Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 01, 2021

Περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ 33 {ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021}: ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

Το πάρκο

Μετάφραση:Μαριάννα Χάλαρη: Απρίλιος στο Στάιν - YouTube Μαριάννα Χάλαρη
Το πάρκο


Ο Ρό­μπερτ Ότ­το Βάλ­ζερ (Robert Otto Walser) γεν­νή­θη­κε το 1878 στην πό­λη Μπιλ της Ελ­βε­τί­ας, κι ήταν το έβδο­μο από τα συ­νο­λι­κά οχτώ παι­διά του ζεύ­γους Άντολφ και Ελί­ζα Βάλ­ζερ. Δεν κα­τά­φε­ρε να ολο­κλη­ρώ­σει τη σχο­λι­κή του εκ­παί­δευ­ση, κα­θώς η οι­κο­γέ­νειά του αντι­με­τώ­πι­ζε σο­βα­ρά οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα. Κα­τά τη διάρ­κεια της ζω­ής του άλ­λα­ξε πολ­λούς τό­πους κα­τοι­κί­ας και εξά­σκη­σε διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα: υπήρ­ξε κα­τά κύ­ριο λό­γο υπάλ­λη­λος γρα­φεί­ου σε διά­φο­ρες θέ­σεις και προ­σπα­θού­σε πα­ράλ­λη­λα να βιο­πο­ρι­στεί από τις αμοι­βές που λάμ­βα­νε για τις δη­μο­σιεύ­σεις του. Έκ­πλη­ξη προ­κα­λεί το γε­γο­νός ότι ερ­γά­στη­κε και ως υπη­ρέ­της σε πύρ­γο. Ήθε­λε πο­λύ να γί­νει ηθο­ποιός, μα δεν το κα­τόρ­θω­σε.
Η λο­γο­τε­χνι­κή του πα­ρου­σία ξε­κί­νη­σε την πε­ρί­ο­δο 1898-99, με κά­ποια ποι­ή­μα­τά του σε εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, ενώ το πρώ­το του βι­βλίο με τί­τλο Fritz Kochers Aufsätze, το οποίο πρό­σφα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σε και στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα (Οι εκ­θέ­σεις του Φριτς Κό­χερ, μτ­φρ.: Από­στο­λος Στρα­γα­λι­νός, Κρι­τι­κή 2021), εκ­δό­θη­κε πρώ­τη φο­ρά το 1904. Το 1905 εγκα­τα­στά­θη­κε στο Βε­ρο­λί­νο, όπου έγρα­ψε πλή­θος σύ­ντο­μων πε­ζών, αλ­λά και τα τρία μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του που εκ­δό­θη­καν όσο ήταν ακό­μη εν ζωή: Geschwister Tanner (1907 / Τα Αδέλ­φια Τάν­νερ, μτ­φρ. Βα­σί­λης Πα­τέ­ρας, Ρο­ές 2014), Der Gehülfe (1908 / Ο Πα­ρα­γιός, μτ­φρ. Ιά­κω­βος Κο­περ­τί, Ηρι­δα­νός 1992) και Jakob von Gunten (1909 / Γιά­κομπ φον Γκού­ντεν: …αυ­τό το όνει­ρο που ονο­μά­ζου­με αν­θρώ­πι­νη ζωή…, μτ­φρ. Βα­σί­λης Πα­τέ­ρας, Ρο­ές 2012). Το 1913 επέ­στρε­ψε στην Ελ­βε­τία, όπου συ­νέ­χι­σε τη συγ­γρα­φή πε­ζών μι­κρής έκτα­σης, τα οποία δη­μο­σιεύ­ο­νταν στον τύ­πο αλ­λά και σε συλ­λο­γές.
Το 1929, έπει­τα από μια σο­βα­ρή ψυ­χι­κή κρί­ση, ο Βάλ­ζερ ει­σή­χθη στην ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή του Βάλ­ντα­ου, όπου δια­γνώ­στη­κε πως πά­σχει από σχι­ζο­φρέ­νεια, ενώ πα­ράλ­λη­λα η συγ­γρα­φι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα μειω­νό­ταν στα­θε­ρά. Το 1933 με­τα­φέρ­θη­κε πα­ρά τη θέ­λη­σή του στο ψυ­χια­τρι­κό ίδρυ­μα του Χέ­ρι­σα­ου, όπου εγκα­τέ­λει­ψε ορι­στι­κά τη συγ­γρα­φή, και πα­ρέ­μει­νε εκεί μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του. Στις 25 Δε­κεμ­βρί­ου 1956 πέ­θα­νε από καρ­δια­κή ανα­κο­πή κα­τά τη διάρ­κεια ενός πε­ρι­πά­του στο χιό­νι.

Το πάρ­κο απο­τε­λεί με­τά­φρα­ση του Der Park, το οποίο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε τον Οκτώ­βριο του 1907 στο πε­ριο­δι­κό Die neue Rundschau. Η πα­ρού­σα με­τά­φρα­ση έγι­νε από την έκ­δο­ση των Απά­ντων του συγ­γρα­φέα (Sämtliche Werke in Einzelausgaben, Hrsg. Jochen Greven, Suhrkamp, 1985-86).

Χρειά­ζε­ται, ίσως, να προ­στε­θεί ότι η ανα­φο­ρά στον υπο­τι­θέ­με­νο συγ­γρα­φέα Κουτς δεν εί­ναι τυ­χαία. Ο Βάλ­ζερ εί­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει με­ρι­κές φο­ρές το όνο­μα αυ­τό ως ψευ­δώ­νυ­μο για κά­ποια κεί­με­να που δη­μο­σί­ευ­σε σε πε­ριο­δι­κά, ενώ στο έρ­γο του απα­ντά­ται αλ­λού και ως φι­γού­ρα, και συ­γκε­κρι­μέ­να ως κα­ρι­κα­τού­ρα Βε­ρο­λι­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη.

Το πάρκο


Στρα­τιώ­τες που φυ­λά­νε σκο­πιά κά­θο­νται σε ένα πα­γκά­κι δί­πλα στην πύ­λη, μπαί­νω μέ­σα, φύλ­λα πε­σμέ­να στη γη, ξε­ρά, πε­τούν και στρο­βι­λί­ζο­νται και κυ­λούν και λι­κνί­ζο­νται προς το μέ­ρος μου. Εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά δια­σκε­δα­στι­κό αυ­τό και ταυ­τό­χρο­να σε βά­ζει σε σκέ­ψεις· το ζω­η­ρό πά­ντο­τε σε βά­ζει πιο πο­λύ σε σκέ­ψεις από ό,τι το νε­κρό και θλι­βε­ρό. Ο αέ­ρας του πάρ­κου με κα­λω­σο­ρί­ζει· τα χι­λιά­δες πρά­σι­να φύλ­λα των δέ­ντρων που ορ­θώ­νο­νται ψη­λά εί­ναι χεί­λη που μου λέ­νε κα­λη­μέ­ρα: Ση­κώ­θη­κες κι εσύ τό­σο νω­ρίς; Πράγ­μα­τι, ναι, απο­ρώ κι εγώ ο ίδιος. Τι πάρ­κο κι αυ­τό, μοιά­ζει με ευ­ρύ­χω­ρο, σιω­πη­λό, από­με­ρο δω­μά­τιο. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στα πάρ­κα πά­ντα εί­ναι Κυ­ρια­κή, αφού πά­ντα εί­ναι λί­γο με­λαγ­χο­λι­κά εκεί, και το με­λαγ­χο­λι­κό σού θυ­μί­ζει ζω­η­ρά το σπί­τι, και Κυ­ρια­κές υπήρ­χαν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μό­νο στο σπί­τι, όταν ήσουν παι­δί. Οι Κυ­ρια­κές έχουν κά­τι το γο­νεϊ­κό και παι­δι­κό. Συ­νε­χί­ζω να περ­πα­τώ κά­τω από τα ψη­λά, όμορ­φα