μάνας τους. Βέβαια ποτέ δεν ομολογήθηκε κάποιο έγκλημα. Ούτε στα παιδιά, ούτε στο δικαστήριο. Μπορεί να είχε βουίξει ο τόπος με την εξαφάνιση της συζύγου. Μπορεί για αρκετό καιρό να διασύρθηκε από τον ημερήσιο Τύπο σ' ολόκληρη τη χώρα. Μπορεί τα σενάρια και οι υποθέσεις των ανακριτών, της αστυνομίας, της κοινωνίας να ξεπέρασαν και τα πιο φρικαλέα θρίλερ. Τίποτε όμως δεν ήταν αρκετό για να τον ενοχοποιήσει. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική ελλείψει αποδείξεων. Μόνο κάποιες γυναικείες οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν για ατιμωρησία γυναικοκτονίας έξω από το δικαστικό μέγαρο. Κάποιοι που τον γνώριζαν, ήσυχο και προκομμένο, έπαιρναν όρκο για την αθωότητά του. Αυτοί που ήξεραν την αδυναμία που της είχε παρότι του φορούσε απροκάλυπτα το κέρατο, τον λυπόντουσαν. Κάποιοι άλλοι νοσηροί, τον δικαίωναν για το ενδεχόμενο έγκλημα. Ναι, ενδεχόμενο, βάσει ενδείξεων και υποθέσεων μόνο. Ενδείξεις και υποθέσεις σε αντιπαράθεση με τον πρότερο έντιμο βίο του κατηγορούμενου. Και πώς να είχε καταδικαστεί άλλωστε, αφού ποτέ δεν βρέθηκε πτώμα.
Όμως τα μάτια μιλάνε. Τα παιδιά γνωρίζουν• κι ας μην ήθελαν να το ομολογήσουν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό. Σηκώνεται βαριεστημένος. Παίρνει από τον πάγκο το σκεύος με τα κομμάτια κρέας. Ανέκφραστος. Με κάποια αδιόρατη θλίψη, καλυμμένη από ένα σκληρό προσωπείο. Αυτό το κρύο πιάτο κρέας πρέπει να φαγωθεί πριν χαλάσει κι αρχίσει η σήψη. Όχι, δεν πάει άλλο. Πρέπει να φαγωθεί. Στη στιγμή, τα μάτια αστράφτουν. Εκπέμπουν εύφλεκτες ατσάλινες δεσμίδες. Αντανακλούν αποφασιστικότητα, μεθοδική εκτέλεση. Λες και αφορά σε καθιερωμένη τελετουργία. Δαγκώνει αργά. Ανόρεχτα. Καταπίνει σχεδόν αμάσητα τα κομμάτια. Σηκώνεται απότομα. Τον κυριεύει ταραχή κι ένα ανεξέλεγκτο τρέμουλο. Τεντώνει το σώμα. Πετυχαίνει να το ελέγξει. Πιάνει αποφασιστικά ένα από τα μισοφαγωμένα κομμάτια. Το πετάει στο πυρωμένο τζάκι. Με αποφασιστικότητα και ακρίβεια παίρνει ένα ένα τα κομμάτια και τα πετάει στα κάρβουνα. Τα βλέπει να σηκώνουν μια πυκνή κάπνα, να σιγοκαίγονται. Τα γόνατα λυγίζουν. Σωριάζεται στο πάτωμα άδειο τσουβάλι. Κλείνει με τις παλάμες το ανοιχτό στόμα για να μην ουρλιάξει. Πιάνει τη μύτη. Τον πνίγει πάλι ο καπνός. Εκείνη η τσίκνα απανθρακωμένης σάρκας και οστών. Αυτός ακόμα σωριασμένος, ένα με το πάτωμα. Όλα τα αντέχει. Τις αϋπνίες, την ντροπή, τη μοναξιά, την καταδίκη του περίγυρου. Τα χαμηλωμένα βλέμματα. Τα άδεια από τον τρόμο μάτια της εκείνη την αναθεματισμένη στιγμή. Όμως αυτή την τσίκνα δεν την αντέχει με τίποτα. Με τίποτα. Εισβάλλει από κάθε πόρο του σώματος στον νου, στο μεδούλι, στη ραχοκοκαλιά. Πυροδοτεί τον κάθε νευρώνα. Του καίει τα σπλάχνα. Τον τσουρουφλίζει νύχτα-μέρα στον ύπνο και στον ξύπνο.
Κι ας λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο...
[Από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων]
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Γράφει ποιήματα και διηγήματα, καθώς επίσης μεταφράζει από τα σουηδικά. Τελευταίο της βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα (Εκδόσεις Ρώμη, 2020).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου