Πέμπτη, Αυγούστου 12, 2021

 Γιώργος Μητάς*

Όνειρο μέσα στο όνειρο

Η θερινή διηγηματογραφική παράδοση του Ανοιχτού Βιβλίου συνεχίζει απρόσκοπτα, για ένατη συνεχή χρονιά, με ιστορίες που γράφουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» συγγραφείς μιας ανοιχτής τεχνοτροπικής και ηλικιακής βεντάλιας.

Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους―εντός ή εκτός συνόρων. Ενα πρωτότυπο διήγημα, με παιγνιώδη διακειμενική διάθεση (κι όχι μόνο), όπου οι «παραθεριστές» ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο και μας μεταδίδουν εικόνες και σκέψεις από «διακοπές» περιπετειώδεις, διασκεδαστικές, απρόσμενες, θυελλώδεις, στοχαστικές, ερωτικές, αμφίθυμες, ειρωνικές.

Διακοπές μ’ έναν ήρωα, λοιπόν, καθώς το βιβλιοφιλικό μας ένθετο μεριμνά, εκτός από βιβλιογραφική ενημέρωση και κριτική πυξίδα, και για λογοτεχνική απόλαυση.

Μετά τον Νικήτα Σινιόσογλου, τη Βασιλική Ηλιοπούλου, την Ελενα Μαρούτσου, τη Λουκία Δέρβη, τον Παντελή Μπουκάλα, τον Φαίδωνα Ταμβακάκη και την Αργυρώ Μαντόγλου, συνεχίζει ο Γιώργος Μητάς.


Αιώνες ταλαιπωριών και βασάνων έμοιαζε να ’χουν περάσει απ’ το πρόσωπό του, να το έχουν σκάψει, να το έχουν σημαδέψει. Καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι ακίνητος, με τους ώμους γερτούς, ν’ ατενίζει την κίτρινη κατωφέρεια με τις ελιές να κυκλώνει το Κάτω Πετάλι, την αχνιστή θάλασσα και τους όγκους των νησιών στο βάθος.

«Όμορφη εικόνα», είπε ξαφνικά, σαν να απευθυνόταν στο τοπίο μπροστά του, χωρίς να στρέψει το κεφάλι.

Ήταν η πρώτη φράση που έβγαινε από το στόμα του από τη στιγμή που κάθισα για τον καθημερινό μου καφέ στη «Βεράντα». Ύστερα πάλι σιωπή –τόσο απόλυτη και μακριά, που είχα την εντύπωση ότι φαντάστηκα εκείνη την ψιθυριστή φωνή με τα σπαστά ελληνικά ν’ ακούγεται μέσα από τα σφιγμένα του χείλη. Δεν υπήρχε τίποτα πάνω στο τραπέζι– ούτε κινητό τηλέφωνο, ούτε πορτοφόλι, ούτε κλειδιά, μόνο ένα ποτήρι νερό. Κανένα σακίδιο δεν ήταν αφημένο στα πόδια του, καμία τσάντα περασμένη στην πλάτη της καρέκλας. Φορούσε μακρύ παντελόνι από χοντρό, φθαρμένο ύφασμα και πουκάμισο με μακριά μανίκια, ενώ η τραγιάσκα που σκέπαζε το μελαχρινό κεφάλι έμοιαζε μάλλινη.

Ήταν Ιούλιος.

Λες και η προηγούμενη φράση είχε σηματοδοτήσει την αρχή μιας γνωριμίας, ρώτησε: «Υπάρχει βιβλιοπωλείο σε αυτό το νησί, κύριε;» και γύρισε αργά το πρόσωπό του προς εμένα. «Ναι, κύριε», απάντησα, «είναι λίγο πιο κάτω, στην πλατεία». Τα μάτια του έλαμψαν αλλά δεν είπε τίποτα. Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα. «Μπορώ να σας συνοδεύσω ώς εκεί, αν θέλετε».

Πλήρωσα την Κατερίνα και σηκωθήκαμε. Έβλεπα τώρα πόσο τρομακτικά αδύνατος ήταν, πόσο αβέβαιο ήταν το βήμα του – σε κάθε αλλαγή κλίσης έδειχνε έτοιμος να σωριαστεί στο έδαφος. Γύρω μας κατάλευκοι τοίχοι, ασβεστωμένα δρομάκια, γλάστρες με λουλούδια, εκκλησάκια με γαλάζιους τρούλους και παιδιά που έπαιζαν στον ήλιο.

«Θεέ μου πόση γαλήνη, πόση ομορφιά», ψιθύρισε.

Το βιβλιοπωλείο είχε κλείσει για μεσημέρι, τα κατεβασμένα ρολά έκρυβαν τις βιτρίνες με τα περιοδικά και τα βιβλία. Ο παράξενος επισκέπτης απογοητεύτηκε. Ξαφνικά έμοιαζε ακόμα πιο καταβεβλημένος. «Σε αυτή την περίπτωση, επιτρέψτε μου να σας καλέσω για φαγητό», πρότεινα, «η ώρα είναι περασμένη και πεινάω σα λύκος» - ελπίζοντας έτσι ότι δεν θα τον προσβάλλω.

Καθίσαμε στο «Στέκι», κάτω από τις κληματαριές. Το τραπέζι γρήγορα γέμισε με όλων των ειδών τα καλούδια: αλμύρα, σαρδέλες, μανούρα, τοματοκεφτέδες, φρέσκο ζυμωτό ψωμί. Κοιτούσε τα πιάτα και του έπεφταν τα σάλια αλλά δεν άπλωνε το χέρι. «Το γεύμα μου τα τελευταία χρόνια ήταν μια καραβάνα νερόσουπα μεσημέρι - βράδυ», είπε. «Είμαι μαθημένος να περπατάω στο χιόνι και να δουλεύω. Έρχομαι από την Κολιμά», συμπλήρωσε, σαν να έδινε μια απλή εξήγηση για την κατάστασή του.

Κατάφερε να φάει λίγες μπουκιές ψωμί και να πιει ένα ποτήρι κρασί. Το κεφάλι του έγειρε στο στήθος του, τα βλέφαρα βάρυναν.

«Νομίζω ότι μια σιέστα θα μας έκανε καλό», αποτόλμησα, «μπορούμε να επιστρέψουμε στο βιβλιοπωλείο το βραδάκι. Πού μένετε;»

Ο άντρας έδειξε να τα χάνει με την ερώτηση. «Είμαι περαστικός», είπε στο τέλος. «Μη με πάρετε για τρελό, αλλά μερικές φορές νομίζω ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο».

Του πρότεινα να έρθει στο δωμάτιο που νοίκιαζα στα Εξάμπελα. Είχε ένα δροσερό χολ μ’ έναν χτιστό καναπέ – θα μπορούσε να ξαπλώσει εκεί. Δέχτηκε.

Στο δρόμο σταθήκαμε κάμποσες φορές να ξαποστάσει, να τρίψει ανάμεσα στα δάχτυλά του ρίγανη και θυμάρι, να κρατήσει στη χούφτα του σβόλους από ζεστό χώμα.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο πήγα γραμμή στη βεράντα, καλώντας τον να του δείξω τη θέα.

«Έρχομαι σ’ ένα λεπτό», απάντησε, «να χρησιμοποιήσω πρώτα το μπάνιο».

Βυθίστηκα στην παλιά φερ φορζέ με τα μαξιλάρια, έχοντας απέναντί μου την Καταβατή και τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία. Τα λεπτά κυλούσαν και ο καλεσμένος μου δεν έλεγε να εμφανιστεί. Φοβήθηκα ότι τον είχε πάρει ο ύπνος με τα παπούτσια.

Μπαίνοντας μέσα, αντίκρισα τον δραπέτη από την Κολιμά σκυμμένο πάνω από το χαμηλό τοιχάκι της κουζίνας, εκεί όπου στοίβαζα τα βιβλία που έπαιρνα μαζί μου κάθε καλοκαίρι, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν θα τα διαβάσω όλα. Τουλάχιστον δέκα τόμοι με μυθιστορήματα, νουβέλες, ποιήματα και δοκίμια με συνόδευαν κάθε χρόνο.

«Όταν ήμουν τριών χρόνων είχα την πρώτη και τελευταία βιβλιοθήκη στη ζωή μου... Την αποτελούσαν δυο βιβλία»*, τον άκουσα να λέει με τρεμάμενη φωνή, ενώ χάιδευε τρυφερά έναν τόμο με ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του.

Πλησίασα, ανέσυρα έναν χοντρό τόμο από τη βάση της στοίβας και του τον έδωσα. Και ο τριανταπεντάχρονος Βαρλάμ Σαλάμοφ, ο έγκλειστος του στρατοπέδου της Κολιμά του 1942, σ’ εκείνο του τ’ όνειρο που μπλέχτηκε με το δικό μου δρασκελώντας τον χρόνο, βρέθηκε να κρατά στα χέρια του τις «Ιστορίες» που θα έγραφε δέκα χρόνια αργότερα, τις Ιστορίες που δεν θα προλάβαινε να δει τυπωμένες όσο ζούσε.

Ξύπνησα στη μέση της νύχτας και δεν μπορούσα να πω αν ο γαλαξίας που έλαμπε στο στερέωμα φώτιζε γύρω μου τους λόφους της Σίφνου ή τις παγωμένες πεδιάδες της Σιβηρίας.

Στο διήγημα εμπλέκεται ο Ρώσος συγγραφέας Βαρλάμ Σαλάμοφ

* Οι βιβλιοθήκες μου - Varlam Shalamov - Skroutz.grVarlam Shalamov: «Οι βιβλιοθήκες μου», μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Αγρα» 2014

Τελευταίο βιβλίο του Γ. Μητά είναι η νουβέλα «Τα δυο δώρα» (Στερέωμα, 2021)prodimosieysi mitas

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Όταν ο Ανακρέων έγινε...γκολ.Μια ιστορία μέθης που μπορεί να μη συνέβη πραγματικά...

Μια γυναίκα αυλίστρια ψυχαγωγεί άνδρες σε ένα συμπόσιο για αυτόν τον αττικό ερυθρόμορφο κωδωνοειδή κρατήρα, περ. 420 π.Χ. __________________...