δέ­ντρα, πώς θρο­ΐ­ζουν έτσι σι­γα­νά και φι­λι­κά, ένα κο­ρί­τσι κά­θε­ται μο­νά­χο του σε ένα πα­γκά­κι, τρυ­πά­ει τη γη με το ομπρε­λί­νο της, έχει σκυμ­μέ­νο το όμορ­φο κε­φά­λι της και εί­ναι βυ­θι­σμέ­νη σε σκέ­ψεις. Τι να σκέ­φτε­ται άρα­γε; Να θέ­λει τά­χα να κά­νει μια νέα γνω­ρι­μία; Μια με­γά­λη, ανοι­χτο­πρά­σι­νη αλέα ανοί­γε­ται μπρο­στά μου, με­μο­νω­μέ­νοι άν­θρω­ποι περ­πα­τούν προς το μέ­ρος μου και με προ­σπερ­νούν, στα πα­γκά­κια μο­λα­ταύ­τα δεν κά­θο­νται πα­ρά ελά­χι­στοι εδώ κι εκεί. Πώς λά­μπει έτσι ο ήλιος, έτσι για το τί­πο­τα. Φι­λά­ει τα δέ­ντρα και το νε­ρό της τε­χνη­τής λί­μνης, κι εγώ πα­ρα­τη­ρώ κά­τι πα­λιά κά­γκε­λα και γε­λάω για­τί μου αρέ­σουν. Σή­με­ρα έχει γί­νει μό­δα να στέ­κε­σαι μπρο­στά σε πα­λιά σι­δε­ρέ­νια κά­γκε­λα και να θαυ­μά­ζεις πό­σο γε­ρά και λε­πτο­δου­λε­μέ­να εί­ναι, κά­τι που εί­ναι ελα­φρώς ανό­η­το. Πα­ρα­κά­τω. Ξαφ­νι­κά προ­βάλ­λει εμπρός μου ένας γνω­στός, εί­ναι ο Κουτς, ο συγ­γρα­φέ­ας, δεν με ανα­γνω­ρί­ζει, κι ας τον χαι­ρε­τώ εγώ ευ­γε­νι­κά. Τι να έχει; Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, όλο αυ­τό τον και­ρό πί­στευα πως εί­χε πά­ει στις αφρι­κα­νι­κές αποι­κί­ες. Τρέ­χω κα­τα­πά­νω του, κι εκεί­νος με­μιάς εξα­φα­νί­ζε­ται· όντως, ήταν απλώς μια δι­κή μου κου­τή ψευ­δαί­σθη­ση, κά­τω από την ψη­λή βε­λα­νι­διά, στο ση­μείο όπου νό­μι­ζα πως τον εί­χα δει, δεν υπάρ­χει τί­πο­τε. Μια γέ­φυ­ρα! Πώς τρε­μο­λά­μπει και στρα­φτα­λί­ζει το νε­ρό στον ήλιο, τό­σο μα­γι­κά. Κα­νείς όμως δεν κά­νει βαρ­κά­δα εδώ, κι αυ­τό προσ­δί­δει στη λί­μνη κά­τι το υπνα­λέο, μοιά­ζει σαν να εί­ναι απλώς ζω­γρα­φι­σμέ­νη. Τώ­ρα έρ­χο­νται νέ­οι άν­θρω­ποι. Πα­ρά­ξε­νο το πώς κοι­τά­με ο ένας τον άλ­λον ένα τέ­τοιο κυ­ρια­κά­τι­κο πρω­ι­νό, λες και έχου­με να πού­με κά­τι με­τα­ξύ μας, μα δεν έχου­με να πού­με το πα­ρα­μι­κρό, έτσι λέ­με. Ένας μι­κρός, χα­ρι­τω­μέ­να ψη­λό­λι­γνος πύρ­γος υψώ­νε­ται μπρο­στά μου μέ­σα από τα δέ­ντρα ως τον ασπρο­γά­λα­νο ου­ρα­νό. Ποιος να ζού­σε εδώ άρα­γε; Μια μαι­τρέσ­σα κά­ποιου ηγε­μό­να ίσως, το ελ­πί­ζω, η σκέ­ψη εί­ναι ελ­κυ­στι­κή. Εδώ μπο­ρεί άλ­λο­τε να κα­τέ­κλυ­ζαν τον τό­πο υψη­λοί και υψη­λό­τα­τοι, μό­νιπ­πα και λα­ντό και υπη­ρέ­τες με πρά­σι­νες και μπλε λι­βρέ­ες. Πό­σο πα­ρα­τη­μέ­νο και πα­ρα­με­λη­μέ­νο δεί­χνει τώ­ρα το ευ­γε­νές κτί­ριο! Δό­ξα τω Θεώ περ­νά απα­ρα­τή­ρη­το, διό­τι, αν ερ­χό­ταν ο αρ­χι­τέ­κτο­νας και το ανα­καί­νι­ζε με τη βο­ή­θεια των δια­νο­ου­με­νί­στι­κων γυα­λιών που φο­ρά­ει, τό­τε εμέ­να ας μου επι­τρα­πεί να κα­τα­πιώ αυ­τή τη δυ­σά­ρε­στη ιδέα χω­ρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Πώς κα­τά­ντη­σε έτσι ο λα­ός μας, και δεν μπο­ρεί να κα­τέ­χει το ωραίο πα­ρά μό­νο στα όνει­ρά του. Μια ηλι­κιω­μέ­νη γυ­ναί­κα κι ένας ηλι­κιω­μέ­νος άντρας κά­θο­νται εκεί, περ­νώ μπρο­στά τους, περ­νώ μπρο­στά κι από ένα κο­ρί­τσι που δια­βά­ζει, δεν ται­ριά­ζει και πο­λύ να ξε­κι­νή­σει κα­νείς μια ερω­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια με τα λό­για: Τι δια­βά­ζε­τε εκεί, δε­σποι­νίς; Προ­χω­ρώ με αρ­κε­τά γορ­γό βή­μα και ξαφ­νι­κά κο­ντο­στέ­κο­μαι: Πό­σο ωραίο και ήσυ­χο εί­ναι ένα τέ­τοιο πάρ­κο, σε με­τα­φέ­ρει με­μιάς στον πιο από­με­ρο τό­πο, εί­σαι στην Αγ­γλία ή στη Σι­λε­σία, εί­σαι γαιο­κτή­μο­νας και ένα τί­πο­τα. Το πιο ωραίο από όλα εί­ναι όταν μοιά­ζεις να μην αντι­λαμ­βά­νε­σαι καν το ωραίο και απλώς να υπάρ­χεις όπως ακρι­βώς υπάρ­χει και οτι­δή­πο­τε άλ­λο. Στρέ­φω λί­γο το βλέμ­μα μου προς τα κά­τω, κα­τά το σι­γα­νό, πρα­σι­νω­πό πο­τά­μι. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, όλα εί­ναι τό­σο πρά­σι­να, και γκρί­ζα, κι εί­ναι αυ­τό ένα χρώ­μα να σε παίρ­νει ο ύπνος, να κλεί­νεις λί­γο τα μά­τια σου. Μα­κριά, στε­φα­νω­μέ­νο από φύλ­λα βλέ­πεις το γα­λα­ζω­πό φό­ρε­μα μιας κυ­ρί­ας που κά­θε­ται. Και τσι­γά­ρο δεν επι­τρέ­πε­ται εδώ να κα­πνί­σεις, ένα κο­ρί­τσι βά­ζει δυ­να­τά τα γέ­λια, περ­πα­τά ανά­με­σα σε δύο νε­α­ρούς κυ­ρί­ους, ο ένας από τους οποί­ους έχει τυ­λί­ξει σφι­χτά τα χέ­ρια του γύ­ρω της. Θέα πά­λι σε μια αλέα, τι ωραία, τι ήσυ­χα, τι πα­ρά­ξε­να. Μια γη­ραιά κυ­ρία έρ­χε­ται προς το μέ­ρος μου, το λε­πτό, χλο­μό πρό­σω­πό της πλαι­σιω­μέ­νο από μαύ­ρο, αυ­τά τα γη­ραιά, έξυ­πνα μά­τια. Για να εί­μαι ει­λι­κρι­νής, βρί­σκω με­γα­λειώ­δες το θέ­α­μα μιας γη­ραιάς κυ­ρί­ας που περ­πα­τά μό­νη της σε μια πρά­σι­νη αλέα. Φτά­νω σε μια έκτα­ση με λου­λού­δια και φυ­τά, όπου σε ένα όμορ­φο πα­γκά­κι κά­θε­ται στη σκιά ένας Εβραί­ος. Αν τυ­χόν ήταν Γότ­θος, θα ήταν τά­χα κα­λύ­τε­ρα; Ένα μι­κρό άγαλ­μα εί­ναι πνιγ­μέ­νο στα λου­λού­δια, εί­ναι κυ­κλι­κός ο κή­πος, κά­νω τον γύ­ρο του περ­πα­τώ­ντας αρ­γά, τό­τε έρ­χε­ται πά­λι το κο­ρί­τσι που δια­βά­ζει, τώ­ρα δια­βά­ζει περ­πα­τώ­ντας, με­λε­τά τα γαλ­λι­κά της με φω­νή που μό­λις και ακού­γε­ται. Αυ­τή η υπέ­ρο­χη πλή­ξη που υπάρ­χει στο κα­θε­τί, αυ­τό το λιό­χα­ρο απο­τρά­βηγ­μα, αυ­τή η ατέ­λεια και η νω­θρό­τη­τα κά­τω απ’ τα δέ­ντρα, αυ­τή η με­λαγ­χο­λία, αυ­τά τα πό­δια, ποια­νού, τα δι­κά μου; Ναι. Πα­ρα­εί­μαι τε­μπέ­λης για να πα­ρα­τη­ρή­σω κι άλ­λο, κοι­τά­ζω κά­τω τα πό­δια μου και συ­νε­χί­ζω το βή­μα μου. Το ξα­να­λέω, Κυ­ρια­κές υπάρ­χουν μό­νο σε οι­κο­γε­νεια­κά τρα­πέ­ζια και σε οι­κο­γε­νεια­κούς πε­ρι­πά­τους. Ο ενή­λι­κος, μο­να­χός άν­θρω­πος έχει στε­ρη­θεί αυ­τή τη δια­σκέ­δα­ση, μπο­ρεί, όπως ο Κουτς, ανά πά­σα στιγ­μή να φύ­γει για την Αφρι­κή. Αν το κα­λο­σκε­φτείς πά­ντως, τι απώ­λεια κι αυ­τή, να έχεις φτά­σει ει­κο­σι­πέ­ντε χρο­νών. Υπάρ­χουν άλ­λα πράγ­μα­τα που σε απο­ζη­μιώ­νουν γι’ αυ­τό, μα για αυ­τά τα άλ­λα προς το πα­ρόν ού­τε που θέ­λω να ακού­σω κου­βέ­ντα. Εί­μαι τώ­ρα στον δρό­μο και κα­πνί­ζω και μπαί­νω σε μια κα­θω­σπρέ­πει μπυ­ρα­ρία, και γί­νο­μαι κι εδώ αμέ­σως κύ­ριος του πε­ρι­βάλ­λο­ντός μου. Ωραίο πάρ­κο, σκέ­φτο­μαι, ωραίο πάρ­κο.

'


*Ρόμπερτ Βάλζερ - Βικιπαίδεια

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

χάρτης, 33
Μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό
Λόγου & Τέχνης
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει ποίηση και πεζογραφία με νέους και παλαιότερους συνεργάτες: Θεοφάνης Αθανασόπουλος, Αντωνία Απέργη, Θεώνη Δέδε, Κλεονίκη Δρούγκα, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, Μαρία Α. Ιωάννου, Αλέξης Καλοκαιρινός, Γιάννης Καρκανεβάτος, Αλέξιος Μάινας, Αναστασία Νάτσινα, Νίκος Ξένιος, Στέλλα Παπαδοπούλου, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λουάν Τζούλις.

Στα Στίγματα: Αντιγόνη Βλαβιανού, Ερβέ Λε Τελιέ (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης),  Γιάννης Πάσχος, Άγγελος Πεφάνης, Νίκος Πρατσίνης, Γιώργος Χουλιάρας.

Στις στήλες των τακτικών Χαρτογράφων, Χάρης Βλαβιανός, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Στάθης Γουργουρής, Τάκης Γραμμένος, Αγαθή Δημητρούκα, Μανόλης Κορρές, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Βαγγέλης Λιβιεράτος, Άρης Μαλανδράκης, Γιώργος Μουλουδάκης, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Γιάννης Πάσχος, Σάκης Σερέφας, Νικήτας Σινιόσογλου, Μαρία Στασινοπούλου, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μίλτος Φραγκόπουλος και Γιώργος Χουλιάρας.

Μεταφράσεις: Η Μαριάννα Χάλαρη μεταφράζει ένα διήγημα του Ρόμπερτ Βάλτζερ, ο Γιώργος Γιοβανίδης έξι ποιήματα του Ινδού Αρβίντ Κρίσνα Μεχροτρά, ο Φ. Δ. Δρακονταειδής τον Γεωργιανό Κονσταντίν Μαριανισβίλι, ο Bασίλης Παπαγεωργίου ποιήματα του Σουηδού Μπενγκτ Μπεργκ και ο Δημήτρης Κοσμόπουλος αποσπάσματα από το «Τσάιλντ Χάρολντ» του Μπάιρον.

Ένα Δοκίμιο της Ασπασίας Γκιόκα για την ποίηση της Τασούλας Καραγεωργίου κι ένα της Ηλέκτρας Λαζάρ για την αφύπνηση του Λαζάρου
 
Βιβλιοκρισίες από τον Ευάγγελο Αυδίκο, την Ευσταθία Δήμου, τον Αργύρη Δούρβα, τη Χρυσάνθη Ιακώβου, τον Πάνο Καπώνη και τον Βάκη Λοϊζίδη.
 
Πυξίδες:
Ο Γιώργος Βέης χαρτογραφεί από το Ημερολόγιο της Υποσαχάριας Αφρικής· η Ιωάννα Λιούτσια μνημονεύει χωρισμούς και Σινόπουλο • Ο Γιάννης Πάσχος ψαρεύει στα ανοιχτά • Ο Ανδρέας Τσάκας συγκεντρώνει, μεταφράζει και σχολιάζει ενδιαφέρουσες επιστολές γνωστών καλλιτεχνών που αναφέρονται σε θέματα άσχετα με την Τέχνη τους (εδώ: Μια επιστολή του Μπετόβεν σ’ έναν φίλο του) Στη σειρά «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας» της Αγαθής Δημητρούκα παρουσιάζονται τρεις σπουδαίες ποιήτριες (από την Χιλή, την Αργεντινή και το Περού) • Στη «Μικρή Κλίμακα» η Δ.Ι. Χριστοδούλου κουνάει την ουρά σε τέσσερις συγγραφείς (Γεωργία Κολοβελώνη, Κυριάκος Μαργαρίτης, Ιωάννα Ντούμπρου, Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ).

Ο Γιάννης Ευσταθιάδης, στα «Ηχηρά παρόμοια», προεξαγγέλλει το αφιέρωμα στο «1821» και παρουσιάζει τις παραλλαγές του Εθνικού Ύμνου του Μάντζαρου.
 
Στις Διερευνήσεις, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου συνομιλεί με τον Αμερικανό συγγραφέα Ρίτσαρντ Φορντ.
 

Στο Θέατρο: Οι ιστορίες στις οποίες βασίστηκε ο Σαίξπηρ συνεχίζονται με το κείμενο του Μπάρναμπι Ρίτσι που αποτέλεσε την πηγή της «Δωδέκατης νύχτας» (μετάφραση Εμμανουέλα Κοντογιώργου, πρόλογος Ανδρέας Στάικος)

• Στον Κινηματογράφο ο Γιάννης Σμοΐλης ξαναβλέπει το «High & Low» του Κουροσάουα και ο Λάμπρος Σκουζάκης αποθαυμάζει την ωραία Μαρλέν Ζομπέρ μέσω Ρενέ Κλεμάν.

• Στο Κόμιξ, ο Άρης Μαλανδράκης ταξινομεί με ρεαλιστικά στοιχεία τα περιουσιακά στοιχεία των … χάρτινων κροίσων.
 
• Στα Εικαστικά, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης επεκτείνει τα περί Ταχυδρομικής Τέχνης.


• Στο «Χαρτάκι»: Ο Τάσος Αλεξιάδης θυμάται έναν τηλε«Άγιο», η Γιολάντα Γραμματικάκη ορίζει την Ευτυχία, η Νάνση Εξάρχου τη θάλασσα και η Μαρία Διαμαντοπούλου γράφει για τις χήνες της παιδικότητας.
 
Στα Τεχνάσματα, η Ιουλία Γεωργάκη σε αλλόκοτα ταξίδια, ο Κ. Μπέλτσιος αυτοδημιουργείται με γλωσσοκεντρικά ποιήματα, ο Νίκος Πρατσίνης καταθέτει δύο κοντινά ποιήματα και ο Δ.Η. Στράνης επανέρχεται με νέες Ιστορίες του Πλοκάμου.

Στις 15 Σεπτεμβρίου θα αναρτηθεί το
Αφιέρωμα στο 1821
(επιμ.: Νικήτας Σινιόσογλου)

ΣΤΗΛΕΣ: Γιώργος Βέης, Χάρης Βλαβιανός, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Στάθης Γουργουρής, Τάκης Γραμμένος, Αγαθή Δημητρούκα, Μαρία Διαμαντοπούλου, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Γιάννης Ευσταθιάδης, Μανόλης Κορρές, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Αχιλλέας Κυριακίδης, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Βαγγέλης Λιβιεράτος, Ιωάννα Λιούτσια, Άρης Μαλανδράκης, Γιώργος Μουλουδάκης, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Βασίλης Παπαγεωργίου, Γιάννης Πάσχος, Νίκος Πρατσίνης, Σάκης Σερέφας, Νικήτας Σινιόσογλου, Λάμπρος Σκουζάκης, Γιάννης Σμοΐλης, Μαρία Στασινοπούλου, Ανδρέας Τσάκας, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μίλτος Φραγκόπουλος, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Χουλιάρας, Δήμητρα Ι. Χριστοδούλου

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΕΥΧΟΥΣ: Δημοσθένης Αγραφιώτης, Θεοφάνης Αθανασόπουλος, Τάσος Αλεξιάδης, Αντωνία Απέργη, Ευάγγελος Αυδίκος, Αντιγόνη Βλαβιανού, Ιουλία Γεωργάκη, Γιώργος Γιοβανίδης, Ασπασία Γκιόκα, Γιολάντα Γραμματικάκη, Θεώνη Δέδε, Ευσταθία Δήμου, Κλεονίκη Δρούγκα, Ερνεστίνα Ελορριάγα, Νάνση Εξάρχου, Χρυσάνθη Ιακώβου, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, Μαρία Α. Ιωάννου, Αλέξης Καλοκαιρινός, Πάνος Καπώνης, Γιάννης Καρκανέβατος, Γεωργία Κολοβελώνη, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Ηλέκτρα Λαζάρ, Ερβέ Λε Τελιέ, Βάκης Λοϊζίδης, Αλέξιος Μάινας, Κυριάκος Μαργαρίτης, Κονσταντίν (Κότε) Μαριανισβίλι, Αρβίντ Κρίσνα Μεχροτρά, Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, Αλεχάντρα Μπασουάλτο, Κωνσταντίνος Μπέλτσιος, Μπενγκτ Μπεργκ, Αναστασία Νάτσινα, Ροσέλα ντι Πάολο, Ιωάννα Ντούμπρου, Νίκος Ξένιος, Στέλλα Παπαδοπούλου, Μπάρναμπι Ρίτσι, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Ανδρέας Στάικος, Διονύσιος Η. Στράνης, Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, Λουάν Τζούλις, Ρίτσαρντ Φορντ, Μαριάννα Χάλαρη

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Προς τον Ιρανό πατέρα της Ahoo Daryaei

  Πού γύριζες κοριτσάκι πριν έρθεις; Πού γύριζες; Εκεί που σμίγει η αγάπη των ανθρώπων είν' η πατρίδα σου. Πού γύριζες; - Γιάννης Ρίτσος...